[Τα τελευταία μου κείμενα ως κάτοικος Ελλάδος, πριν την μετανάστευση στην Γερμανία]
…………………………………………………………………………………………………………………………..
Sloop John B
Για αρχή, πάμε πολύ πίσω στο παρελθόν. Τότε που ακόμα η έλευση του καλοκαιριού σήμαινε όντως 3 μήνες απόλυτης ξεγνοιασιάς. Εμένα, λοιπόν, ο καλοκαιρινός παιδικοεφηβικός παράδεισος μου βρισκόταν (ακόμα βρίσκεται) σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της νότιας πλευράς του Κορινθιακού. Αλληλουχία εικόνων και εμπειριών: πρωινό ξύπνημα δίπλα από την τεράστια μουσμουλιά. Τα ρακούν-φαντάσματα να τρέχουν στη στέγη. Milko και king-size τυρόπιτα (αυτή η εξτραβαγκάντζα θερμίδων ακόμα με κατατρέχει) μαζί με μίκυ μάους, εφημερίδες και βιβλία στο μπαλκόνι για πρωινό. Μεγάλα αθλητικά γεγονότα με μουσικό μπαγκράουντ το μονότονο, αλλά ποτέ κουραστικό, τραγούδι των τζιτζικιών. Μπάνιο με τις ώρες στο θρυλικό Βαλτάκι. Αφιλόξενη θάλασσα με χοντρά βότσαλα και αχινούς. Bonus features: τα τεράστια καλιφορνέζικα κύματα, μια φορά τουλάχιστον τον Αύγουστο, με aftermath στα σώματά μας ανάλογο μονομαχίας με τον Iron Mike Ζαμπίδη, καθώς και η πατροπαράδοτη ετήσια άφιξη του στόλου των γλοιδεστάτων μεδουσών-ιπτάμενων δίσκων των θαλασσών. Πολύ ποδήλατο, πολύ πέσιμο, πολύ γδάρσιμο. Ατελείωτες ώρες μπάσκετ. Επικά τουρνουά, ομηρικές μάχες, παίκτες-θρύλοι, άφθονοι τσακωμοί και ξύλο. Κορίτσια; Ναι, αλλά λίγο too little too late η φάση. Shinobi, Double Dragon και Pang στην πλατεία, στου Μπανιά, και στην Μπόστα. Θερινό σινεμά. Από το «Back to the Future 2», σε όλα τα μπλοκμπάστερ των ‘90s. Το αδιαχώρητο. Με μεταλλαγμένα κουνούπια, ποικίλα μαμούνια να σουλατσέρνουν στη φάτσα του Τομ Κρουζ και του Άρνολντ Σβαρτσενέγκερ, θείτσες και θείτσους, τσιπς και πορτοκαλάδες Λουξ, λοξοκοιτάγματα στα φουστανάκια των κοριτσιών και βλέμματα όλο υπονοούμενα, σπάνια κάτι παραπάνω. Και το βράδυ, το βραδάκι, κιθαρωδίες και τραγούδια στην Ιτιά, με μπυρόνια, με ουίσκια και που και που κανένα χαμούρεμα. Καλοκαιρινές διακοπές για πάντα. Σάλπαρε πλοίο των αναμνήσεών μου, όρισε τις συντεταγμένες πλοήγησής σου για ένα reverse time engineering και κάνε με πάλι για λίγο 17. Να φάω βρώμικο στο Στέκι, να παίξω το ποδοσφαιράκι με τη λήψη από πάνω, να ρίξω μια κλεφτή ματιά στο κωλόμπαρο La Jamaique, να αράξω στην πλατεία άνευ λόγου και αιτίας ως τις 6 το πρωί. Να βρεθούμε ξανά όλοι μαζί, να γελάσουμε, να μαλώσουμε, να πλακωθούμε, να γίνουμε λιάρδα. Να νιώσουμε και πάλι το αίμα μας να κοχλάζει και τις ορμόνες μας να χορεύουν κλακέτες και να μη μας χωράει ο τόπος. Ο χρόνος αδιάφορος, η αιωνιότητα καθημερινότητα. Απλώς ένα ακόμα καλοκαίρι στον Λόγγο.
J’ ai rendez-vous avec vous
Τα μικρά της, ντελικάτα χεράκια γράφουν στο τετράδιο. Pronoms personels, subjonctif, passé compose. Εγώ να κοιτάω μια το bescherelle, μια το στήθος της. Τι περιμένατε; Είμαι 15 χρονών κι είμαι καβλωμένος όσο δεν πάει. Και φυσικά είμαι ερωτευμένος μαζί της, αλλά δεν μπορώ να το παραδεχτώ ούτε καν στον εαυτό μου. On apprend l’ alphabet: a, b, c, d, e. Το μυαλό μου μας φαντάζεται να βαδίζουμε χέρι χέρι στη Μονμάρτη. Αποδιώχνω αυτήν την εικόνα, μου φαίνεται κάπως γλυκανάλατη και ξενέρωτη. Tu dois ecrire deux compositions pour la prochaine fois, cher Alexandre. Τώρα το μυαλό μου μας φαντάζεται αγκαλιά και αραχτούς σε τεράστιες μαξιλάρες σε ένα πολυτελές, ψηλοτάβανο ρετιρέ κάπου στη Boulevard St. Michel να κοιτάζουμε από το παράθυρο, με μια κάποια μελαγχολία στο βλέμμα μας, τους περαστικούς που τρέχουν όπως όπως να προφυλαχθούν από μια ξαφνική, αλλά τυπική παριζιάνικη, μπόρα. Από τα ηχεία ενός πικάπ, κάπου δίπλα σε μια αχανή βιβλιοθήκη ακούγεται η φωνή του Georges Brassens: Τούμπα, τούμπα, τούμπα, τούμπα
La lumièr’ que je préfère
C’est cell’ de vos yeux jaloux
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
«Ε, ξύπνα, ονειροπολείς πάλι;», μου λέει γελώντας. Εγώ κοκκινίζοντας από ντροπή και πειραγμένος που πιάστηκα στα πράσα το αρνούμαι και της μουτρώνω. Εκείνη είναι έξυπνη, καταλαβαίνει τα πάντα και ευτυχώς γνωρίζει επακριβώς πως πρέπει να χειριστεί την κατάσταση. Τα χρόνια περνάνε γρήγορα ή και βασανιστικά αργά (εφηβεία γαρ). Είναι το τελευταίο μας μάθημα. Είναι συγκινημένη. Είμαι κι εγώ πάρα πολύ, αλλά το κρύβω με κάθε τρόπο, με νύχια και με δόντια. «Δε θα πεις κάτι, είναι το τελευταίο μας μάθημα», μου λέει. Εγώ απλά ανασηκώνω τους ώμους. Όταν φύγει και κλείσι η πόρτα κοιτάζω από το παράθυρο την οδό Χαροκόπου και όχι τη Boulevard St. Michel. Βρέχει καταρρακτωδώς, έχουν βουλώσει τα φρεάτια, και έχει πλημμυρίσει ο τόπος. Διαπιστώνω ότι ένα κενό σημείο μέσα μου μεγαλώνει και αρχίζει να παίρνει διαστάσεις μαύρης τρύπας. Παραδόξως αυτό που με σώζει και με αποτρέπει από το να βουτήξω μέσα από τον ορίζοντα γεγονότων της είναι μια μελωδία που βγαίνει από το εσωτερικό της μαύρης αυτής τρύπας:
La fortun’ que je préfère
C’est votre coeur d’amadou
Tout le restant m’indiffère
J’ai rendez-vous avec vous !
Don’t cry
Είμαι άτσαλος, ατσούμπαλος και έχω χάλια γραφικό χαρακτήρα. Τα χέρια μου και πολλές φορές και τα πόδια μου δεν πιάνουν ούτε ψάρι σε γαβάθα. Είμαι νευρικός, νευρωτικός και αγχώδης όσο δεν πάει. Είμαι κυκλοθυμικός, λαίμαργος, κακομαθημένος και απροσάρμοστος. Αντικοινωνικός και ελιτιστής. Ψωνάρα και κακότροπος. Όλα αυτά τα κουσούρια που μου καταμαρτυρούν ότι κουβαλάω εγώ τα αναγνωρίζω και τα παραδέχομαι. Α, όλα κι όλα. Δίκαιοι να είμαστε παιδιά! Όμως, έστω κι αν είμαι, που είμαι, τόσο ανάποδος και παράξενος, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ξέρω, όσο λίγοι, πως να ιντριγκάρω και να φτιάχνω τις γυναίκες όταν χορεύω μπλουζ μαζί τους. Διότι το μπλουζ κυρίες και κύριοι είναι τέχνη της οποίας η επιτυχής άσκηση προϋποθέτει άφθονο ταλέντο και μπόλικη δουλειά. Δεν είναι παίξε-γέλασε. Πρέπει κάθε φορά να γνωρίζεις ποιος είναι ο σωστός ρυθμός, να κινηθείς και να την κινήσεις, που πρέπει να τοποθετείς τα χέρια σου, ποιά πρέπει να είναι η απόσταση των σωμάτων σας κάθε στιγμή και πως αυτή πρέπει να αυξομειώνεται, πώς να συγχρονίζονται οι αναπνοές σας, τι να λες, πότε να το λες, πως να το λες, για ποιο λόγο να το λες, πως να την κάνεις να γελάει. Και όχι να το παινευτώ, αλλά ο κερατάς όλα τα προαναφερθέντα τα έπαιζα ανέκαθεν (από τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου που άρχισα να χορεύω μπλουζ, δηλαδή) στα δάχτυλα μου. Μόνο ένα πρόβλημα είχα πάντα. Επειδή ήμουν τόσο επιδέξιος στην τέχνη του μπλουζ έκανα τα ανυποψίαστα ή υποψιασμένα κοριτσάκια να παθαίνουν πλάκα με την πάρτη μου και να μην ξεκολλάνε από πάνω μου. Εγώ όμως δεν τις ήθελα όλες όσες με ήθελαν (σόρρυ κιόλας, δηλαδή)! Ε, κι εκεί ήταν το αδύνατό μου σημείο, ότι δηλαδή επειδή πάλι ο κακός εαυτός μου έπαιρνε το πάνω χέρι, τους έβαζα πάγο με μια πλειάδα τρόπων, των οποίων το κοινό σημείο ήταν η παντελής απουσία κομψότητος. Ε, λοιπόν, νιώθω ότι σε όλα αυτά τα κορίτσια με τη ραγισμένη καρδιά εξαιτίας του ότι βίωσαν την απόρριψη εκ μέρους μου (των οποίων ο αριθμός κατά την πορεία των ετών μόνο κατά προσέγγιση μπορεί να υπολογιστεί διότι καταλαβαίνετε, ξέρετε και βλέπετε για τι ποθητό αγόρι μιλάμε) οφείλω κάτι. Έτσι, λοιπόν αποτίοντας ελάχιστο φόρο τιμής στις πεσούσες ψυχές τους, και αντί στεφάνου, τους αφιερώνω το ακόλουθο τραγουδάκι, και μπλουζ από τα πολύ λίγα.
Disco 2000
Από τον ακάλυπτο μου φαινόταν το διαμέρισμά σου. Δηλαδή εκείνο το σκεπαστό μπαλκόνι πίσω απ’ το δωμάτιο σου. Πηγαίναμε στο ίδιο σχολείο και στο ίδιο φροντιστήριο αγγλικών αλλά σε διαφορετικές τάξεις. Έκανες πολύ καιρό να με προσέξεις, ενώ εγώ σε είχα σταμπάρει από την πρώτη φορά που σε είδα. Ήσουν τόσο εκτός του βεληνεκούς μου ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα. Φλέρταρες και τα έφτιαχνες με διαφόρους (κάθε καρυδιάς καρύδι, εδώ που τα λέμε) και εγώ τα παρατηρούσα όλα αυτά ανήμπορος να κάνω κάτι, σαν το παιδάκι που έχει καρφωμένο το μουτράκι του στη βιτρίνα του απρόσιτου για εκείνο ζαχαροπλαστείου και κοιτάζει τα γλυκά και τις καραμέλες γεμάτο πόθο και ζήλεια. Πολλά βράδια δεν κοιμόμουν εξαιτίας σου. Περισσότερα βράδια ονειρευόμουν ότι ήμασταν μαζί. Κι ύστερα τα έφεραν έτσι οι συνθήκες ώστε βρεθήκαμε στο ίδιο περιβάλλον για πολλά χρόνια. Ήρθαμε κοντά. Γίναμε αυτοκόλλητοι. Όχι όσο θα ήθελα, βεβαίως, δυστυχώς για μένα τότε. Παρ’ όλα αυτά οι ελπίδες μου είχαν αναπτερωθεί. Έλα όμως που δίσταζα να ανοίξω τα χαρτιά μου. Εσύ παράλληλα, βεβαίως, αλώνιζες με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο κι εγώ βίωνα το διαρκές μαρτύριο του να τα παρατηρώ όλα αυτά, εκ του σύνεγγυς μεν, αμέτοχος δε. Όταν τελικώς έκανα την κίνηση μου απέτυχα με οικτρό τρόπο. Οι περιστάσεις δε αυτής της ερωτικής εξομολόγησης ήταν τόσο γελοίες (ίσως σας τις διηγηθώ άλλη φορά). Τέλος πάντων. Τα χρόνια περνούσαν, γίνονταν διάφορα από εδώ κι από εκεί και το αίσθημα σιγά σιγά ξεθώριαζε. Υπήρχαν, φυσικά, κάποιες αναζοπυρώσεις οι οποίες είχαν πάντα το ίδιο αποτέλεσμα: εσύ να με απορρίπτεις κι εγώ να μαζεύω τα κομμάτια μου. Άτιμο πράγμα ο ανεκπλήρωτος έρως, φίλτατοι. Όταν τελικά μετά από χρόνια μου δόθηκε η ευκαιρία, που τόσο πάσχιζα να βρω επί σειρά ετών, να κάνω κάτι μαζί σου, την μισοεκμεταλλεύτηκα και δεν πήγα ως το τέρμα. Δεν ξέρω γιατί. Ίσως επειδή υπάρχει ένα χρονικά αποδεκτό πλαίσιο για την κάθε μας επιθυμία ή επιδίωξη κι όταν φύγουμε εκτός αυτού του πλαισίου δεν έχει πια νόημα για κανέναν να συνεχίζουμε την προσπάθεια. Μπορεί και να μην είναι έτσι: όπως σου είπα, δεν ξέρω. Αυτό που ξέρω είναι ότι δεν υπάρχει καλύτερο τραγούδι για την μακροχρόνια ανεκπλήρωτη ερωτική επιθυμία από αυτό που ακολουθεί.
Kiss me
Για να με φιλήσει ήξερα ότι έπρεπε να βρω το κατάλληλο, βέλτιστα ρομαντικό, σημείο. Και το βρήκα γιατί εγώ αν καταπιαστώ με κάτι κι έχω κίνητρο θα τα καταφέρω και θα βρω άκρη, ο κόσμος να χαλάσει. Ήταν ένα κάπως απόμερο παγκάκι μπροστά στη θάλασσα με το κύμα να σκάει από κάτω. Αυτά ως προς το χώρο. Κι ως προς τον χρόνο, όμως, έκανα διάνα. Αυγουστιάτικη πανσέληνος. Καλύτερα δεν γινόταν. Εκείνο το βράδυ ντύθηκα, στολίστηκα, αρωματίστηκα και πέρασα από το σπίτι της. Της πρόσφερα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Της άρεσε η χειρονομία μου. Πήγαμε περπατώντας ως το τέλειο ρομαντικό σημείο. Φλυαρούσα περί ανέμων και υδάτων. Ήμουν τέρμα αμήχανος. Ήταν κι εκείνη, μόνο που μιλούσε ελάχιστα, κυρίως αποκρινόμενη από ευγένεια στην απεραντολογία μου. Άρχισα να της αναλύω ένα άρθρο που είχα διαβάσει πρόσφατα περί ψυχολογικών ερμηνειών της τάσης των ανθρώπων για αυτοκτονία, λησμονώντας ότι ο μεγάλος της αδελφός είχε πραγματοποιήσει τουλάχιστον 3 αντίστοιχες απόπειρες στο παρελθόν. Πριν προλάβω να καταπιώ τη γλώσσα μου απ’ τη βλακεία που είχα κάνει, ευτυχώς φτάσαμε. Ήταν η ώρα που ότι είχε δύσει ο ήλιος κι ο ουρανός έπαιρνε αυτές τις μαγικές αποχρώσεις τις οποίες οι συγγραφείς όσο κι αν πασχίζουν δεν καταφέρνουν να τις αποδώσουν παρά μόνον πλημμελώς. Καθήσαμε. Ατμόσφαιρα όμορφης αναμονής αλλά και αμφιταλάντευσης. Ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος σε αυτές τις περιπτώσεις, όποια κι αν είναι τα προμηνύματα. Μια νυχτερίδα πέρασε από πάνω. Μετά ένας σκύλος από κάπου μακριά γάβγισε. Τα φώτα του δρόμου άρχισαν με αργό, νωχελικό τρόπο ν’ ανάβουν. Ένα αυτοκίνητο πέρασε από πίσω μας. Ένας εκφωνητής με μια απαίσια στριγκή φωνή ανακοίνωνε το αποτέλεσμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα. Την πήρα αγκαλιά. Εκείνη αρχικά δεν αντέδρασε, ύστερα ήρθε πιο κοντά μου. Σκέφτηκα μήπως έχω αφήσει το μάτι της κουζίνας ανοιχτό. Σκέφτηκα το γκολ του Βαζέχα στο Άμστερνταμ το ‘96. Και σκέφτηκα και τον στίχο των Pavement: «I was dressed for success, but success it never comes». Μύριζε πολύ ωραία. Γύρισα να την κοιτάξω. Γύρισε να με κοιτάξει. Δεν χρειαζόταν πια να μιλάμε. Στο μυαλό μου ήρθε η γνωστή γελοία φράση «Χούφτωστη, χούφτωστη» με την ακόμα πιο γνωστή γελοία φωνή. Συγκρατήθηκα με χίλια ζόρια να μην σκάσω στα γέλια. Φαντάζεστε να το έκανα εκείνη τη στιγμή; Πλησίασα πιο κοντά, έκλεισα τα μάτια μου κι ένιωσα τις γλώσσες μας να μπλέκονται. Τότε, η γνωστή μελωδία του τραγουδιού που σε ελάχιστα δευτερόλεπτα θα ακούσετε ξεχύθηκε από όλους τους πόρους του Σύμπαντος, μας τύλιξε και μας ύψωσε στα ουράνια.
Fake Plastic Trees
Να ζεις στο νησί δεν είναι πολύ εύκολο, νομίζω. Ειδικά αν δεν είσαι στο Λονδίνο. Ακόμα πιο ειδικά αν είσαι στο Κόβεντρυ των Εγγλέζικων Μίντλαντς. Το μόνο που έσωζε την κατάσταση στην περίπτωσή μου ήταν το ότι έκανα το Εράσμους μου εκεί πέρα. Καλά, βέβαια, βοηθούσαν και τα πάρτυ, τα ταξίδια, οι γνωριμίες, οι διεθνείς σχέσεις και άλλα τέτοια ωραία. Ωστόσο ήταν αναπόφευκτο, ειδικά για ανθρώπους που διαθέτουν μια μίνιμουμ ευαισθησία, όπως πιστεύω ότι είναι ο υποφαινόμενος, να μείνει κανείς ανεπηρέαστος απ’ τη μόνιμα γκριζίλα και μουντίλα της πόλης και του καιρού, απ’ τους κακομούτσουνους, αλκοολικούς και συχνά απειλητικούς ιθαγενείς, απ’ το απαίσιο φαγητό και απ’ την πολιτισμική ένδεια και σχεδόν ερημιά σε ορισμένες περιπτώσεις… Ειδικά τον πρώτο καιρό και πριν πολυγνωρίσω κόσμο τα πράγματα εκεί πέρα δεν ήταν κι εξαιρετικά εύκολα. Πανεπιστήμιο-εστία, εστία-πανεπιστήμιο, υπό βροχή ή υπό συννεφιά (σύμφωνα με τον τοπικό θρύλο, η τελευταία φορά που στο Κόβεντρυ είχε γαλανό ουρανό και ηλιοφάνεια ήταν όταν η Lady Godiva διέτρεξε την πόλη ολόγυμνη, καβάλα στο άλογο της, κατά το σωτήριον έτος 1050 μ.Χ.) με το γουώκ-μαν ανά χείρας ή υπό μάλης (στην πραγματικότητα όχι ακριβώς, αλλά γούσταρα να πω «υπό μάλης») ν’ ακούω και να ξανακούω την μοναδική κασέτα που είχα γράψει και πάρει μαζί μου πριν φύγω από Ελλάδα. Ξεκινούσε με το «I am only happy when it rains» και τελείωνε με αυτό το κομμάτι:
Sapore di sale
Δεν υπάρχουν πολλά μέρη στον κόσμο που να είναι πιο όμορφα από την Τοσκάνη τον Ιούλιο. Τι να πρωτοπιάσεις και τι να πρωτοαφήσεις. Φλωρεντία, Σιένα, Πίζα, Σαν Τζιμινιάνο, μοναστήρια και γραφικά χωριά, βουνά, ολάνθιστες πεδιάδες και θάλασσα, μεσαιωνικά φεστιβάλ και, γενικότερα, ατέλειωτα πολιτισμικά χάπενινγκς και εκδηλώσεις. Εκείνο το καλοκαίρι που τα γυρίσαμε όλα αυτά έχοντας τον καλύτερο δυνατό ξεναγό (Ντάβιντε, μου λείπεις ρε μπαγάσα… Και σ’ έχω χάσει τώρα πια ρε γαμώτο και δεν μπορώ να σε βρω με τίποτα… Αλλά θα σε ξαναβρώ) νομίζω ότι βίωσα ένα, εξαιρετικά σπάνιο για εμένα, τον ανάποδο και μονίμως ανικανοποίητο, αίσθημα πληρότητος. (Το ίδιο αίσθημα το ξαναβίωσα λίγα χρόνια μετά στο Βερολίνο. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία και θα σας την πω μια άλλη φορά). Το τραγούδι που θα ακούσετε αμέσως τώρα εκφράζει την απόλυτη ομορφιά, την απόλυτη μελαγχολία, την απόλυτη νοσταλγία. Εκφράζει μοναδικά και ολοκληρωτικά τον αρχετυπικό Ιταλό. Έντονη γεύση ζωής, παντοτινή λαχτάρα για το κάτι παραπέρα, επίγνωση του ότι δεν θα το πιάσεις ποτέ, αλλά παρ’ όλα αυτά επιμονή να σχηματίσεις το ασχημάτιστο, να χρωματίσεις το ασπρόμαυρο, να χορέψεις, να τραγουδήσεις, να αρπαχτείς, να δημιουργήσεις, να γίνεις πιο μεγάλος από τη ζωή. Αλλά όχι έτσι, χύμα, αντιθέτως, πάντα με πλάνο, με μαεστρία, με ευελιξία, με χιούμορ, με πονηριά. Σε λατρεύω Ιταλέ. Και το ξέρω ότι τα αισθήματα είναι αμοιβαία.
Skyway
Η πιο δύσκολη περίοδος της ζωής του 99% των Ελλήνων αντρών είναι ο στρατός. Ναι, ξέρω, μην βαράτε, ήμουν βύσμα, πήγα αεροπορία, την έβγαλα σχετικά καθαρή σε σύγκριση με άλλους. Αλλά και πάλι, υπήρχαν στιγμές που με έπιανε μια απελπισία απάλευτη (για να μιλήσω και με ορολογία στρατού), όπως όταν συνειδητοποιούσα πως βρισκόμουν αξεδιάλυτα μπερδεμένος σε έναν καφκικό κυκεώνα και λαβύρινθο τον οποίο η λέξη «κόλαση» τον αντικατόπτριζε, στην αντίληψη μου, σχεδόν 100%. Στις περιστάσεις αυτές κατά τις οποίες ένιωθα να συμπιέζομαι από παντού χωρίς ελπίδα να την γλιτώσω (η υπερβολή και η μελοδραματικότητά μου, όπως καταλαβαίνετε, δεν βοηθούσαν ιδιαιτέρως) έψαχνα μέσα μου να βρω και να ανοίξω τις πόρτες των απροσπέλαστων καταφυγίων της συνειδητότητός μου. Εκεί όπου γνώριζα ότι τίποτε δεν θα μπορούσε να με αγγίξει, έστω και για λίγο. Να σας αποκαλύψω μερικά τέτοια καταφύγια: Η ιστορία του ήρωα του διηγήματος Σελεφάϊς του Χ.Φ. Λάβκραφτ. Οι όλο υποσχέσεις αναμνήσεις μου από ένα πανέμορφο μέλλον. Η αχρονική ευδαιμονία του Λόγγου. Και αυτό το τραγούδι.
Debaser
Μαλιμπού Ανανά ή Στις όχθες του ποταμού Κηφισού έκατσα κι έκλαψα
Μεγάλωσες νέε μου, μορφώθηκες σωστά
Συσσώρευσες βουνά από διπλώματα
Και είσαι τυχερός, δε θα γνωρίσεις ανεργία
Έτοιμη σου έχουμε εργασία
Θα πηγαίνεις στη δουλειά με ηθικό ανεβασμένο
Έτσι μόνο θα γίνεις στέλεχος καταξιωμένο
Κι αν εφαρμόζεις όλα όσα σου λέμε σωστά
Μηνιάτικο θα φτάσεις νάχεις τουλάχιστον δυο «χαρτιά»
Θα γίνεις ζωντανό κομμάτι της μηχανής
Κι όλοι θα λένε: «να ένα εξάρτημα περιωπής»
Κι αφού εγώ ο δύσμοιρος στα σοβαρά τα πήρα αυτά
Ρίχτηκα με τα μούτρα στη δουλειά
Πίνακες, δείκτες, αναλύσεις, αναφορές
με ωράριο πλήρες και συνεχές
και που και που καμιά υπερωρία
(5 φορούλες τη βδομάδα κι άλλη μία)
Ανταγωνιστικός για να μένω όταν είχα ρεπό
Να διαβάζω έπρεπε τύπο οικονομικό
Κι όσο για διασκέδαση, καμιά ανησυχία
Συχνά-πυκνά διοργάνωνε εκδηλώσεις η εταιρία
Ξάφνου μια μέρα ξύπνησα κι είπα «μισό λεπτό,
Ζω άραγε τη ζωή αυτή που θέλω εγώ;
Μικρός ονειρευόμουνα να γίνω αστροναύτης
Και όχι ένας γιάπης τεχνοκράτης»
Απόφαση το πήρα μέσα σ’ ένα πρωινό
Κι είπα θα κάνω φινάλε εντυπωσιακό
Κι έτσι βόμβα έβαλα στην εταιρία
Κι έζησα για λίγο στην παρανομία
Όμως βαρέθηκα τους μπάτσους να κοροϊδεύω
Και με δανεικά των φίλων μου να την παλεύω
Κι έτσι πήρα το διαστημικό λεωφορείο της γραμμής
Κι έκοψα λάσπη από τον πλανήτη-τρελοκομείο της Γης
Στους νέους ένα πράγμα μόνο έχω να πω
Μην παραμελήσετε ποτέ το παιδικό σας όνειρο
Κι εφόσον αληθινά πιστέψετε σ’ αυτό
Ώθηση θα σας δώσει να εκτοξευτείτε στον ουρανό
Κι ίσως κάπου εκεί στ’ άστρα βρεθούμε ξανά
Όλα μαζί τα «καταραμένα» παιδιά
Με κουκλάρες εξωγήινες γκόμενες αγκαλιά
Και στο χέρι ένα ποτήρι μαλιμπού ανανά
Someone great
«Μην σκέφτεσαι τόσο πολύ. Μην σκέφτεσαι, μην σκέφτεσαι, μην σκέφτεσαι. Προφυλάξου απ’ την μπόρα, μην στέκεσαι σαν ζαλισμένος μες στη βροχή του απρόσμενου χωρισμού, κρύψου κάτω από το υπόστεγο της τέχνης». Εσωτερική φωνή βοώντος εν τη ερήμω της καρδιάς σου… Σε χώρισε κι αυτό δεν αλλάζει. Κάνεις προσπάθειες να την μεταπείσεις αλλά φυσικά αυτές δεν έχουν κανένα νόημα. Λίγο μετά από τη στιγμή της θριαμβευτικής νίκης σε μια από τις σημαντικότερες μάχες της ζωής σου και εκεί όπου όλοι οι ορίζοντες ανοίγανε μπροστά σου φέρνοντας μαζί τους πολλές, εμφανείς και μη, σαγηνευτικές υποσχέσεις, ζντουπ, άρπα την κατραπακιά και βυθίσου σε αβύσσους αχαρτογράφητες. «Δεν μπορεί κάποιο νόημα θα έχει όλο αυτό, κάποιον απώτερο σκοπό» λέει το αγγελάκι της αυταπάρνησης. «Είσαι καταραμένος, πάει και τελείωσε, μια ζωή στην πίκρα, στην απόρριψη, στη μιζέρια και στη δυστυχία θα είσαι», λέει το διαβολάκι της αυτολύπησης. Κρατιέσαι με το ζόρι να μην αφεθείς. Ανακαλύπτεις σιγά σιγά μέταλλα και δυνάμεις μέσα σου που δεν γνώριζες ότι κατείχες. Με τη βοήθεια των φίλων σου θα βγεις από το λούκι. Κι όταν βγεις, όχι μόνο οι ορίζοντες είναι ακόμα ανοιχτοί και χαμογελώντας σου κλείνουν με νόημα το μάτι, αλλά και κάτι αναπάντεχα, απροσδόκητα όμορφο ξεπηδάει από το πουθενά. Και τότε καταλαβαίνεις ότι ναι, όλα είχαν ένα νόημα. Και μακαρίζεις το Σύμπαν για τη δοκιμασία που σου έβαλε να περάσεις. Συγχαρητήρια. Έχεις ανέβει επίπεδο.
Little triggers
Μικρές σκανδάλες που τραβάς με τη γλώσσα σου
Μικρές σκανδάλες, δεν θέλω να είμαι ξεκρέμαστος, στην τσίτα, όταν αδιαφορείς
Μικρά πονηρά χαμόγελα στα χείλη σου
Μικρές σκανδάλες στα χέρια σου
Μικρές σκανδάλες, το χέρι μου στον γοφό σου
Σκέφτεσαι όλες αυτές τις λογοκριμένες σκηνές
Ανησυχείς για τις συνέπειες
Περιμένεις να έρθω στα συγκαλά μου
Καλύτερα βάλτα όλα σε χρόνο ενεστώτα
Μικρές σκανδάλες που τραβάς με τη γλώσσα σου
Μικρές σκανδάλες, δεν θέλω να είμαι ξεκρέμαστος, στην τσίτα, όταν αδιαφορείς
Μικρά πονηρά χαμόγελα στα χείλη σου
Μικρές σκανδάλες στα χέρια σου
Μικρές σκανδάλες, το χέρι μου στον γοφό σου.
Ανησυχείς και θέτεις θέμα σεμνότητος
Όταν όλο αυτό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ζήτημα συχνότητος
Όταν μου λες εντάξει μεν, αλλά ότι έχω πολύ θράσος δε
Όταν λες ότι έχεις κουραστεί από μένα ενώ εσύ ούτε καν χαλαρώνεις αυτές τις…
Μικρές σκανδάλες που τραβάς με τη γλώσσα σου
Μικρές σκανδάλες, δεν θέλω να είμαι ξεκρέμαστος, στην τσίτα, όταν αδιαφορείς
Μικρά πονηρά χαμόγελα στα χείλη σου
Μικρές σκανδάλες στα χέρια σου
Μικρές σκανδάλες, το χέρι μου στον γοφό σου
Who’s gonna drive you home
Αυτό που ελλόχευε χρόνια κάτω από το κατώφλι της συνείδησης και των δυο μας απόψε έρχεται στην επιφάνεια. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Σε θέλω τόσο πολύ που δεν μπορεί να το χωρέσει ο οργανισμός μου. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Αν σταματούσα ίσως σωζόμουν, αλλά ο κύβος έχει ριφθεί. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Με έχουν ζαλίσει οι μπίρες αλλά όχι τόσο όσο μ’ έχει ζαλίσει το φόρεμα σου. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Το τραγούδι αυτό, στο έχω πει, το έχω συνδέσει με μια αυτοκινητάδα υπό το φως της αυγουστιάτικης πανσελήνου στην Πάρο, πριν μερικά χρόνια. Ένα αλλόφυλο, μεθυσμένο και αναμμένο κορίτσι κάθεται στη θέση του συνοδηγού και μου τραγουδάει ψιθυριστά στο αυτί. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Αν σ’ αγγίξω θ’ ανατιναχτώ, αν δεν σ’ αγγίξω θα μαραζώσω. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Υγρό πυρ σαν καταρράχτης πέφτει πάνω μου καίγοντάς με. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Τώρα μας έχει μείνει μόνο μία επιλογή. Ποιός θα σε γυρίσει σπίτι σου απόψε; Αφού δεν μπορούμε να είμαστε μαζί με τον τρόπο των πολλών ας είμαστε μαζί με τον δικό μας, μοναδικό τρόπο. Εγώ θα σε γυρίσω σπίτι σου απόψε.
Country roads
Όσο κι αν δεν μας χωράει ο τόπος και τρωγόμαστε με τα ρούχα μας, όσο και αν ανοίγουμε τα φτερά μας αναζητώντας νέες περιπέτειες, όσο κι αν ξέρουμε ότι πρέπει να ρισκάρουμε και να δημιουργήσουμε ένα στέρεο (λέμε τώρα…) οικοδόμημα πάνω στα θεμέλια του αβυσσαλέου χάους που απλώνεται στο άπειρο προς πάσα κατεύθυνση πέρα από το μικρό νησί των γνωστών μας πραγμάτων και καταστάσεων, όσος ενθουσιασμός κι αν μας καταλαμβάνει όταν μετά από μερόνυχτα άχαρης και επικίνδυνης περιπλάνησης διακρίνουμε ν’ αχνοφαίνονται στο πρώτο φως της αυγής οι ακτές μιας άγνωστης, νέας γης, όσο κι αν η γλυκιά ζάλη της μάχης με τα εχθρικά στοιχεία των νέων χωρών και η θριαμβευτική προέλαση μας μεθάει…
Δε θα πάψουμε ποτέ ν’ αποζητάμε την γλυκιά και ανακουφιστική αγκαλιά και τα γνώριμα, τρυφερά χάδια της μάνας μας, της μήτρας μας, της κοιτίδας μας, το φαγητό, το ποτό, τα κορίτσια κι όλα τα θέλγητρα του τόπου μας. Γι’ αυτό, λοιπόν, ω εσείς, επαρχιακοί δρόμοι, φέρτε μας σπίτι για άλλη φορά. Να λουστούμε στο φως της πατρίδας, να ξεδιψάσουμε με το νερό της και να βαδίσουμε για μια ακόμα φορά στα γνώριμα μονοπάτια της. Κι όταν βραδιάσει να μαζευτούμε με όλους τους αγαπημένους μας και τις παλιοπαρέες μας και να γλεντήσουμε όπως μόνο σπίτι μας ξέρουμε να το κάνουμε, χωρίς να αισθανόμαστε ότι υπάρχει κανένα αύριο. Αχ, σπίτι μου, σπιτάκι μου, νιώθω ότι η απόσταση και η συνεπαγόμενη νοσταλγία θα εξιδανικεύσουν την εικόνα σου στα μάτια μου και θα μου φουντώσουν τον πόθο για εσένα. Αλλά, χαλάλι σου. Και εσύ μ’ έκανες αυτό που είμαι. Ποτέ μου δεν θα πάψω να γυρνώ κοντά σου.
Our way to fall
Ο τρόπος μας να ερωτευόμαστε. Ο τρόπος μας να είμαστε μαζί. Στην αρχή βήμα βήμα γιατί δεν της αρέσουν οι μεγάλες και γρήγορες αλλαγές. Βήμα βήμα γιατί εγώ πριν να κάνω το επόμενο βήμα, πρέπει να έχω κατοχυρώσει την τρέχουσα θέση μου και να έχω εξασφαλίσει τα νώτα μου. Και ύστερα με απρόσμενες χειρονομίες. Με ενθουσιώδεις συζητήσεις. Με ατελείωτες ώρες πτήσης. Με αμοιβαίες ανασφάλειες και υποχωρήσεις. Σφιχταγκαλιασμένοι τα πρωινά στα νησιά. Με τη μεθυστική μυρωδιά ενός μπουκαλιού φίνου κρασιού. Ανταλλάσοντας τα βιβλία που διαβάζουμε στην παραλία. Βλέποντας μια παλιά ρομαντική ταινία σε κάποιο θερινό σινεμά του κέντρου. Βγάζοντας φωτογραφίες τους εαυτούς μας σε όλα τα πιθανά και απίθανα σημεία, με όλους τους πιθανούς και απίθανους τρόπους. Κοιτάζοντας στα μάτια ο ένας τον άλλο. Μιλώντας με τις κωδικές μας φράσεις. Κάνοντας συλλογή μαγνητών ψυγείου από όλη την Ευρώπη. Κλαίγοντας στα αεροδρόμια. Δίνοντας φιλιά και αγκαλιάζοντας την οθόνη του υπολογιστή. Κυνηγώντας το όνειρο. Επιμένοντας και υπομένοντας. Μετακομίζοντας στο καινούριο μας σπίτι. Ο τρόπος μας να αγαπιόμαστε.
Gold Soundz
Γύρισε πίσω σ’ αυτούς τους χρυσούς ήχους
Και κράτα την έλευση μου για τον εαυτό σου
Γιατί δεν υπάρχει κάτι που να μη μ’ αρέσει
Είναι μια κρίση ή μια βαρετή αλλαγή;
Όταν κάτι είναι κεντρικό, τόσο ουσιαστικό
Ακούγεται ωραία όταν γελάς με τις απόψεις του υποκόσμου
Και τώρα φτάνουν στο ρεφραίν
Κρατάω τη διεύθυνσή μου για σένα, γιατί χρειαζόμαστε μυστικά
Μυστικά μυστικά μυστικά μυστικά
Γιατί δε θέλω ποτέ να σε κάνω να νιώσεις
Ότι είσαι κοινωνική
Ούτε ανίδεη ψυχή
Πίστεψε σ’ αυτό που θες να κάνεις
Και νομίζεις ότι είναι σημαντικό ελάττωμα
Όταν ξεσηκώνονται μες στη βροχή
Κι αν παραμείνεις με τις αρθρώσεις σου καρφωμένες στο έδαφος
Η δίκη τελείωσε, το όπλο βρέθηκε
Κρατάω τη διεύθυνση μου για τον εαυτό μου, γιατί είναι μυστικό
Μυστικό μυστικό μυστικό μυστικό
Τόσο μεθυσμένος κάτω απ’ τον αυγουστιάτικο ήλιο
Και είσαι ο τύπος του κοριτσιού που μου αρέσει
Γιατί είσαι κενή κι εγώ είμαι κενός
Και δεν μπορείς ποτέ να βάλεις σε καραντίνα το παρελθόν
Θυμόσουν τον Δεκέμβριο
Ότι δεν θα σε φάω όταν την κάνω
Κι αν πάω εκεί δεν θα μείνω εκεί
Γιατί κάθομαι εδώ για πολύ καιρό
Έχω κάτσει εδώ για πολύ καιρό
Κι έχω ξοδευτεί
Συνηγορώντας υπέρ αυτής της λέξης ως τελευταίας λέξης
Οι λέξεις που σου έρχονται τελευταίες είναι για πέταμα