Unique Books And Articles For The Active, Independent, And Open-Minded Reader & Citizen

Μια ιστορία για κάθε μαγνητάκι

Σε κάθε ένα από τα ταξίδια – κι αν όχι σε όλα, στην συντριπτική πλειοψηφία τους, τέλος πάντων – που έχω πραγματοποιήσει τα τελευταία έξι χρόνια, αντιστοιχεί ένα μαγνητάκι στην επιφάνεια του ψυγείου μου.

Αυτό δεν είναι κάτι πολύ πρωτότυπο, ωστόσο μου δίνει την ευκαιρία, κάθε φορά που αντικρίζω αυτό το αξιπρόσεκτο μωσαϊκό με την, ας είμαστε ειλικρινείς, πληθώρα από κιτς πινελιές, να θυμηθώ και μια ιστοριούλα, μια εμπειρία, μια εντύπωση ή μια εικόνα – ή και παραπάνω από μία – από το κάθε ένα απ’ τα μέρη αυτά.

Χωρίς περαιτέρω αχρείαστη επιμήνκυνση της εισαγωγής μου ετούτης, έχουμε και λέμε λοιπόν:

Αστυπάλαια: Δείπνο ηλιοβασιλέματος κυριολεκτικά κρεμάμενοι πάνω απ’ το κύμα.

Ανάφη: Μοναχική ανάβαση και κατάβαση αργά το απόγευμα στο «μικρό Γιβραλτάρ».

Αρούμπα: Αλεπάλληλα ρούμια παρέα με τον άνθρωπο με το πιο εξωτικό όνομα έβερ – Ζίγκφριντ Ρολάντο – ενώ συζητάμε ημιμεθυσμένοι για τις χάρες του Άμστερνταμ τον χειμώνα (ενώ έξω από το rum shop η θερμοκρασία κυμαίνεται από 25 εως 30 βαθμούς Κελσίου).

Άουγκσμπουργκ: Αναζητώντας τον Μπρεχτ μέσα στην γκριζίλα.

Βρέμη: Σπίτια με καφέ τούβλο και χρυσοποίκιλτο δημαρχείο.

Μπάντεν Μπάντεν: Στο καζίνο της χλιδής, νιώθοντας σαν ένας Τζέημς Μποντ σε σώμα Αρβανίτη.

Μπάμπεργκ: Ιδανική τοποθεσία για σανατόριο και για στριμωξίδι στις μπιραρίες με πρώην Ανατολικογερμανούς.

Βρυξέλλες: Άρρωστος, να περιδιαβαίνω τα μουσεία, ποντάροντας σε μια ελπίδα που (αποδείχθηκε πως) ήταν ακόμα άγουρη.

Κολμάρ: Φλαμκούχεν, κανάλια και Αλσατίλα – δηλαδή μια Γερμανίλα, με ένα κάπως (όχι και πάρα πολύ) τσαχπίνικο Γαλλικό τουίστ.

Μπαρμπάντος: Η τοποθεσία, οι εγκαταστάσεις και το ρούμι – ναι, πάλι το ρούμι! – του Αβαείου του Αγίου Νικολάου.

Βασιλεία: Η Μιντσαμεριανή βόλτα στο καταπληκτικό Fondation Beyeler – εκεί όπου παραλίγο να δαπανήσω 500 ελβετικά φράγκα, μόνο και μόνο για να αγοράσω μια… σκακιέρα.

Κέρκυρα: Το ραδιοφωνικό ηχητικό σήμα του «ANT1 Κέρκυρα» να ολοκληρώνει επιτυχώς την πλύση του εγκεφάλου μας μετά και την 500στή φορά που το ακούσαμε, κάπου στην Λευκίμμη ή στον Παντοκράτορα.

Βέρνη: Καύσωνας και όλοι να βουτάνε στο ποτάμι αναζητώντας την λύτρωση, ενώ κάποιος μας κλέβει τα γυαλιά ηλίου…

Χανιά: Το λουκούλλειο γεύμα που απολαύσαμε, ένα απομεσήμερο σ’ ένα Σφακιώτικο καφενείο, κάπου στο οροπέδιο Ασκύφου.

Βόννη: Το σπίτι του Μπετόβεν – αυτό, και τέλος.

Ντάρμσταντ: Χριστουγεννιάτικη αγορά και μαγυάρικο λάνγκος.

Ντελφτ: Κουκλίστικο, ίσως λίγο παραπάνω απ’ όσο θα έπρεπε.

Ντίνκελσμπουλ: Περίπατος, στα τείχη και στο κέντρο του χωριού.

Γάνδη: Μια γάτα μας ακολουθεί όπου κι αν πάμε, κάνοντας σλάλομ ανάμεσα στα διερχόμενα ποδήλατα.

Επαρχία Θουριγγίας: Καταθλιπτικό ζαχαροπλαστείο.

Δρέσδη: Χιόνι, Φράουενκίρχε κι ένα Βερολίνο τσέπης.

Ντύσσελντορφ: Οι Kraftwerk δεν φαίνονται ούτε από το ψηλότερο σημείο του καρουζέλ παρά τω ποταμώ Ρήνω.

Φράιμπουργκ (γερμανικό): Παντού φοιτητές κι ένα εκπληκτικό άντεργκράουντ κλαμπ.

Γκρουγιέρ: Ελβετικη τυροκαστροπολιτεία

Φούσεν: Ε, το κάστρο Νόισβαναστάιν. Τόσο το εσωτερικό του όσο και η θέα από την γέφυρα πάνω από το κοντινό ποτάμι.

Γενεύη: Η περιήγηση στο κτίριο του ΟΗΕ και οι μπριζόλες του L’ Entrecote.

Ισλανδία: Η εμπερία της οδήγησης με ασφάλεια σε αλλοπλανητικό περιβάλλον – όπου όμως ελλοχεύουν αδέκαστοι κι αυστηροί τροχαίοι.

Ίννσμπρουκ: Η θέα των Άλπεων, όπου σταθείς κι όπου βρεθείς.

Τρίμπεργκ: Ο μεγαλύτερος κούκος στο μεγαλύτερο ρολόι του κόσμου… ίσα που ακούγεται.

Γκέτιγκεν: Βαδίζοντας περιμετρικά τα τείχη του.

Χάλκη: Φοβερή θάλασσα, φοβερό ψάρι, όλα σε απόσταση βολής, και κανένα άγχος.

Αμβούργο: Ένα υβρίδιο Άμστερνταμ και Βερολίνου, φιλικών προς τον χρήστη – εφόσον ο χρήστης είναι Γερμανός, βεβαίως.

Καρπενήσι: Η θέα από το χωριό Φιδάκια της λίμνης των Κρεμαστών.

Λειψία: Το μνημείο της μάχης των Ναπολεόντειων πολέμων.

Λισσαβώνα: Περιηγούμενοι στο Μπελέν – κάστρο, μοναστήρι, μουσείο, κυριλέ κρασοπουλάδικο, ζαχαροπλαστείο – εν τω μέσω απίστευτης θυέλλης.

Λούμπεκ: Μάρτσιπαν, κουκλοθέατρο και αθεράπευτη ροπή προς την Σκανδιναβία.

Ίος: Η Χώρα κι ο Μυλοπότας ποτέ δεν πεθαίνουν.

Κασσέλ: Η Αρχαία Ελλάδα, όπως θα την φαντασιωνόταν ένας Τεύτονας στα πρόθυρα της κλιμακτηρίου.

Λουγκάνο (και καντόνι του Τιτσίνο, γενικά – ειδκότερα στην Ασκόνα και στο Λοκάρνο): Γη των Ξωτικών της Νοτίου Μεσευρώπης και του πλαγίου, καλειδοσκοπικού, τριπαριστικού φωτός.

Λουξεμβούργο: Τόσο ασύμμετρα σοβαρό που ούτε και το ίδιο δεν μπορεί να πάρει τον εαυτό του στα σοβαρά…

Λουκέρνη: Η σκεπαστή γέφυρα, τίγκα στο Γιαπωνεζομάνι.

Λυών: Αυτή είναι η αρχετυπική γαλλική πόλη των στιλιζαρισμένα κι επιτηδευμένα καταθλιπτικών εγχειριδίων απ’ τα οποία διδασκόμουν γαλλικά όταν διένυα την πρώιμη εφηβεία μου.

Λούμπλιν: Πολωνίλα τέρμα μέσα σε τραίνα της εποχής του Μεσοπολέμου, κι ένας φανταστικός γάμος πολυαγαπημένου μου φίλου.

Μάαστριχτ: Μιλώντας τέσσερις γλώσσες φαρσί και απνευστί στο πρυτανείο των μπυρόμπαρων.

Μαδρίτη: Ένα ζωντανό και τεράστιο μνημείο τέχνης υψηλού επιπέδου, πανέμορφων και καλοδοατηρημένων βουλεβάρτων, πλατειών, κτιρίων και πάρκων και εξαίσιας ποιότητας και ποσότητας φαγητού και ποτού – όλα φερμένα σε πολύ ανθρώπινα μέτρα.

Μαλδίβες: Μπριζόλες, γαρίδες και πολύχρωμα κοκτέιλ ανάμεσα από αναμμένους δαυλούς και δίπλα στο νερό.

Μετς: Μια πολύ υποβλητική εκκλησία στο μέσο ενός πάρκου – ξέρω, τρέχα γύρευε…

Μονεμβασιά: Ακούγοντας Roxette και κάνοντας ταβανοθεραπεία στο υπνοδωμάτιο του παλιού πετρόχτιστου αρχοντικού.

Μόναχο: Περικυκλωμένοι από κουρούμπελα των πέντε ηπείρων και των εφτά θαλασσών, πλέοντας σε ποταμούς μπίρας, που ρέουν ακατάπαυστα από τις εννέα προ μεσημβρίας, και καταρρακτώδους βροχής.

Σαφχάουζεν και τριγύρω: Ο καταρράκτης Rheinfall, τί άλλο… – α, και η θέα από το κάστρο πάνω απ’ το Stein am Rhein

Νέα Υόρκη: Χμμμ… Η διαρκής αίσθηση ότι πίνεις απευθείας απ’ τα νερά της αυθεντικής πηγής και του κεντρικού υδατοστροβίλου του σύγχρονου κόσμου. Μητρόπολη όπως και όσο καμία, εννοείται…

Ολυμπία: Ο Ερμής του Πραξιτέλους. Τέλος.

Ζάλτσμπουργκ: Στους όμορφους κήπους ενός ακόμα σπουδαίου παλατιού, μια κοριτσίστικη χορωδία τραγουδάει σε λούπα το μεγάλο σουξέ από την «Μελωδία της Ευτυχίας».

Σέριφος: Το σλάλομ ανάμεσα από λευκογάλαζα σπίτια, εκκλησίτσες και, κρυφές τε και φανερές, γωνίες και πλατείες, διατρέχοντας τα διάφορα επίπεδα της Χώρας.

Ρέγκενσπουργκ: Θεέ μου τα ψητά μίνι-λουκάνικα, δίπλα στον Δούναβη, σε μία από τις παλαιότερες ταβέρνες του κόσμου…!

Ρόδος: Ε, η Παλιά Πόλη, και ιδίως η Οδός των Ιπποτών, το βράδυ…

Ρότενμπουργκ ομπ ντερ Τάουμπερ: Η ατμόσφαιρα στο κέντρο – απόκεντρο του χωριού το βράδυ, όταν η τουριστική λαίλαπα – που υποδαυλίζεται, σαφώς, απ’ τους ντόπιους – έχει καταλαγιάσει.

Σπάυερ: Η διαστημάκατος – και όχι μόνο – στο Μουσείο Τεχνολογίας.

Στρασβούργο: Ο καθεδρικός ναός το βράδυ και τα παραδοσιακά ταβερνεία.

Στάντον: Κατάβαση με έλκηθρο, μακριά από τα στίφη των Βρετανών.

Θεσσαλονίκη: ο γύρος των αρχαίων και βυζαντινών χαιλάιτς με τα πόδια, από την Άνω Πόλη μέχρι τον Λευκό Πύργο.

Τρίερ: Τα μνημεία – απομεινάρια της εποχής που η πόλη ήταν ένα από τα αγαπημένα θέρετρα των Ρωμαίων στην περιοχή των βορείων κτήσεων τους.

Ουτρέχτη: Η θέα από την αετοφωλιά του καμπαναριού του καθεδρικού και η περιήγηση στα κανάλια, υπό την επήρεια γλυκών… διαστημικής προελεύσεως…! 😉

Βερόνα: Όλα τα μαγαζιά στο κέντρο, γεμάτα με κόσμο, συνεχώς.

Βενετία: Οι 4 εποχές του Βιβάλντι ερμηνευμένες από ένα από τα κορυφαία μουσικά σύνολα της πόλης – Interpreti Veneziani – μέσα σε μια εκκλησία, Μεγάλο Σάββατο βράδυ, ενώ η βροχή έξω μαίνεται. Η βίλα και τα εντός αυτής φιλοξενούμενα έργα τέχνης μιας κάποιας κυρίας Γκούγκενχαϊμ. Το καλύτερο άπερολ σπριτς στον κόσμο δίπλα στο κεντρικό κανάλι της Εβραϊκής συνοικίας.

Βαρσοβία: Ο Σταλινικός, Οργουελιανός, πύργος στο κέντρο της πόλης.

Κάστρο Βάρτμπουργκ: Σιγά τον πολυέλαιο, παιδιά…

Βαϊμάρη: Το σπίτι / μουσείο του Γκαίτε.

Βούρτζμπουργκ: Το τοπικό λευκό κρασί και η υπέροχη λευκή σούπα που φτιάχνεται απ’ αυτό ακριβώς το κρασί σε κάποιο απ’ τα παραδοσιακά καπηλειά.

Κάστρο Κρόνμποργκ: Καμία έκπληξη που ο Άμλετ βγήκε όπως, τέλος πάντων, βγήκε…

Κύπρος: Αχ… Η πανοραμική θέα της Λευκής Πόλης / Λευκωσίας από το μπαλκόνι μου, την μεταιχμιακή ώρα του σούρουπου, με την μαγεία του ακριτικού αυτού μέρους να με αγκαλιάζει γλυκά και εκμαυλιστικά…

Μαυρίκιος: Ξαπλωμένος στην σεζλόνγκ, με το αεράκι να φυσάει, ν’ αγναντεύω τους φοίνικες που το φύλλωμά τους αργοσαλεύει επί ώρες, μέρες, αιώνες, μια ατόφια, βραδυφλεγή, στιγμή.

Ζυρίχη: Κάθε αναπνοή, κάθε γεύση, και από μια ουγγιά χρυσό.