Το πρώτο θέμα είναι αν είσαι ακραίος ή κάπου κοντά στον μέσο όρο.
Το δεύτερο θέμα είναι αν είσαι πολύ ακραίος.
Το τρίτο θέμα είναι πόσο αποφασισμένος είσαι να δράσεις ουσιαστικά – δηλαδή αν είσαι εξαιρετικά ακραίος.
Το τέταρτο θέμα είναι πόσο επίμονος κι ανθεκτικός είσαι ώστε να πας την δράση σου ως το τέλος – δηλαδή αν είσαι απόλυτα ακραίος.
Επίτηδες χρησιμοποιώ την λέξη «ακραίος».
Είναι μια λέξη αρνητικά φορτισμένη από την – εκάστοτε – κοινωνία, αν και, αν το καλοσκεφτεί κανείς, είναι απλώς περιγραφική: «ακραίος», αυτός που βρίσκεται στην άκρη, όχι στο κέντρο.
Γιατί να συνεπάγεται αυτομάτως ότι ακραίος = επικίνδυνος;
Γιατί να ξεχνάμε τα απολύτως βασικά, ότι δηλαδή δεν υπάρχει άκρη χωρίς κέντρο και κέντρο χωρίς άκρη;
Δηλαδή ότι η ύπαρξη συνέχειας, ποικιλομορφίας, ζωής σε μια ομοειδή κατηγορία αντικειμένων ή υποκειμένων προϋποθέτει την ύπαρξη τόσο της άκρης όσο και του κέντρου;
Αν δεν ίσχυε αυτό είναι προφανές ότι θα μιλάγαμε για μια αδιαφοροποίητη σούπα.
Και χωρίς διαφορά, δεν υπάρχει νόημα, δεν υπάρχει κίνηση, δεν υπάρχει ζωή.
Αλλά άμα δεν υπάρχει κίνηση, συνεπάγεται ότι υπάρχει ακινησία.
Δηλαδή, διατήρηση του στάτους κβο.
Δηλαδή, οι συσχετισμοί της ισχύος σε μια κοινωνία ή σε ένα σύστημα παραμένουν αμετάβλητοι.
Δηλαδή, συνολικά, η ύπαρξη της κοινωνίας ή ενός συστήματος διασφαλίζεται, μια που μια κοινωνία ή ένα σύστημα ΕΙΝΑΙ, ουσιαστικά, ένας δεδομένος συσχετισμός δυνάμεων.
Πάντως η κοινωνία, όσο παραμένει στοιχειωδώς ανθρώπινη τουλάχιστον, έχει απόλυτη ανάγκη την ύπαρξη των ακραίων, κυριότατα ως αντιπαράδειγμα ή παράδειγμα προς αποφυγή.
Ωστόσο αποτελεί ζωτική ανάγκη για την κοινωνία να διατηρεί τους ακραίους υπό έλεγχο και καταστολή, και να φροντίζει ώστε να μην γίνονται απειλητικοί για την υπόστασή της
Δεν νομίζω ότι χρειάζεται να επιμείνουμε πολύ στην ανάλυση της σημασίας της λέξης «ακραίος» – ας πούμε απλώς ότι ορίζεται ως ακραίος εκείνος που ξεφεύγει, βάσει ιδιοσυγκρασίας, συμπεριφοράς και έργου, σε κρίσιμο βαθμό εκτός του εύρους εκείνων των προτύπων στα οποία κινείται η συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων που ζουν και δρουν σε μια κοινωνία σε όλα τα επίπεδα και σε όλους τους τομείς.
Χρήσιμο είναι να επισημανθεί, πάντως, στο ότι ο αληθινά ακραίος προσδιορίζεται ως τέτοιος από την ιδιοσυγκρασία, την συμπεριφορά του και το έργο του κι όχι απ’ τα αξιώματα ή τον πλούτο ή το δίκτυο γνωριμιών που τυχόν κατέχει – δηλαδή, ξανά: σημασία έχει ποιος είναι στ’ αλήθεια ο πυρήνας της ύπαρξής σου, τι κάνεις και πως το κάνεις κι όχι ποιος θεωρεί επισήμως η κοινωνία ότι είσαι και τι έχεις και κατέχεις.
Τώρα, οι ακραίοι είναι πάντα η μειοψηφία – στην πραγματικότητα είναι γύρω στο 1% του πληθυσμού της εκάστοτε κοινωνίας – όμως το δυναμικό τους κι οι δυνατότητες καταλυτικής παρέμβασής τους στα κοινωνικά δρώμενα είναι δυσανάλογες του τυπικού μεγέθους τους.
Κι αυτό οι κοινωνίες το γνωρίζουν πολύ καλά – κι επομένως, όπως ήδη είπαμε, πρόκειται για υπαρξιακό γι’ αυτές ζήτημα το να διατηρήσουν τους ακραίους τους περιορισμένους, περιθωριοποιημένους, μη απειλητικούς.
Διότι οι ακραίοι, έτσι όπως νοούνται εδώ, στρέφονται ευθέως εναντίον της κοινωνίας.
Όντες η εμπροσθοφυλακή των δυνάμεων της δημιουργίας και της εξέλιξης, της ανθρωπιάς και της ευθυγράμμισης με την φυσική των πραγμάτων ροπή, είναι εξ ορισμού και τοις πράγμασι ενάντιοι σε κάθε τεχνητή κι αυθαίρετη συσσωμάτωση ή σύστημα – και η ναυαρχίδα τέτοιων συστημάτων είναι η εκάστοτε και κατά τόπους ανθρώπινη κοινωνία.
Κι είναι επόμενο η κοινωνία να στρέφεται εναντίον τους με διάφορους κομψούς ή λιγότερο κομψούς τρόπους εναντίον τους – αναλόγως των συνθηκών και του βαθμού απειλής των εκάστοτε ακραίων και των ακροτήτων τους ως προς εκείνην.
Λέγαμε λοιπόν, στην αρχή, για τα τέσσερα θέματα, τα οποία, υπό μια άλλη οπτική γωνία κι από ένα συγκεκριμένο σημείο κι έπειτα, είναι τέσσερα τεστ δυαδικού τύπου (ΝΑΙ / ΟΧΙ ή ΑΣΠΡΟ / ΜΑΥΡΟ ή 1 / 0).
Για κάθε «ναι» που δίνεται σε καθένα απ’ τα τέσσερα ερωτήματα, ανακύπτουν και τέσσερις τρόποι αντιμετώπισης εκ μέρους της κοινωνίας.
Είσαι ακραίος; Ναι – τότε θα σε περιθωριοποιήσουμε / γελοιοποιήσουμε / απαξιώσουμε.
Είσαι πολύ ακραίος; Ναι – τότε θα σε δελεάσουμε, όπως και όσο μπορούμε, για να έρθεις με τα νερά μας.
Είσαι εξαιρετικά ακραίος; Ναι – τότε θα σε τρομοκρατήσουμε, θα σε απειλήσουμε ευθέως και θα δείξουμε ότι το εννοούμε.
Είσαι απόλυτα ακραίος; Ναι – τότε θα πραγματοποιήσουμε τις απειλές μας, εξοντώνοντάς σε, σε διάφορα επίπεδα (που φτάνουν, εννοείται, μέχρι και την φυσική σου εξόντωση).
Φυσικά, η κοινωνία έχει κι ένα άλλο όπλο, προληπτικής ισχύος, για να αναχαιτίζει την επικίνδυνη επιρροή και την δράση των ακραίων: αυτό είναι η κατασκευή κι εισαγωγή δήθεν «ακραίων», οι οποίοι, συνειδητά ή ασύνειδα, δρουν ως καμουφλαρισμένοι πράκτορες της, πράκτορες του συστήματος.
Και, βασικά, το ιδανικό για την κοινωνία θα ήταν αν φτάναμε σε μια κατάσταση όπου θα υπήρχαν μόνο αυτοί οι οιονεί και εκ του πονηρού «ακραίοι».
Πρόκειται, λοιπόν, για μια μάχη (προ)αιώνια, που δεν λέει να καταλαγιάσει από την εποχή, πιθανότατα, που ο άνθρωπος ανακάλυψε την φωτιά – ή και πιο πριν.
Κοινωνία – το μέσον – εναντίον των άκρων – των ακραίων.
(Και κάτι ακόμα σημαντικό είναι ότι στην διαμάχη αυτή η κοινωνία είναι απρόσωπη, δηλαδή εκπροσωπείται από «όργανα», «φορείς», «ρόλους» για τους οποίους τα πρόσωπα που τους ενσαρκώνουν είναι δευτερευούσης σημασίας ή και άνευ σημασίας – ενώ οι ακραίοι έχουν πάντα πρόσωπο, και αν κι ενίοτε αναλαμβάνουν διάφορους ρόλους, παραμένουν πάντα πρόσωπα και ως τέτοια εμφανίζονται, δρουν και εγγράφονται στην μνήμη των ανθρώπων).
Ποιά παράταξη νικάει;
Είναι πάλι θέμα προοπτικής.
Αν κοιτάξεις το θέμα στατικά, δηλαδή χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τον παράγοντα χρόνο, νικάει η κοινωνία – οι ακραίοι εκτοπίζονται, παραγνωρίζονται, πεθαίνουν.
Αν το δεις δυναμικά, όμως, νικάει η Λεγεώνα των Ακραίων.
Η κοινωνία συνεχίζει να υπάρχει, όμως η ζωή εξελίσσεται κι η κάθε κοινωνία είναι αναγκασμένη να μάχεται σε όλο και πιο ανηφορικό για εκείνη πεδίο.
Έχοντας πάντα απέναντί της, κατά κανόνα με τον πιο προβλέψιμα απρόβλεπτο κι απρόβλεπτα προβλέψιμο τρόπο, τους Ακραίους.
Την Λεγεώνα των Ακραίων.
Κάποιος θα μπορούσε να την ονομάσει και Επίλεκτο Σώμα.
Τίνος Επίλεκτο Σώμα;
Μα της Ανθρωπότητας, φυσικά.