Υγιές κι απελευθερωτικό το «δεν ξέρω», άσχετα που δρα ως άλλοθι στασιμότητας, αδράνειας και ακινησίας πολλές φορές.
Έτσι λέω πως δεν ξέρω αν είμαι καλά, κι αυτό είναι ΟΚ, εφόσον με αποτρέπει απ’ το να ταλανίζομαι προσπαθώντας να καταλάβω αν δεν είμαι καλά, γιατί δεν είμαι καλά, τι πρέπει να κάνω για να γίνω καλά, και τα λοιπά.
Και απελευθερώνομαι, εφόσον αφοσιώνομαι στο να ζω την ζωή, αντί να βυθίζομαι – ή να αιωρούμαι, όπως το δει κανείς – σε μια μετά-ζωή όπου μ’ απασχολεί το πως πρέπει να ζω την ζωή μου, αντί όντως να την ζω.
Έτσι, ναι, δεν ξέρω πάρα πολλά και, πάντως, ένα πράγμα που ξέρω – έτσι, για αλλαγή – είναι πως πολλά από αυτά που δεν ξέρω τώρα δεν πρόκειται και ποτέ να τα μάθω.
Όπως κι έχω εμπιστοσύνη πως ό, τι είναι να μάθω, θα το μάθω στην πορεία.
Έτσι, λοιπόν, πορεύομαι, αποκρούοντας κι απωθώντας με την ασπίδα του «δεν ξέρω» οποιοδήποτε ερώτημα – αράχνη πιθανολογώ ότι μπορεί να με (μ)πλέξει στον αξεδιάλυτο ιστό της.
Κι έτσι προσπαθώ να ζω – και μάλλον τα ψιλοκαταφέρνω – μια ζωή όσο λιγότερο ξερή και, συνεπώς, όσο περισσότερο ζουμερή γίνεται.
Αλλά… δεν ξέρω και σίγουρα κι αν το παραπάνω ισχύει.
Δεν ξέρω.
Μπορεί να φταίει κι αυτό το στύσημα με το οποίο συνδιαλάσσομαι καθημερινά – ένα σύστημα σε μόνιμη στύση, δηλαδή, ντούρο, αφοσιωμένο στο να με βατεύει με κάθε πιθανό κι απίθανο τροπο (όχι μόνο εμένα φυσικά) και προσηλωμένο με ιερότητα κι ευλάβεια στο να μην δίνει ξεκάθαρες εξηγήσεις και να μην προβαίνει ποτέ σε οριστική επίλυση – αν κι αυτό ακούγεται λίγο ναζιστικό – των διαφόρων προβλημάτων που το ίδιο συχνότατα δημιουργεί.
Δεν ξέρω…
Οπότε έλα κι αγκάλιασε με, ζέστανέ με, μίλησέ μου γλυκά, χάρισε μου ένα φιλάκι, μείνε μαζί μου για λίγο.
Είναι πολύ δύσκολη η ζωή, αυτό το ξέρω και το νιώθω.
Και αυτή η επίγνωση με πνίγει, τόσο συχνά που καταντάει αηδία.
Δεν ξέρω.
Βοήθησε με να ξεκαθαρίσω τα πράγματα.
Ή μπέρδεψέ τα περισσότερο.
Πάντως, μην μ’ αφήνεις έτσι εκκρεμή, πάνω από τη μην κόλαση του «δεν ξέρω».
Δεν ξέρω αν τα παραπάνω είναι τετριμμένα.
Ξέρω όμως πως είναι η αλήθεια.