Unique Books And Articles For The Active, Independent, And Open-Minded Reader & Citizen

200 best Greek songs of all times

Σημείωση του συγγραφέα / επιμελητή: το έργο αυτό δημιουργήθηκε κατά την διάρκεια του 2011 και δημοσιεύθηκε στο Ίντερνετ, τμηματικά, στα τέλη του ιδίου έτους (2011).


Αγαπητοί φίλοι,

Πολλά χρόνια πριν, στο τέλος της εφηβείας μου, μου γεννήθηκε η ιδέα να φτιάξω μια λίστα με τα 100 πιο αγαπημένα μου ελληνικά τραγούδια, όλων των ειδών και όλων των εποχών. Τώρα πια, ξέρω ότι ο βασικός λόγος που ήθελα να ασχοληθώ με μια τέτοια καταγραφή, ήταν για να βάλω σε μια σειρά και να  χαρτογραφήσω  τις επιρροές μου από το χώρο της ελληνικής μουσικής και, μέσω αυτής της χαρτογράφησης και σε δεύτερο επίπεδο, να γνωρίσω καλύτερα τον εαυτό μου. Φυσικά, αν έφτιαχνα τότε αυτή τη λίστα, θα ήταν, αναπόφευκτα, αρκετά ελλιπής. Βλέπετε, υπήρχαν διάφορα είδη τραγουδιού στα οποία δεν είχα εμβαθύνει σχεδόν καθόλου και αρκετοί αξιόλογοι μουσικοί, που είτε δεν τους γνώριζα, είτε τους γνώριζα,μεν, αλλά δεν ήμουν αρκετά εξοικειωμένος με αυτούς. Ωστόσο, καθώς περνούσαν τα χρόνια, εμπλούτιζα τα ακούσματα μου και τις γνώσεις μου, όσον αφορά τους σημαντικούς Έλληνες τραγουδοποιούς και τα ξεχωριστά ελληνικά τραγούδια, τόσο του παρελθόντος όσο και του παρόντος. Επιπλέον, καθώς κάποιοι νέοι μουσικοί και συγκροτήματα, που έγραφαν εξαιρετικά τραγούδια, εμφανίστηκαν στο ελληνικό μουσικό προσκήνιο, άρχισα να παρακολουθώ και να μελετώ και το δικό τους έργο.

Πρόσφατα, λοιπόν, συνειδητοποίησα ότι, έχοντας αποκτήσει μια αρκετά σφαιρική γνώση όλων των ειδών του ελληνικού τραγουδιού, είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου για να εκπληρώσω την εφηβική μου επιδίωξη. Μόνο που, επειδή τα 100 μου φαίνονταν λίγα, αποφάσισα η λίστα μου να περιλαμβάνει τα 200 καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών (και πάλι, βέβαια, το ότι επέλεξα 200, σήμαινε πως πολλές δεκάδες, αν όχι και εκατοντάδες, θαυμάσια τραγούδια έπρεπε να μείνουν εκτός). Επιπλέον, για να κάνω πιο ενδιαφέρουσα την πρόκληση αποφάσισα να γράψω ένα συνοδευτικό κείμενο για το κάθε ένα από αυτά. Το εγχείρημα αυτό αποδείχτηκε πιο δύσκολο απ’ ότι το περίμενα, και οδήγησε τα πράγματα στο να πάρουν μια κάπως διαφορετική τροπή. Σύντομα, διαπίστωσα πως έπρεπε να επενδύσω πνευματικά, ψυχικά και συναισθηματικά στο πρότζεκτ «λίστα», ειδάλλως το τελικό αποτέλεσμα θα ήταν κολοβό, νερόβραστο και, εν τέλει, αδιάφορο. Οπότε, έκανα αυτό που θεωρώ ότι όφειλα να κάνω για να ανταποκριθώ στις προδιαγραφές που είχα θέσει στον εαυτό μου και, από εκεί και πέρα, διατρέχοντας τη λίστα, εσείς θα κρίνετε, με βάση τα δικά σας κριτήρια και την αισθητική σας, αν άξιζε ή όχι τον κόπο όλη αυτή η ιστορία.

Και τώρα, επιτέλους, είμαι στην ευχάριστη θέση να σας παρουσιάσω, με κάθε επισημότητα, την λίστα μου. Ωστόσο, επειδή αυτή διέπεται από κάποιες συγκεκριμένες αρχές και κανόνες, θα ήθελα να σας τους αποσαφηνίσω, πριν καταπιαστείτε με την… δοκιμασία της ανάγνωσής της: Πρώτον, η λίστα περιλαμβάνει τα 200 καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των ειδών (από χιπ-χοπ μέχρι ρεμπέτικο και από λαϊκό μέχρι ροκ), μέχρι και το σωτήριον έτος 2010 μ.Χ., σε αντίστροφη μέτρηση από το νούμερο 200 ως το νούμερο 1, βάσει του δικών μου προσωπικών προτιμήσεων και της δικής μου υποκειμενικής κρίσης. Αυτά τα δύο είναι τα μόνα κριτήρια μου, και κανένα άλλο. Συνεπώς, η αξιολόγησή μου σε καμία περίπτωση δεν επιχειρεί να εμφανιστεί ως αντικειμενική. Εξάλλου, εκ πεποιθήσεως, δεν ενστερνίζομαι την πεποίθηση περί της ύπαρξης μιας απολύτως αντικειμενικής οπτικής γωνίας θέασης της πραγματικότητας και των επιμέρους χώρων της. Δεύτερον, όταν μιλάω για ελληνικά τραγούδια, εννοώ, αποκλειστικά, τραγούδια με ελληνικό στίχο ή ορχηστρικά τραγούδια από Έλληνες δημιουργούς. Τρίτον, επιδιώκοντας να υπάρχει ένας ελάχιστος βαθμός αντιπροσωπευτικότητας στη λίστα, έθεσα ως ανώτατο όριο εκπροσώπησης σε αυτήν τα 5 κομμάτια ανά συνθέτη (διότι αλλιώς, ενδέχεται να έπαιρναν την μερίδα του λέοντος 9-10 συνθέτες, και το αποτέλεσμα θα ήταν, μάλλον, άνισο). Προσοχή, το όριο είναι τα 5 κομμάτια το πολύ ανά συνθέτη (απόρροια της αντίληψής μου ότι ο μουσικός είναι ο σημαντικότερος συντελεστής ενός τραγουδιού και εκείνος που, ουσιαστικά, καθορίζει τη φυσιογνωμία του), και όχι ανά στιχουργό ή ανά ερμηνευτή. Εκεί δεν υπάρχουν όρια, όπως θα διαπιστώσετε. Τέταρτον, επειδή κάποια από τα τραγούδια της λίστας έχουν πολλές εκτελέσεις / παραλλαγές, εγώ προκρίνω, σε κάθε περίπτωση, την συγκεκριμένη εκτέλεση και τον συγκεκριμένο ερμηνευτή, που αναφέρω. Πέμπτον, η παρούσα λίστα δεν αποτελεί ούτε επιστημονική διατριβή, ούτε δοκίμιο, ούτε κριτική επισκόπηση του ελληνικού τραγουδιού. Αν ήθελα, οπωσδήποτε, να της προσδώσω έναν χαρακτηρισμό, αυτός θα ήταν ο εξής: ένα πειραματικό «καλλιτεχνικό» πρότζεκτ, προϊόν διανοίας (μιας διανοίας, πιθανώς, ελαφρώς διαταραγμένης), που, ως εκ τούτου, δεν θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και πολύ σοβαρά! Εννοείται πως οποιαδήποτε ομοιότης με πρόσωπα, πράγματα, καταστάσεις μόνο ως συμπτωματική θα πρέπει να θεωρείται κ.λ.π., κ.λ.π. Και έκτον, η λίστα είναι αυστηρώς ακατάλληλη δι’ ανηλίκους, στην ηλικία, στο μυαλό ή στην ψυχή.

Αυτά, εν ολίγοις!  Απολαύστε υπεύθυνα!

Αλ. Αθ. Εξ.

Οκτώβριος 2011

 

200. Τα κανονικά παιδιά

Σύνθεση: Γιώργος Καρράς

Ερμηνεία: Τρύπες & Αννέζα Παπαδοπούλου

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Τρύπες στον Παράδεισο

1990

Νομίζω ότι δεν θα μπορούσα να βρεθεί τραγούδι πιο ταιριαστό, από απόψεως συμβολισμού, ως αφετηρία της αντίστροφης μέτρησης-παρουσίασης της λίστας μου με τα καλύτερα ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Τα κανονικά παιδιά… Από μόνος του ο τίτλος του τραγουδιού είναι ειρωνικός, βέβαια. Το θέμα του δεν είναι τα κανονικά παιδιά, αλλά τα «άλλα» παιδιά, τα «μη κανονικά». Η «μαμά» (Γη, Φύση, όπως θέλετε πείτε την, η ουσία είναι ότι, στην περίπτωση του εν λόγω τραγουδιού, συμβολίζει  την αρχέγονη δύναμη συντήρησης και παγώματος της ανθρωπότητας, και όχι μόνο) έχει επωμιστεί το καθήκον να γεννάει, ανατρέφει, νοηματοδοτεί υπαρξιακά και αναπαράγει τα παιδιά εκείνα που θα διαιωνίζουν την (ακολουθεί λέξη κλειδί!) εκάστοτε υπάρχουσα κατάσταση, το εκάστοτε στάτους κβο και, φυσικά (μην το ξεχνάμε αυτό), να τα ξεφορτωθεί όταν ολοκληρώσουν την αποστολή τους. Όσο κι αν προσπαθεί όμως, πάντοτε θα ξεπετάγονται από τη μήτρα της κάποια (οπωσδήποτε λίγα, σχετικά, σε αριθμό) ατίθασα παιδιά, αλλεργικά στην κανονικότητα και στις συμβάσεις, που έλκονται από το καινούριο, το διαφορετικό, το εξωφρενικό, το απαγορευμένο, το αδιανόητο και το κυνηγούν εν γνώσει τους (εδώ έγκειται και το μεγαλείο αλλά και η τραγικότητα τους, συνάμα) ότι ποτέ δε θα το πιάσουν, ό, τι κι αν κάνουν. Γιατί το παραπέρα, ο ορίζοντας είναι, εξ ορισμού, πέρα από τις δυνατότητες μας να το αγγίξουμε. Η μαγεία και η ομορφιά της ζωής βρίσκεται στο ότι στην προσπάθεια τους αυτή (που συνοδεύεται από απίστευτο πόνο και κακουχίες κάθε είδους, για να μην ξεχνιόμαστε) τα «μη κανονικά» παιδιά προκαλούν αναστάτωση, ταράζουν τα λιμνάζοντα ύδατα των ανθρώπινων κοινωνιών και, τελικά, αλλάζουν τους εαυτούς τους αλλά και όλους τους άλλους που τα ακολουθούν, θέλοντας και μη, στη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται. Και φτου κι απ’ την αρχή με τη «μαμά» να γεννάει κι άλλα, πολλά, κανονικά παιδιά (με βάση τις καινούριες προδιαγραφές περί κανονικότητας) και λίγα, πάντοτε, «άλλα» παιδιά. Μόνο που, μην μπερδευτείτε, εδώ δεν πρόκειται περί κυκλικής αλλά περί σπειροειδούς ή ελικοειδούς πορείας. Ξέρετε, όπως αυτή που διαγράφει ο πλανήτης μας στο διάστημα (γιατί και ο Ήλιος περιφέρεται γύρω από το κέντρο του Γαλαξία). Για να μην ξεφεύγουμε πολύ (ήδη το κάναμε, αλλά λέμε τώρα), η μη κανονικότητα με τη δημιουργικότητα και την πρόοδο πάνε χεράκι χεράκι και αυτό το γνωρίζει ο κάθε καλλιτέχνης που σέβεται τον εαυτό του. Πώς θα μπορούσαν να το αγνοούν ο Αγγελάκας και οι Τρύπες; Και… προσέξτε, το ερώτημα, εν τέλει, είναι αν πεθαίνουν κανονικά τα «άλλα» παιδιά ή είναι μήπως, απλώς, αν πεθαίνουν;;;

http://www.youtube.com/watch?v=ecVfz6h1Ot4

199. Που να βρω γυναίκα να σου μοιάζει

Σύνθεση: Αντώνης Διαμαντίδης, «Νταλγκάς»

Ερμηνεία: Αντώνης Διαμαντίδης, «Νταλγκάς»

Στίχος: Κώστας Κοφινιώτης

1939

Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι η έλευση των μυριάδων προσφύγων και μεταναστών στον κυρίως ελλαδικό χώρο από τη Μικρά Ασία και την Κωνσταντινούπολη μετά την καταστροφή του 1922 έφερε μια πνοή δημιουργικότητας και έναν αέρα αλλαγών σε μια  πλειάδα εκφάνσεων του ελληνικού κοινωνικού γίγνεσθαι. Και ένας από τους χώρους που μπολιάστηκαν και γονιμοποιήθηκαν περισσότερο από τους νέους και κάπως… εξωτικούς, για τα τότε δεδομένα της μητροπολιτικής Ελλάδας, σπόρους που έριξαν οι νεοφερμένοι στο (ομολογουμένως κάπως αφιλόξενο, αρχικά) έδαφος της «μαμάς-πατρίδας» ήταν εκείνος του τραγουδιού, όπου συντελέστηκε, χωρίς υπερβολή, μια μικρή επανάσταση. Η επανάσταση αυτή εκφράζεται κυρίως μέσα από την εξέλιξη και άνθηση του ρεμπέτικου τραγουδιού κατά τις δεκαετίες του 1920 και ’30. Και εδώ έχουμε έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους αυτής της εποχής, τον Κωνσταντινοπολίτη Αντώνη Διαμαντίδη, ο οποίος ήταν γνωστός με το ψευδώνυμο «Νταλγκάς» (σημαίνει «κυματισμός» στα τούρκικα) που απέκτησε λόγω της πολύ ιδιαίτερης, και κάπως… απόκοσμης, φωνής του, με το ωραιότερο, κατ’ εμέ, τραγούδι που συνέθεσε και ηχογράφησε. Είναι ενδιαφέρον, πάντως, πως αν ακούσετε αυτό το τραγούδι (όπως και άλλά αντίστοιχα της εποχής εκείνης) αποστασιοποιημένοι κάπως από το τρέχον zeitgeist, θα μεταφερθείτε νοερά σε μια άλλη Ελλάδα, από την οποία είναι δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι προέκυψε η Ελλάδα, όπως την ξέρουμε σήμερα. Όχι, δεν είμαι παρελθοντολάγνος σε καμία περίπτωση, μην με παρεξηγήσετε, απλά μου αρέσει να αναρωτιέμαι για τα μυστήρια της ροής του χρόνου, των μηχανισμών μεταβολής των συλλογικών αξιών και ιδανικών των ανθρώπινων κοινωνιών και της πλαστικότητας της φύσης της ίδιας της πραγματικότητας. Αλλά αρκετά σας ζάλισα με το μικρό, βαρετό, δοκίμιο μου, απολαύστε το τραγούδι και τη μαγική αυτή φωνή…

http://www.youtube.com/watch?v=tWA7yhKyUsI

198. Πάρε με απόψε πάρε με

Σύνθεση: Νίκος Ζιώγαλας

Ερμηνεία: Γλυκερία

Στίχος: Νίκος Ζιώγαλας

Άλμπουμ: Ζεστό αγάπης κύμα

1990

Σε θέλω… απόψε… δε με νοιάζει το πριν, δε με νοιάζει το μετά, δεν υπάρχουν για μένα αυτά, έχουν θολώσει, έχουν ξεθωριάσει, έχουν εξαφανιστεί…. εγώ θέλω να σε κάνω δικιά μου απόψε, τώρα, σήμερα… θα κάνω ό, τι χρειαστεί, θα πω ψέματα, θα παίξω παιχνίδια, θα αυτοαναιρεθώ, μόνο και μόνο για να φτάσω στην τελική λύτρωση, την υπέρτατη αλήθεια του Σύμπαντός μου, που τώρα, αυτή τη στιγμή είσαι εσύ… Τίποτα δεν έρχεται χωρίς κόστος, ο «τζάμπας έχει αποθάνει», το γνωρίζω πολύ καλά, όπως και ο καθένας που έχει παραδοθεί στο ερωτικό παραλήρημα το γνωρίζει, και άσε τους βλάκες να παπαγαλίζουν ανόητα κλισέ για το ότι, δήθεν, τα «ωραιότερα πράγματα στη ζωή είναι αυτά που σου παρέχονται δωρεάν», λες και το μόνο κόστος που έχει σημασία είναι το αμιγώς χρηματικό… Η έννοια του δωρεάν είναι άγνωστη στη φύση (ίσως λίγο άσχετη παρένθεση, αλλά πόσο θα σε βοηθούσε, συμπατριώτη μου, αν συνειδητοποιούσες αυτή τη δομική αλήθεια του Σύμπαντος)…   Δε θα αρνηθώ να πληρώσω τις όποιες συνέπειες ενδέχεται να προκύψουν μετά, αύριο, όμως, απόψε, θα κάνω ό, τι περνάει από το χέρι μου για να γίνω ένα μαζί σου, να ολοκληρωθούμε και να εκμηδενιστούμε παρέα… Πετάω όλα τα χαρτιά μου στο τραπέζι, δεν έχει νόημα να παίζω άλλο κρυφτούλι… Έλα λοιπόν μαζί μου, ανταποκρίσου στο κάλεσμά μου, δικαίωσε την ύπαρξή μου….

http://www.youtube.com/watch?v=JxIn0YLh1iA

197. Πριγκιπέσσα

Σύνθεση: Σωκράτης Μάλαμας

Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας

Στίχος: Σωκράτης Μάλαμας

Άλμπουμ: Ο Φύλακας και ο Βασιλιάς

2000

Ποιός είναι, αλήθεια, ο λόγος, που αυτό το τραγούδι, αν και προερχόμενο από έναν τραγουδοποιό με απήχηση σε συγκεκριμένο και σχετικά περιορισμένο κοινό, έκανε «γκελ» σε ευρύτερη μάζα κόσμου, γνώρισε μεγάλη επιτυχία και έφτασε να θεωρείται, έστω, στο συλλογικό υποσυνείδητο, ως ένα από τα χαρακτηριστικότερα και πιο αντιπροσωπευτικά τραγούδια της χώρας μας και της εποχής μας; Νομίζω ότι είναι μια κλασσική περίπτωση που καταδεικνύει γιατί ένας μουσικός, δυνητικά, πάντα θα υπερτερεί, ως προς την καλλιτεχνική έκφραση, απέναντι σε έναν σκηνοθέτη, ζωγράφο, γλύπτη, ποιητή και, βέβαια, συγγραφέα. Είναι απλό: μέσω της κατάλληλης επιλογής μουσικής επένδυσης ο μουσικός μπορεί να εκφράσει πράγματα και καταστάσεις που οι υπόλοιποι καλλιτέχνες αδυνατούν να προσεγγίσουν τόσο αποτελεσματικά με τα μέσα που έχουν στη διάθεσή τους, όσο και αν προσπαθήσουν. Άδικο, ίσως, αλλά, πάντως, είναι γεγονός. Η υπαρξιακή αναζήτηση και το μεγάλο μυστήριο της ταυτότητας είναι οι κεντρικοί άξονες της θεματολογίας της «Πριγκιπέσσας», άντε και με μια μικρή τζούρα ερωτικού συμπούρδουκλου. Είδατε όμως; Πόσο ρηχός και κουραστικός γίνομαι ήδη, προσπαθώντας να ανιχνεύσω την υποτιθέμενη προβληματική του Μάλαμα; Ανούσια μπλα μπλα, που οι πρώτες, κιόλας, πολύ χαρακτηριστικές νότες του τραγουδιού τα κάνουν να φαντάζουν κενά περιεχομένου και τα σκορπίζουν στον αέρα. Τι να κάνουμε όμως, αυτή είναι η μοίρα ημών των… μουσικόφιλων γραφιάδων. Να θαυμάζουμε τις όμορφες μουσικές συνθέσεις και τα ξεχωριστά τραγούδια, κι ύστερα να τρέχουμε από πίσω αγκομαχώντας, για να αποδώσουμε σε λόγο αυτά που εκ φύσεως δεν μπορούν να εκφραστούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Απλά, να πω το εξής, με αφορμή ένα δίστιχο του τραγουδιού (δεν κρατιέμαι!): Όταν ψαρεύεις τον εαυτό σου, πρέπει να προσέξεις τι δόλωμα θα χρησιμοποιήσεις, αλλά και να είσαι προετοιμασμένος για το ότι το ψάρι που ενδεχομένως θα πιάσεις μπορεί να αποδειχθεί τελείως, μα τελείως, διαφορετικό από αυτό που, ίσως, περίμενες…

http://www.youtube.com/watch?v=n3LFCE6wyFE

196. Λατέρνα

Σύνθεση: Στέφανος Κορκολής

Ερμηνεία: Στέφανος Κορκολής

Στίχος: Πάνος Φαλάρας-Βαγγέλης Κωνσταντινίδης

Άλμπουμ: Με τη φωνή του φεγγαριού

1992

Μέσα στον ορυμαγδό του κιτς που, κατά βάση, κυριάρχησε στην ελληνική ποπ μουσική από τη δεκαετία του 1980 και ύστερα (στις μέρες μας, δε, η κατάσταση έχει φτάσει στο απροχώρητο με την καθολική επικράτηση του σκυλοπόπ να έχει κατορθώσει το ακατόρθωτο: να βυθίζει διαρκώς σε νέα ιστορικά χαμηλά, ξεπερνώντας ακόμα και τις πρόσφατες αρνητικές επιδόσεις του… Χρηματιστηρίου Αξιών Αθηνών, την ποιότητα της ελληνικής ποπ, και όχι μόνο, μουσικής), υπάρχουν και μερικά, ελάχιστα, τραγούδια, τα οποία, χαρακτηριζόμενα από μια ειλικρινή παιδικότητα, αθωότητα και ρομαντισμό, ξεχωρίζουν από το γενικότερο σκουπιδοσωρό και με κάνουν να συγκινούμαι κάθε φορά που τα ακούω. Η «Λατέρνα» είναι ένα από αυτά τα τραγούδια της κατηγορίας αυτής και συμβολίζει για εμένα μια εποχή (στην πρώιμη εφηβεία βρισκόμουν τότε) κατά την οποία υπήρχαν ακόμη κάποιες μικρές εστίες «ρομαντικής» αντίστασης στον χονδροειδή κυνισμό, την ξετσιπωσιά και την ασυδοσία, που είχαν, ήδη από τότε, πάρει το πάνω χέρι για τα καλά στην Ελλάδα (και συνεχίζουν, φυσικά, ακόμα να το διατηρούν), μέχρι να τις ξεκάνει κι αυτές, δυστυχώς, η κουλτούρα του λάιφ-στάιλ. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι έπαψαν να υφίστανται ο καλώς εννοούμενος «ρομαντισμός» (τη βάζω σε εισαγωγικά, γιατί είναι λίγο περίεργα χρωματισμένη αυτή η έννοια) και  οι ποικίλες εστίες αντίστασης στην γενικότερη ισοπέδωση, η οποία συνεχίζει να προελαύνει. Απλά, μεταλλάχθηκαν και πήραν άλλες μορφές…

http://www.youtube.com/watch?v=GxD-G63-QmI

195. Τ’ ανείπωτα

Σύνθεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Στίχος: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Άλμπουμ: Στα χαμηλά και στα ψηλά

2006

Θεωρώ ότι ο Ζερβουδάκης είναι ένας από τους πλέον αδικημένους τραγουδοποιούς της γενιάς του. Με αξιοζήλευτη συνέπεια, παράγει άλμπουμ, που το λιγότερο που μπορείς να τα χαρακτηρίσεις είναι αξιοπρεπή, τα τελευταία 25 χρόνια. Ίσως τα τραγούδια του δεν είναι αυτά που θα σε τρελάνουν και θα σε κάνουν να θες να τον ακούς φανατικά και non-stop (που λένε και στο χωριό μου), ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν μπορείς να τα προσπεράσεις αδιάφορα, υπό την προϋπόθεση, βέβαια ότι διαθέτεις και ένα μίνιμουμ επίπεδο καλαισθησίας (χμμμ…. Ας μην πω αυτό που σκέφτομαι, ήδη αρκετοί φίλοι μου προσάπτουν το χαρακτηρισμό του κυνικού και ελιτιστή…). Πρώτη φορά άκουσα περί Ζερβουδάκη από την κοπέλα που μου έκανε ιδιαίτερα μαθήματα στα γαλλικά στο γυμνάσιο και λύκειο. Εκείνη την περίοδο, τον είχα ακούσει και σε μια συναυλία, στο θρυλικό «Ελ Πάσο» της Καλλιθέας, όπου έκανε σαπόρτ στον Παπακωνσταντίνου (τον Βασίλη), αλλά δεν μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ωστόσο, πολλά χρόνια μετά, όταν έτυχε να τον ξανακούσω είχα αποκτήσει καινούρια.. αυτιά και, έτσι, επιτέλους τον εκτίμησα. Το τραγούδι του αυτό αναφέρεται σε πράγματα «ανείπωτα» και σε «σιωπές», από τις οποίες αναμένουμε να γεννηθεί κάτι διαφορετικό. Όπως θα δείτε και στη συνέχεια, το μοτίβο αυτό είναι ένα από εκείνα που διατρέχουν τη λίστα μου, και αυτό το γεγονός, φυσικά, κάθε άλλο παρά συμπτωματικό είναι…

http://www.youtube.com/watch?v=u2L9tr1n8Rg

194. Εξομολόγηση

Σύνθεση: Ριφιφί

Ερμηνεία: Ριφιφί

Στίχος: Ριφιφί

Άλμπουμ: Απάτη

1993

Γυμνάσιο… Εφηβικά πάρτι… Τα πρώτα μπλουζ… Φοβάμαι να έρθω να χορέψω πολύ κοντά σου, φοβάμαι ότι θα αισθανθείς ότι η καρδιά μου (και κάτι άλλο) κοντεύουν να σπάσουν (βασικά, αυτό το… άλλο είναι που με απασχολεί περισσότερο)…. Από το στερεοφωνικό, μας σιγοντάρουν οι Guns n’ Roses, οι Bon Jovi, ο Bryan ο Adams, οι Scorpions (πολύ πριν αρχίσουν να κάνουν το γύρο των πανηγυριών της ελληνικής επικράτειας) και οι Def Leppard. Ξαφνικά, κάποιος αλλάζει την κασέτα (ναι, ούτε καν η χρήση των CDs δεν είχε γενικευτεί τότε, μιλάμε για προϊστορικές περιόδους) και ένα άγνωστο σε μένα τραγούδι αρχίζει να παίζει. «Μια καλή ελληνική power ballad (ναι ναι έτσι το λέγανε και οι Αρβανίτες πρόγονοί μου στο χωριό κι εγώ είμαι παιδί των παραδόσεων), εντυπωσιακό», σκέφτομαι! Πριν προλάβω να εντυπωσιαστώ πάρα πολύ εσύ με σηκώνεις να χορέψουμε πάλι. «Δε θέλω άλλες ντροπές», μου λες με τη γλώσσα του σώματος σου και με ένα χαμόγελο. Εγώ καταλαβαίνω και σε αγκαλιάζω, σφίγγοντάς σε πάνω μου. Αχ… αυτή η μυρωδιά σου, αυτή η αίσθηση της γυμνής σου πλάτης πάνω στα τρεμάμενα δάχτυλα μου… Προς το τέλος του τραγουδιού σταματάς να χορεύεις, ξεπλέκεις με απαλές κινήσεις τα χέρια μου πίσω από την πλάτη μου, και τα εναποθέτεις στους ώμους μου, και, αφού με κοιτάς κατάματα για 2-3 δευτερόλεπτα, μου σκας ένα πεταχτό φιλί στο στόμα… Επόμενη σκηνή: Αργά το βράδυ, είμαι κουκουλωμένος κάτω από το πάπλωμά μου και, με σάουντρακ την «Εξομολόγηση» μέσα στο κεφάλι μου,  ζω την υπέρτατη ευτυχία… Και την ξαναζώ… Και την ξαναζώ… Και την ξαναζώ…

http://www.youtube.com/watch?v=Tq1htYcLYCk

193. Στη ντισκοτέκ

Σύνθεση: Ημισκούμπρια

Ερμηνεία: Ημισκούμπρια-Ελπίδα

Στίχος: Ημισκούμπρια

Άλμπουμ: Ο δίσκος που διαφημίζεται

1997

Those were the days, my friend… Αρχικά, έλεγα να σας κάνω μια μίνι διάλεξη περί δεύτερου νόμου θερμοδυναμικής και εντροπίας, επ’ αφορμή του συγκεκριμένου άσματος, αλλά μετά σας λυπήθηκα. Όχι ότι τη γλιτώσατε εντελώς, βέβαια, μπορεί να επανέλθω αργότερα, ίδωμεν… Τι λέγαμε; Α, ναι! Όλοι μας θυμόμαστε εκείνη τη χρυσή εποχή των ‘80s, έτσι δεν είναι; Πηγαίναμε στο σχολείο με τα μηχανάκια μας, τα καυτά σορτσάκια μας, τα λαχούρια μας και τις περμανάντ μας, κάναμε χαβαλέ ή / και ερωτοτροπούσαμε με τη Σοφία, την Καίτη, τον Σταμάτη, τον Πάνο, τον Μπίλλια (λέμε τώρα!), τσαμπουκαλευόμασταν με τα ρεμάλια του από κει σχολείου και τα τσακάλια της αντίπαλης συμμορίας, τη λέγαμε στους γέρους μας όταν πήγαιναν να μας τη βγουν στο έτσι (ναούμε!), στήναμε τους ολοδικούς μας πειρατικούς ραδιοσταθμούς… Τι τέλεια, τι αθωότητα, τι ομορφιά! Και, όπως και να είχε, όποια και να ήταν η περίσταση, κάθε βράδυ κατακλύζαμε τη Barbarella και χορεύαμε Big in Japan και Electricity κάτω από τη ντισκομπάλα σαν να μην υπήρχε αύριο! Και ύστερα ήρθαν τα ‘90s (=μεγαλώσαμε)… Και τώρα τριγυρνώ σαν τον χαμένο στα τρισάθλια Privilege και στα La Mamounia, και ψάχνω να βρω εσένα που μου λείπεις τόοοσο πολύ… Η αναζήτησή μου είναι μάταιη, το ξέρω κατά βάθος, αλλά εγώ επιμένω… Ναι, αν δεν το κατάλαβες ήδη, εσένα ψάχνω, χαμένη μου νιότη… Φευ, ο χρόνος είναι αμείλικτος, όμως… Ή μήπως δεν είναι;;;

http://www.youtube.com/watch?v=y_DvZ8p6rsc

192. Δείξε μου τον τρόπο

Σύνθεση: Ζακ Στεφάνου

Ερμηνεία: Ζακ Στεφάνου

Στίχος: Ζακ Στεφάνου

Άλμπουμ: Δραπέτες στο διάστημα

2003

«…Είμαι τόσο γλυκούλης, ευαίσθητος και ευάλωτος… Γιατί δε με θες; Πες μου τι δεν κάνω σωστά, πες μου τι θέλεις από μένα κι εγώ θα το κάνω, γιατί εγώ, να ξέρεις, είμαι διατεθειμένος να κάνω το οτιδήποτε μου ζητήσεις, ναι, ναι, μη γελάς, δεν υπερβάλλω! Όχι, μην παίρνεις αυτό το λυπημένο και αμήχανο ύφος και μην κάνεις αυτήν την εισαγωγή, μη λες ότι είμαι «ειλικρινά» πολύ καλό και ξεχωριστό παιδί, γιατί ξέρω με μαθηματική ακρίβεια ποιες είναι οι επόμενες λέξεις που θα ξεστομίσεις. Όχι! Μην πεις ότι «δε με βλέπεις έτσι», μην το πεις, δεν θέλω ποτέ ξανά να ακούσω αυτές τις 4 λέξεις στη ζωή μου! Με διαλύεις, να το ξέρεις, εγώ είχα επενδύσει όλη μου την ύπαρξη στο «ναι» σου, κι εσύ… Σε παρακαλώ, μην επαναλαμβάνεις το κλισέ περί «καλλιέργειας ψεύτικων ελπίδων», εμένα, αυτές οι ελπίδες που είχα για σένα με κρατούσαν. Αν σου πω ότι θέλω να γίνεις η μητέρα των παιδιών μου, θα αλλάξει κάτι; Αν σου πω ότι θα πάω να καλογερέψω στο Άγιον Όρος αν επιμείνεις στο χυλοπίτιασμά μου; Τίποτα, ε;… Καλά, ίσως πρέπει να φύγω, τότε… Άστο, να μου λείπει η συμπόνια σου, δεν μπορείς να μου χρυσώσεις το χάπι με τίποτα! Και στην τελική, ποια νομίζεις πως είσαι, πώς την έχεις δει, μας λες; Ε, αφού απαξιείς εσύ η «θεά» να ασχοληθείς με εμάς τους απλούς «θνητούς», τότε… στο καλό και να μας γράφεις! Ούτε φίλοι, ούτε καριοφίλι, ούτε τίποτα! Πήγαινε να βρεις κανέναν ουγκ να κάνετε χωριό και άσε μας εμάς στην ησυχία και στο βουβό, πλην αξιοπρεπή πόνο μας! Άιντε από κει χάμω! Φεύγω!… (Αχ, και να έτρεχες με αναφιλητά πίσω μου, εκλιπαρώντας με να γυρίσω και απολογούμενη για τη στενοκεφαλιά σου! Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;;;  Για να γυρίσω με τρόπο να δω αν είσαι ακόμα εκεί… Έφυγες! Δεν το πιστεύω! Εγώ όμως φταίω, εγώ που σου έδωσα τόση σημασία και σε ανέβασα στον έβδομο ουρανό! Τσόκαρο! Ουστ!… Κλαψ! Μα, ποιόν κοροιδεύω; Τι θα κάνω χωρίς εσένα; Είσαι μοναδική, στον κόσμο όλο άλλη σαν κι εσένα δεν υπάρχει. Η ζωή μου δεν έχει νόημα αν δεν… Ώπα! Τί μωρό είναι αυτό εδώ! Και… και με κοίταξε! Και μου χαμογέλασε! Αμάν…! Ε, φαντάζομαι μπορώ να δώσω άλλη μια ευκαιρία στον εαυτό μου πριν τον στείλω πακέτο στη Μονή Εσφιγμένου…!).»

http://www.youtube.com/watch?v=Vm80Hkaa1x0

191. Σταγόνες στο γιαλό

Σύνθεση: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Ερμηνεία: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Στίχος: Αλκίνοος Ιωαννίδης

Άλμπουμ: Ο δρόμος, ο χρόνος και ο πόνος

1997

Ο Αλκίνοος μου είναι συμπαθής, δεν μπορώ να πω. Ωστόσο, τα τραγούδια του… δεν ξέρω βρε παιδί μου… άλλοτε μου αρέσουν και μου βγάζουν αυθεντικό συναίσθημα, άλλοτε δεν μου αρέσουν και μου φαίνονται υπερβολικά γλυκανάλατα… Πάντως, το συγκεκριμένο είναι, κατ’ εμέ το καλύτερο του κομμάτι ever (ζητώ συγνώμη και πάλι και την κατανόησή σας, αλλά δεν μπορώ να το σταματήσω, τα αρβανίτικα μου βγαίνουν αβίαστα…). Αυτό που λέει ο Αλκίνοος εδώ, μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Ως δυο σταγόνες στο γιαλό θα ξεκινήσουμε σ΄αυτό το Σύμπαν, ως δυο σταγόνες στο γιαλό θα τελειώσουμε. Όμως, αυτό που ζήσαμε / ζούμε / θα ζήσουμε / θα έχουμε ζήσει μαζί (καταργούμε το χρόνο) θα νοηματοδοτήσει και θα φωτίσει όχι μόνο τις ζωές των δυο μας, αλλά και όλο το Σύμπαν. Γιατί χωρίς εμάς τους δυο, δεν έχουν νόημα (=δεν υπάρχουν) οι άλλες σταγόνες, ο γιαλός, ο κόσμος όλος, μέσα από εμάς τους δύο γεννιούνται όλα αυτά κι επάνω σε εμάς τους δύο καθρεφτίζονται αιώνια…»

http://www.youtube.com/watch?v=uOC402XO4kU

190. Πώς ερωτεύεται

Σύνθεση: Βασίλης Καζούλης

Ερμηνεία: Βασίλης Καζούλης

Στίχος: Βασίλης Καζούλης

Άλμπουμ: Ραντεβού στην Εθνική

2002

Παμμέγιστε βάρδε της ερωτικής απογοήτευσης, Βασίλη Καζούλη! Έχεις κάνει πολλές επιτυχημένες απόπειρες να περιγράψεις το ξετύλιγμα του κουβαριού εκείνης της τυπικής ερωτικής σχέσης, η οποία ξεκινάει τόσο πολλά υποσχόμενη (τουλάχιστον στα μάτια του ενός εκ των δύο μερών της) και καταλήγει άδοξα και με τον έναν εκ των δύο μερών (συνήθως, εκείνον με τις τεράστιες προσδοκίες) να κυλιέται στα μωσαϊκά. Το τραγουδάκι αυτό, όμως, αποτελεί την κορωνίδα των επιτευγμάτων σου, ασυζητητί. Καλύτερα δεν θα μπορούσες να τα είχες πει! Και έχοντας βρεθεί κανά 2 φορές σε ανάλογη κατάσταση με αυτήν που με τόση μαεστρία αφηγείσαι, μπορώ να ομολογήσω ότι συγκινούμαι κάθε φορά που σε ακούω, με την χαρακτηριστική σου φωνή, να επαναλαμβάνεις στην κορύφωση του τραγουδιού: «…Και έρχεται μια στιγμή που δεν την νοιάζει… Δεν σου χαμογελάει, δεν σε κοιτάζει…».

http://www.youtube.com/watch?v=p-DWV1uqynk

189. Στέλλα

Σύνθεση: Γιάννης Ζουγανέλης

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Γιώργος Οικονομέας

Άλμπουμ: Φοβάμαι

1982

Καλοί-χρυσοί οι στίχοι, καλή-χρυσή η ερμηνεία, αλλά, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κάνει τη διαφορά στο τραγούδι αυτό και το έχει αναδείξει ως ένα από τα πιο γνωστά και αγαπημένα κομμάτια της τελευταίας 30ετίας, είναι η μουσική του Ζουγανέλη. Ως συνήθως, δυσκολεύομαι να βρω τις κατάλληλες λέξεις για να το περιγράψω (για να επιστρέψουμε και πάλι στο, θεμελιώδες, πρόβλημα της υστέρησης του γραπτού λόγου έναντι των άλλων μορφών καλλιτεχνικής έκφρασης, στο οποίο αναφέρθηκα και πιο πάνω), ωστόσο θα  το προσπαθήσω και θα πω ότι η μελωδία της «Στέλλας» κατορθώνει, χωρίς να είναι απίστευτα εξεζητημένη, να σου περάσει με τρόπο μοναδικό αυτό το περίφημο συναίσθημα της «γλυκιάς μελαγχολίας», το οποίο τόσο πολύ αγαπούν οι Έλληνες και όλοι οι Μεσόγειοι, γενικά. Είναι, αναμφίβολα, και θέμα κουλτούρας η μουσική: ένας Αγγλοσάξωνας δεν θα μπορούσε να έχει συνθέσει τη μουσική για τη «Στέλλα», και, πιθανόν, δεν θα την εκτιμούσε ιδιαίτερα. Ένας Ισπανός ή (ακόμα περισσότερο) ένας Ιταλός, όμως; Είμαι σίγουρος ότι στην αντίστοιχη λίστα με τα 200 καλύτερα ιταλικά τραγούδια των τελευταίων 100 ετών θα υπήρχαν πολλές «Στέλλες». Sono tante le stelle del Mediterraneo…

http://www.youtube.com/watch?v=l9NjZ0wGIdo

188. Κάποτε θα’ ρθουν

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Ο Ασυμβίβαστος

1979

Αν στο προηγούμενο τραγούδι το δυνατό στοιχείο ήταν η μουσική, εδώ, αναμφίβολα, είναι ο στίχος. Αυτό δεν είναι, όμως, και τόσο εμφανές. Σε πρώτο επίπεδο, ο στίχος χαρακτηρίζεται από μια γενναία δόση διδακτισμού και κοινοτοπίας, ωστόσο, σε δεύτερο επίπεδο, εγώ, τουλάχιστον, νιώθω σαν να ακούω την απαγγελία μιας μυθολογικής προφητείας η οποία αναφέρεται σε επικείμενα γεγονότα κοσμογονικής σημασίας. Υπερβάλλω λίγο, ε; Μπορεί… Δεν ξέρω, ίσως το τραγούδι αυτό να αφορά, υποσυνείδητα, την αγωνία μιας γενιάς για την επόμενη που έρχεται και τις ενοχές που αυτή (η προηγούμενη, δηλαδή) γενιά κουβαλάει. Πότε γράφτηκε το τραγούδι; 1979… Μμμ.. τι λέτε, είχαν, τελικά, βάση αυτή η αγωνία και αυτές οι ενοχές; Πάντως, το μήνυμα της κατακλείδας του τραγουδιού είναι σαφές και κυριολεκτικό, ανεξαρτήτως του τι ακριβώς, κατά τα λοιπά, μπορεί να είχε στο μυαλό του ο στιχουργός: «Αν γλιτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα». Έστω κι ένα παιδί…

http://www.youtube.com/watch?v=qlwuTYBWbcE

187. Αγάπη του καλοκαιριού

Σύνθεση: Γιώργος Σαρρής

Ερμηνεία: Ζιγκ Ζαγκ

Στίχος: Δημήτρης Τσακαλίας-Γιώργος Σαρρής

Άλμπουμ: Γεια χαρά

1989

Η αγάπη του καλοκαιριού έρχεται από το πουθενά και επιστρέφει στο πουθενά… Η αγάπη του καλοκαιριού δεν υπόσχεται τίποτα παραπάνω από αυτό που μπορεί να δώσει… Η αγάπη του καλοκαιριού βάζει στη θέση τους όλες τις κοινωνικές συμβάσεις με μια αφοπλιστική, παιδική αυθάδεια… Η αγάπη του καλοκαιριού τρέφεται και μεστώνει από το ελληνικό φως, και ο φυσικός της βιότοπος είναι τα ελληνικά νησιά… Η αγάπη του καλοκαιριού ρουφάει το τώρα με απληστία… Η αγάπη του καλοκαιριού σε κάνει να κλαις από ευτυχία… Η αγάπη του καλοκαιριού κλιμακώνεται σε ένα όργιο, μια πανδαισία ζωής και ανατινάσσεται τη στιγμή της κορύφωσής της, σαν τα τελευταία πυροτεχνήματα του Αυγούστου… Η αγάπη του καλοκαιριού θυμίζει, σε όσους το έχουν ξεχάσει, την αξία του να ζεις… Η αγάπη του καλοκαιριού έρχεται από το πάντοτε και επιστρέφει στο πάντοτε…

http://www.youtube.com/watch?v=75ZvGU5eSgw

186. Κανείς εδώ δεν τραγουδά

Σύνθεση: Νίκος Παπάζογλου

Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου

Στίχος: Τάκης Σιμώτας

Άλμπουμ: Η εκδίκηση της γυφτιάς

1978

Η «Εκδίκηση της Γυφτιάς» είναι, ομολογουμένως, ένας δίσκος ορόσημο, που υπήρξε καταλυτικός για την εξέλιξη του ελληνικού τραγουδιού των τελευταίων 30 ετών. Κυκλοφόρησε σε μια εποχή κατά την οποία το πολιτικό τραγούδι, με μπροστάρη τον Θεοδωράκη, κυριαρχούσε σχεδόν απόλυτα (με λίγες εξαιρέσεις, όπως του «συνεπή αιρετικού» Χατζιδάκι και λιγοστών άλλων, λιγότερο ή περισσότερο, περιθωριακών καλλιτεχνών), και ξένισε αρκετά, προκαλώντας πληθώρα αντιδράσεων από τους «φύλακες» του καθωσπρεπισμού και της πολιτικής ορθότητας της εποχής. Αυτό το οποίο έκανε το τρίο Ξυδάκη-Ρασούλη-Παπάζογλου (που ήρθαν στο προσκήνιο με τον δίσκο αυτό και, έκτοτε, όλοι τους διέγραψαν αξιοσημείωτη πορεία) είναι ότι πήρε την υπάρχουσα φόρμα του, αρκετά απαξιωμένου τότε, λαϊκού τραγουδιού της δεκαετίας του ‘60 και την αναβάπτισε στην κολυμβήθρα μιας εντελώς νέας αισθητικής αντίληψης, δημιουργώντας, ουσιαστικά, ένα νέο είδος ελληνικού τραγουδιού, το λεγόμενο «λαϊκό έντεχνο». Οι 3 πυλώνες του, αληθινά, επαναστατικού αυτού δίσκου ήταν, σαφώς, η πρωτοπόρος μουσική «πρόταση» των Ξυδάκη-Παπάζογλου, ο απροσδόκητος και κάθε άλλο παρά ανώδυνος στίχος του Ρασούλη και, φυσικά, η φωνή του Νίκου Παπάζογλου, σήμα κατατεθέν, αδιαμφισβήτητα, της σύγχρονης ελληνικής μουσικής παράδοσης. (Κάτι πρέπει να συνέβη εκείνη τη συγκεκριμένη χρονιά (1978) πάντως, καθώς και άλλοι δύο «ιδιαίτεροι» δίσκοι, που ξέφευγαν από την μουσική πεπατημένη της Μεταπολίτευσης, κυκλοφόρησαν: «Φλου» και «Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϋ»). Το highlight του δίσκου κατ’ εμέ, είναι το «Κανείς εδώ δεν τραγουδά», ένα instant classic κομμάτι (είδατε, βρε παιδιά μου, άμα είσαι μεγαλωμένος στη Μάντρα, σου βγαίνει αβίαστα το αρβανίτικο!) και ξεκάθαρα διαχρονικό, το οποίο, κακά τα ψέματα,  με την αμεσότητά του (ακολουθεί φράση-κλισεδάκι, που εδώ, όμως, ισχύει) αγγίζει την ψυχή του Έλληνα. Ποιος από εμάς δεν έχει σιγοτραγουδήσει (ακολουθεί ωραίο οξύμωρο): «Κανείς εδώ δεν τραγουδά…»;

http://www.youtube.com/watch?v=lokMwhP7DNg

185. Αερικό

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Παύλος Παυλίδης και B-Movies

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Άλλη μια μέρα

2006

Σαφώς και υπάρχει ζωή μετά τα «Ξύλινα Σπαθιά» για τον άνθρωπο, του οποίου την φωνή εμείς, της γενιάς μου, έχουμε συνδέσει, αδιάρρηκτα, με την εφηβεία μας, στα αμήχανα και αλαζονικά ‘90s. Και το τραγούδι αυτό είναι μία απόδειξη του παραπάνω ισχυρισμού μου. Εντάξει, ο στίχος του «Αερικού» παίζει λιγουλάκι με τα όρια του (κατά πως λέτε κι εσείς οι νεανίες) «ό, τι νάναι», αλλά η ταξιδιάρικη μελωδία του, που θυμίζει ορισμένες από τις καλύτερες στιγμές των «Σπαθιών», αρμονικά συνδυασμένη με την «Παυλίδειο» χροιά φωνής, φτάνει και περισσεύει για να το κατατάξει στην 185η θέση της λίστας μου.

http://www.youtube.com/watch?v=wQAvSgYdc0c

184. Απ ‘το αεροπλάνο

Σύνθεση: Κώστας Χατζής

Ερμηνεία: Κώστας Χατζής

Στίχος: Σώτια Τσώτου

Άλμπουμ: Ουαί

1973

Πάντοτε μου την έδιναν αυτοί που λένε: «Όταν όλα σου πάνε κατά διαόλου, πάντοτε υπάρχει περιθώριο να σου πάνε ακόμα χειρότερα». Ναι, ίσως επειδή, πολύ συχνά, έχουν δίκο. Πάντως, να ξέρετε, εγώ είμαι της άποψης ότι δεν πρέπει να το βάζουμε κάτω εκείνες τις ημέρες, εβδομάδες, μήνες ή, γενικότερα, περιόδους, όταν νιώθουμε λες και μας έχει φτύσει όλο το Σύμπαν. Μαζί μου συμφωνεί και το πολύ ωραίο αυτό τραγουδάκι, το οποίο μας λέει πως το κλειδί για να τα καταφέρουμε να πάρουμε τα πάνω μας είναι να μεταβάλουμε, έστω προσωρινά, τον τρόπο και την γωνία θέασης μας της πραγματικότητας. Ας ανέβουμε κάπου «ψηλά» (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να κοιτάξουμε από εκεί και να αποπειραθούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα, ώστε να μπορέσουμε να διαπιστώσουμε τι πραγματικά έχει και τι δεν έχει αξία και, κυρίως, τι σημαντικά πράγματα μας διαφεύγουν. Αν το κάνουμε, ίσως μετά να είμαστε έτοιμοι για μια φρέσκια αρχή. Κοιτάξτε, στην τελική, όσοι νιώθετε ότι, κατά καιρούς, βρίσκεστε σε τέτοιο λούκι, δοκιμάστε το. Τι έχετε να χάσετε; Και κάτι ακόμα για το «Αεροπλάνο»:  Μοναδική, χαρακτηριστική ερμηνεία από τον Κώστα Χατζή, που αγαπάμε, τόσο πολύ, να μιμούμαστε: «Όνταν γκοιντάς αμπό μπζηλάαα»!

http://www.youtube.com/watch?v=pR240P9z5Zw

183. Αρμίδα (Το πειρατικό του κάπτεν Τζίμη)

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Ο Σταυρός του Νότου

1979

Θα είμαι πάντοτε πάρα πολύ ευγνώμων στον Θάνο Μικρούτσικο για τη μελοποίηση του των ποιημάτων του Καββαδία, στον «Σταυρό του Νότου» και στις «Γραμμές των Οριζόντων». Πήρε το έργο ενός από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα, κατά τη γνώμη μου, και όχι απλά το ανέδειξε σε ένα πολύ ευρύ κοινό, αλλά το μετουσίωσε σε ένα απαράμιλλο έργο τέχνης, ένα μοναδικό έπος της ζωής στη θάλασσα, της ζωής των ναυτικών. Τώρα, άμα έχετε μπαρκάρει στο πειρατικό του Κάπτεν Τζίμη (όπως έχει κάνει πολλάκις ο γράφων) και κατά τη διάρκεια των, απαραιτήτως, περιπετειωδών ταξιδιών του έχετε διασχίσει τη θάλασσα των Σαργασσών, το τρίγωνο των Βερμούδων, το Βορειοανατολικό Πέρασμα και το Ακρωτήρι της Καλής Ελπίδας, έχετε κυνηγηθεί από ιθαγενείς στη Νήσο των Χριστουγέννων, έχετε ξιφομαχήσει στα κακόφημα σοκάκια της Σάντα Μάρτα με τον Σπανιόλο κυνηγό κεφαλών (κυριολεκτικά!) πειρατών Εουφέμιο Ντελγκάδο, έχετε απολαύσει νύχτες απερίγραπτης ακολασίας με τα… όμορφα κορίτσια της Σαγκάης, τότε γνωρίζετε πολύ καλά γιατί το τραγούδι αυτό έχει συμπεριληφθεί στη λίστα μου. Για όσους από εσάς, τώρα, αναρωτιέστε πως μπορείτε κι εσείς να μπαρκάρετε σε κάποιο «πειρατικό» και να ζήσετε από πρώτο χέρι εμπειρίες όπως οι παραπάνω και ακόμα περισσότερες και καλύτερες, τότε μία λύση, που έχω να σας προτείνω, είναι να καπνίσετε… τόνους από το προϊόν που εμπορεύεται ο Κάπτεν Τζίμης. Μία άλλη λύση είναι να αφήσετε την φαντασία σας ελεύθερη να σας υπαγορεύσει εκείνη τον τρόπο. Μμμμ… λίγο δύσκολο αυτό το δεύτερο, ε; Τότε, δεν σας μένει παρά να επιχειρήσετε να έρθετε σε επαφή με την Αρμίδα, τη γνωστή Σαρακήνισσα μάγισσα και μεγαλομέτοχο της Captain Jimmy Shipping & Trading SA. Τί, που θα τη βρείτε; Μην ανησυχείτε, θα σας δώσω εγώ τη διεύθυνση του μαγεμένου της κήπου: Είναι Κίρκης 112 & Οδυσσέως γωνία, στην αρχαία Καρχηδόνα, πλησίον του αγάλματος του Αννίβα, στην κεντρική αγορά της πόλης.  Άντε, τι κάθεστε;;;

http://www.youtube.com/watch?v=sdccaT-4T18

182. Το δωμάτιο

Σύνθεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Λένα Παππά

Άλμπουμ: Της αγάπης μαχαιριά

1994

Πού βρίσκεται αυτό το κλειστό δωμάτιο, μέσα στο οποίο εμπεριέχονται όλοι οι κόσμοι που υπήρξαν, υπάρχουν και θα υπάρξουν, είτε πραγματικοί είτε φανταστικοί, και πως αποκτά κάποιος πρόσβαση σε αυτό; Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα είναι εύκολη: το κλειστό δωμάτιο, που είναι διαφορετικό για τον καθένα μας, βρίσκεται μέσα στο κεφάλι μας. Το δύσκολο είναι, βέβαια, το δεύτερο ερώτημα. Και θα έλεγα ότι όλη η ιστορία του μυστικισμού και της λεγόμενης «εσωτερικής» φιλοσοφίας περιστρέφεται γύρω από τθς διάφορες προσπάθειες διερεύνησης αυτού, ακριβώς, του ερωτήματος και εύρεσης μιας απάντησης σε αυτό. Ρωτάτε αν έχουν κοινό παρονομαστή, ή αν έχουν καταλήξει σε κάποιο κοινό συμπέρασμα, όλες αυτές οι προσπάθειες; Νομίζω ότι, αν οπωσδήποτε έπρεπε να πούμε κάτι, αυτό θα ήταν και πάλι (βλ. και κείμενο σε προηγούμενο τραγούδι της λίστας) ότι για να ξεκλειδώσεις το (ολοδικό σου, ξαναλέω) κλειστό δωμάτιο απαιτείται διεύρυνση της συνείδησης και μια θεμελιώδης αλλαγή στον τρόπο αντίληψης της πραγματικότητας (και πιο συγκεκριμένα η απόκτηση μεγαλύτερης «πλαστικότητας» στον τρόπο χρήσης του εγκεφάλου). Και αν τα παραπάνω σας φαίνονται πολύ νεφελώδη, και αν, ακόμα, σκέφτεστε ότι πρέπει να κατέχω διδακτορικό στη μπουρδολογία, τι να σας πω… σας κατανοώ…

http://www.youtube.com/watch?v=1VLxqQ3zVtk

181. Σκόνη, πέτρες, λάσπη

Σύνθεση: Εξαδάκτυλος

Ερμηνεία: Δημήτρης Πουλικάκος & Εξαδάκτυλος

Στίχος: Εξαδάκτυλος

Άλμπουμ: Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος

1976

Αν μπορούσα να συνοψίσω σε 4 λέξεις το «Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος», αυτές θα ήταν: αυθεντική ελληνική άντεργκραουντ καλτίλα. Κακά τα ψέματα, στην Ελλάδα δεν κυκλοφορούν και τόσο συχνά τέτοιοι δίσκοι (αναλογιστείτε, μάλιστα, και την χρονική συγκυρία κατά την οποία κυκλοφόρησε), οπότε, μόνο και μόνο τιμής ένεκεν, δεν γινόταν να μην συμπεριλάβω έστω ένα τραγούδι από αυτόν στη λίστα μου. Φυσικά, ένας άλλος λόγος που συμπεριλαμβάνω το συγκεκριμένο τραγούδι είναι ότι χωρίς τον Πουλικάκο η λίστα μου θα φάνταζε (στα δικά μου μάτια, τουλάχιστον) κολοβή. Θυμάμαι, τον Πουλικάκο τον πρωτογνώρισα από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο σε μία από τις πρώτες σειρές της ιδιωτικής τηλεόρασης εν Ελλάδι, τους περίφημους, σουρεαλιστικούς και ανεπανάληπτους «Αυθαίρετους» και, παρότι ήμουν αρκετά μικρός, καταγοητεύτηκα από την παρακμιακή περσόνα του «χασοδίκη» Ανδρέα Χατζηγιώργη και από τον ηθοποιό που την ενσάρκωνε, φυσικά (τον «θείο Νώντα» αυτοπροσώπως!).  Και όταν, αργότερα, άκουσα το «Μεταφοραί-εκδρομαί ο Μήτσος», το γλυκό ήρθε κι έδεσε…

http://www.youtube.com/watch?v=xF4HRjhAuxg

180. Να χαθώ στα βήματά σου

Σύνθεση: Μπάμπης Στόκας

Ερμηνεία: Πυξ Λαξ

Στίχος: Μπάμπης Στόκας

Άλμπουμ: Παίξε παλιάτσο τα τραγούδια σου τελειώνουν

1997

Κάποιον Ιούλιο, στα τέλη της δεκαετίας του 1990, μια πολυμελής αγουροξυπνημένη παρέα εφήβων βρισκόταν στο λιμάνι του Πειραιώς και ετοιμαζόταν να επιβιβαστεί στο πλοίο της γραμμής με προορισμό ένα γνωστό νησί του συμπλέγματος των Κυκλάδων. Ο νεαρός Α.Ε. (αγνώστων λοιπών στοιχείων) δεν σκεφτόταν τίποτε άλλο, δεν έβλεπε τίποτε άλλο, δεν άκουγε τίποτε άλλο, παρά μόνο τη νεαρά Ε.Ε. (αγνώστων λοιπών στοιχείων), μέλος της παρέας του, η οποία, όμως, μπορούμε να πούμε ότι δεν επεδείκνυε ανάλογο ενδιαφέρον για τον νεαρό Α.Ε. Ωστόσο, επεδείκνυε αυξημένο ενδιαφέρον για έναν άλλο νεαρό, τον Σ.Δ. (λοιπών αγνώστων στοιχείων), φίλο του Α.Ε. Τελικώς, η παρέα επιβιβάστηκε στο πλοίο, παρ’ ολίγον, βεβαίως, χωρίς τον Α.Ε., ο οποίος, ανταποκρινόμενος με παβλοφικά αντανακλαστικά σε μια επιθυμία της ύστατης στιγμής της Ε.Ε., έσπευσε να προμηθευθεί καφέ από κοντινό ταχυφαγείο, ριψοκινδυνεύοντας, όσο δεν πήγαινε, την έγκαιρη επιβίβασή του. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, ο Α.Ε. καθόταν σε μια γωνιά, κάπως απομακρυσμένος από την υπόλοιπη παρέα, και άκουγε στο γουώκμαν του μια κασσέτα με τραγούδια των Πυξ-Λαξ, την οποία είχε φτιάξει για εκείνον η Ε.Ε. . Ο Α.Ε. δεν άκουγε, όμως, ολόκληρη την κασσέτα, παρά μόνο το πρώτο τραγούδι, το οποίο άκουγε κατ’ επανάληψιν, έχοντας φτάσει στο σημείο να απομνημονεύσει κάθε του λέξη και κάθε του νότα. Παράλληλα, παρακολουθούσε το φλερτ μεταξύ της Ε.Ε. και του Σ.Δ. να φουντώνει και, ως αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος, τον καταλάμβανε η απελπισία. Όταν, κάποια στιγμή, ο Α.Ε. βγήκε και περπάτησε στο κατάστρωμα για να πάρει λίγο αέρα, είδε την Ε.Ε. και τον Σ.Δ. να ερωτοτροπούν πλησίον της πλώρης του καραβιού. Χωρίς να πει το παραμικρό (και τι θα μπορούσε να πει, εξάλλου), ο Α.Ε. απομακρύνθηκε από αυτό το σημείο, έβγαλε την κασσέτα από το γουώκμαν και, έχοντας ζωγραφισμένο ένα κενό βλέμμα στο πρόσωπό του, την πέταξε στα βαθυγάλαζα νερά του Αιγαίου Πελάγους…

http://www.youtube.com/watch?v=jlUgccrpZ1g

179. Ο ξερόλας

Σύνθεση: Νίκος Κυπουργός

Ερμηνεία: Νίκος Κυπουργός

Στίχος: Αγαθή Δημητρούκα

Άλμπουμ: Τα μυστικά του κήπου

2001

Όλη η μαγεία ενός καλού παραμυθιού, εγκιβωτισμένη μέσα σε ένα μικρό παιδικό τραγούδι. Δεν ξέρω για εσάς (μάλλον, δεν θα το γνωρίζετε καν το συγκεκριμένο τραγούδι οι περισσότεροι), αλλά εγώ όποτε τύχει να ακούσω τον «Ξερόλα», κλείνω τα μάτια και φαντάζομαι ότι βρίσκομαι στα περίχωρα του Σάιρ ή στο δάσος του Φάνγκορν ή στο Σκιστό Λαγκάδι ή στη Λάνκμαρ με τον Γκρίζο Γάτο και τον Φαφρντ ή ή ή… Ναι, ναι, ξέρω, φαντασία μου πλανεύτρα, αλλά αν δεν είχα και αυτήν την έσχατη απόδραση στη διάθεσή μου, θα είχα (απο)τρελαθεί πολύ καιρό τώρα. Και νομίζω, όχι μόνο εγώ, αλλά και πολλοί άλλοι. Τώρα, αν είστε από αυτούς τους ακραιφνείς σκληροπυρηνικούς ορθολογιστές / πραγματικούς / κυνικούς, που πιστεύουν ότι το να πλάθεις φανταστικούς κόσμους και να ζεις σε αυτούς είναι άνευ νοήματος και χάσιμο χρόνου, ανοίξτε και κανένα βιβλίο εκλαϊκευμένης επιστήμης και διαβάστε περί του κύριου επιστημονικού-φιλοσοφικού-υπαρξιακού συμπεράσματος της κβαντικής φυσικής: Ο παρατηρητής διαμορφώνει την πραγματικότητα. Απίστευτα απλό, αλλά και τόσο δύσκολο να το κατανοήσει ο οποιοσδήποτε (εμού μη εξαιρουμένου). Τι είπατε; Η κβαντική φυσική ισχύει μόνο στον μικρόκοσμο; Ας καγχάσω: Χο χο χο!

http://www.youtube.com/watch?v=MFRy_GN5-eE

178. Πρωινό τσιγάρο

Σύνθεση: Νότης Μαυρουδής

Ερμηνεία: Χορωδία ομίλου Πατραϊκής μαντολινάτας και μικτής χορωδίας

Στίχος: Άλκης Αλκαίος

Άλμπουμ: Στην όχθη της καρδιάς μου

1984

Αχ, αυτά τα πρωινά, όταν ξυπνάς και, ανήμπορος να κάνεις το παραμικρό, στα πρόθυρα της κατάθλιψης, σκέφτεσαι εκείνη και μόνο εκείνη, και νιώθεις ότι η καρδιά σου, το μυαλό σου, ο σπλήνας σου και, γενικότερα, όλα τα ζωτικά σου όργανα, είναι στα πρόθυρα κηρύξεως πτώχευσης… Αφού παίρνεις τηλέφωνο στη δουλειά και δηλώνεις ασθένεια, διαπιστώνεις ότι έχεις μείνει από τσιγάρα. Goddamn! Θα βλαστημούσες περισσότερο, αλλά ούτε και γι’ αυτό σου έχει μείνει κουράγιο. Χωρίς να μπεις στον περιττό κόπο να ντυθείς, κατεβαίνεις με το μπουρνούζι και με τις πυτζάμες στο πλησιέστερο ψιλικατζίδικο. Ο ψιλικατζής σε κοιτάει λες και είσαι εξωγήινος που έχεις μόλις αποβιβαστεί από το σκάφος σου ερχόμενος από τον Άλφα του Κενταύρου, αλλά ένα δολοφονικό σου βλέμμα (κάτι μεταξύ Ντέρτι Χάρρυ και Αντόν Σιγκούρ) τον κάνει να μαζευτεί, όπως όπως. Έχεις ανάψει το πρώτο τσιγάρο, πριν ακόμα μπεις στο σπίτι σου. Θρονιάζεσαι στον καναπέ σου μέσα στο ημίφως και για απροσδιόριστη ώρα ατενίζεις το άπειρο, καπνίζοντας. Σε παίρνει ο ύπνος… Όταν ξυπνήσεις, είναι αργά: έχεις, ήδη, αυτοαναφλεγεί και απανθρακωθεί πλήρως από το τσιγάρο που ξέχασες αναμμένο…

http://www.youtube.com/watch?v=68W-TRoLvf8

177. Ασημένια σφήκα

Σύνθεση: Υπόγεια Ρεύματα

Ερμηνεία: Υπόγεια Ρεύματα

Στίχος: Υπόγεια Ρεύματα

Άλμπουμ: Παραλογές

1995

Ξέρεις πώς είναι να διαβάζεις στο σκοτάδι; ΞΕΡΕΙΣ ΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΔΙΑΒΑΖΕΙΣ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ; Ε; Το τραγούδι αυτό πάντοτε μου έβγαζε μια απίστευτη ένταση, μια οργή, έναν θυμό. Και νομίζω ότι, αν και δεν του φαίνεται και θα ακουστεί παράξενο αυτό που θα πω, το κύριο θέμα του είναι πάλι αυτή η περιβόητη «μία» (άλλο ένα μοτίβο που διατρέχει τη λίστα μου). Αχ αυτή η «μία»… Έκανα τα πάντα για εκείνη, της τα έδωσα όλα, μόχθησα, κόπιασα, της αφιέρωσα χρόνο, αίμα, ιδρώτα, κομμάτια της υπόστασής μου και εκείνη… απλά αδιαφορώντας, με πέταξε στο τέλος σαν μια τρίχα από το ζυμάρι. «Μα… είσαι σοβαρός», θα μου πείτε. «Είναι δυνατόν αυτό το συγκεκριμένο τραγούδι να έχει να κάνει με ερωτικές απογοητεύσεις και τέτοιες αηδίες»; Η γνώμη μου είναι πως ναι, έστω και εν (συνειδητή) αγνοία του δημιουργού του. Μωρή, ξέρεις πως είναι να δακρύζεις στα κρυφά;

http://www.youtube.com/watch?v=OFnwChECZOo

176. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί

Σύνθεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης & Μαρία Δημητριάδη

Στίχος: Γιώργος Σκούρτης

Άλμπουμ: Διάλειμμα

1972

Μπορείτε να μου βρείτε καλύτερο τραγούδι έκφρασης συλλογικής αυτοκριτικής και ενοχών της ελληνικής κοινωνίας για την επταετία 1967-1974, και μάλιστα γραμμένο πριν ακόμα από το Πολυτεχνείο και την κατάρρευση της Χούντας, από το συγκεκριμένο; Μάλλον όχι, όσο κι αν το προσπαθήσετε. Πέραν της συσχέτισής του με αυτήν την συγκεκριμένη περίοδο, πάντως, οι ιδιαίτερες συνθήκες της οποίας αποτέλεσαν, προφανώς, το έναυσμα για τη δημιουργία του, το τραγούδι αυτό διαθέτει, αναμφίβολα, και μια διαχρονικότητα. Πόσες φορές, τόσο σε ατομικό επίπεδο όσο και σε επίπεδα μικρόκοσμου, κοινωνίας και ανθρωπότητας, δεν έχουμε, εμείς οι άνθρωποι, επιτρέψει, διά της ανοχής μας, δια του σφυρίζειν αδιαφόρως και δια του «εις οιωνός άριστος αμύνεσθαι περί πάρτης», να μπουν στις, εκάστοτε και όλων των ειδών, «πόλεις» μας οι, εκάστοτε και όλων των ειδών, «οχτροί» με τυμπανοκρουσίες και ταρατατζούμ και να λεηλατούν, ποδηγετούν, διαλύουν, ισοπεδώνουν, εκμαυλίζουν, κονιορτοποιούν και άλλα τέτοια ωραία; Εκ των υστέρων βέβαια, και όταν έχουν εκδιωχθεί ή αποχωρήσει οι οχτροί, όλοι καταδικάζουμε, σιχτιρίζουμε και διατρανώνουμε το πόσο γενναίοι και ατρόμητοι αγωνιστές υπήρξαμε εναντίον τους και πόσο καταλυτική υπήρξε η συμβολή μας στην «τελική νίκη». Μια μέρα, βέβαια, μπορεί η «τελική νίκη» να ανήκει στον οχτρό και τότε… Αχ, βρε ανθρωπάκο, που θα έλεγε κι ο Βίλχελμ Ράιχ…

http://www.youtube.com/watch?v=onwidLcWBss&feature=related

175. Γαλάζια μυστικά

Σύνθεση: Μανώλης Φάμελλος

Ερμηνεία: Μανώλης Φάμελλος και οι ποδηλάτες

Στίχος: Μανώλης Φάμελλος

Άλμπουμ: Στο πάρκο των σκύλων

1996

Έχετε, ίσως, ήδη αρχίσει να συνειδητοποιείτε πως, όσο προχωράει αυτή η λίστα, σας ανοίγομαι όλο και περισσότερο. Έτσι, λοιπόν, και με αφορμή αυτό το τραγουδάκι, θα σας περιγράψω μια σκηνή από μία από τις παράλληλες ζωές μου (Πώς;). Λοιπόν, το σωτήριον έτος 1997, μια Παρασκευή μεσημέρι στα τέλη Μαΐου, ο Ανδρέας Κ., ένας από εκείνους τους άλλους μου εαυτούς, 32 ετών, high-flier στέλεχος μεγάλης πολυεθνικής εταιρείας και μπασίστας σε συγκρότημα πανκ-ροκ, από τα σχολικά του ακόμα χρόνια, διέσχιζε με την πολυτελή Cabrio Porsche του (ναι, ναι, και Porschiκό) την παραλιακή λεωφόρο των Αθηνών, έχοντας φύγει αρκετά νωρίτερα από το γραφείο της οδού Κηφισίας, όπου στεγαζόταν η εταιρεία στην οποία, εκείνη την εποχή, εργαζόταν. Η θερμοκρασία ήταν ιδανική, ο ουρανός ανέφελος και ένα πολύ ευχάριστο δροσερό αεράκι χάιδευε την κόμη και τα μούσια του. Οι πρώτες πολύ χαρακτηριστικές νότες ενός, εσχάτως,  πολύ αγαπημένου του τραγουδιού ξεχύθηκαν από το ράδιο-CD της Porsche και ο Ανδρέας, χαμογελώντας ικανοποιημένος, έβαλε τον ήχο στη διαπασών. Καθώς έστριψε στην παραλία της Γλυφάδας, είδε την Άννα να τον περιμένει έξω από την πολυκατοικία, όπου βρισκόταν το διαμέρισμά της. Φορούσε κόκκινο μπλουζάκι, άσπρη φούστα και τα γυαλιά ηλίου της που του άρεσαν, εκείνα με τον κόκκινο φακό. Του χαμογέλασε, μπήκε στο αμάξι και κάθισε δίπλα του. Κοιτάζονταν κατάματα επί ώρα, χαμογελώντας αχνά και κάπως αμήχανα (τα είχαν φτιάξει μόλις το πρπηγούμενο βράδυ), και περιμένοντας να τελειώσουν τα «Γαλάζια Μυστικά». Όταν το τραγούδι τελείωσε, η Άννα έβαλε το χέρι της πίσω από τον σβέρκο του και τον φίλησε. Φιλιόντουσαν επί πολλή ώρα, ένα φιλί που του φάνταζε ατέλειωτο, ηδονικό, ονειρικό… Όταν κάποια στιγμή τα χείλη τους χώρισαν, η Άννα έβγαλε από την κόκκινη τσάντα της ένα μικρό κουτί σε σχήμα κύβου, του οποίου το χρώμα ήταν μπλε και είχε ένα μεγάλο ροζ ερωτηματικό πάνω του. Του το έδωσε, με ένα αινιγματικό χαμόγελο, και του είπε: «Χρόνια πολλά»! Εκείνος, έκπληκτος, μια και δεν είχε ούτε γενέθλια ούτε γιορτή εκείνη τη μέρα, την ευχαρίστησε, πήρε το κουτί και άρχισε να το περιεργάζεται, ενώ εκείνη τον κοίταζε, μην κρύβοντας την προσμονή της. Το κουτί δεν είχε κάποιο ορατό άνοιγμα. Το μόνο που υπήρχε ήταν μια μικρή τρύπα, στο μέγεθος του ματιού, ακριβώς στο κέντρο του ροζ ερωτηματικού. Ο Αντρέας Κ. κοίταξε με απορία την Άννα. Εκείνη, πάντα χαμογελώντας, του ένευσε με το κεφάλι της δείχνοντάς του την τρυπίτσα, σαν να τον παρότρυνε να βάλει το μάτι του εκεί για να δει στο εσωτερικό του κουτιού. Εκείνος, διστακτικά, την υπάκουσε, φέρνοντας με αβέβαιες κινήσεις το κουτί κοντά στο κεφάλι του και πλησιάζοντας το δεξί του μάτι στην τρύπα. Όταν το είχε φέρει σχεδόν κολλητά, έκλεισε το αριστερό του μάτι, για να δει καλύτερα, και κοίταξε μέσα στο κουτί. Αυτό που είδε τον σόκαρε. Υπήρχε ένας τροχός, το μέγεθος του οποίου τον έκανε να καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το εσωτερικό του κουτιού. Ο τροχός κινείτο διαρκώς, διότι πάνω του έτρεχαν ασταμάτητα, σαν χαμστεράκια καταδικασμένα να υπομένουν ένα σισύφειο μαρτύριο, μικρά ανθρωπάκια! Το πιο συγκλονιστικό ήταν ότι όλα τα ανθρωπάκια είχαν το ίδιο στυλ και την ίδια κοψιά με εκείνον, και φορούσαν κοστούμια. Στα πρόσωπά τους ήταν χαραγμένη μια έκφραση απερίγραπτης φρίκης και απόγνωσης. Πριν προλάβει να συνέλθει από το σοκ, ένιωσε να του κόβεται η ανάσα. Η Άννα του είχε καταφέρει ένα, εκπαιδευμένο, κοφτό κι απότομα χτύπημα στην ωμοπλάτη. Δευτερόλεπτα μετά, με έναν ξαφνικό ήχο που ακούστηκε κάπως σαν «βζουουπ», το κουτί ρούφηξε τον Αντρέα στο εσωτερικό του. Σαστισμένος, βρέθηκε να τρέχει πάνω στην εσωτερική επιφάνεια του τροχού μαζί με τα άλλα ανθρωπάκια. Έκανε να ουρλιάξει, αλλά από το στόμα του δεν βγήκε ο παραμικρός ήχος… Η Άννα, ικανοποιημένη, έβαλε ξανά το μικρό μπλε κουτί με το ροζ ερωτηματικό στην τσάντα της, βρέθηκε, μ΄ ένα σάλτο, στη θέση του οδηγού, έπιασε στα χέρια της το τιμόνι, έβαλε πρώτη και, γκαζώνοντας, εξαφανίστηκε, μαζί με την Porsche του Αντρέα, προς άγνωστη κατεύθυνση…

http://www.youtube.com/watch?v=bR7JiMt9WtI

174. Χατζηκυριάκειο

Σύνθεση: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας

Ερμηνεία: Στράτος Παγιουμτζής & Στελλάκης Περπινιάδης

Στίχος: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας

1937

Ναι, σίγουρα, μπορούμε να πούμε ότι μεταφερόμαστε σε μια άλλη εποχή, μέσω της ακροάσεως του «Χατζηκυριακείου». Σε μια εποχή όπου ο Πειραιάς και η Αθήνα ήταν «άλλες» πόλεις, όπου κατοικούσαν «άλλοι» άνθρωποι. Πόλεις, που δεν ξέρω πόση σχέση έχουν με τις σημερινές «διαδόχους» τους. Πάντως, αν θέλουμε να βρούμε ένα κοινό νήμα που να συνδέει το «τότε» της Μεταξικής Μεσοπολεμικής Ελλάδας (ΜΜΕ!,) και της χρυσής εποχής των ρεμπετών, με το «σήμερα» (κι εδώ που τα λέμε, το οποιοδήποτε «τότε» με το οποιοδήποτε «σήμερα» (παρένθεση στην παρένθεση: αλήθεια, τι να σημαίνει αυτό το οποιοδήποτε «σήμερα»;)), αυτό δεν είναι και τόσο δύσκολο: Από μελαχροινές που κάνουν νάζια, αυτός ο κόσμος δεν θα στερέψει ποτέ. Εντάξει, ούτε κι από δροσερή ρετσίνα!

http://www.youtube.com/watch?v=Iw4A7Nvb6z4

173. Νοσταλγός του rock ‘n’ roll

Σύνθεση: Γιάννης Γιοκαρίνης

Ερμηνεία: Γιάννης Γιοκαρίνης

Στίχος: Γιάννης Γιοκαρίνης

Άλμπουμ: Φόρα παρτίδα

1984

Η Ελλάδα δεν είναι βιότοπος που ευνοεί την βιωσιμότητα και ευημερία ενός αυθεντικού ροκά. Κι εδώ, ο Γιοκαρίνης μας εκθέτει με έναν μοναδικό, σπαρταριστό τρόπο (και με μια ανάσα, ουσιαστικά) τις περιπέτειές ενός ταλαίπωρου ροκά, ο οποίος, μέσα σε ένα εντελώς εχθρικό περιβάλλον, προσπαθεί, μάλλον μάταια, να περισώσει το αληθινό του πάθος, ως μουσικός. Τι σκυλάδικο, τι γυάλινο οξυζενέ ωδείο, ένα και το αυτό είναι για έναν αληθινό ροκά, μας λέει ο αμετανόητος Γιοκαρίνης, και, ειλικρινά, δεν βλέπω να έχει άδικο. Με μια παιχνιδιάρικη, απελευθερωμένη και απενοχοποιημένη διάθεση, μας δηλώνει πως ναι, τα έκανε και αυτά για να επιβιώσει. Υπάρχει και μια, όχι πολύ εμφανής, προέκταση εδώ, όμως, που εκφράζεται με την εξής ερώτηση, την οποία ο καθένας μας, θεωρώ, οφείλει να απευθύνει στον εαυτό του: «Ποιο είναι το αληθινό μου πάθος; Ταυτίζεται η εργασία μου με αυτό ή το καταπιέζω στο βωμό της επιβίωσης και της πρακτικότητας (που, δε λέω, καλή είναι, αλλά μέχρι ενός σημείου), κάνοντας μια δουλειά που τη μισώ και την ανέχτηκα / την ανέχομαι /  θα την ανεχτώ, επί χρόνια και δεκαετίες;». Τέλος πάντων, το εν λόγω είναι ένα τραγούδι που ξεχειλίζει από νοσταλγία (προφανώς!), εφηβική διάθεση και πείσμα, και μια αισιοδοξία που δε λέει να υποχωρήσει, παρ’ όλες τις αναποδιές και κατραπακιές. Δηλαδή, είναι ένα πολύ καλό και πέρα για πέρα σπάνιο, για τα ελληνικά δεδομένα, τραγούδι και, ως εκ τούτου, θα συνιστούσε μέγιστη παράλειψη, εκ μέρους μου, η απουσία του από τη λίστα μου.

http://www.youtube.com/watch?v=Odp2Z-AXXFw

172. Θέλω να με κρατάς

Σύνθεση: Δημήτρης Κοντόπουλος

Ερμηνεία: Ηρώ

Στίχος: Ηρώ

Άλμπουμ: Απογείωση

2001

Μια πολύ καλή μου φίλη μου, την οποία αγαπάω πάρα πολύ και την οποία, δυστυχώς, έχω πάρα πολύ καιρό να δω, μου έλεγε ότι αυτό το τραγούδι μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να το κατανοήσει και να το εκτιμήσει αληθινά. Οφείλω να ομολογήσω, πάντως, ότι αν και αρχικά δεν μου έλεγε κάτι ιδιαίτερο, στην πορεία μου «μίλησε» και εμένα. Μην ήταν, βρε παιδιά, η θηλυκή φύση μου, που, ενώ ασφυκτιούσε καιρό, τελικώς εκδηλώθηκε και απελευθερώθηκε; Η Μπάρμπαρα Στρέιζαντ και η Σελίν Ντιόν μέσα μου, που ευρισκόμενες, μάλλον ανέκαθεν, σε λήθαργο κάτω από το σκληρό κέλυφος ενός μοδέρνου (με «δ» παρακαλώ!) ανδρός, αμείλικτου καριερίστα και αδυσώπητου χρησιμοθήρα, ξύπνησαν και βάλθηκαν να ανακτήσουν, μεμιάς, όσα είχαν στερηθεί επί σειρά ετών;  Δεν ξέρω, πάντως ο βαθμός ενσυναίσθησής μου για τις ευαίσθητες, ρομαντικές και ταλαιπωρημένες (έχω παρατηρήσει ότι αυτά πάνε μαζί) γυναικείες (και όχι μόνο) ψυχές, οι οποίες, σημειωτέον, αποτελούν δυσεύρετο είδος στην άθλια, ανάγωγη και άκρως κυνική εποχή που διανύουμε, έχει αυξηθεί αισθητά έκτοτε και αυτό, επιτρέψτε μου να το προσμετρήσω στα (κάποια ελάχιστα) θετικά στοιχεία, τα οποία με τον καιρό έχω αποκτήσει. Εδώ, βέβαια, πολλοί γνωστοί μου θα διαφωνούσαν, αλλά… τέλος πάντων… το θέμα δεν είμαι εγώ. Τώρα, όσον αφορά αυτό το «για πάντα», μάλλον ισχύει ότι όσο περισσότερο το ξεστομίζουμε τόσο λιγότερο το εννοούμε. Ανεξαρτήτως αυτού, όμως, όλοι το έχουμε ανάγκη, ακόμα κι αν κατά βάθος γνωρίζουμε ότι μόνο τα διαμάντια είναι παντοτινά…

http://www.youtube.com/watch?v=P2ibvQdXoAE

171. Κάγκελα παντού

Σύνθεση: Τζίμης Πανούσης

Ερμηνεία: Τζίμης Πανούσης

Στίχος: Τζίμης Πανούσης

Άλμπουμ: Κάγκελα παντού

1986

Ναι, δεν διαφωνώ, μας περιτριγυρίζουν κάγκελα, σχεδόν όπου κι αν πάμε, σχεδόν ό, τι κι αν κάνουμε, σχεδόν κάθε στιγμή (έχει σημασία το σχεδόν… σχεδόν… σχεδόν…). Ζούμε μαντρωμένοι σε ένα χρυσό, επίχρυσο, επάργυρο, χάλκινο, τενεκεδένιο, τσίγκινο, βάλτε όποιο άλλο υλικό θέλετε, κλουβί, πάντως κλουβί. Ωστόσο, υπάρχει μια σειρά κρίσιμων ερωτημάτων εδώ: Σε τι βαθμό επιλέγουμε να μπούμε με τη θέλησή μας στο κλουβί και σε τι βαθμό μας επιβάλλεται έξωθεν; Μήπως, τελικά, ορίζουμε τη μοίρα μας και την κακομοιριά μας εμείς οι ίδιοι σε αρκετά μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι θεωρούμε ή απ’ ότι μας έχουν μάθει να θεωρούμε;  Μήπως τα κάγκελα δεν είναι τίποτε άλλο από μια οφθαλμαπάτη και αρκεί μόνο να κάνουμε μερικά ασυνήθιστα / τολμηρά βήματα για να περάσουμε από μέσα τους και να διαπιστώσουμε, τοις πράγμασι, το άυλο της φύσης τους; Και πόσοι από εμάς κατανοούν, αντέχουν και έχουν πραγματικά τη θέληση να καταστρέψουν τα κλουβιά μέσα στα οποία είναι κλεισμένοι; Χμμμ… δύσκολα, αλλά, κατά τη γνώμη μου, ουσιαστικότατα τα ερωτήματα αυτά, και όσοι ισχυρίζονται ότι είναι «ψαγμένοι», πρέπει να τα θέτουν μετ’ επιτάσεως στους εαυτούς τους. Κατά τ’ άλλα, ο Τζιμάκος, εδώ, με έναν σμπάρο χτυπάει, στο δόξα πατρί, δυο τρυγώνια: τη νεοελληνική μεταπολιτευτική μιζέρια αφενός (trigoni numero un) και την φανταρική ζοχάδα και το ατέλειωτο πήξιμο (trigoni mumero deux), και το  κάνει, φυσικά, με τον δικό του αξεπέραστο και γλαφυρότατο τρόπο. Να’ ναι πάντα καλά, κι ας του τα χώνουν διάφοροι… ακατονόμαστοι!

http://www.youtube.com/watch?v=RP_W3gFnJlQ

170. Μακριά από την πόλη

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Μίμης Χρυσομάλλης

Στίχος: Γιάννης Νεγρεπόντης

Άλμπουμ: Μικροαστικά

1973

Πολύ σπουδαίο, για να μην πω αριστουργηματικό, άλμπουμ τα «Μικροαστικά» των Κηλαηδόνη-Νεγρεπόντη. Με ενορχηστρώσεις και στίχους που μπορεί να είναι, επιφανειακά, μαλακοί σαν χάδι και ευχάριστοι σαν δροσερό αεράκι, όμως, αν εμβαθύνεις λίγο, διαπιστώνεις ότι διαθέτουν, αναμφίβολα, ένα υπόστρωμα σκληρό σαν ατσάλι και κοφτερό σαν ξυράφι (Ε; Με παραδέχεστε; Εκφραστικότητα, όχι μαλακίες!). Με τα «Μικροαστικά» ξεγυμνώνεται για πρώτη φορά, νομίζω, με έναν διακριτικό μεν, σαφέστατο δε τρόπο, εκείνος ο περιβόητος ανθρωπότυπος (Homus Neo-Hellenicus, η επιστημονική του ονομασία), ο οποίος, αφενός, ήταν υπεύθυνος, λόγω της, ξεδιάντροπης συχνά, ανοχής που είχε επιδείξει, για την επιβίωση, εδραίωση και, σχετική, μακροημέρευση του καθεστώτος της εποχής που κυκλοφόρησε ο δίσκος και, αφετέρου, είναι, εν πολλοίς, υπεύθυνος και για τα μετέπειτα και σημερινά χάλια της κοινωνίας, της οποίας πλειοψηφικό ρεύμα αποτελούσε και συνεχίζει να αποτελεί. Η κακοφορμισμένη πληγή του μικροαστισμού στο σώμα του μεγάλου ασθενούς (λέγε με και ελληνική κοινωνία) έχει εξελιχθεί σε γάγγραινα και συνεπώς (και αν το γεγονός αυτό συνδυαστεί και με τα ποικίλα καρκινώματα της Μεταπολίτευσης και των μεταστάσεων που αυτά έχουν κάνει παντού στο ίδιο σώμα) δεν είναι να απορεί κανείς για την άθλια σημερινή κατάσταση του και για το ότι οι διάφοροι (επίδοξοι) «θεράποντες γιατροί» του έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια, έχουν αποτρελαθεί ή το έχουν ρίξει στο ευχέλαιο και τις προσευχές. Τέλος πάντων, στο συγκεκριμένο θέμα θα επανέλθουμε παρακάτω (ή, καλύτερα, παραπάνω) στη λίστα. Ομολογώ, πάντως, ότι θα ήταν όχι μόνο παράλειψη, αλλά και ντροπή μου, να μην συμπεριλάβω ένα, τουλάχιστον, τραγούδι από αυτόν τον άκρως αιρετικό και τολμηρό δίσκο, στα 200 κορυφαία όλων των εποχών. Οπότε επέλεξα το αγαπημένο μου κομμάτι, το οποίο είναι αγαπημένο μου για δυο, κυρίως, λόγους: πρώτον, για την μοναδική ειρωνεία η οποία καραδοκεί πίσω από κάθε λέξη και κάθε νότα, χωρίς όμως ποτέ να δηλώνει κραυγαλέα και χοντροκομμένα την παρουσία της (μοτίβο που, λίγο πολύ, ισχύει σε όλα τα τραγούδια των «Μικροαστικών»), και, δεύτερον, για το φινάλε. Ακούστε το! Πώς σας φαίνεται; Εμένα, όταν το πρωτάκουσα, μου σχηματίστηκε στο μυαλό η εικόνα μιας χωροχρονικής δίνης που, με αιφνίδιο και αμείλικτο τρόπο, ρουφούσε τον μικροαστό ήρωα του τραγουδιού, με το που εκείνος τελείωνε την σύντομη, αλλά περιεκτικότατη, επισκόπηση της ζωούλας του. Θα μου πείτε ότι εγώ είμαι, κατά τι, ανισόρροπος και γι’ αυτό κάνω τέτοιους συνειρμούς. Και, αν μου το πείτε, εγώ, αφού σας ευχαριστήσω για το ωραίο κοπλιμέντο, θα αναφωνήσω: «Κάλλιο τρελός, παρά μικροαστός»! Το κακό πάντως είναι (και αυτό είναι ένα από τα διδάγματα της εποχής μας) ότι οι δίνες συνήθως δεν κάνουν διακρίσεις, ρουφούν αδιακρίτως δίκαιους και άδικους…

http://www.youtube.com/watch?v=TXE6brLTG-k

169. Η νύχτα μυρίζει γιασεμί

Σύνθεση: Μάριος Τόκας

Ερμηνεία: Θέμης Αδαμαντίδης

Στίχος: Σαράντης Αλιβιζάτος

Άλμπουμ: Τα βοριαδάκια

1982

Αυτό το τραγούδι, αν το εξέταζα στεγνά και «επιστημονικά» (με βάση τις δικές μου, πάντοτε, παραδοχές για το τι συνιστά «επιστημονική» προσέγγιση), δεν θα είχε θέση στη λίστα μου, ούτε για αστείο. Μα… τίτλος άλμπουμ: «Τα βοριαδάκια»; Ο Θέμης ο Αδαμαντίδης; (Όχι ότι έχω κάτι με τον άνθρωπο, αλίμονο, δεν είναι και ο… Χατζηγιάννης (μπρρρ…)). Κάποιοι συγκεκριμένοι στίχοι (π.χ.: «Το φεγγάρι αλήτης»);;; Όμως, η μελωδία του Τόκα σώζει την παρτίδα και όχι απλά αυτό, αλλά προικίζοντας το τραγούδι με ένα δυνατό συναίσθημα και μια (πώς να το πω;) αυθεντική και αθώα, συνάμα, «ελληνικότητα», το αναδεικνύει σε κάτι πραγματικά άξιο λόγου και, κυρίως, άξιο ακρόασης και δη επαναλαμβανόμενης εκ μέρους μου (ομολογώ). Ως εκ τούτου, τρούπωσε κι αυτόοοο…!

http://www.youtube.com/watch?v=XPmDjvuKjjc

168. Κάτω στην πόλη

Σύνθεση: Μωρά στην φωτιά

Ερμηνεία: Μωρά στην φωτιά

Στίχος: Μωρά στην φωτιά

Άλμπουμ: Μωρά στην φωτιά

1987

Χαχαχα!!! Γι’ αυτό γουστάρω τη λίστα μου! Μετά τον Θέμη τον Αδαμαντίδη, τα Μωρά στη Φωτιά! Λοιπόν, έχουμε και λέμε: με πρώτα υλικά, εφηβική απογοήτευση και οργή (frustration στα τσακώνικα, που είναι πιο πλήρης γλώσσα και δύναται να εκφράζει λεπτά νοήματα, τα οποία η σύγχρονη κοινή ελληνική αδυνατεί να αποτυπώσει), επιρροές «πολιτικού» πανκ της Αγγλοσαξωνίας και μια διάθεση συλλογικής (έως οχλοκρατικής)  «μανίας» / έκστασης / παραληρήματος / ύπνωσης, φτιάχνουμε ένα, όχι (πολύ) δήθεν και ό,τι νάναι, αξιοπρεπές «επαναστατικό» πανκ / ροκ ελληνικό τραγουδάκι, όπως το εν λόγω. Πάντως, πρέπει να σας πω ότι, για εμένα, το «Κάτω στην πόλη» αποτελεί το ιδανικό και πιο ταιριαστό σάουντρακ για τα «Δεκεμβριανά» του 2008. Στα οποία «Δεκεμβριανά», ας μην ξεχνάμε ότι οι πρωταγωνιστές της μίας πλευράς εκπροσωπούσαν τη γενιά που ακολούθησε την γενιά που «δοκιμάζει την τύχη της κάπως αλλιώς». Είδατε, καμιά φορά, οι δοκιμές και οι πειραματισμοί τι αποτελέσματα μπορούν να έχουν; Γι’ αυτό, όταν αποφασίσουμε να επισκεφθούμε το εργαστήριο και να παίξουμε με τα εύφλεκτα και δηλητηριώδη υγρά, τα φιαλίδια και τους δοκιμαστικούς σωλήνες, πρέπει, προηγούμενως, να έχουμε μελετήσει πολλή χημεία και πρέπει, επιπλέον, να είμαστε πολύ προσεκτικοί, κατά την πραγματοποίηση των πειραμάτων μας. Γιατί, αν δεν γνωρίζεις και δεν πάρεις τις προφυλάξεις σου, ποτέ δεν ξέρεις τι μπορεί να σου σκάσει στα χέρια ή τι επικίνδυνες αναθυμιάσεις ενδέχεται, άθελά σου, να απελευθερώσεις στο περιβάλλον.

http://www.youtube.com/watch?v=RpnJkjpgxOM

167. Ακρογιαλιές δειλινά

Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ & Βασίλης Τσιτσάνης

Στίχος: Βασίλης Τσιτσάνης

1948

Ανοίγω εξαρχής τα χαρτιά μου: Ποτέ δεν με τρέλαινε ο Τσιτσάνης. Συχνά τον βρίσκω και κάπως βαρετό. Ωστόσο, είναι κανά 2 τραγούδια του που ξεχωρίζουν (για τα δικά μου γούστα) όσο αρκεί για να τους κάνω την τιμή (!) να τα συμπεριλάβω στην άκρως απαιτητική (!!) λίστα μου. Στην προκειμένη περίπτωση, δύο είναι τα στοιχεία που προέκριναν το «Ακρογιαλιές Δειλινά»: Αφενός, η συγκεκριμένη ερμηνεία που έχει κάτι το έντονα ανατολίτικο και υπνωτικό / υποβλητικό (δηλαδή, για να σας το κάνω πενηνταράκια, μου δημιουργεί την εικόνα ότι βρίσκομαι σε έναν καφενέ, κάπου στην Εγγύς ή στη Μέση Ανατολή, έχω πιει τους άπειρους ναργιλέδες / χασίσια και, ενώ παρεμβάλλονται παράσιτα στον δέκτη αντίληψης μου της πραγματικότητας, μέσα από ένα σύννεφο καπνών, μια χανούμισσα με καλυμμένο το πρόσωπο λικνίζεται αισθησιακά υπό τους ήχους του τραγουδιού αυτού. Ερώτηση πρώτη: πόσα κλισέ χώρεσαν στην προηγούμενη πρόταση; Ερώτηση δεύτερη: Πότε θα κλείσει αυτή η παρένθεση; Ερώτηση τρίτη: Πώς με αντέχετε και διαβάζετε (όσοι έχετε απομείνει, δηλαδή) ακόμη;) και, αφετέρου, και κυρίως,  ο απρόσμενα, για τα δεδομένα του Τσιτσάνη και του συνήθους ύφους των τραγουδιών του, «σκοτεινός», σκόπιμα ασαφής και κάπως… ζεν (βλέπε τα τελευταία λόγια του, που εμένα μου θυμίζουν έντονα την παραβολή για το δέντρο που πέφτει χωρίς να κάνει ήχο, αν δεν βρίσκεται κοντά κάποιος να τον ακούσει) στίχος του. Ό, τι κι αν είχε στο μυαλό του ο ποιητής, κατάφερε, νομίζω, να δημιουργήσει κάτι που ο καθένας μπορεί να το πάρει και να το πλάσει κατά βούληση, δίνοντάς του το σχήμα (και την ερμηνεία, συνεπώς) που εκείνος επιθυμεί, έστω κι αν αυτό δε φαίνεται εκ πρώτης όψεως και «δια γυμνού οφθαλμού».

http://www.youtube.com/watch?v=ayHmXTmz8Aw

166. Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα

Σύνθεση: Άκης Πάνου

Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη

Στίχος: Άκης Πάνου

1967

Τί να πεις εδώ; Τα είπε όλα ο άνθρωπος… Akis Panou comes with a sense of urgency, όπως θα έλεγε και ένας Αμερικανός εκφωνητής αγώνων NBA… Α… κι επίσης κατόρθωσε να μας περιγράψει ολόκληρη (μα ολόκληρη) τη ζωή του σε 3 και κάτι λεπτάκια… Έχε το κατά νου λοιπόν (ναι, σ’ εσένα απευθύνομαι): ΤΩΡΑ και κάθε τώρα είναι η πιο μεγάλη ώρα. Το μέλλον, στο οποίο τείνεις να τα παραπέμπεις όλα με την παροιμιώδη αναβλητικότητά σου, είναι κάτι το οποίο (δοθέντος του πεπερασμένου χρόνου που έχεις στη διάθεσή σου, σε αυτήν την ζωή, τουλάχιστον) συρρικνούται διαρκώς υπό την ακατάπαυστη και ανελέητη επέλαση του παρελθόντος / παρόντος  (κλόπιραιτ: Ανρί Μπεργκσόν). Οπότε, τι περιμένεις;;; Βούτα!

http://www.youtube.com/watch?v=yI__soXrROc

165. Όλο αυτό που ποτέ

Σύνθεση: Κωνσταντίνος Βήτα

Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Βήτα

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

Άλμπουμ: Άργος

2007

Υπάρχουν χωρισμοί και χωρισμοί: οριστικοί και αμετάκλητοι, μετακλητοί, ημι-μόνιμοι, παροδικοί. Το βέβαιο είναι, πάντως, πως κάθε σμίξιμο συνεπάγεται και έναν χωρισμό και αυτή είναι, απλά, άλλη μια εφαρμογή της διαλεκτικής που κυριαρχεί σε όλο το Σύμπαν: η ύπαρξη και οριοθέτηση του οτιδήποτε συνεπάγεται / προϋποθέτει (από όποια πλευρά και να το δείτε, η ουσία δεν αλλάζει) την ύπαρξη και οριοθέτηση του αντίθετού του. Η ίδια η ζωή, λοιπόν, πάει χέρι χέρι με τον θάνατο και δεν έχει νόημα να μιλάμε για ζωή χωρίς να έχουμε στο νου μας την αντίθετη κατάσταση (τη μη-ζωή, η στιγμή του θανάτου είναι απλώς η μετάβαση από τη ζωή σε αυτήν την αντίθετή της, άγνωστη σε εμάς, κατάσταση, για αυτό και είναι η πλέον φορτισμένη έννοια ανά τους αιώνες, καθώς και η έννοια που έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από τους πιο μακρόβιους μηχανισμούς χειραγώγησης στην ιστορία της ανθρωπότητας, και ο νοών νοείτο). Εφόσον, όμως, ο έρωτας και η αγάπη είναι, μάλλον, τα πιο δυνατά συναισθήματα που βιώνουμε κατά τη διάρκεια της ζωής μας, τότε το σμίξιμο και ο χωρισμός με τους αγαπημένους / αγαπημένες μας είναι λογικό να διέπονται από μια πολύ έντονη φόρτιση και να μας σημαδεύουν, συχνά, για πάντα. Και σε αυτές τις περιπτώσεις, κάθε χωρισμός είναι (ή τουλάχιστον δίνει αυτήν την εντύπωση) ένας μικρός θάνατος. «Every time we say goodbye, I die a little», που έλεγε και ο Αγγλόφωνος βάρδος. Και είναι αναπόφευκτο ότι οι χωρισμοί και οι αποχωρισμοί ποτέ δεν τελειώνουν όσο ζούμε, και αυτό είναι, πιστεύω, το πιο επώδυνο γεγονός που καλούμαστε να αποδεχτούμε και να υπομείνουμε ως έμβια και νοήμονα όντα και, αφού είναι κάτι δεδομένο, η επιλογή μας περιορίζεται, μόνο, στο πως θα το χειριστούμε και θα το αντιμετωπίσουμε. Φυσικά, αυτή είναι μόνο μία από τις πιθανές αναγνώσεις αυτού του υπέροχου τραγουδιού. Και, τώρα που το ξανάκουσα, αυτό το συνοδευτικό μου κείμενο φαντάζει τόσο στεγνό και ακαδημαϊκό. Αλλά… αυτόν τον ρόλο μου ανέθεσε ο εαυτός μου και, αναγκαστικά, ανταποκρίνομαι και κάνω ό, τι καλύτερο μπορώ, βλέπεις εαυτέ μου, ε;

http://www.youtube.com/watch?v=xvP_3MSf8RQ

164. Ζω

Σύνθεση: Γιώργος Χατζηνάσιος

Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη

Στίχος: Κώστας Τριπολίτης

Άλμπουμ: Εικόνες

1979

Δεύτερο συνεχόμενο τραγούδι για χωρισμό. Και τι τραγούδι… Είναι κάποιοι χωρισμοί που σε αφήνουν διαλυμένο, σκορπισμένο, ανήμπορο και σε βυθίζουν στην κατάθλιψη και την απόγνωση. Σε ακραίες περιπτώσεις, το να συνεχίσεις να ζεις φαντάζει αβάσταχτο. Βυθίζεσαι μέσα σε έναν σκοτεινό τόπο, ένα limbo, μέσα στο οποίο πρέπει να κατοικήσεις για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να αρχίσεις να συνέρχεσαι. Και θέλει δύναμη, υποστήριξη και χρόνο για να συνέλθεις και να «ξαναγεννηθείς» στον κόσμο, δεν είναι ποτέ εύκολα τα πράγματα. Όμως, όταν τελικά αναδυθείς στην επιφάνεια, νιώθεις σαν να έχεις καταφέρει μια σημαντική προσωπική νίκη και θέλεις να αναφωνήσεις ότι «ναι, ρε γαμώτο, ζω και συνεχίζω»! Οι όποιες πληγές, βέβαια, έχουν μείνει. Αυτό το τραγούδι εκφράζει με ακρίβεια αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όπου δηλαδή, έχεις κατορθώσει να ξανασταθείς στα πόδια σου μετά την οδυνηρή εμπειρία, είσαι έτοιμος να επανέλθεις στην «ενεργό δράση», αλλά, όπως και να έχει, τα όσα έζησες μέσα σε μια σχέση και τα όσα πέρασες μετά το χωρισμό, δεν μπορούν να σβηστούν μονοκοντυλιά και κάποια εξ αυτών, μάλλον, δεν θα σβηστούν ποτέ…

http://www.youtube.com/watch?v=BhSR9Bj1bJg

163. Αύρα

Σύνθεση: Δημήτρης Παναγόπουλος

Ερμηνεία: Δημήτρης Παναγόπουλος

Στίχος: Δημήτρης Παναγόπουλος

Άλμπουμ: Ασταθής ισορροπία

1987

Αύρα: ακούγοντας την χαρακτηριστική μελωδία του συγκεκριμένου τραγουδιού, αυτός ο τίτλος επαληθεύεται στο ακέραιο. Είναι σαν ένα δροσερό ανοιξιάτικο αεράκι να σε χαϊδεύει ευχάριστα στο πρόσωπο και εσύ, με κλειστά μάτια και ένα διαρκές χαμόγελο, να το απολαμβάνεις. Πώς; Θες παράλληλα να κρατάς αγκαλιά και την καλή σου / τον καλό σου; Άντε, να σου κάνω την χάρη! Αλλά να έχεις υπόψη σου ότι το αεράκι βρίσκεται, εκ φύσεως, σε διαρκή κίνηση και οι διαθέσεις του είναι απρόβλεπτες. Μα τι λέω, πάλι πάω να στο χαλάσω ο βλαξ με τις φλυαρίες μου; Εσύ κοίτα να απολαύσεις τη στιγμή και εμένα αγνόησε με!

http://www.youtube.com/watch?v=awduT9-vVRo

162. Τρένο φάντασμα

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Ξεσσαλονίκη

1993

Θυμάμαι, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’90, ένα παμπάλαιο πορτοκαλοσοβιετί (το χρώμα των παλιών αθηναϊκών τρόλλεϋ, για να σας βοηθήσω κάποιους, τουλάχιστον, από εσάς να το οπτικοποιήσετε καλύτερα) Λάντα, να πηγαινοέρχεται πέρα δώθε, σαν σκούνα σε τρικυμία, παράλληλα με τις γραμμές του τρένου, κάπου σε ένα χωριό της Πελοποννήσου, ακολουθώντας το φρενήρη ρυθμό του τραγουδιού αυτού. Ξέρετε, ο χειρισμός του τιμονιού εκείνου του Λάντα απαιτούσε ικανότητες Τσακ Νόρρις, τουλάχιστον. Για να καταφέρεις να κάνεις αναστροφή, χρειαζόταν προηγουμένως να έχεις καταπιεί κοκτέιλ αναβολικών από το προολυμπιακό πρόγραμμα προετοιμασίας των αθλητών της πάλαι ποτέ Ανατολικής Γερμανίας. Ωραίες στιγμές, πάντως… Αμφιβάλλω αν ο οποιοσδήποτε μπορεί να ακούσει το «Τρένο Φάντασμα» χωρίς να τον συνεπάρει ο ρυθμός και χωρίς να τον ταξιδέψει η μελωδία στο Φαρ-Ουέστ του μυαλού του. Ξέρετε, ο καθένας μας έχει μια Φαρ-Ουέστ επικράτεια εντός του, ένα «Πέκος», όπου δυτικά του κανείς νόμος δεν ισχύει. Απόλυτη ελευθερία, μηδενικές υποχρεώσεις και, βέβαια, πολλοί και απερίγραπτοι κίνδυνοι. Αλλά, υπάρχει το οτιδήποτε ελκυστικό και σαγηνευτικό στη ζωή αυτή που να μη συνοδεύεται από μια, έστω μικρή, δόση κινδύνου;

http://www.youtube.com/watch?v=V_1rWM1r1HQ

161. Από το πάρκο στη Μυροβόλο

Σύνθεση: Αργύρης Μπακιρτζής

Ερμηνεία: Χειμερινοί Κολυμβητές

Στίχος: Αργύρης Μπακιρτζής

Άλμπουμ: Από το πάρκο στη Μυροβόλο

1985

Είμαι ένας, σχετικά, νεόκοπος φαν του Μπακιρτζή και των Χειμερινών Κολυμβητών. Παλαιότερα δεν μου άρεσαν καθόλου, έβρισκα βαρετά και (αν είναι δυνατόν!) κάπως δήθεν τα τραγούδια τους. Ωστόσο, ευτυχώς, η ωρίμανση ενός ανθρώπου έχει και κάποιες θετικές παρενέργειες, μία εκ των οποίων είναι ότι αρχίζει και εκτιμά πράγματα και πρόσωπα αληθινά αξιόλογα, που τα περιφρονούσε και δεν τα καταδεχόταν. Πρόσφατα, μάλιστα, είδα και την καλτ, επική ταινία του Τσιώλη «Ας περιμένουν οι γυναίκες» (την οποία συνιστώ ανεπιφύλακτα), όπου πρωταγωνιστούσε ο Μπακιρτζής, και το γλυκό έδεσε. Με το στυλ του, την προσωπικότητά του, τη βαθιά, ιδιαίτερη φωνή του, τη συνέπειά του (οι Χειμερινοί Κολυμβητές σχηματίστηκαν το 1965 και συνεχίζουν ακάθεκτοι μέχρι σήμερα) και τη γλυκύτητα και ευγένεια που αποπνέει, είναι μία από τις πλέον ιδιαίτερες περιπτώσεις στο χώρο του ελληνικού τραγουδιού. Ευτυχώς που υπάρχει και είθε να ζήσει, να μακροημερεύσει και να συνεχίσει να δημιουργεί.

http://www.youtube.com/watch?v=8kUnhi4PLjg

160. Ο Λύκος

Σύνθεση: Αρλέτα

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Αρλέτα

Άλμπουμ: Ένα καπέλο με τραγούδια

1981

«Είναι 12 η ώρα, είναι η ώρα των τρελών». Φυσικό και επόμενο είναι, αν δεν ανήκεις στους τρελούς, να μην μπορείς να καταλάβεις γιατί κάποιος μπορεί να ψάχνει να βρει τον λύκο για να τον ακολουθήσει στα έρημα μεταμεσονύχτια στενά και σοκάκια της πόλης. «Μα, αυτή είναι μια ανόητη, παρεκκλίνουσα και επικίνδυνη δραστηριότητα», θα σπεύσει να πει ο «φυσιολογικός», ο μη τρελός, με ένα χαμόγελο συγκατάνευσης. «Ποιος εχέφρων και νουνεχής (ωραίες, πομπώδεις λέξεις, ε;) άνθρωπος σεργιανάει στους δρόμους μες στα μαύρα μεσάνυχτα; Όποιος θέλει να κάνει κάτι τέτοιο πηγαίνει γυρεύοντας και είναι ή κακοποιός ή εντελώς σαλεμένος. Ας τον βρει ο λύκος κι ας τον καταπιεί αμάσητο, να ησυχάσουμε όλοι και να αναφωνήσουμε ανακουφισμένοι: Ένας τρελός λιγότερος»! Προβατάκια μου, όπως νομίζετε. Καθήστε εσείς στα χρυσά κλουβιά σας, στις σπηλιές σας από ατσάλι (κλόπιραιτ: Ισαάκ Ασίμωφ), κοιμηθείτε τον ύπνο του «δικαίου» (;) και αφήστε τους λύκους, τις αρκούδες και τα άλλα άγρια ζώα του δάσους και της ζούγκλας να παίζουν κυνηγητό και κλέφτες και αστυνόμους στους άδειους και μεταμορφωμένους, τη νύχτα, δρόμους των πόλεων. Και αν θα ζητούσαμε από τον λύκο της Αρλέτας να κάνει μια ευχή για λογαριασμό σας, αυτή είμαι σίγουρος πως θα ήταν να ανακαλύψετε την «άγρια πλευρά» σας και να ταρακουνηθείτε τόσο έντονα από αυτήν, ώστε να αλλάξει άρδην η κοσμοθεωρία σας και να θέλετε να συμμετάσχετε κι εσείς, μετά, στο «παιχνίδι των τρελών».

http://www.youtube.com/watch?v=uxIAAMy99Ek

159. Σαν τραγουδάκι

Σύνθεση: Θοδωρής Παυλάκος

Ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Στίχος: Θοδωρής Παυλάκος

Άλμπουμ: Παραμύθι με λυπημένο τέλος

1995

Η παρομοίωση στον τίτλο του τραγουδιού είναι η πεμπτουσία της ιστορίας που αυτό αφηγείται: «Εσύ, που ήρθες σαν σίφουνας, αναποδογύρισες τη ζωή μου και μετά, ξαφνικά, έφυγες, αφήνοντας με σύξυλο, να τρέμω και να μην ξέρω από πού μου ήρθε. Το σοκ που μου προκάλεσες, όταν μ’ εγκατέλειψες, ήταν τόσο ισχυρό, που μια θολή ανάμνηση είναι το μόνο που μου έχει μείνει από εσένα, σαν μια ημιτελή θύμηση ενός ονείρου το οποίο μάταια πασχίζω να σχηματοποιήσω στην ολότητά του στο κεφάλι μου ή σαν έναν σκοπό, τον οποίο σφυρίζω χωρίς να μπορώ να θυμηθώ τα λόγια που αντιστοιχούν σε αυτόν, αυτές τις μαγικές λέξεις που με είχαν κάνει τόσο ευτυχισμένο, για λίγο. Και ίσως είναι καλύτερα έτσι, ίσως είναι καλύτερα που αδυνατώ να επαναφέρω στη μνήμη μου τα λόγια του κοινού μας τραγουδιού, γιατί δεν μπορώ να σε έχω πια…».

http://www.youtube.com/watch?v=7yROsy5MBuE

158. Καραπιπερίμ

Σύνθεση: Γιάννης Παπαϊωάννου / Σπύρος Περιστέρης

Ερμηνεία: Ρένα Ντάλλια

Στίχος: Παραδοσιακό

1952

… Έτρεχα σαν τρελός στα σοκάκια του Σουλταναχμέτ, κάπου στην περιοχή πίσω από το Αιγυπτιακό Παζάρι, προσπαθώντας να αποφύγω τους διώκτες μου, που βρίσκονταν στο κατόπι μου και με καταδίωκαν ανηλεώς, εδώ και αρκετή ώρα. Ο επικεφαλής τους, ενώ αρχικά μου γάβγιζε διαρκώς να σταματήσω, τώρα το είχε πάρει χαμπάρι ότι δεν επρόκειτο να υπακούσω στα κελεύσματά του και, έτσι, είχε σταματήσει να ουρλιάζει. Αντί φωνής, όμως, τώρα κράδαινε μια πιστόλα και κάθε τόσο βάραγε και μια μπαταριά στον αέρα, προσπαθώντας να με εκφοβίσει, εις μάτην, παρ’ όλα αυτά, και πάλι. «Σύντομα, όμως», σκεφτόμουν, «θα σταματήσει να πυροβολάει στον αέρα και θα αρχίσει να σημαδεύει εμένα». Τι ήταν να το σκεφτώ; Δύο σφαίρες πέρασαν τόσο ξυστά πλάι από τα δύο μάγουλα μου, που μου έκαναν κόντρα ξούρισμα άψογο. Τα πράγματα σοβάρευαν και εκείνοι κέρδιζαν διαρκώς έδαφος απέναντί μου, πανάθεμά τους! Ένα θεοσκότεινο στενάκι πρόβαλε ξαφνικά, και σε μια στροφή του δρόμου, στα αριστερά μου, και, πριν προλάβω να το σκεφτώ, έστριψα εκεί μέσα. Ήταν αδιέξοδο! Πάνω στην στιγμή της ύστατης απελπισίας μου κι ενώ κοίταζα πανικόβλητος δεξιά αριστερά αναζητώντας μια δίοδο φυγής, μια πόρτα μισάνοιξε από κάπου κι ένα χέρι με άρπαξε και με τράβηξε με αποφασιστικότητα στο εσωτερικό ενός σπιτιού. Βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με δύο μεγάλα μαύρα αμυγδαλωτά μάτια, που με κοίταζαν πίσω από μια μαντήλα χρώματος πορτοκαλί. «Το πρόσωπο που κρύβεται πίσω από τη μαντήλα πρέπει να είναι σπάνιας ομορφιάς», ήταν η πρώτη σκέψη που έκανε το ανδρικό μου μυαλό, παρ’ όλο τον πανικό και τη σύγχυση του. Καθώς είχα μείνει στήλη άλατος, όντας μαγεμένος από τις δύο λίμνες μαύρης λάβας μέσα στις οποίες έβλεπα να καθρεφτίζεται το είδωλο μου, την είδα να φέρνει το δάχτυλο της στο στόμα της, προστάζοντας με να παραμείνω σιωπηλός. Από έξω άκουγα τις αγανακτισμένες φωνές των διωκτών, οι οποίοι απορούσαν για την ανεξήγητη εξαφάνιση μου. Η σωτήρας μου άρπαξε ένα αναμμένο κερί από ένα τραπέζι δίπλα της (ήταν ο μόνος φωτισμός του χώρου) και μου ένευσε να την ακολουθήσω στο εσωτερικό του σπιτιού. Ακολουθήσαμε έναν διάδρομο και μπήκαμε σε ένα δωμάτιο, εντελώς γυμνό από επίπλωση, όπου το μόνο που υπήρχε ήταν μια στενή στριφογυριστή σκάλα στο κέντρο του, ακριβώς. Χωρίς να χάσουμε χρόνο, αρχίσαμε να κατεβαίνουμε τη σκάλα για, απροσδιόριστα πολλή, ώρα. Εκείνη πήγαινε μπροστά με το κερί ανά χείρας, το οποίο έλιωνε γοργά. Πάνω που ήμουν σχεδόν βέβαιος ότι σύντομα θα φτάναμε στον πυρήνα της Γης, η σκάλα, απότομα, σταμάτησε. Στο φως του μισολιωμένου κεριού, διέκρινα μια πόρτα, από τις χαραμάδες της οποίας έβγαινε φως, ενώ και ο απόηχος μουσικής και χαρούμενων φωνών έφτανε στα αυτιά μου. Εκείνη προχώρησε με σταθερό βήμα, και με εμένα πάντοτε στο κατόπι της, και άνοιξε την πόρτα. Το έντονο φως, που ξεχύθηκε από το χώρο στον οποίο μπαίναμε, με τύφλωσε προσωρινά, ενώ η χαρωπή μουσική, οι ιαχές των γλεντοκόπων και τα τσουγκρίσματα των ποτηριών, πλημμύρισαν τα αυτιά μου. Όταν τα μάτια μου προσαρμόστηκαν στο φως, διαπίστωσα πως βρισκόμουν σε μια αίθουσα αχανούς εκτάσεως. Πήγαινε ως εκεί που έφτανε το μάτι μου και δεν είχε ορατό τέλος. Κόσμος πολύς καθόταν στα αμέτρητα τραπέζια που υπήρχαν στο χώρο και γελούσε, έπινε και τραγουδούσε. Η συνοδός μου φύσηξε το κερί για να σβήσει, το ακούμπησε σε ένα τραπέζι κάπου δίπλα και έκλεισε την πόρτα πίσω της. Ενώ εγώ παρακολουθούσα όσα διαδραματίζονταν γύρω μας, με ένα κάπως ηλίθιο χαμόγελο στο πρόσωπό μου, εκείνη γύρισε προς το μέρος μου, μου τσίμπησε τα μάγουλα και με τράβηξε με το ζόρι στο βάθος της αίθουσας. Κάπου, σε ένα τραπέζι, υπήρχαν δύο θέσεις κενές και εκεί με κάθισε. Με κοίταξε στα μάτια για κάποια ώρα και ύστερα, με μια αστραπιαία κίνηση, έβγαλε τη μαντήλα της. Το σαγόνι μου έφτασε στο πάτωμα. Όταν τελικά συνήλθα, και αισθάνθηκα ότι ήμουν σε θέση να αρθρώσω δυο λέξεις, της ψέλλισα:

«Αϊσέ…!!! Μα, εσύ, δεν…. δεν είναι δυνατόν!»

«Δεν είμαι η Αϊσέ. Είμαι η δίδυμη αδελφή της, η Καραπιπερίμ. Ο Ιμπραήμ Χαρούν είναι νεκρός;»

«Δίδυμη αδελφή;;; Δεν γνώριζα… μα πώς ήξερες…»

«Ο Ιμπραήμ Χαρούν είναι νεκρός;», επέμεινε.

«Ε… ναι βέβαια, εγώ ο ίδιος τον στραγγάλισα, απόψε. Αλλά….»

«Όχι άλλες ερωτήσεις για τώρα. Έλα να χορέψουμε!»

Πριν προλάβω να καταλάβω τι είχε συμβεί, είχαμε σηκωθεί από τις θέσεις μας, βρισκόμασταν σε μια αυτοσχέδια πίστα χορού και χορεύαμε. Το κορμί της λικνιζόταν με περίσσιο αισθησιασμό δίπλα στο δικό μου που ακόμα προσπαθούσε να συνέλθει από τα πολλαπλά σοκ. Σύντομα, βέβαια, είχα ξεχάσει και σοκ, και Αϊσέ και Ιμπραήμ Χαρούν και τα πάντα. Η Καραπιπερίμ και ο χορός της φρόντιζαν για αυτό. Ήταν ώρα για εμένα να χαλαρώσω και να αφεθώ, το χρώσταγα στον εαυτό μου μετά την τόσο επεισοδιακή ημέρα που μόλις είχε προηγηθεί…

… Ξύπνησα δίπλα της. Εκείνη είχε ήδη ξυπνήσει και στηρίζοντας το κεφάλι της στο χέρι της με κοίταζε με τους δύο μεγάλους μαύρους μαγνήτες, που ήταν τα μάτια της. Τεντώθηκα, γύρισα λίγο προς το μέρος της και την χάιδεψα στο πρόσωπο. Εκείνη έκλεισε τα μάτια της και χαμογέλασε ικανοποιημένη. Το ύφος της, εκείνη τη στιγμή, μου θύμισε έντονα καλομαθημένη, χαδιάρα γατούλα. Το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας ήταν ανοιχτό και το αεράκι που φυσούσε έφερνε μέσα στο δωμάτιο τους ήχους από ένα γνωστό, και μη εξαιρετέο, τραγούδι, που κάποιο γραμμόφωνο έπαιζε, κάπου: «Μες στης Πόλης τα στενά…»

http://www.youtube.com/watch?v=AbX3KOAhyK8

157. Γράμμα σ’ έναν ποιητή

Σύνθεση: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Ακροβάτης

1989

Έχοντας τα χέρια μου ακουμπισμένα στην κουπαστή, κοίταζα τα φώτα του Σάντο Ντομίνγκο, που όλο μίκραιναν, καθώς το «Κάπτεν Ζίροου» απομακρυνόταν από το μεγάλο λιμάνι της Ισπανιόλας. Πίσω μου, ο Ρεντ Σκόλτζερ ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα στο κατάστρωμα και κρατούσε ένα μπουκάλι ρούμι, από το οποίο κάθε τόσο έπινε και λίγο. Ο Μπέρνι είχε όρεξη για παιχνίδια, κούναγε αδιάκοπα την ουρά του και τον έγλειφε στο πρόσωπο, αλλά ο Ρεντ τον αγνοούσε εντελώς. Δεν είχαν περάσει παρά λίγες ώρες από τη στιγμή που ανακοίνωνα στον Ρεντ, στην θρυλική ταβέρνα «Ελ Πόγιο ντελ Ντιάμπλο», την απόφαση μου να εγκαταλείψω την «ενεργό δράση», με το που θα πιάναμε στο Σαν Χουάν. Θα πήγαινα να ζήσω με τη Μαργκερίτα, την αρραβωνιαστικιά μου και κόρη του αντικυβερνήτη του Σαν Χουάν, σε μια έκταση γης που κατείχα, λίγο έξω από την πόλη, του είχα πει. Δεν αποπειράθηκα να του δικαιολογήσω την απόφαση μου ή κάτι τέτοιο, απλά του το ανακοίνωσα. Έκτοτε δεν είχαμε ανταλλάξει κουβέντα. Ορφανός από μητέρα και από πατέρα και με ένα μάτι λιγότερο (δεν έμαθα ποτέ πως το έχασε, είναι, ίσως, η μόνη ιστορία από τη ζωή του που δεν ήθελε να μου αφηγηθεί), ο Ρεντ Σκόλτζερ ήταν ο πιο σκληροτράχηλος ναυτικός που είχα γνωρίσει στη ζωή μου. Οι δυο μας ήμασταν κάτι παραπάνω από αδέλφια. Αυτά που είχαμε περάσει μαζί τα τελευταία 15 χρόνια στα νερά της Καραϊβικής θα γέμιζαν άνετα μια εγκυκλοπαίδεια. Μου είχε σώσει δύο φορές τη ζωή και του την είχα σώσει μία, αλλά είχαμε αποπειραθεί και να σφάξουμε ο ένας τον άλλο, πολλάκις. Πειρατεία, νόμιμο εμπόριο και λαθρεμπόριο, ναυμαχίες, ξιφομαχίες, καυγάδες, γυναίκες, μεθύσια, μαστουρώματα, πλιάτσικα, ό, τι μπορεί να φανταστεί κανείς, το είχαμε κάνει μαζί. Και, τώρα, η κοινή μας πορεία, έτσι απλά, θα τελείωνε. Τον καταλάβαινα, φυσικά, αλλά, αλήθεια… τι περίμενε; Τα σημάδια στον ορίζοντα υπήρχαν, δεν μπορεί να μην τα είχε δει, απλά επέλεγε να τα αγνοήσει… Κάποια στιγμή, τον ένιωσα να σηκώνεται. Άκουγα τα σανίδια του καταστρώματος να τρίζουν κάτω από τα βήματα του, καθώς με πλησίαζε. Ήρθε δίπλα μου, με χάιδεψε στο κεφάλι και μου έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο. Ξαφνιάστηκα και γύρισα να τον κοιτάξω. Εκείνος, με αργές και αποφασιστικές κινήσεις, ανέβηκε στην κουπαστή και, πριν προλάβω να αντιδράσω, βούτηξε στη θάλασσα. Ο Μπέρνι ήρθε γαβγίζοντας σαν τρελός και έβαλε τα δυο μπροστινά πόδια του στην κουπαστή κοιτάζοντας τον κύριο του που χανόταν στα αφρισμένα νερά και ανήμπορος να τον βοηθήσει. Κι εγώ, όμως, είχα πετρώσει κι ήμουν ανήμπορος να κάνω το οτιδήποτε. Ήξερα, ωστόσο, ότι, πέρα από το ότι δεν μπορούσα να τον σώσω, και εκείνος δεν θα το ήθελε. Είχε πάρει την απόφασή του και έπρεπε να την σεβαστώ. Ένα χέρι φάνηκε για λίγο, μέσα από το νερό. Ο Ρεντ μας αποχαιρετούσε. Γύρισα από την άλλη πλευρά, κάθισα με αργές κινήσεις κάτω, ύψωσα το κεφάλι μου προς τον ουρανό και άφησα τα δάκρυά μου να κυλήσουν στο πρόσωπό μου…

http://www.youtube.com/watch?v=NxN96eq692I

156. Στην Κ.

Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα

Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος

Άλμπουμ: Φλου

1978

Προφανώς, δεν ανακαλύπτω τον τροχό αν πω ότι η κύρια (ή, άντε, μια από τις κύριες) πηγή έμπνευσης ενός άντρα καλλιτέχνη είναι μια γυναίκα (και ανάποδα, φυσικά, αλλά μια και μιλάμε για άντρα στην προκειμένη περίπτωση…). Όμως, τα έργα τέχνης (εντός ή εκτός εισαγωγικών), στα οποία αποκρυσταλλώνεται η έμπνευση του καλλιτέχνη, είναι τόσα (σε ποσότητα) και τόσο διαφορετικά (σε ποιότητα), όσες και όσο διαφορετικές είναι, αντίστοιχα, οι μούσες-πηγές της αρχικής έμπνευσης. Και ας μην μιλήσουμε για την σημασία της ιδιοσυγκρασίας του κάθε καλλιτέχνη, καθώς και της ψυχολογικής φάσης της οποίας διέρχεται τη δεδομένη χρονική περίοδο της δημιουργίας. Με τα παραπάνω θέλω να επιχειρηματολογήσω ως προς το ότι πάντοτε θα βγαίνουν ενδιαφέροντα και ξεχωριστά τραγούδια για τον έρωτα και για την αγάπη, όσο τετριμμένο κι αν φαντάζει το συγκεκριμένο θέμα. Και η «Κ.» είναι ένα τραγούδι, το οποίο επιβεβαιώνει τα προλεχθέντα. Πρόκειται για ένα σπάνιο και ιδιαίτερο ερωτικό κομμάτι, με μερικές ευπρόσδεκτες πινελιές σουρεαλισμού, από αυτά που εν Ελλάδι δεν τα λες ότι μας περισσεύουν κιόλας…

http://www.youtube.com/watch?v=XxBO_yeHdmY

155. Ψέματα

Σύνθεση: Νίκος Πορτοκάλογλου

Ερμηνεία: Φατμέ

Στίχος: Νίκος Πορτοκάλογλου

Άλμπουμ: Ψέματα

1983

Είναι τοις πάσι γνωστό (μου αρέσει τόσο πολύ να χρησιμοποιώ στα γραπτά μου φράσεις-κλισέ από τα εκθεσιολόγια των Πανελληνίων. Παρεμπιπτόντως, η αγαπημένη μου φράση, από αυτά τα εκτρωματικά βιβλία και βοηθήματα ήταν: «Στο λυκαυγές του 21ουαιώνα»! Ε; ε; ε; Μπρρρρ…), είναι τοις πάσι γνωστό, λοιπόν, ότι το πρώτο στάδιο από το οποίο περνάει ένας άνθρωπος μετά από ένα δύσκολο χωρισμό, είναι εκείνο του σοκ και της άρνησης. Enter «Ψέματα» και «Νίκος Πορτοκάλογλου». Πόσο καλύτερα, αμεσότερα και απλούστερα θα μπορούσε να περιγράψει / απεικονίσει / αποτυπώσει ένα τραγούδι τα συναισθήματα που γεννά η απόγνωση και η αδυναμία αποδοχής της νέας κατάστασης, η οποία ανακύπτει αμέσως μετά το επώδυνο αυτό γεγονός; Όχι πολύ, φίλοι μου…

http://www.youtube.com/watch?v=-80WpV16pn4

154. Φοβάμαι

Σύνθεση: Γιάννης Ζουγανέλης

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Αντώνης Πανταζής

Άλμπουμ: Φοβάμαι

1982

Από τη μία, έχω κάθε λόγο να φοβάμαι όλα αυτά που θα γίνουν για εμένα χωρίς εμένα. Από την άλλη, όμως, εφόσον δεν μπορώ να τα επηρεάσω, γιατί να χαλάω τη ζαχαρένια μου; Μήπως να επικεντρωθώ σε αυτά τα οποία εξαρτώνται από εμένα και τα άλλα να τα αφήσω να εξελιχθούν όπως είναι να εξελιχθούν αφού, ούτως ή άλλως, ακόμα κι αν προσπαθήσω να τα ελέγξω, θα είναι μάταιος κόπος; Πώς, όμως, μπορώ να είμαι σίγουρος για το τι πραγματικά εξαρτάται από εμένα και τι όχι; Φυσικά, δεν έχω απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, τουλάχιστον όχι εύκολη και απλή. Πάντως, θα πω ότι κακό δεν είναι, καμιά φορά, να ξενοιάζεις, να αφήνεσαι, ακόμα και να παραδίνεσαι, στο τυχαίο, στο απρόβλεπτο και στο μη ελεγχόμενο. Άσε που, πολλές φορές, δεν έχεις κι επιλογή. There is no guidance when random rules, που έλεγαν και οι «Ασημένιοι Εβραίοι» (Silver Jews, συγκροτηματάρα των 90s). Και μια επισήμανση ακόμα για το «Φοβάμαι»: Πρόκειται, αναμφίβολα, για ένα τραγούδι της εποχής του, της εποχής που η τρομολαγνεία και τρομοϋστερία άρχισε να μεταδίδεται, σαν αρρώστια, στο σώμα της ανθρωπότητας. Και σήμερα, 30 περίπου χρόνια μετά, έχουμε φτάσει όπου έχουμε φτάσει. Και το «καλύτερο»; Απ’ ότι φαίνεται, έχουμε μπροστά μας, ακόμη, πεδίο δόξης λαμπρόν…

http://www.youtube.com/watch?v=carV2qTXC58

153. Ο δρόμος

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Μάνος Λοΐζος

Στίχος: Κωστούλα Μητροπούλου

Άλμπουμ: Τα τραγούδια του δρόμου

1974

Πρόκειται, κατά τη γνώμη μου, για το τραγούδι που αποπνέει τη μεγαλύτερη αθωότητα και που σε κάνει να αισθάνεσαι την αυθεντικότερη συγκίνηση, σε σχέση με όλα εκείνα τα άλλα τραγούδια που εκτελούσαμε (εν ψυχρώ, και από 2 μέτρα απόσταση), με τα παραδοσιακά φάλτσα και την αναπόφευκτη βαρεμάρα, σε εκείνες τις σχολικές γιορτές της επετείου της 17ης Νοέμβρη (όχι της οργάνωσης του Κουφοντίνα, της ημερομηνίας-σύμβολο της εξέγερσης των φοιτητών επί δικτατορίας). Όχι ότι δεν υπήρχαν και άλλα αξιόλογα άσματα (π.χ. το «Ακορντεόν», που είναι, επίσης, του Λοΐζου). Αλλά, η αλήθεια είναι ότι ο «Δρόμος» έχει ένα ξεχωριστό, έντονα ανθρωπιστικό, στοιχείο, το οποίο θεωρώ ότι τον κάνει να υπερέχει έναντι όλων των άλλων τραγουδιών της συνομοταξίας του και του επιτρέπει να ξεφεύγει από το συγκεκριμένο πλαίσιο στο οποίο συνήθως εντάσσεται (αντίσταση κατά της Χούντας-Πολυτεχνείο), και να αποκτά μια πιο οικουμενική και διαχρονική διάσταση.

http://www.youtube.com/watch?v=_xnFzF4ntfI

152. Ανθρωπάκι

Σύνθεση: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Δημήτρης Βασαλάκης

Άλμπουμ: Φευγάτο ταξίδι

1993

Έχω μια μεγάλη αποκάλυψη να κάνω: Ο παλιότερος μου φίλος, τον οποίο έχω από τότε, σχεδόν, που θυμάμαι τον εαυτό μου, είναι ένα μικρό ανθρωπάκι. Είναι πάντα εκεί για μένα, να κουβεντιάσει μαζί μου, να παίξει μαζί μου, να μοιραστεί τις χαρές και τις λύπες μου. Είναι ο ψυχαναλυτής μου, κάθεται με υπομονή και με ακούει να του ανοίγω τα σώψυχα μου και να του αποκαλύπτω τα πάντα. Το εννοώ όταν λέω: «τα πάντα». Είναι πιστός σύντροφος. Δεν μιλάει πολύ (για την ακρίβεια δεν μιλάει καθόλου), αλλά δεν χρειάζεται, η παρουσία του μου αρκεί και είναι ένα βάλσαμο για εμένα. Έτσι, έστω κι αν το συγκεκριμένο τραγουδάκι δεν συνδέεται, παρά μόνο λίγο και έμμεσα, με το αγαπημένο μου ανθρωπάκι, εγώ δεν έχω άλλη επιλογή παρά να του το αφιερώσω.

http://www.youtube.com/watch?v=lc0fPSmWR20

151. Αυτόν τον κόσμο τον καλό

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Στίχος: Βασίλης Ανδρεόπουλος

Άλμπουμ: Διόνυσε καλοκαίρι μας

1972

Ο ιστός του κόσμου υπάρχει μέσα σου,

Όταν ράβεις- ξηλώνεις απέξω,

Ράβεις-ξηλώνεις κι από μέσα…

Όλα στο Σύμπαν εσύ τα κινείς,

Διαστολή-συστολή, μεγέθυνση-σμίκρυνση, ζωή-θάνατος,

Δουλειά δεν θα σου λείψει ποτέ…

Εσύ είσαι το δώρο που ο κόσμος έκανε στον εαυτό του,

Σκίσε το περιτύλιγμα, μη φοβάσαι το περιεχόμενο,

Είσαι όντως εσύ….

Άλλοι έφυγαν, άλλοι είναι εδώ, άλλοι θα έρθουν,

Αλλά εσύ θα γυρίσεις στην εστία σου όταν ολοκληρώσεις το ταξίδι σου,

Τότε και μόνο τότε…

http://www.youtube.com/watch?v=UN1s0UInByE

 

150. Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Κωνσταντίνος Καβάφης

Άλμπουμ: Τετραλογία

1975

Θα συμφωνήσετε, φαντάζομαι, ότι το να προσπαθήσεις να μελοποιήσεις τον Καβάφη δεν είναι και ό,τι πιο εύκολο. Ο Δήμος Μούτσης το τόλμησε, έβαλε τα δυνατά του στην «Τετραλογία» (όπου μελοποίησε τα έργα 4 ποιητών: Καβάφη, Καρυωτάκη, Σεφέρη και Ρίτσου), πειραματίστηκε σε βαθμό πρωτοφανή για τον ίδιο (βασίστηκε σε μοτίβα ηλεκτρονικής μουσικής, χρησιμοποιώντας συνθεσάιζερ στην ενορχήστρωση) και το αποτέλεσμα είναι σίγουρα αρκετά ενδιαφέρον και πρωτότυπο, ειδικά για την εποχή που κυκλοφόρησε ο δίσκος. Η όλη ενορχήστρωση του «Απολείπειν» έχει στοιχεία, τα οποία, αφενός, συμβάλλουν στο να μεταδοθεί μια αίσθηση μεγαλοπρέπειας (για ολόκληρο Αντώνιο μιλάμε, μην ξεχνιέστε, με Αλεξάνδρειες, με τις σχέσεις του με Κλεοπάτρες, και δεν συμμαζεύεται) και, αφετέρου, στο να είναι διαρκώς παρούσα εκείνη η αδιόρατη, αλλά τόσο χαρακτηριστική και σήμα κατατεθέν του μεγάλου ποιητή, Καβαφική ειρωνεία. Kudos στον Δήμο, λοιπόν, για την προσπάθεια του και την ξεχωριστή μουσική του πρόταση, και κρίμα που αυτός ο δίσκος δεν απήλαυσε την επιτυχία που, νομίζω, θα του άρμοζε.

http://www.youtube.com/watch?v=MFGls07miEI&feature=related

149. Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι

Σύνθεση: Απόστολος Καλδάρας

Ερμηνεία: Στέλλα Χασκίλ

Στίχος: Απόστολος Καλδάρας

1947

Είναι το πρώτο τραγούδι στην καριέρα (εντελώς παράταιρη λέξη για έναν ρεμπέτη, έτσι δεν είναι;) του Απόστολου Καλδάρα, γραμμένο και ηχογραφημένο σε μια εξαιρετικά ευαίσθητη και δύσκολη εποχή για την Ελλάδα και με ένα «απαγορευμένο», τότε, θέμα (γι’ αυτό και ο Καλδάρας αυτολογοκρίθηκε στο στίχο: το τραγούδι ουσιαστικά μιλάει για έναν πολιτικό κρατούμενο που είναι φυλακισμένος στο Γεντί Κουλέ). Από το 1947 έχουν περάσει, βέβαια, πολλά χρόνια και έχουν συμβεί πάρα πάρα πολλά και διάφορα, ωστόσο το συγκεκριμένο ζεϊμπέκικο παραμένει διαχρονικό και πάντα συγκινεί και ξυπνάει έντονα συναισθήματα σε όσους το ακούνε. Ίσως ο λόγος γι’ αυτό να είναι ότι έχει εγγραφεί στο συλλογικό ασυνείδητο της μεταπολεμικής Ελλάδας, με το συμβολισμό του μιας άλλης, ταραγμένης εποχής, με διαφορετικές βασικές κοινωνικές παραδοχές και παραμέτρους, αλλά και διαφορετικές προσδοκίες. Ή ίσως, απλά, ο λόγος να είναι ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό, all-time classic (άτιμη Αρβανιτιά!), ρεμπέτικο τραγούδι.

http://www.youtube.com/watch?v=mldi3_rwAM0

148. Η φάμπρικα

Σύνθεση: Γιάννης Μαρκόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Χαλκιάς

Στίχος: Γιώργος Σκούρτης

Άλμπουμ: Μετανάστες

1974

Η μετανάστευση ήταν ένας από τους παράγοντες που έπαιξαν κεντρικό και καταλυτικό ρόλο  στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των Ελλήνων και της Ελλάδας, στον 20ο αιώνα. Υπήρξαν, φυσικά, διάφορα είδη μετανάστευσης: εσωτερική, εξωτερική, προσφυγιά. Το ζήτημα της εξωτερικής μετανάστευσης, όμως, που είναι και στο επίκεντρο του συγκεκριμένου τραγουδιού, είναι το πιο έντονα φορτισμένο και αυτό, του οποίου το νόημα και οι επιπτώσεις είναι πράγματα που μπορούν  να γίνουν, έστω και λίγο, αντιληπτά από τον καθένα μας. Ποιός από εμάς δεν είχε, ή δεν έχει, έστω κι ένα συγγενή μετανάστη, πρώτης ή δεύτερης γενιάς, σε Αμερική, Γερμανία, Αυστραλία ή κάποια άλλη χώρα; Ποιός από εμάς, συνεπώς, δεν μπορεί να συναισθανθεί, έστω κι αν δεν το έχει βιώσει από πρώτο χέρι, τι σημαίνει αναγκαστικός ξεριζωμός, για λόγους βιοπορισμού, από την πατρίδα και τι σημαίνει εργασία υπό πολύ σκληρές συνθήκες και με αβέβαιη ανταμοιβή; Επομένως, δεν είναι να απορούμε για το ότι η «Φάμπρικα» μας συγκινεί, κάθε φορά που την ακούμε: ερεθίζει κάποιες πολύ ευαίσθητες χορδές, που υπάρχουν βαθιά μέσα μας, τόσο σε ατομικό όσο και, κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο, και μας υπενθυμίζει κάτι, το οποίο στα χρόνια της, σε μεγάλο βαθμό, επίπλαστης ευμάρειας, σχεδόν το ξεχάσαμε. Μας υπευνθυμίζει πως τίποτε δεν πρέπει να θεωρείται ως δεδομένο και πως η επιστροφή στο σημείο μηδέν είναι κάποιες φορές, δυστυχώς, μονόδρομος.

http://www.youtube.com/watch?v=OHwdMvBI-mM&feature=fvwrel

147. Ξύπνα! Φτάσαμε

Σύνθεση: Γιώργος Δημητριάδης

Ερμηνεία: Γιώργος Δημητριάδης & Μικροί Ήρωες

Στίχος: Γιώργος Δημητριάδης & Σταμάτης Πανταζόπουλος

Άλμπουμ: Ξύπνα! Φτάσαμε

2000

Οδηγώ στην Εθνική χαράματα. Επιστρέφουμε στην πόλη μας μετά από ολοήμερη (και ολονύχτια) εκδρομή. Δεν έχω κοιμηθεί καθόλου εδώ και 24 ώρες, αλλά έχω εκείνη τη σπάνια διαύγεια και εγρήγορση που σου σου προξενεί πολλές φορές η αϋπνία. Εσύ είσαι στη θέση του συνοδηγού, φοράς μαύρα γυαλιά, είσαι κουλουριασμένη και κοιμάσαι. Σου ρίχνω πλάγιες ματιές κάθε τόσο. Είσαι τόσο όμορφη, αλλά φαίνεσαι και τόσο εύθραυστη, που μου έρχεται να βάλω τα κλάματα. Κάποια στιγμή μισοξυπνάς και βγάζεις έναν μικρό αναστεναγμό. Σκύβω προς το μέρος σου, σου δίνω ένα φιλάκι στο μάγουλο και σου χαϊδεύω τα μαλλιά, τα οποία ξανθαίνουν από τον ήλιο που έχει αρχίσει την ανοδική του πορεία στον ουρανό της Αττικής. Γυρνάς το κεφάλι σου προς την μεριά μου και αποκοιμιέσαι εκ νέου. Ζω την υπέρτατη ευτυχία, αλλά ξέρω ότι δε θα κρατήσει πολύ και αυτό μου σκιάζει κάπως την ψυχή, αν και προσπαθώ να διώξω αυτό το συναίσθημα. Όταν τελικά φτάνουμε σπίτι σου και σε ξυπνάω, εσύ τεντώνεσαι και με παίρνεις αγκαλιά. Κόσμοι γεννιούνται και κόσμοι πεθαίνουν στον αφρό του Σύμπαντος, όσην ώρα κρατάμε ο ένας τον άλλο. Εμείς επιπλέουμε πάνω από όλον αυτόν τον χαμό, στον δικό μας κόσμο, επιβάτες σε ένα αόρατο αερόστατο, το οποίο, όμως, καίει το καύσιμο του έρωτά μας. Αποχαιρετιόμαστε τελικά, με μεγάλη απροθυμία. Σε κοιτάω να μπαίνεις στην πολυκατοικία σου και όταν έχεις χαθεί από το οπτικό μου πεδίο, κάνω να βάλω μπρος τη μηχανή. Αντικρίζω μια γκρίζα γάτα που έχει θρονιαστεί στο καπό του αυτοκινήτου και με κοιτάει με ύφος, μάλλον, αδιάφορο…

http://www.youtube.com/watch?v=7BXtXLO0mnI

146. Γυριστρούλα

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Παπαδόπουλος

Στίχος: Λάκης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Πρόβα

1986

Η εισαγωγή σε βάζει στο κλίμα και μετά, απλώς, ακολουθείς το ρυθμό και αφήνεσαι στη μελωδία… Γέμισε ο τόπος από Γυριστρούλες, ρε γαμώτο, αλλά τι να κάνουμε που είμαστε τεράστιοι, ανυπέρβλητοι μαζόχες και μας έλκουν όπως τον ηρωινομανή τα φιξάκια του. Αλλά, εδώ που τα λέμε, οι Γυριστρούλες δίνουν ένα άλλο.. χρώμα στη ζωή μας, φέρνουν ένα twist, αν προτιμάτε (για να το κάνω και το λογοπαιγνιάκι μου). Και, φυσικά, το γνωρίζουν πολύ καλά, ουδεμία αμφιβολία μην τρέφετε επί τούτου. Οπότε, από Γυριστρούλες δεν πρόκειται να έχουμε έλλειμμα ποτέ. Ταλαιπωρήστε μας άφοβα Γυριστρούλες του κόσμου τούτου, δεν έχετε να φοβάστε τίποτα, πάντοτε θα παίζετε εκ του ασφαλούς, στην έδρα σας και με διαιτησία «πιασμένη».

http://www.youtube.com/watch?v=TPFk9iYzk9Y

145. Ρόζα Ροζαλία

Σύνθεση: Λένα Πλάτωνος

Ερμηνεία: Λένα Πλάτωνος

Στίχος: Μαριανίνα Κριεζή

Άλμπουμ: Εδώ Λιλιπούπολη

1980

Υπέροχα αλλόκοσμο και αλλόκοσμα υπέροχο τραγουδάκι… Μια γενιά (ή, για να ακριβολογούμε, ένα κομμάτι μιας γενιάς) μεγάλωσε με Λιλιπούπολη και Τρίτο Πρόγραμμα, όταν ο Χατζιδακις βρισκόταν στο τιμόνι του. Αν και, γενικά, δεν συγκαταλέγομαι στους πολύ μεγάλους της φαν, οφείλω να παραδεχτώ ότι η Λιλιπούπολη στάθηκε μια όαση ποιότητας και διαφορετικότητας, την εποχή, ακριβώς, κατά την οποία η πολιτισμική κατακρήμνιση και ισοπέδωση και η επέλαση της υποκουλτούρας είχαν αρχίσει να σαρώνουν την Ελλάδα (και όλοι όσοι διαθέτουν μια στάλα νου και δυο δράμια αισθητικής, ξέρουν σε ποιο σημείο έχουμε φτάσει σήμερα στο θέμα αυτό). Επίσης, θεωρώ ότι η Λιλιπούπολη είναι ένας πολύ σημαντικός δίσκος, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε πως υπήρξε το εφαλτήριο της αιρετικής και συναρπαστικής καριέρας της πρωθιέρειας της ελληνικής ηλεκτρονικής μουσικής, της Λένας Πλάτωνος.

http://www.youtube.com/watch?v=uptveCObx0Q

144. Γεια σου χαρά σου Βενετιά

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Νίκος Ξυλούρης

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Συλλογή

1974

Σεβασμός και υπόκλιση στον Ξυλούρη. Μόνος του παίρνει από το χεράκι το τραγούδι αυτό και το ανεβάζει στην 144η θέση της λίστας. Τέτοιοι χρωματισμοί και κυματισμοί στη φωνή, τέτοιο συναίσθημα… Νιώθεις, όντως, σαν να έχεις επιβιβαστεί σε ένα παπόρι (παπόρι ρε, τι πλοίο και καράβι και φλωριές!), μετά από πολυετή παραμονή στην ξενιτιά, για να επιστρέψεις στην πατρίδα. Νιώθεις, βρε παιδί μου, αυτή τη λαχτάρα, την γλυκιά προσμονή του homecoming. Το τραγούδι αυτό πετυχαίνει διάνα στο να κεντρίσει και να εκφράσει, με απλό και όμορφο τρόπο, το συλλογικό αρχέτυπο του νόστου, που από την εποχή της Οδύσσειας έως σήμερα είναι ένα από τα αναπόσπαστα στοιχεία της ιδιαίτερης ταυτότητας των ανθρώπων (θα έλεγα του ελληνικού DNA, αλλά έχει αποκτήσει αρνητική χροιά αυτή η έκφραση, πλέον), που έζησαν και δημιούργησαν σε αυτόν τον τόπο.

http://www.youtube.com/watch?v=7og0wA_PlUY

143. Μη χτυπάς

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Μάνος Ελευθερίου

Άλμπουμ: Η πόλη μας

1970

Στο καλύτερο από τα λαϊκά τραγούδια του Λουκιανού, η έκκληση του Μητσιά ακούγεται σαν φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Αν είσαι, όμως, κολλημένος με το «πρόσωπο», θα χτυπάς και θα ξαναχτυπάς και θα ξαναχτυπάς, ώσπου να μελανιάσει το χέρι σου και να το πάρεις, τελικά, απόφαση ή ώσπου να εμφανιστεί κάποιο άλλο «πρόσωπο». Σπανιότατα, πάντως, ένας χωρισμός θα γίνει κοινή συναινέσει και χωρίς ο ένας εκ των χωρισθέντων να χτυπάει μετά το τέλος της σχέσης την πόρτα του άλλου προσπαθώντας να τον ξανακερδίσει. Τα είχε πει και ο «καταραμένος» Αρθούρος Ρεμπώ (το παραφράζω λίγο): «Σε κάθε ερωτική σχέση, ανεξαιρέτως, υπάρχει ένας εξουσιαστής, που έχει εκ των πραγμάτων το πάνω χέρι στη σχέση, και ένας εξουσιαζόμενος». Φυσικά, αν και όταν επιτυγχάνεται ισορροπία, η σχέση θα λειτουργήσει, αλλά νομίζω ότι, ακόμα και τότε, ακόμα και μετά από χρόνια, η πλάστιγγα πάντα θα γέρνει, έστω κι ανεπαίσθητα, προς την μία ή την άλλη πλευρά. Λίγο ακραία η θέση μου, λέτε; Είναι ακραία όντως, όμως, ή μήπως είναι μια  (κλοπιράιτ: Αλ Γκορ) άβολη αλήθεια;

http://www.youtube.com/watch?v=BqzY4m0ZV_I

142. Ζήτα μου ό,τι θες

Σύνθεση: Χάρις Αλεξίου

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Χάρις Αλεξίου

Άλμπουμ: Δικαίωμα

1987

Είναι κάπως παράδοξο, αλλά το να αφήνεσαι και να δίνεσαι στον άλλον άνευ όρων και άνευ προϋποθέσεων, εμπεριέχει μια σπάνια, αν και σύντομη, αίσθηση ελευθερίας. Κάποιες φορές, πάντως, είναι, απλά, εντελώς μάταιο να αντισταθείς, όλοι το γνωρίζουμε αυτό εμπειρικά. Έστω κι αν ο τοίχος είναι μπροστά μας, έστω κι τον βλέπουμε να πλησιάζει με ιλιγγιώδη ταχύτητα και είμαστε βέβαιοι ότι η πρόσκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οδυνηρή, εμείς δεν στρίβουμε το τιμόνι, απλά σανιδώνουμε το γκάζι. Γιατί; Μάλλον γιατί είμαστε άνθρωποι και όχι υπολογιστές ή ρομπότ.

http://www.youtube.com/watch?v=gO0_3fybQOk&feature=related

141. Ο Μάρκος υπουργός (Όσοι γινούν πρωθυπουργοί)

Σύνθεση: Μάρκος Βαμβακάρης

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης

Στίχος: Μάρκος Βαμβακάρης

1936

Ο Μάρκος Βαμβακάρης είναι, έτσι απλά, ο μεγαλύτερας Έλληνας ρεμπέτης τραγουδιστής όλων των εποχών. Ότι είναι ο Νουρέγιεφ για τον χορό, ο Μάρλον Μπράντο για την υποκριτική και ο Μάικλ Τζόρνταν για το μπάσκετ, είναι και ο Μάρκος για το ρεμπέτικο. Στο σαρκαστικό αυτό τραγούδι  προειδοποιεί, με το δικό του μοναδικό τρόπο, τι περιμένει όλους τους επίδοξους πρωθυπουργούς (είδατε, παρ’ όλα αυτά, κανέναν τους να πτοείται;) και εκφράζει ένα από τα αγαπημένα φετίχ του Νεοέλληνα: «Ας με έκαναν πρωθυπουργό εμένα για μια ημέρα και θα σου έλεγα εγώ πως θα άλλαζε αυτός ο τόπος!». Βέβαια, το να είσαι ισοπεδωτικός (εντάξει, εδώ ο Μάρκος το κάνει χιουμοριστικά και καθ’ υπερβολήν, δεν τον κατηγορώ) δεν είναι, συνήθως, η καλύτερη επιλογή. Χαρακτηριστικό (και συμπτωματικό;) είναι ότι την ίδια χρονιά που ηχογραφήθηκε το εν λόγω άσμα, επιβλήθηκε η δικτατορία του Μεταξά. Είμαι βέβαιος, πάντως, ότι αν ο Μάρκος είχε ανέλθει σε υπουργικό ή πρωθυπουργικό θώκο, μία (συμπτωματικά, πάλι!) από τις παλιές πολιτικές προτάσεις του σημερινού πρωθυπουργού μας (περί…αποποινικοποίησης κάποιων… ουσιών, αν δεν καταλάβατε σε τι αναφέρομαι) θα ήταν από τότε νόμος του κράτους.

http://www.youtube.com/watch?v=_XygHmTwWwk

140. Αδρεναλίνη

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Ξεσσαλονίκη

1993

Αναμνήσεις, πολλές αναμνήσεις: πρώιμης εφηβείας, πολλών και διαφόρων «ξυπνημάτων», αλλά και βασάνων, οργής κατά πάντων και, κυρίως, κατά του εαυτού σου, εποχής αθηναϊκής λειψυδρίας επί Μητσοτάκη (στους στίχους του τραγουδιού υπάρχει έμμεση αναφορά σε αυτό το γεγονός: «ώσπου να βρέξει, να δούμε ποιος θ’ αντέξει), σαλονικιώτικης μαγκιάς, σχολικών καβγάδων, συναυλιών με πολύ ξύλο, σκληρότητας, πολλών επίπλαστων και φαινομενικών αδιεξόδων και, ίσως, και λίγων πραγματικών. Έχεις αλλάξει πολύ από τότε αλλά τον κουβαλάς μέσα σου εκείνον τον εαυτό σου και τον αγαπάς τον σκασμένο, έστω κι αν κοκκινίζεις από ντροπή όταν θυμάσαι κάποια πράγματα που είχε πει και είχε κάνει. Η «Αδρεναλίνη» είναι μια από τις γέφυρες που σε συνδέουν με την εποχή εκείνη και η ύπαρξη τέτοιων γεφυρών σου είναι πολύ χρήσιμη, γιατί σε βοηθάει να ιχνογραφείς και να αναλύεις (αγαπημένο μου χόμπι) την εξέλιξη της ζωής σου στο χρόνο. ΥΓ: Για την ιστορία, φαίνεται πως εδώ έχουμε ένα κλόπιραιτ, καθώς η αρχική μελωδία του τραγουδιού εμφανίζεται σε ένα προγενέστερο της «Ξεσσαλονίκης» ντέμο των «Μωρών στη Φωτιά», που ήταν το προηγούμενο γκρουπ του Παυλίδη, πριν τα Ξύλινα Σπαθιά.

http://www.youtube.com/watch?v=G_3hcV8I9UQ

139. Η άμαξα μες στη βροχή

Σύνθεση: Απόστολος Χατζηχρήστος

Ερμηνεία: Απόστολος Χατζηχρήστος

Στίχος: Χαράλαμπος Βασιλειάδης

1946

…Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Η Λαίδη απομακρύνεται απροστάτευτη μες στην καταρρακτώδη βροχή, ενώ εγώ, κάτω από την ομπρέλα μου, ανάβω ένα τσιγάρο και, σαν υπνωτισμένος, την παρακολουθώ να χάνεται μέσα στην καταχνιά. Προτείνω στη Λαίδη να την συνοδεύσω μέχρι την έπαυλη της, αλλά εκείνη με ένα νεύμα και μια γκριμάτσα όλο αηδία (τόσο για εμένα όσο και για τον εαυτό της, νιώθω), αρνείται. Ανοίγω την ομπρέλα μου, κατεβαίνω από την άμαξα και προτείνω στη Λαίδη το χέρι μου για να την βοηθήσω να κατέβει, αλλά εκείνη με αγνοεί και με ένα σάλτο προσγειώνεται μέσα σε μια λιμνούλα και χάνει, πρόσκαιρα, την ισορροπία της, για να την ξαναβρεί γρήγορα από μόνη της και αγνοεί, για μια ακόμα φορά, την χείρα βοηθείας που της τείνω. Κοιτάζω τη Λαίδη απορημένος και έχοντάς τα χαμένα και εκείνη μου λέει κοφτά: «Εγώ θα κατέβω εδώ, εσύ δεν με απασχολεί τι θα κάνεις, αν θες συνέχισε». Η Λαίδη διατάζει τον αμαξά να σταματήσει κι εκείνος τραβάει απότομα τα γκέμια και τα άλογα, ξαφνιασμένα, σηκώνουν τα μπροστινά τους πόδια χλιμιντρίζοντας και ακινητοποιούνται. Τα χάνω και πέφτοντας γονυπετής ζητάω τη συγχώρεση της Λαίδης, αλλά εκείνη έχει κοκκινίσει από ντροπή και οργή και ούτε καν με κοιτάζει. Η Λαίδη μου ρίχνει μια απορημένη και κοφτερή ματιά, πιάνει τα χέρια μου, τα απομακρύνει από την επίμαχη περιοχή και με χαστουκίζει. Αγκαλιάζω τη Λαίδη και απλώνω τα χέρια μου για να πιάσω το στήθος της. Η Λαίδη με κοιτάει βαθιά μέσα στα μάτια και ερμηνεύω το βλέμμα της: με θέλει, το πάθος της είναι ασίγαστο για εμένα, ω ναι, είμαι βέβαιος. Γυρνάω και κοιτάζω την Λαίδη με ένα ύφος όλο υπονοούμενα και ανομολόγητες προθέσεις. Η Λαίδη πετάει κι εκείνη το τσιγάρο της έξω, μετά από λίγο. Τελειώνω το τσιγάρο μου και το πετάω έξω από το ανοιχτό παράθυρο της άμαξας. Καπνίζουμε για λίγη ώρα σιωπηλοί. Ανάβω με τον χρυσό μου αναπτήρα το τσιγάρο της Λαίδης και ύστερα ανάβω και το δικό μου. Προσφέρω στη Λαίδη ένα από τα τσιγάρα μου και εκείνη το παίρνει, και, αφού μου χαμογελάει και μου νεύει σαν να θέλει να μου πει ευχαριστώ, το βάζει στο στόμα της. Για να σπάσω τον πάγο, γυρνάω και ρωτάω τη Λαίδη αν καπνίζει και εκείνη μου αποκρίνεται καταφατικά. Καθόμαστε για αρκετή ώρα αμίλητοι και αμήχανοι, δίπλα δίπλα με τη Λαίδη, ρίχνοντας, που και που, κλεφτές ματιές ο ένας στον άλλο. Λέω στον αμαξά τη διεύθυνση της Λαίδης, εκείνος μουρμουρίζει κάτι στα άλογα, πιάνει στα χέρια του τα γκέμια και η άμαξα ξεκινάει. Ρωτάω τη Λαίδη ποια είναι ακριβώς η διεύθυνση της. Κλείνω την ομπρέλα μου, περιμένω να καθήσει πρώτα η Λαίδη, σαν σωστός τζέντλεμαν που είμαι, κι ύστερα κάθομαι κι εγώ δίπλα της. Ανεβαίνω πρώτος στην άμαξα, προτείνω στη Λαίδη το χέρι μου, έχοντας πάντα την ομπρέλα πάνω από το κεφάλι της για να μη βραχεί, και εκείνη το πιάνει από τον καρπό και ανεβαίνει. Η άμαξα σταματάει ακριβώς μπροστά μας. Σφυρίζω στον αμαξά να σταματήσει και σηκώνω, παράλληλα, και το χέρι μου για να σιγουρευτώ ότι θα με δει. Για καλή μας τύχη ακούω, κάπου από μακριά, τον καλπασμό αλόγων που πλησιάζουν και πράγματι, μετά από λίγο, μια άμαξα εμφανίζεται μέσα από την καταχνιά της βροχής και έρχεται προς το μέρος μας. Αν χαθούμε, χαθήκαμε, τι να κάνουμε. Δεν είμαι σίγουρος ότι προχωράμε προς τη σωστή κατεύθυνση για την έπαυλή της Λαίδης, αλλά δεν την ρωτάω. Καθώς περπατάμε, κοιτάζω ολόγυρα, αφουγκράζομαι τη νύχτα και έχω την εντύπωση ότι έχουμε απομείνει μόνο οι δυο μας, εγώ και η Λαίδη, σε ολόκληρο τον κόσμο. Βάζω την ομπρέλα μου από πάνω από την Λαίδη ώστε να την προστατεύσω από τη βροχή, την πιάνω αγκαζέ και αρχίζουμε να βαδίζουμε αργά. Η Λαίδη κάνει έναν μορφασμό (που θέλω να πιστεύω ότι είναι) σαν χαμόγελο, αφήνει να της φύγει ένας αναστεναγμός κούρασης και μου λέει: «Αυτή τη στιγμή το μόνο που θέλω είναι να γυρίσω σπίτι μου». Η βροχή γρήγορα μετατρέπει το μήνυμα μου σε ρυάκια μαύρου μελανιού που κυλούν από το χαρτί. Δείχνω στη Λαίδη το χαρτί όπου επάνω του έχω γράψει «Συγνώμη» στη μητρική της γλώσσα. Η Λαίδη σταματάει και με κοιτάει με ένα εντελώς κενό βλέμμα. Διανύω τρέχοντας την απόσταση ως εκεί που βρίσκεται η Λαίδη, την προσπερνάω, σταματάω μπροστά της και πιάνοντας την μαλακά από τα μπράτσα την εκλιπαρώ να σταθεί λίγο. Μετά από λίγο βλέπω τη Λαίδη. Γράφω βιαστικά κάτι στο χαρτί που έχω σκίσει από την ατζέντα μου, βάζω το στυλό στην τσέπη του γιλέκου μου και αρχίζω να τρέχω προς την κατεύθυνση που πήγε η Λαίδη. Βάζω το στυλό στο στόμα μου, ώστε να μπορέσω να σκίσω μια σελίδα από την ατζέντα μου. Με σπασμωδικές κινήσεις βγάζω την ατζέντα μου από μια τσέπη του παντελονιού μου και ένα στυλό από την τσέπη του γιλέκου μου. Πετάω το τσιγάρο που μόλις πριν λίγο έχω ανάψει κάτω και το σβήνω με τη σόλα του παπουτσιού μου. Βαθμιαία συνέρχομαι από το λήθαργο στον οποίο είχα βυθιστεί και όταν επανέρχομαι πλήρως λέω στον εαυτό μου: «Μα τι κάνω ο ανόητος; Μα που πήγαν οι τρόποι μου; Θα αφήσω τη Λαίδη να πάει ασυνόδευτη σπίτι της και χωρίς ομπρέλα, μάλιστα, μέσα σε αυτόν τον κατακλυσμό;». Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω. Η Λαίδη απομακρύνεται απροστάτευτη μες στην καταρρακτώδη βροχή, ενώ εγώ, κάτω από την ομπρέλα μου, ανάβω ένα τσιγάρο και, σαν υπνωτισμένος, την παρακολουθώ να χάνεται μέσα στην καταχνιά. Δεν υπάρχει ψυχή τριγύρω…

http://www.youtube.com/watch?v=p4RDpcQJ2aw

138. Τα μικρά παιδιά

Σύνθεση: Αρλέτα

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Αρλέτα

Άλμπουμ: Αρλέτα 2

1967

Το Νέο Κύμα, με τον ιδεαλισμό που έφερε μαζί του στο ελληνικό τραγούδι, φαντάζει τόσο ξένο και αφελές σε σχέση με την κυνική και ανέμπνευστη εποχή μας. Την δεκαετία του ’60, πάντως, υπήρξε, πραγματικά, μια ξεχωριστή και ρηξικέλευθα καινοτομική, σε ορισμένες περιπτώσεις, πρόταση στα μουσικά δρώμενα της εποχής και μέσα από αυτό αναδείχθηκαν σημαντικοί συνθέτες και τραγουδιστές, όπως, καλή ώρα, η Αρλέτα. Το τραγούδι αυτό είναι ένα τυπικό (τυπικότερο δεν γίνεται) δείγμα του είδους του Νέου Κύματος. Τώρα, εγώ, επειδή, ως γνωστόν, είμαι ανάποδος άνθρωπος, όταν πρωτάκουσα τα «Μικρά Παιδιά» πέρα από τις τετριμμένες εικόνες μικρών αγοριών με παπιγόν, τιράντες και καλά παπούτσια και μικρών ξυπόλητων κοριτσιών με λευκά φορεματάκια, που τρέχουν στα λιβάδια ανέμελα και παίζουν με χάρτινες βαρκούλες σε μια λίμνη, μου έρχονται στο μυαλό και κάποιες άλλες εικόνες. Πιο συγκεκριμένα, εικόνες από μια δυστοπία που περιγράφεται σε ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας, όπου όλος ο πληθυσμός της Γης άνω των 10 ετών (ή κάτι τέτοιο) έχει εξολοθρευθεί και μόνο ένας ενήλικος έχει γλιτώσει. Γρήγορα, αποδεικνύεται αδύνατη η επιβίωση του ενήλικου σε έναν τέτοιο κόσμο, ο οποίος έχει κατρακυλήσει στο απόλυτο χάος και το τέλος του είναι τραγικό στα χέρια των μικρών αγριμιών. Αλλά, είπαμε, ως ανάποδος άνθρωπος θα κάνω και ανάποδες σκέψεις, επόμενο είναι…

http://www.youtube.com/watch?v=Y4x6qeQFlM4

137. Μισιρλού

Σύνθεση: Μιχάλης Πατρινός / Νικ Ρουμπάνης

Ερμηνεία: Τέτος Δημητριάδης

Στίχος: Μιχάλης Πατρινός

1941

Παιδεύτηκα μέχρι να αποφασίσω ποια είναι η καλύτερη εκτέλεση της «Μισιρλούς», αλλά νομίζω ότι θα προκρίνω αυτήν τελικά. Το τραγούδι που έγινε γνωστό στα πέρατα της οικουμένης ελέω Pulp Fiction και Quentin Tarrantino (αν και η συγκεκριμένη διασκευή του κομματιού στην εισαγωγή της ταινίας, που είναι του Dick Dale, είναι πολύ παλαιότερη της γνωστής ταινίας, μια που κρατάει από το 1962), στην αυθεντική του μορφή είναι ένας αισθησιακός και υπνωτιστικός ανατολίτικος αμανές, από τους πολύ λίγους. Θεωρώ ότι οι ιδανικές συνθήκες για την ακρόαση και απόλαυση της «Μισιρλούς» θα ήταν σε ένα καταγώγι κάποιας πόλης της Μέσης Ανατολής, μετά την κατανάλωση σεβαστών ποσοτήτων ναργιλέ ή άλλων ουσιών (απλά, να μην το παρακάνουμε κιόλας, ε, παιδιά;) και με τη συνοδεία μιας χορεύτριας ανατολίτικων χορών, η οποία θα λικνίζετο υπό τους ήχους του άσματος με πολύ αργό, υποβλητικό και απερίγραπτα αισθησιακό τρόπο, σαν την κόμπρα που υπακούει στο παίξιμο της φλογέρας του φακίρη. Σας έφτιαξα; (Τώρα που το σκέφτομαι, κάτι παρόμοια «ανατολίτικα» είχα πει και πιο πάνω, σε ένα προηγούμενο τραγούδι. Εντάξει, ίσως επαναλαμβάνομαι λίγο, αλλά τι να κάνουμε, βρε παιδιά; Είναι κάποια στερεότυπα που τα γουστάρω!).

http://www.youtube.com/watch?v=LW6qGy3RtwY

136. Το ’69 με κάποιον φίλο

Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα

Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος

Άλμπουμ: Φλου

1978

Εδώ, μάλλον, κολλάει το «όπου φτωχός και η μοίρα του». Ένα από τα πιο περίεργα κομμάτια του Σιδηρόπουλου, το οποίο μου είχε κάνει γκελ από την πρώτη φορά που το άκουσα, βρίσκει τη θέση του στη λίστα μου κυρίως για τον λόγο του ότι με κάνει να ταυτιστώ, με έναν μυστήριο τρόπο που δεν μπορώ να εξηγήσω εύκολα (όχι κύριε Εισαγγελέα, μην ταράζεστε, δεν έχω αποπλανήσει ποτέ καμία ανήλικη στη ζωή μου, για όνομα του Θεού!), με τον φίλο του Παύλου, τον Λευτεράκη…

http://www.youtube.com/watch?v=7FtZjWewEpo

135. Ταξίδι

Σύνθεση: Νίκος Πορτοκάλογλου

Ερμηνεία: Φατμέ

Στίχος: Νίκος Πορτοκάλογλου

Άλμπουμ: Ταξίδι

1988

Το «Ταξίδι» είναι ένα από τα πλέον αισιόδοξα ελληνικά τραγούδια, που έχω υπόψη μου. Ίσως αυτό συμβαίνει επειδή στο συγκεκριμένο τραγούδι ο Πορτοκάλογλου αποτυπώνει το zeitgeist της εποχής, κατά την οποία κυκλοφόρησε ο ομώνυμος δίσκος, το οποίο μπορεί να συνοψιστεί στην εξής φράση: «Από εδώ και πέρα, μόνο καλύτερες ημέρες θα έρθουν για την Ελλάδα και τους Έλληνες». Ακούγεται σαν τσιτάτο από προεκλογική ομιλία πολιτικού αρχηγού και, όντως, υπάρχει σύνδεση, υπό την έννοια ότι όπως και οι προεκλογικές υποσχέσεις και διακηρύξεις είναι έπεα πτερόεντα, εάν όχι και ξεδιάντροπα παραμυθιάσματα, έτσι και οι προσδοκίες της εποχής εκείνης, όπως εκφράζονται από το «Ταξίδι», υπό το φως των σημερινών συνθηκών και αυτών που φαίνεται να έρχονται στο εγγύς μέλλον, δείχνουν μάλλον να διαψεύδονται οικτρά. Ένα είναι το σίγουρο: από εδώ και πέρα, ταξίδι θα υπάρξει για όλους μας, είτε το θέλουμε είτε όχι. Τώρα, το πως θα περάσουμε κατά την διάρκειά του, πόση θα είναι αυτή και ποιος θα είναι ο τελικός προορισμός για τον καθένα μας, σηκώνει συζήτηση…

http://www.youtube.com/watch?v=IsfcsRy3jGU&feature=related

134. Αθήνα ‘78

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Στίχος: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Άλμπουμ: Είμαι ένας φτωχός και μόνος κάουμποϋ

1978

Μόνο ένας άνθρωπος που αγαπάει πραγματικά την Αθήνα θα μπορούσε να γράψει ένα τέτοιο τραγούδι. Το ξέρω, γιατί ανήκω κι εγώ στην μειοψηφία των κατοίκων της πόλης αυτής, η οποία την αγαπά, σχεδόν απροϋπόθετα, και δεν συμβάλλει διαρκώς, με τα λόγια της και τα έργα της, στην υποβάθμιση της. Ο Λουκιανός, εδώ, βρίσκει τον εαυτό του να βαδίζει στους δρόμους μιας πόλης που έχει αλλάξει πάρα πολύ και συνεχίζει να αλλάζει. Είναι πλέον πιο απρόσωπη και πιο εχθρική απέναντί του. Ωστόσο, κι ενώ από τις πρώτες στροφές του τραγουδιού φαίνεται πως αυτή η κατάσταση τον αποξενώνει διαρκώς από την αγαπημένη γενέτειρά του, προσέξτε το συμπέρασμά του στο τέλος. Είναι σαν να μας λέει: «Όλοι αλλάζουμε, κι εγώ κι εσύ και η αγαπημένη μας πόλη μαζί. Μάλλον, όμως, δεν έχουμε άλλη επιλογή, παρά να αγκαλιάσουμε αυτήν την αναπόφευκτη αλλαγή, γιατί ο κόσμος πάντα έτσι θα λειτουργεί» (Ουάου! Έκανα και ρίμα!).

http://www.youtube.com/watch?v=0V7bXnZFsA4

133. Της αγάπης αίματα

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Οδυσσέας Ελύτης

Άλμπουμ: Το Άξιον Εστί

1964

Πάντοτε μου άρεσαν περισσότερο τα λιγότερα γνωστά και πομπώδη κομμάτια του Θεοδωράκη, όπως το εν λόγω. Ίσως γιατί το υπερμέγεθες εγώ του αναδεικνύεται λιγότερο εκκωφαντικό μέσα από αυτά. Στην περίπτωση αυτή, η εξαιρετική μελοποίηση του ποιήματος του Ελύτη, συνδυασμένη με την… ψυχωμένη και γεμάτη ερμηνεία από τον Σερ Μπιθικώτση, φέρνει το «Της αγάπης αίματα», δικαίως (φυσικά, αφού εγώ είμαι ο δικαστής!), στη  θέση 133.

 

http://www.youtube.com/watch?v=hv8pj10MGi0

132. Αμνησία

Σύνθεση: Γιώργος Καρράς

Ερμηνεία: Τρύπες

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Τρύπες

1985

Η «Αμνησία» είναι ένα ανατριχιαστικά προφητικό τραγούδι από μια εποχή όταν, στην Ελλάδα τουλάχιστον, η τηλεόραση, και τα Μ.Μ.Ε., γενικότερα, δεν είχαν αρχίσει να γιγαντώνονται, να αποκτούν το αποχαυνωτικό και αποκτηνωτικό προφίλ και ρόλο τους, που αποτελεί κοινό τόπο, πλέον, στις μέρες μας, και να αποσκοπούν, σχεδόν αποκλειστικά, στη χειραγώγηση συνειδήσεων και την πλύση εγκεφάλου όσον το δυνατόν μεγαλύτερων κομματιών του ευρύτερου πληθυσμού. Η «Αμνησία», διαπνεόμενη από μια αίσθηση του επείγοντος και από μια βαθύτερη απελπισία, περιγράφει με αξιοθαύμαστη διορατικότητα τον «Καινούριο Γενναίο Κόσμο» (που είσαι Άλντους Χάξλεϋ…) που μας τον ετοιμάζουν, τον τελειοποιούν και μας έρχεται (ή μήπως είναι ήδη εδώ;) και τον «Καινούριο Γενναίο Άνθρωπο» που προορίζεται να κατοικήσει αυτόν τον κόσμο (ή μήπως ήδη τον κατοικεί;). Εάν όντως έχουν έτσι τα πράγματα, το κρίσιμο ερώτημα είναι, βέβαια, αν υπάρχουν ελπίδες και περιθώρια σωτηρίας για την ανθρωπότητα. Χμμμ…. Τι να σας πω… Τα πράγματα δεν είναι καθόλου εύκολα και όσο περνάει ο καιρός γίνονται όλο και πιο δύσκολα, αλλά πιστεύω, ότι όσοι έχουν προλάβει, ή θα προλάβουν σύντομα, να εμβολιαστούν με τα εμβόλια της μνήμης και της κριτικής, αδέσμευτης και αδογμάτιστης σκέψης, προτού περάσουν τα σύνορα της «χώρας της απόγνωσης», έχουν τη δυνατότητα να σωθούν και να επιβιώσουν (ως ανθρώπινες οντότητες, εννοείται, και όχι ως ομογενή κομμάτια πολτοποιημένης άμορφης μάζας), έστω και ως μειονότητα, στον «Καινούριο Γενναίο Κόσμο»…

http://www.youtube.com/watch?v=0ljMSEpUGzg

131. Μάγισσα μανούλα

Σύνθεση: Τζίμης Πανούσης

Ερμηνεία: Τζίμης Πανούσης και Μουσικές Ταξιαρχίες

Στίχος: Τζίμης Πανούσης

Άλμπουμ: Hard Core

1985

Όλο το έργο του Πανούση (τόσο το μουσικό όσο και το μη μουσικό) χαρακτηρίζεται από μια ειρωνεία, είτε αδιόρατη και λεπτή είτε, πιο συχνά, «στα μούτρα σου» (στα αρβανίτικα το λέμε: «in your face»). Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς, είναι αναπόσπαστο στοιχείο του καλλιτεχνικού του, τουλάχιστον, DNA. Το τραγουδάκι αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση στον Πανούσειο κανόνα: η ειρωνεία και το γκροτέσκο ξεχειλίζουν από τους στίχους του. Είναι, όμως, και έντονα φορτισμένο συγκινησιακά. Απόλυτα φυσιολογικό είναι αυτό, βέβαια, καθώς στο επίκεντρό του βρίσκεται το πλέον ιερό πρόσωπο για έναν άνθρωπο: η μάνα. Που την αγαπάμε απροϋπόθετα και απεριόριστα και, ασφαλώς, εκείνη μας ανταποδίδει την αγάπη αυτή στο πολλαπλάσιο. Που μας καταπιέζει με τον υπερπροστατευτισμό της και τις διαρκείς ανησυχίες της και μας κάνει να ασφυκτιούμε και, κάθε τόσο, να την σιχτιρίζουμε. Που μας έφερε σε αυτό το τρελοκομείο που λέγεται ζωή και δεν ξέρουμε αν πρέπει να την ευγνωμονούμε ή να την καταριόμαστε γι’ αυτό που μας.. έκανε. Που, προπάντων, θα είναι πάντα εκεί για εμάς, ό, τι κι αν συμβεί. Όμως, όσο ήρεμα, γλυκά και ανέφελα και αν είναι τα πράγματα στην αγκαλιά της όποιας μαμάς, φυσικής η συμβολικής (Μάνα Γη), ο άνθρωπος εξελίσσεται με το άνοιγμα των φτερούγων του και το πέταγμα μακριά από την μητρική εστία. Ευτυχώς ή δυστυχώς, έτσι λειτουργούν τα πράγματα σε αυτόν τον κόσμο και αυτό είναι κάτι που όλες οι μαμάδες, αλλά και τα περισσότερα παιδιά, δεν πρόκειται να το χωνέψουν ποτέ.

http://www.youtube.com/watch?v=4h6cV6kUtqo

130. Το τελευταίο ταξίδι

Σύνθεση: Νίκος Ξυδάκης

Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη

Στίχος: Κώστας Καρυωτάκης

Άλμπουμ: Γρήγορα η ώρα πέρασε

2006

Νομίζω ότι αν ο Καρυωτάκης άκουγε τη μουσική με την οποία ο Ξυδάκης έντυσε το ποίημα του θα αναφωνούσε: «Α… Μάλιστα! Εδώ είμαστε!». Δεν είναι καθόλου εύκολη δουλειά η μελοποίηση ποιημάτων και, ειδικά, σε περιπτώσεις γνωστών ποιητών, όπως ο Καρυωτάκης, όπου υπάρχουν και υψηλές απαιτήσεις αλλά, ίσως, και προδιαμορφωμένες απόψεις και προσδοκίες. Έχοντας ως δεδομένο τα παραπάνω, το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό. Ακούγοντας το τραγούδι, αισθάνεσαι αυτή τη γλυκιά μελαγχολία, σήμα κατατεθέν, μαζί με την λεπτή ειρωνεία, της ποίησης του Καρυωτάκη. Και, βέβαια, αν κλείσεις τα μάτια, ταξιδεύεις πάνω στο «αλαργινό καράβι του απείρου και της νυκτός» μαζί με, Κύριος οίδε, ποιους συνεπιβάτες…

http://www.youtube.com/watch?v=FOyV71B9Hng

129. Ό,τι κι αν πω δε σε ξεχνώ

Σύνθεση: Βασίλης Τσιτσάνης

Ερμηνεία: Βασίλης Τσιτσάνης & Στελλάκης Περπινιάδης

Στίχος: Βασίλης Τσιτσάνης

Άλμπουμ:

1940

«… Όλη νύχτα, αυτό σου λέω μόνο, ό λ η τη νύχτα ήταν κάτω από το σπίτι μου, μεθυσμένος τύφλα, έπαιζε με το μπουζούκι του και μου τραγούδαγε, και με παρακαλούσε να ανέβει πάνω. Δοκίμασα τα πάντα: Πρώτα του άδειασα δυο κουβάδες νερό, παγωμένο εννοείται, στην κεφάλα του. Κανένα αποτέλεσμα, ίσα ίσα χειροτέρεψε το πράγμα: εκστασιάστηκε κι άρχισε να τραγουδάει πιο δυνατά. Ύστερα αμόλησα τον σκύλο να τον φοβερίσει να φύγει, αλλά ούτε κι αυτό τον πτόησε. Κατάφερε να γίνει φίλος μαζί του (που όλοι ξέρουν από τι άγρια ράτσα είναι ο σκύλος μου κι όλη η γειτονιά τον φοβάται) και, μάλιστα, τον.. πότισε και αλκοόλ και κατόρθωσε να τον μεθύσει. Ολόκληρη την επόμενη μέρα τρίκλιζε, σκόνταφτε παντού και αλυχτούσε, μου είχε σπάσει τα νεύρα, έκανε σαν… εκείνον. Μετά αποφάσισα να πάρω την αστυνομία τηλέφωνο να έρθει να τον μπαγλαρώσει, αλλά είχαν μπλεχτεί οι γραμμές και όταν καλούσα το 100, έβγαινε η κυρία Σιδηροκαστρίτου από απέναντι. Παρεμπιπτόντως, απόρησα πως δεν έχει διαμαρτυρηθεί ακόμα γι’ αυτό που συμβαίνει και εκείνη, αν έχεις το Θεό σου, μου απάντησε, «μα τι λες κορίτσι μου, το παλικάρι είναι καλλίφωνος και μουσικός βιρτουόζος, από πέτρα είναι η καρδιά σου, άνοιξε του να μπει», και κάτι τέτοια. Τα έχασα, δεν ήξερα τι να πω… Ε, στο τέλος είπα, νισάφι πια, και του άνοιξα. Ε, ναι, τι να έκανα, είχα απηυδίσει η γυναίκα! Τι; Ναι, ναι κάναμε από αυτό. Πώς; Ναι, κάναμε κι από αυτό το άλλο. Ναι, ναι, μην φωνάζεις, το ξέρω, δεν θα γλιτώσω ποτέ, τα θέλει κι ο ποπός μου. Αλλά, τι να κάνω; Τον αγαπάω τον ηλίθιο…!».

http://www.youtube.com/watch?v=dl1AaWIj1cY

128. Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει

Σύνθεση: Γιώργος Μουζάκης

Ερμηνεία: Τώνης Μαρούδας

Στίχος: Κώστας Κοφινιώτης

1948

Όλη την εβδομάδα τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο. Της είχε βγει ο κώλος στη δουλειά εξαιτίας μιας μαλακίας που είχε γίνει, για την οποία δεν φτάνει που δεν ευθυνόταν εκείνη, είχε ακούσει και τα σχολιανά της, από πάνω, από το αφεντικό. Της είχε αρρωστήσει ο γάτος της, ο Πάκο, και είχε ξεράσει σε όλο το σπίτι αλλά και στο αμάξι, όταν τον πήγαινε στον κτηνίατρο, και εξαιτίας αυτού του τελευταίου ατυχούς συμβάντος είχε τρακάρει κιόλας, με δική της υπαιτιότητα, και, μην έχοντας, πλέον, μικτή ασφάλιση (την είχε απαρνηθεί λίγες μέρες πριν, όταν είχε υπογράψει το νέο της ασφαλιστήριο συμβόλαιο), έπρεπε να επιβαρυνθεί οικονομικά για το σύνολο της ζημιάς. Τι άλλο; Α, ναι! Της είχε καεί και ο σκληρός στο λάπτοπ. Και το καινούριο χρωμοσαμπουάν που χρησιμοποίησε της είχε δώσει μια σπάνια, φουτουριστική, πορτοκαλο-κομοδινί απόχρωση στο μαλλί, που ίσως να γινόταν αντικείμενο θαυμασμού τον 24Ο αιώνα σε κάποια ανθρώπινη αποικία κάποιου εξωηλιακό πλανήτη, αλλά στην εποχή μας το μόνο που μπορούσε να γίνει ήταν αντικείμενο γελοιοποίησης και χλευασμού. Και είχε ζυγιστεί και είχε πάρει 1,5 κιλό. Και εκείνος ο καλός της έλειπε ταξίδι στη Νέα Υόρκη και την είχε αφήσει μόνη να καταριέται την μοίρα της (μαζί και εκείνον. Μήπως έπρεπε να τον χωρίσει; 5 χρόνια ήταν πολλά και ένιωθε ότι η σχέση τους είχε βαλτώσει. Άσε που δεν αποκλείεται να της φόραγε κέρατα. Όλο ταξίδια στο εξωτερικό «με τη δουλειά», δήθεν, έλειπε!). Και σήμερα, σαν να μην έφταναν όλα τα παραπάνω, ήταν τα γενέθλιά της. Έκλεινε τα 33 (33!). Ούτε ο αχαΐρευτος ο καλός της ούτε και κανένας από τους φίλους τους και τις φίλες της είχαν πάρει να της ευχηθούν μέχρι στιγμής και, ήδη, ήταν αργά το απόγευμα. Τί στο διάολο, όλοι την είχαν ξεχάσει; Σιχτιρίζοντας τους πάντες και τα πάντα, αποχώρησε από το γραφείο, αφού έφαγε ένα, πατροπαράδοτο, ξεγυρισμένο χέσιμο από το αφεντικό της, και μετά από καμιά ώρα κόλλημα στην τρελή απογευματινή κίνηση της Κηφισίας, έφτασε σπίτι της. Είχε ήδη νυχτώσει. Ξεκλείδωσε την πόρτα του διαμερίσματός της, σκόνταψε σε μια κούτα με κάτι παλιατζούρες που τις είχε μαζέψει για να τις πετάξει με την πρώτη ευκαιρία και τις είχε παρατήσει δίπλα στην πόρτα, και σωριάστηκε φαρδιά πλατιά στο πάτωμα. Βρίζοντας ανεξέλεγκτα, κατόρθωσε να σταθεί στα πόδια της. Εκείνη τη στιγμή κάποιος άναψε το φως. «Κλέφτης; Γιατί όχι; Είναι το μόνο που δεν μου έχει συμβεί αυτήν την εβδομάδα!», ήταν η πρώτη της σκέψη. Πριν προλάβει να αντιδράσει, πίσω από τον καναπέ πετάχτηκε η κολλητή της η Ειρήνη. «Χρόνια τώρα κάνουμε παρέα», της τραγούδησε. Πριν προλάβει να απορήσει καν, μέσα από την κουζίνα ξεπρόβαλε ο Παύλος: «Και είμαστε ζευγάρι ταιριαστό», της τραγούδησε με τη σειρά του. Λες κι είχε δώσει ένα σύνθημα, πίσω από τις κουρτίνες βγήκαν η Μπέλλα και η Νάταλι, οι δίδυμες (ομοζυγωτικές) ξαδέλφες της, και, σαν την χορωδία Φαρσάλων, της τραγούδησαν: «Και στο πείσμα όλου του κόσμου που κακό έχει σκοπό». Σε τέλειο συγχρονισμό, ο Μήτσος ο περιπτεράς από απέναντι, βγήκε έρποντας κάτω από την τραπεζαρία και ολοκλήρωσε το κουπλέ: «Δεν θα πάψω ούτε στιγμή να σ’ αγαπώ». Κι εκείνη τη στιγμή ακριβώς, κι ενώ, φυσικά, εκείνη είχε μείνει με ανοιχτό το στόμα και η τσάντα της είχε πέσει από τα χέρια, όλοι οι καλοί φίλοι και φίλες της ξεπρόβαλαν μπουλουκηδόν από την κρεβατοκάμαρα και, σε άψογο συγχρονισμό, πέρασαν στο ρεφραίν: «Εγώ θα σ’ αγαπώ και μη σε νοιάζει, και θα σου χτίσω μια ζεστή φωλιά, κι όταν το σούρουπο μας αγκαλιάζει…». Επακολούθησε απότομη παύση, καθώς το ρεφραίν είχε μείνει μετέωρο. Μέσα από το πλήθος των φίλων, τότε, ξεπρόβαλε ο καλός της, κρατώντας ένα μικρό κουτάκι στο χέρι του, και τραγούδησε, κλείνοντας με κορώνα, για να ολοκληρωθεί το ρεφραίν: «Θα ζευγαρώνουμε σαν δυο πουλιάαααα!». Έφτασε μπροστά της και έσκυψε, ανοίγοντας, παράλληλα, το μπλε κουτάκι με την βελούδινη επένδυση, που επάνω έγραφε Tiffany’s, όπως παρατήρησε με μια, όχι πολύ ελαφριά, ταραχή. Μέσα υπήρχε ένα δαχτυλίδι, χιλιάδων καρατίων προφανώς, το οποίο άστραφτε κι έλαμπε. «Καλή μου, θα με παντρευτείς;», τη ρώτησε. Εκείνη, αφού σιχτίρισε από μέσα τον εαυτό της επειδή το πρώτο  πράγμα που της ήρθε στο μυαλό ήταν ότι τα μαλλιά του καλού της είχαν αρχίσει να αραιώνουν επικίνδυνα, άφησε να της φύγουν δυο δάκρυα και είπε το μεγάλο Ναι!

http://www.youtube.com/watch?v=sCSHmHi_uFk

127. Τραγούδι είναι που φεύγει

Σύνθεση: Κώστας Μπίσκας

Ερμηνεία: Δημήτρης Ζερβουδάκης

Στίχος: Μ. Πατραμάνης

Άλμπουμ: Από Μάρτη καλοκαίρι

1992

«…Έλα να σμίξουμε πάλι, αγαπημένη μου οπτασία, πριν το φως του Αποσπερίτη σε μετατρέψει σε σκιά…!», της είπε, σε ένα επιτηδευμένα γλυκανάλατο και ψευτο-ποιητικό ξέσπασμα. Εκείνη γέλασε, πέταξε το σεντόνι πάνω στο πρόσωπό του και σκαρφάλωσε απάνω του. Τελείωσαν μαζί, και αφού έμεινε επάνω του για κάποια ώρα ακόμα κρατώντας τον αγκαλιά, κύλησε, τελικά, ξέπνοα στο πλάι του. Ήταν η τελευταία ημέρα των  κοινών διακοπών τους και από νωρίς, σχετικά, το απόγευμα που είχαν γυρίσει από την παραλία, δεν έκαναν άλλη δουλειά. Ήταν ήδη…  αργάμισι (βρίσκονταν μακριά από τα ρολόγια τους, τόσο σωματικά όσο και ψυχικά, για να νοιαστούν) και, από ότι διαφαινόταν, θα το πήγαιναν σερί ως το πρωί, οπότε και το πλοίο τους αναχωρούσε για την… πόρνη Βαβυλώνα (λέγε με κι Αθήνα). Καθώς ήταν μέσα της, ένιωθε μια απίστευτη ηδονή, αλλά κι έναν πόνο στο στήθος που ολοένα δυνάμωνε. Δεν μπορούσε, βλέπετε, να την πάρει αγκαλιά να πηδήξουν παρέα από το τρένο που κυλούσε, αμείλικτα, πάνω στις ράγες του χρόνου και να ζήσουν την ερωτική τους σύζευξη στην επικράτεια του άχρονου και του αιωνίου. Δεν μπορούσε να το κάνει αυτό, οπότε παρακολουθούσε ανήμπορος τις στιγμές να του  γλιστρούν από τα χέρια και να χάνονται ανεπιστρεπτί. Αύριο θα επέστρεφαν στην πόλη και αμφέβαλε αν θα μπορούσε να την ξαναδεί, με αυτόν τον τρόπο και σε αυτό το πλαίσιο. Αν συνέχιζαν να συναντώνται έτσι, κρυφά, και τους ανακάλυπταν, η καθολική κατακραυγή θα έπεφτε πάνω τους και θα τους πλάκωνε. «Σταμάτα να σκέφτεσαι όλα αυτά», διέταξε τον εαυτό του. Γύρισε προς το πλευρό της και άφησε τα δάχτυλα του να διαγράψουν περίτεχνα νοητά σχέδια πάνω στο γυμνό κορμί της. Εκείνη του χαμογέλασε και μέσα στο χαμόγελο της μπόρεσε να διακρίνει μια σκιά πόνου και απελπισίας. Πήρε μια βαθιά ανάσα κι έσφιξε επάνω του, για άλλη μια φορά, το κορμί της ετεροθαλούς του αδελφής…

http://www.youtube.com/watch?v=VAbIdB2GF9Y

126. Μαρία

Σύνθεση: Υπόγεια Ρεύματα

Ερμηνεία: Υπόγεια Ρεύματα

Στίχος: Υπόγεια Ρεύματα

Άλμπουμ: Εικόνες στα σύννεφα

1999

«Εσύ Ελένη και κάθε Ελένη», λέει ένα άλλο, πιο δημοφιλές, τραγούδι, αλλά τι γίνεται με τις Μαρίες αυτού του κόσμου; Ποιός ασχολείται στα αλήθεια μαζί τους; Ποιός ξέρει, στ’ αλήθεια, τι γίνεται μέσα στο κεφάλι τους και μέσα στην καρδιά τους; Ποιό νόημα έχει το πέρασμά τους από αυτήν την ζωή; Τα Υπόγεια Ρεύματα, στο καλύτερό τους τραγούδι, κατά την ταπεινή μου άποψη, ασχολούνται με την ιστορία μιας Μαρίας και επιχειρούν να δώσουν μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αν μπορώ να πω κάτι ακόμα (που δικό μου είναι το κείμενο κι ό, τι θέλω μπορώ να πω, δηλαδή), καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι α) υπάρχουν πολλά άλυτα μυστήρια σε αυτό το Σύμπαν και β) στην ανθρωπιά δεν πρέπει να έχουν θέση «μα, μου» και τσιγγουνιές.

http://www.youtube.com/watch?v=SEigfoQ7oeM

125. Για ένα τανγκό

Σύνθεση: Χάρις Αλεξίου

Ερμηνεία: Χάρις Αλεξίου

Στίχος: Χάρις Αλεξίου

Άλμπουμ: Ένα φιλί του κόσμου

1997

Τα λεφτά μου, το βασίλειο μου (ως άλλος Ριχάρδος Γ΄) και την ψυχή μου ολόκληρη (ως άλλος Φάουστ) δίνω για βραδιές που γεννούν συναισθήματα και καταστάσεις, όπως αυτά που περιγράφονται στο, εν προκειμένω, τραγούδι της Χαρούλας Αλεξίου. Τόσος πολύς έρωτας και τόση πολλή ευτυχία που να σε κάνουν να τσιμπιέσαι για να σιγουρευτείς ότι δεν ονειρεύεσαι. Τόσος πολύς έρωτας και τόση πολλή ευτυχία που να μην τα αντέχει η καρδιά…

http://www.youtube.com/watch?v=2yHgImYkFoU

124. Ταραντέλα

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου-Κώστας Θωμαΐδης

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Φώτα παρακαλώ

1990

Η γιορτή ήταν, όπως κάθε χρονιά, το σημείο αναφοράς για την πόλη. Έπεισα τον εαυτό μου να κατέβει μια βόλτα στο κέντρο, σε μια προσπάθεια να απεκδυθώ τον μαύρο μανδύα της κατάθλιψης που με τύλιγε και που τον ένιωθα να κολλάει πάνω μου, όπως ο χιτώνας του Νέσσου κόλλαγε πάνω στις σάρκες του Ηρακλή. Φώτα, μουσικές, φωνές πλανόδιων, φωνές παιδιών, νέων και μεγάλων, φαγητό, ποτό, χορός, αυτοσχέδια γλέντια στημένα παντού, βομβάρδιζαν τις, εδώ και πολλές ημέρες, αδρανείς και υπολειτουργούσες αισθήσεις μου. Αυτό φυσικά δεν με βοήθησε, αντιθέτως ένα αίσθημα πανικού και απόγνωσης, αναμεμειγμένο με αγοραφοβία, με κατέλαβε και, ως εκ τούτου, έσπευσα να απομακρυνθώ από την πολλή φασαρία και κατευθύνθηκα με γοργό βήμα και ανοίγοντας τον δρόμο μου, συχνά βίαια και άτσαλα, προς το λιμάνι, όπου ήξερα ότι τα πράγματα θα ήταν πιο ήρεμα. Περπάτησα ως το ακρότατο του λιμενοβραχίονα, όπου, όπως το περίμενα, δεν υπήρχε ψυχή, και κάθησα σε ένα παγκάκι. Ο απόηχος της γιορτής έφτανε ως τα αυτιά μου. Από απόσταση μου φαινόταν λιγότερο ανυπόφορη. Έβγαλα το χιλιοτσαλακωμένο γράμμα και άρχισα να το διαβάζω, για απειροστή φορά, στο φως μιας λάμπας του Δήμου που τρεμόπαιζε. Το κρατούσα πολύ χαλαρά και μια ξαφνική ριπή αέρα το άρπαξε από τα χέρια μου. Δεν έκανα καμία προσπάθεια να το κυνηγήσω, αντίθετα το παρακολούθησα απαθώς να καταλήγει στα νερά του λιμανιού. Ξαφνικά, ένα κύμα απίστευτης κούρασης με χτύπησε κατακέφαλα. Έγειρα προς τα πίσω, έκλεισα τα μάτια μου και αποκοιμήθηκα… Ξύπνησα χαράματα, την ώρα που ο ήλιος ετοιμαζόταν να ανατείλει. Η οχλοβοή είχε κοπάσει. Είχα πιαστεί ολόκληρος από την ολονύχτια παραμονή, σε εντελώς άβολη στάση, στο παγκάκι. Ανάγκασα τον εαυτό μου να σηκωθεί, για να πάρω τον δρόμο της επιστροφής. Καθώς σηκώθηκα, όμως, κάτι γλίστρησε και έπεσε κάτω από το παγκάκι. Έσκυψα και το πήρα στα χέρια μου. Ήταν ένα ξύλινο κουτί-μινιατούρα, που στο καπάκι του είχε ζωγραφισμένο ένα κίτρινο λουλούδι με άλικα, στο χρώμα του αίματος, πέταλα. Άνοιξα το καπάκι. Ένα μαύρο σιδερένιο σκαθάρι με έναν μαύρο σιδερένιο άξονα να το τρυπά στην κοιλιά του ήταν στο εσωτερικό. Με το που το άνοιξα, το σκαθάρι άρχισε να περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό του και, παράλληλα, η μελωδία της «Ταραντέλας» άρχισε να ακούγεται. Το όλο σκηνικό μου φάνηκε ονειρικό. Χαμογέλασα. Ήταν η πρώτη φορά, μετά από εβδομάδες, που θυμόμουν τον εαυτό μου να κάνει κάτι τέτοιο: να χαμογελάει. Έκλεισα το μουσικό κουτάκι, το έχωσα στην τσέπη του τζιν μου (χωρούσε άνετα, τόσο μικρό ήταν) και βάδισα προς την πόλη. Πήρα έναν καφέ και ένα κουλούρι από ένα φούρνο. Καθώς περίμενα σε ένα φανάρι, ένα σχολικό λεωφορείο που μετέφερε παιδάκια σε κάποιον παιδικό σταθμό, προφανώς, πέρασε από μπροστά μου. Ένα μικρό κοριτσάκι με κοτσιδάκια είχε κολλημένο το μουτράκι του στο τζάμι και με κοιτούσε. Με χαιρέτησε και του ανταπέδωσα τον χαιρετισμό. Το φανάρι άναψε πράσινο. Διέσχισα τη διάβαση, αλλά στο μέσο της κοκκάλωσα. Είχα πέσει σε στιγμιαία, ξαφνική, αφασία. Δύο λεπτά και πάμπολλα κορναρίσματα μετά, συνήλθα. Πολύ αργά έκανα μεταβολή και γύρισα πίσω. Κατευθύνθηκα προς τον κεντρικό σταθμό των λεωφορείων. Επιβιβάστηκα στο λεωφορείο προς το αεροδρόμιο. Ήταν άδειο. Κάθησα στη γαλαρία. Το λεωφορείο έβαλε μπρος και εγώ έκλεισα τα μάτια μου. Είδα ένα όνειρο: Ήμουν σε μια παραλία σε κάποιο τροπικό νησί, ξαπλωμένος σε μια σαιζ-λονγκ, στη σκιά ενός κοκοφοίνικα, και έπινα ένα κοκτέιλ που είχε κίτρινο και άλικο χρώμα. Όταν άνοιξα και πάλι τα μάτια μου, βρισκόμουν εκεί…

http://www.youtube.com/watch?v=0SAsnBZqCig

123. Λύχνος του Αλλαδίνου 

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Χάρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Γραμμές των οριζόντων

1992

Ο γύρος του κόσμου σε 6 στροφές, μέσα από τα μάτια (της ψυχής) του αρχετυπικού και άχρονου Έλληνα ναυτικού. Ο Καββαδίας τρίβει το μαγικό λύχνο του Αλλαδίνου (τον οποίο απέκτησε, όταν ήταν ναυαγός στη Νήσο των Μακάρων, ανταλλάσοντας τον με το μυστικό όνομα του Θεού) και το Τζίνι της έμπνευσής του, του ζητάει να κάνει 3 ευχές. Ο ποιητής ζητά: 1) το απαγορευμένο ξόρκι του μικρού θεού των Ίνκας 2) τη συντροφιά, για μία νύχτα, των αλυσοδεμένων θεραπαινίδων του Αλή Μπαμπά στο χαρέμι του, που βρίσκεται στην χαμένη πόλη Ιρέμ των κιόνων στην έρημο της Αραβίας, και 3) τον σωστό Μικρούτσικο να τον μελοποιήσει.

http://www.youtube.com/watch?v=BGdTvpvj1sc

122. Κακές συνήθειες 

Σύνθεση: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Ερμηνεία: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Στίχος: Μιλτιάδης Πασχαλίδης

Άλμπουμ: Κακές συνήθειες

1998

Οι κακές συνήθειες δεν κόβονται εύκολα, όλοι το ξέρουν αυτό. Εγώ, ας πούμε, έχω την κακή συνήθεια να ξύνω τις πληγές μου, παλιές και καινούριες. Δεν είμαι σίγουρος τι ακριβώς ψάχνω να βρω διενεργώντας ανασκαφές στις διάφορες πληγές μου, πάντως, επειδή ο παίζων χάνει, ο πίνων μεθά, ο αναζητών βρίσκει και ο ευρών αμείβεται, τζάμπα δεν πάει ο κόπος μου. Κάποιες φορές, βέβαια, ο λογαριασμός είναι δυσβάστακτος, αλλά εφόσον αγκαλιάζεις και δεν προσπαθείς να καταπολεμήσεις τις κακές σου συνήθειες, πρέπει να είσαι έτοιμος να πληρώσεις το όποιο κόστος της επιλογής σου. Κι εγώ, επειδή είμαι άντρας λεβέντης, καραμπουζουκλής, ντόμπρος και κιμπάρης (ναούμ!), τους λογαριασμούς μου (τις «λυπητερές» μου) τους πλερώνω. Και αφήνω και γενναιόδωρο πουρμπουάρ. Εντάξει, δεν έχω παράπονο, καμιά φορά, με κερνάνε και κάτι. Εμ, πως, με περιποιούνται και δε θέλουν να με χάσουν από πελάτη τους στο κοσμικό κέντρο «Κακές συνήθειες». Όχι ότι με έχουν και φοβερή ανάγκη, για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Χρυσές δουλειές κάνει το μαγαζί, καραβιές φτάνουν οι πελάτες!

http://www.youtube.com/watch?v=i9CaomyP0SQ

121. Ο φόβος 

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Ευτύχιος Χατζηττοφής

Στίχος: Μάνος Χατζιδάκις

Άλμπουμ: Ο οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης

1974

Από τα λιγότερα γνωστά τραγούδια του Χατζιδάκι, άργησα να το ανακαλύψω, αλλά όταν το έκανα (μόλις λίγα χρόνια πριν), κόλλησα. Αλλόκοτο, απόκοσμο και υπαινικτικό, έπρεπε να το ακούσω αρκετές φορές πριν σχηματιστεί και οριστικοποιηθεί στο μυαλό μου η εξής σκηνή-ανάμνηση, από ένα μελλοντικό (;) όνειρο: Είναι νύχτα, βρέχει και βαδίζω αργά σε μια ανηφόρα του Μετς, κρατώντας αγκαζέ έναν άγγελο με γαλάζια μάτια κάτω από μια μεγάλη ομπρέλα. Δεν υπάρχει ψυχή στο δρόμο. Δεν ξέρω από πού ερχόμαστε, δεν ξέρω που πηγαίνουμε και δεν με νοιάζει. Κάθε λίγο γυρνάω και την κοιτάζω και κάθε φορά που το κάνω μου φαίνεται ακόμα πιο όμορφη. Όταν τελειώνει η ανηφόρα, φτάνουμε σε μια πλατεΐτσα που είναι έντονα φωταγωγημένη και δίνει την αίσθηση ενός «επίκεντρου». Η βροχή έχει σταματήσει. Κλείνω την ομπρέλα, την ακουμπάω με προσοχή κάτω και αρχίζω να χορεύω με τον άγγελο κάτι σαν βαλσάκι. Πάνω σε μια φιγούρα, εξαφανίζεται και μένω μόνος. Απορώ για λίγο, αλλά μετά μου αποσπά την προσοχή ένας μαύρος γάτος που εμφανίζεται εν τω μέσω της πλατείας, εξίσου ξαφνικά όσο εξαφανίστηκε ο άγγελος. Με πλησιάζει και σταματάει στο ένα μέτρο απόσταση. Με περιεργάζεται για κάποια ώρα σαν να με βολιδοσκοπεί. Μένουμε έτσι. Μετά από λίγο, όμως, νιώθω σαν «κάτι» να έρχεται από πίσω μου, «κάτι» του οποίου η επικείμενη έλευση μου πλακώνει την καρδιά. Γυρνάω να δω, αλλά τα πάντα θολώνουν γύρω μου. Νιώθω να βουλιάζω προς τα πάνω σε μια καφέ-γκρίζα ομίχλη. Με απορροφά και γίνομαι ένα με αυτήν, κάτι που το αποδέχομαι ως φυσική εξέλιξη των πραγμάτων…

http://www.youtube.com/watch?v=y9UJEcrHagw

120. Δυο μικρά γαλάζια άλογα 

Σύνθεση: Γιώργος Ρωμανός

Ερμηνεία: Γιώργος Ρωμανός

Στίχος: Γιώργος Ρωμανός

Άλμπουμ: Δυο μικρά γαλάζια άλογα

1970

Ψυχεδελικό ροκ εν Ελλάδι εν έτει 1970 και εν τω μέσω της Χούντας; Με ενορχηστρώσεις πειραγμένες, με πρωτότυπα ηχητικά εφέ και «φαζαρισμένες» κιθάρες; Και μάλιστα με ένα τελικό αποτέλεσμα αρκούντως αξιοπρεπές; Αυτοδικαίως, στο νούμερο 120 της λίστας. Ο Γιώργος Ρωμανός ξεκίνησε την καριέρα του τραγουδώντας Χατζιδάκι και, όπως είναι αναμενόμενο, με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια και χειρότερα γράμματα θα μάθεις.

 

http://www.youtube.com/watch?v=WmV_9vg4xHg

 

119. Ο τρελός 

Σύνθεση: Άκης Πάνου

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Άκης Πάνου

Άλμπουμ: Παρών

1977

Από μία περίοδο κι έπειτα στη ζωή μου, θεωρώ ως υπέρτατο κομπλιμέντο το να με χαρακτηρίσει κάποιος ως τρελό. Τσαντίζομαι, όμως, σε μεγάλο βαθμό και αντιδρώ σε ακόμη μεγαλύτερο, όταν κάποιοι προσπαθούν να με «θεραπεύσουν» και να με κάνουν «φυσιολογικό». (Αυτού του τύπου οι καλοθελητές είναι οι πλέον επικίνδυνοι, πάντως, σας το λέω να το ξέρετε. Επίσης, επικίνδυνοι είναι και οι απομυθοποιητές, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Άκου… «φυσιολογικός»! Μπρρρ…. Μεγαλύτερη κατάρα δεν θα μπορούσα να σκεφτώ να μου απευθύνει κάποιος: «Είθε να είσαι φυσιολογικός και χωρίς αποκλίνουσα και παρεκκλίνουσα συμπεριφορά». Και τώρα, αν με συγχωρείτε, πρέπει να επιβιβαστώ στο μονοπλάνο μου (με το οποίο δύναμαι να ταξιδεύω με την ταχύτητα των 299.940 χμ/δευτερόλεπτο, δηλαδή στο 99,98% της ταχύτητας του φωτός) με προορισμό την Πρόξιμα του Κενταύρου. Τα λέμε σε 430 δικά σας γήινα χρονάκια (8,6 έτη φωτός η συνολική απόσταση του, μετ’ επιστροφής, ταξιδιού από το Ηλιακό μας Σύστημα, γαρ)!

http://www.youtube.com/watch?v=XI9IBoY0rDA&feature=related

118. Ο αδιάφορος 

Σύνθεση: B.D. Foxmoor

Ερμηνεία: Active Member

Στίχος: B.D. Foxmoor

Άλμπουμ: Μύθοι του βάλτου

1998

Εξαιτίας του οχετού της ψευτομαγκιάς, της ρηχότητας, των κακέκτυπων και του εναγκαλισμού με τη σκυλο-ποπ υποκουλτούρα, μέσα στον οποίο πλατσουρίζουν, ως επί το πλείστον, οι εκπρόσωποι της ελληνικής χιπ-χοπ σκηνής, είναι αναπόφευκτο πολλοί σκεπτόμενοι άνθρωποι, οι οποίοι διαθέτουν και ένα μίνιμουμ αισθητικής αντίληψης, να αηδιάζουν, να ξενερώνουν και να απαξιώνουν συλλήβδην τον συγκεκριμένο χώρο. Έτσι, όμως, προσπερνούν και αδικούν κατάφωρα κάποιες ελάχιστες λαμπρές εξαιρέσεις, όπως, καλή ώρα, οι Active Member, οι οποίοι ξεχωρίζουν σε αυτό που αποκαλείται ελληνικό χιπ-χοπ (και δεν είναι υπερβολή αυτό που θα πω), όπως ένα διαμάντι σε μια χωματερή. Το μεγάλο τους όπλο, όπως φαίνεται και από το συγκεκριμένο τραγούδι που είναι, κατ’ εμέ, το καλύτερό τους, είναι ο μεστός και πλήρης νοημάτων, πολιτικών και ευρύτερα κοινωνικών αλλά και με φιλοσοφικές προεκτάσεις, στίχος τους. Και τι είναι τελικά ο αδιάφορος ο Γιάννης, ο ήρωας του κομματιού; Είναι ένα σύμβολο διαφορετικότητας και, κατά κάποιο ανορθόδοξο και υπόγειο τρόπο, αντίστασης σε μια κοινωνία διαρκώς επιταχυνόμενων ρυθμών, εντεινόμενου άγχους, κυριαρχίας μιας μηχανιστικής λογικής και δυσβάστακτων ψυχολογικών φορτίων; Ή είναι, προφητικά και ως αποτέλεσμα οξυδερκούς ανάγνωσης της πραγματικότητας από πλευράς του στιχουργού-ποιητή, ο προάγγελος μιας, εν εξελίξει, βαθμιαίας και ύπουλης ομογενοποίησης και ισοπέδωσης των πάντων σε έναν γκρίζο, αδιαφοροποίητο πολτό, όπου η αδιαφορία θα καταλήξει να υπερκαλύπτει το οτιδήποτε άλλο και όπου το κάθε ίχνος ανθρωπιάς θα ξεθωριάσει και, εν τέλει, θα σβηστεί; Άκρως απαισιόδοξο το δυστοπικό αυτό όραμα, λέτε; Μπορεί. Πάντως, αναμφίβολα για εμένα, το χρώμα του τραγουδιού αυτού είναι το γκρίζο…

http://www.youtube.com/watch?v=_UwTqNC7BFg&feature=related

117. Ποτέ ποτέ δε θα γίνω φίλος σου 

Σύνθεση: Κωνσταντίνος Βήτα

Ερμηνεία: Κωνσταντίνος Βήτα

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

Άλμπουμ: Άργος

2007

Σας έχει συμβεί ποτέ εκεί που κάθεστε στα καλά του καθουμένου, ήρεμοι και χαλαροί, να αρχίζουν να σας βομβαρδίζουν ξαφνικά και από το πουθενά έντονες θύμησες (γουάου! Αυτό το ανεξάντλητο απόθεμα μίζερων λέξεων που διαθέτω δεν παύει να με εκπλήττει!) από παμπάλαια όνειρα, τα οποία είχατε ξεχάσει, ασφαλώς, αλλά των οποίων η ιδιαίτερη αίσθηση και η ατμόσφαιρα σας κατακλύζουν με έναν τρόπο που σας κάνει να απορείτε, ακόμα ακόμα και για αυτήν την συναισθηματική και ψυχική σας ακεραιότητα; Δεν μπορεί, όλο και σε κάποιους από εσάς θα έχει συμβεί. Λοιπόν, ξέρετε τι πιστεύω; Είναι τόσο λίγα, στην πραγματικότητα, αυτά που ξέρουμε για το πως λειτουργεί το μυαλό μας, το όργανο του σώματος μας που μας συνδέει με το εξωτερικό περιβάλλον, για να μην ξεχνιόμαστε, που είναι ν’ απορείς για την αξιοπιστία της αντίληψης μας και για το πόσα και ποια πράγματα χάνονται στη μετάφραση. Τι σχέση έχουν τα παραπάνω με το τραγούδι αυτό; Α χα! Σε ποιόν ή τί νομίζετε ότι απευθύνεται ο Κ.Β. καταλήγοντας στο συμπέρασμα (και όχι εκδηλώνοντας την επιθυμία του) ότι ποτέ δε θα γίνει φίλος του; Έλα, μην τα θέλετε όλα να σας τα κάνω νια νια!

http://www.youtube.com/watch?v=HMGH5cuRmWE

116. Το γράμμα 

Σύνθεση: Σωκράτης Μάλαμας

Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας

Στίχος: Σωκράτης Μάλαμας

Άλμπουμ: Λαβύρινθος

1996

Οι άνθρωποι, έχουμε μια αθεράπευτη τάση και μια ακαταμάχητη ροπή στο να ερμηνεύουμε τόσο το παρελθόν μας όσο και (προσέξτε, αυτό είναι το σημαντικότερο) το μέλλον μας με τα κριτήρια του παρόντος μας. Βλέπουμε, δηλαδή, τη ζωή μας ολόκληρη σαν μια ευθεία γραμμή την οποία ορίζει η κουκίδα του παρόντος μας και, έχοντας σαν αφετηρία την κουκίδα αυτή, θεωρούμε το παρελθόν και το μέλλον μας ως γραμμικές, συνεχείς προεκτάσεις της νοητής (και, βέβαια, ουσιαστικά ανύπαρκτης) ευθείας προς τα «πίσω» και τα «μπρος», αντιστοίχως. Μεγάλο το σφάλμα, και ακόμα μεγαλύτερη η διαστρέβλωση που αυτό προκαλεί στις ζωές μας και στις ζωές των άλλων συνανθρώπων μας με τους οποίους αλληλεπιδρούμε με οποιονδήποτε τρόπο. Λοιπόν, πάρτε κατσαβίδι και βιδώστε καλά στο μυαλό σας αυτό που θα σας πω (όπως θα έλεγε και ο μέγας Γ. Γεωργίου): Η εξέλιξη της ζωής του καθενός μας και όλων μας, συνολικά, είναι μη γραμμική και ασυνεχής! Το μέλλον σας δεν είναι προαδιαγεγραμμένο, είναι ακόμη αδιαμόρφωτο και περιμένει εσάς να το διαμορφώσετε. Όχι μόνο εσάς, φυσικά, αλλά πάντως έχετε πολύ μεγαλύτερο λόγο, από ότι, συνήθως, νομίζετε, στο πως θα εξελιχθεί η ζωή σας. Αν, τώρα, πιστεύετε ακράδαντα ότι δεν υπάρχει διαφυγή από τη ρουτίνα και από το καθημερινό μαγγανοπήγαδο, τότε αυτή σας η ακλόνητη πεποίθηση θα σας οδηγήσει να πράξετε έτσι ώστε να διαιωνίζεται η κατάσταση αυτή. Συμπέρασμα: Μην πικραίνεστε τις Κυριακές τα βράδια. Αποδεχτείτε την σκοτεινιά (η οποία, όπως μας λέει ο Σώκρατες, είναι αναπόφευκτη, αποτελεί το γιανγκ στο γιν του φωτός), κοιτάξτε την κατάφατσα και πιστέψτε ότι μπορείτε να την διαλύσετε. Αν το κάνετε, θα έχετε κάνει το πρώτο βήμα. Και, σύντομα, μετά από μερικά βηματάκια ακόμη, θα εκπλαγείτε για μια ακόμη φορά από το υπέρτατο θαύμα και μυστήριο της ζωής. Αλλά, ας μην αυταπατώμεθα, αυτό θα σας συμβεί ούτως ή… αλλέως, ό,τι κι αν κάνετε ή δεν κάνετε …

http://www.youtube.com/watch?v=sH-q7uQeLnE

115. Έρχεται κρύο 

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Κυριάκος Ντούμος

Άλμπουμ: Περίπου

1984

Τι πανέμορφο τραγουδάκι… Συχνά αναρωτιέμαι για το εάν, εκτός από τη μητρική, υπάρχει άλλη τόσο πολύ άδολη και ανυστερόβουλη αγάπη. Άδολη και ανυστερόβουλη σε τέτοιο βαθμό, που να σε κάνει να ενδιαφέρεσαι (όντως, 100% αγνά και αληθινά και χωρίς να περιμένεις την παραμικρή ανταπόδοση) για έναν άνθρωπο, με τον οποίο οι δρόμοι σας έχουν χωρίσει, μάλλον, ανεπιστρεπτί. Και πάντοτε καταλήγω στο συμπέρασμα πως όχι, κάτι τέτοιο δεν γίνεται να υπάρξει χωρίς να συνοδεύεται έστω κι από μια ελάχιστη ελπίδα, από την μία πλευρά, ότι τα πράγματα θα αλλάξουν ή θα διορθωθούν. Όσο επιφανειακό και πρόχειρο φτιασίδωμα και βερνίκωμα κι αν πέφτει από τους διάφορους μηχανισμούς «εκπαίδευσης» που έχουν στήσει η κοινωνία και ο πολιτισμός μας για να διατηρήσουν ένα μίνιμουμ συνοχής και να μην καταρρεύσει ως χάρτινος πύργος το οικοδόμημά τους, δεν αρκεί για να κρύψει, από ένα έμπειρο μάτι κι έναν διορατικό και κριτικό νου, την αλήθεια: είμαστε, κατά βάσιν, τεράστιοι εγωιστές κατευθυνόμενοι κυρίως από τα ένστικτα και τις παρορμήσεις μας και ενεργούμε με βάση την λογική και την αλληλεγγύη προς τους άλλους, συνήθως, όταν δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς. Ακούγεται αιρετικό, ίσως, αλλά ισχύει. Έτσι, κοίτα να ντύνεσαι καλά να μην κρυώσεις, αλλά αν δεν με θες καθόλου, αν η παρουσία μου είναι, πλέον, όντως, εντελώς αδιάφορη για εσένα, τότε να ξεπαγιάσεις και να ψοφήσεις! Ή, αντίστοιχα, αν δεν ενδιαφέρομαι εγώ, ούτως ή άλλως, πλέον για σένα, δεν πα’ να φορέσεις και μακό μπλουζάκι μες στο καταχείμωνο;

http://www.youtube.com/watch?v=T1IMsRi50qM

114. Ο ακροβάτης 

Σύνθεση: Χαΐνηδες

Ερμηνεία: Χαΐνηδες

Στίχος: Χαΐνηδες

Άλμπουμ: Με κόντρα τον καιρό

1994

Συνεχίζω, κατά κάποιο τρόπο, από εκεί που το άφησα προηγουμένως, επιχειρώντας μια λίγο διαφορετική ανάγνωση τώρα, όμως. Ο εγωισμός, ο ατομικισμός και η μοναχική πορεία, μπορεί, όπως είπαμε, να κατακρίνονται και να καταπολεμώνται, με διάφορους τρόπους, από τους μηχανισμούς «εκπαίδευσης» και «συμμόρφωσης» (ΟΚ, προπαγάνδας και χειραγώγησης) της κοινωνίας και του πολιτισμού (ιδιαίτερα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα μας, όπου η επικρατούσα κουλτούρα είναι πολύ «κολλεκτιβιστική»), ωστόσο, στην καλή τους εκδοχή, δύνανται να αποτελέσουν και ανεξάντλητες και ασύγκριτες πηγές ατόφιας δύναμης. Απλώς σκεφτείτε: συγκρίνεται η άγρια χαρά, η απόλαυση (η κάβλα, βρε αδελφέ!) και η δύναμη που αντλεί ένας ακροβάτης από αυτόν τον μετεωρισμό στα όρια ζωής-θανάτου και την υπέρβαση του εαυτού του που πραγματοποιεί κάθε φορά που ανεβαίνει στο σκοινί του, μόνος απέναντι στο κενό, με τη χαρά π.χ. ενός οπαδού όταν έχει νικήσει το κόμμα ή η ομαδάρα του; Χα! Δεν τίθεται καν θέμα σύγκρισης, είναι βλασφημία σχεδόν να το αποτολμήσουμε. Ας μην ξεχνάμε ότι η υπέρβαση, η πρωτοπορία και η καινοτομία είχαν πάντοτε, στην ανθρώπινη ιστορία, ως υποκείμενα τους, μεμονωμένα άτομα και ολιγάριθμες, σχετικά, παρέες ή ομάδες που σκέφτονταν «έξω από το κουτί» και πήγαιναν «με κόντρα τον καιρό». Ποτέ μεγάλες μάζες και αγέλες δεν υπήρξαν καταλυτικοί φορείς αλλαγής, ούτε και προβλέπεται να υπάρξουν στο μέλλον, αν θέλετε την ταπεινή μου γνωμάρα…!

http://www.youtube.com/watch?v=_elZ1C569MQ

113. Στη Βουλιαγμένη 

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Στίχος: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Άλμπουμ: Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ

1978

Ένα τραγούδι-σύμβολο της καλής πλευράς μιας εποχής, η οποία τώρα, όχι και τόσο πολλά χρόνια μετά, φαντάζει απίστευτα μακρινή. Ξεγνοιασιά, αυθορμητισμός, μια καλώς εννοούμενη αλητεία, αλλά και κάπου στο βάθος να υποφώσκει μια αίσθηση του επείγοντος: «Φεύγει η νύχτα, φεύγει, δεν περιμένει κι έχουν να γίνουν πολλά». Ίσως πρόκειται για τη διαίσθηση του καλλιτέχνη που βλέπει, με μάτια που δεν διαθέτουν οι πολλοί, την καταιγίδα που έρχεται. Ή τη βαρυχειμωνιά. Το τραγούδι αυτό συνδέθηκε άρρηκτα με το περίφημο «Πάρτυ στη Βουλιαγμένη» το 1983, ένα γεγονός που στάθηκε ένα από τα σημεία αναφοράς για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα και έτσι έχει καταχωρηθεί στη συλλογική συνείδηση. Νομίζω ότι αυτό το διονυσιακού τύπου γλέντι, με την σχετική ελευθεριότητα που το χαρακτήριζε και με τη μαζική λαϊκή συμμετοχή, αντιπροσώπευε ένα οριστικό «αντίο» (farewell, το λέμε στο χωριό) στην «παλιά Ελλάδα» και ένα πέρασμα σε μια νέα εποχή. Βεβαίως, πολλοί θα επισημάνουν ότι αυτή η «απελευθέρωση» και η (σχετική, πάντα) χαλάρωση μιας σειράς «πρέπει» και περιορισμών, οδήγησαν σε ξεχείλωμα των ηθών και των κανόνων μιας «ευνομούμενης» κοινωνίας και σε μια γενικευμένη ασυδοσία. Μάλλον υπάρχει μια δόση αλήθειας στην παραπάνω εκτίμηση, αν και, επειδή σιχαίνομαι την ηθικολογία, τα ηθικοπλαστικά κηρύγματα και τα «κουνήματα» των δαχτύλων των διαφόρων αυτόκλητων υπερμάχων της κοινωνικής συνοχής, της τάξης, της ησυχίας και της ασφάλειας (οι γνωστοί διαχρονικοί φορείς συντήρησης και ανάσχεσης της οποιασδήποτε αληθινής προόδου των ανθρώπινων κοινωνιών), δεν θα την ασπαστώ πλήρως. Πάντως, θεωρώ και κάπως άδικο και άστοχο το να συνδέεται το συγκεκριμένο τραγούδι του Λουκιανού Κηλαηδόνη αποκλειστικά με το «Πάρτυ» της Βουλιαγμένης. Κυρίως γιατί, για εμένα τουλάχιστον, τα όμορφα και ξεχωριστά συναισθήματα που γεννάει η «Βουλιαγμένη» μπορούν να προκύψουν μόνο από ιδιαίτερες, συστηρώς προσωπικές, εμπειρίες (οι δυο σας, να αλητεύετε, να κάνετε μπάνιο γυμνοί και μεθυσμένοι υπό το καλοκαιρινό φεγγαρόφως καθώς και άλλα, αυστηρώς ακατάλληλα…, δι’ ανηλίκους και δια ηθικολόγους, πράγματα!) και όχι από μαζικές και απρόσωπες διονυσιακές και οργιαστικής φύσης τελετές, τύπου «Πάρτυ».

http://www.youtube.com/watch?v=3qnWuiv-Bmk

112. Αν μ’αγαπάς 

Σύνθεση: Γιάννης Σπανός

Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

Στίχος: Τάκης Καρνάτσος

Άλμπουμ: Φίλε…

1982

Το ν’ αγαπήσεις και να δοθείς ολοκληρωτικά σ’ έναν άνθρωπο μπορεί να σε οπλίσει με απίστευτη ενέργεια και δημιουργικότητα, δεν νομίζω ότι κανείς μπορεί να εγείρει αμφιβολίες επί τούτου. Ωστόσο, κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι εμπεριέχει κι ένα τεράστιο ρίσκο: Τι θα συμβεί αν η σχέση τερματιστεί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Θα μπορέσει να μαζέψει τα κομμάτια του και να ανασυνταχθεί ο πληγείς βαρύτερα παρά τω τερματισμώ της σχέσης; Και αν ναι πόσο γρήγορα θα μπορέσει να το κάνει; Όμως, όλοι όσοι έχουν ερωτευτεί έστω και μια φορά, γνωρίζουν ότι δεν υφίστανται περιθώρια λογικής επεξεργασίας και επιλογής όταν τα συναισθήματα σε βάζουν κάτω και χοροπηδούν επάνω στο στήθος σου. Επιπλέον, δεν μπορείς να ζήσεις όλη σου τη ζωή σε μια αποστειρωμένη γυάλα: αναγκαστικά θα πειραματιστείς και αναγκαστικά θα φας τα μούτρα σου. Το συμπέρασμα; Εύκολο να το διατυπώσεις, δύσκολο, συχνά, να το εφαρμόσεις: Δώσου, αφέσου, (κατρα)κύλησε στον έρωτά σου, αλλά προσπάθησε να μην απολέσεις το εγώ σου και να μην το αφήσεις να απορροφηθεί εντελώς από τον άλλο. Α, και μην ακούς τους κυνικούς που θα σπεύσουν να σου επισημάνουν ότι πρέπει να επιδεικνύεις πάντα μια κάποια αποστασιοποίηση λόγω του ότι «όλοι οι μεγάλοι έρωτες και αγάπες φθίνουν με το πέρασμα του χρόνου»: κάτι για το οποίο είμαι σίγουρος (και αυτή θα είναι η αισιόδοξη κατακλείδα του κειμένου) είναι ότι, ναι, υπάρχουν έρωτες που αντλούν ενέργεια από μια μυστική, αόρατη στα μάτια των πολλών και αστείρευτη πηγή, και οι οποίοι, επομένως, δεν φυλλορροούν ποτέ…

http://www.youtube.com/watch?v=rh9V6nW6yfs

111. Ώρες σιωπής 

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Φταίνε τα τραγούδια

1989

Στο κυνήγι της στιγμούλας. Μια σε βρίσκω μια σε χάνω στιγμούλα μου, αλλά, όχι, δε θα πω ότι πιο καλή είναι η μοναξιά. Γιατί εσύ ομορφαίνεις, χρωματίζεις και νοηματοδοτείς την ύπαρξή μου. Εσύ κι οι αδελφές σου, λαμπερές σταγόνες, διάσπαρτες εδώ κι εκεί σε έναν μουντό ωκεανό ρουτίνας, κοινοτοπίας, μιζέριας, νωθρότητας, ανούσιων ανησυχιών, αγχών, μελαγχολίας και μιας γενικότερης αίσθησης απουσίας νοήματος. Σαν τις μυριάδες αστεριών στον νυχτερινό ουράνιο τις ανέφελες νύχτες σε κάποια επαρχία, μακριά από την φωτορρύπανση των πόλεων. Από τη σιωπή εκκινώ, στιγμούλα μου, και στη σιωπή καταλήγω και στο ενδιάμεσο σε αναζητώ. Και όταν σε βρίσκω, αυτό το γνώριμο συναίσθημα της χαρμολύπης με καταλαμβάνει, αλλά επειδή δεν μπορώ να κάνω και αλλιώς, σε αγκαλιάζω και σε απολαμβάνω, έστω κι έτσι. Και ύστερα ξεγλιστράς και φεύγεις και μου μένει μόνο μια ανάμνηση (που πολλές φορές μου φαίνεται σαν μία απρόσωπη λογιστική καταχώρηση), την οποία προσπαθώ να ζωντανέψω. Δεν τα καταφέρνω  πάντα. Όμως, στιγμούλα μου, έχω καταλάβει ότι εκ φύσεως είσαι δυναμική, μεταλλασσόμενη, εθισμένη σε Οβιδιακές μεταμορφώσεις και παιχνιδιάρα. Έτσι, αν βάλω τα δυνατά μου, συγκεντρωθώ και σε κρατήσω γερά, όσες μορφές κι αν πάρεις (όπως ο Μενέλαος τον θεό Πρωτέα στην Αίγυπτο), τελικά μου παραδίνεσαι, έστω και απρόθυμα, έστω και για λίγο. Και εγώ (πού να κρατηθώ, ο φουκαράς;) σε ρουφάω αχόρταγος. Και ύστερα, άντε φτου κι απ’ την αρχή!

http://www.youtube.com/watch?v=PuNPoJIllXI

110. Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου 

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Γιοβάννα

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

1960

Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου πριν το θυμηθώ εγώ

Έλα να με βρεις, έστω  την ενδεκάτη ώρα

Και να μου ψιθυρίσεις αυτό που επέλεξα να ξεχάσω

Όταν πήρα την απόφαση να παίξω με τους όρους του αντιπάλου

 

Μισό κλειδί εγώ, μισό κλειδί κι εσύ

Αν τα ενώσουμε δεν έχουμε μόνο το ολόκληρο κλειδί

Έχουμε και την πόρτα και την κλειδαριά

Πώς ξεκλειδώνεις κάτι που δεν έχει κλειδωθεί ποτέ;

 

Στα όνειρά μου περπατούμε μαζί, όπως έλεγε κι ο Ρόυ

Ενώ στον ξύπνιο χώρια

Ποιός θα πει τι είναι αλήθεια και τι όχι;

Ποιός σκέφτεται τώρα; Εγώ, εσύ ή κάποιος άγνωστος για λογαριασμό και των δυο μας;

http://www.youtube.com/watch?v=gfBhk9FBP9w

109. Πριν το χάραμα 

Σύνθεση: Γιάννης Παπαϊωάννου

Ερμηνεία: Οδυσσέας Μοσχονάς

Στίχος: Χαράλαμπος Βασιλειάδης

1948

Μετά το σούρουπο και πριν το χάραμα, κάνει την εμφάνισή της άλλη μια εκδοχή του προαιώνιου και πανανθρώπινου μύθου της «επιστροφής του ασώτου». Από τον Οιδίποδα ως τον Παπαϊωάννου, αλλάζουν οι συνθήκες, αλλάζουν και οι άνθρωποι, αλλά το βασικό μοτίβο παραμένει αναλλοίωτο και, παράλληλα, δυναμικό και φευγαλέο, μετασχηματιζόμενο αενάως σε νέες μορφές και πειραματιζόμενο με νέες φόρμες, εμπνέοντας τους καλλιτέχνες της κάθε εποχής και ανοίγοντας νέους, απροσδόκητους, δρόμους με τη διαρκή διεύρυνση του περιεχόμενου και του νοήματός του. Γύρισα καλή μου, I’m back with a vengeance! Τα πράγματα ποτέ δεν θα είναι πια τα ίδια, αλλά δε θα μπορούσε και να ισχύει κάτι διαφορετικό. Δεν πρόκειται περί κύκλου, αλλά πρόκειται περί έλικας. Η τραγική ειρωνεία και η επανάληψη της ιστορίας ως φάρσας. Και, καλά όλα αυτά, αλλά όταν χαράξει, τι συμβαίνει; Με αυτό το ερώτημα θα μου επιτρέψετε να καταπιαστώ όταν φτάσουμε στο κατάλληλο τραγούδι, αρκετά πιο κάτω στη λίστα.

http://www.youtube.com/watch?v=IkR8x5VkO90

108. Καταγγέλω 

Σύνθεση: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Λαίλιος Καρακάσης

Άλμπουμ: Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις

1987

Από ένα ολόκληρο χρόνο στη ζωή μου θυμάμαι, κατά βάση, δυο μάτια. Δυο μεγάλα μπλε, εκφραστικά, παιχνιδιάρικα μάτια. Όλα τα υπόλοιπα που συνέβησαν εκείνη τη χρονιά έχουν ξεθωριάσει εντελώς και έχουν μείνει ως ασαφείς γκρίζες σκιές στη μνήμη μου. Είχα φτάσει να ζω περιμένοντας να έρθει η στιγμή που θα δω και πάλι τα μάτια αυτά. Μαγνητιζόμουν και χανόμουν μέσα τους και το απολάμβανα, ασφαλώς και με μια μικρή δόση μαζοχισμού. Και λέω μαζοχισμού γιατί, για συγκεκριμένους λόγους, δεν είχα καμία ελπίδα να πετύχω κάτι παραπέρα, κάτι «ουσιαστικό», ας πούμε. Ωστόσο, δεν είχα άλλη επιλογή από το να τα προσεγγίζω διαρκώς. Με τον τρόπο μου. Ήθελα να ήμουν κοντά τους όσο συχνότερα γινόταν, ήθελα να με εμπιστευτούν. Και με τον καιρό τα κατάφερα. Και τους δόθηκα ολοκληρωτικά, έγινα δικός τους, υποτασσόμουν στα θέλω τους και στα καπρίτσια τους, η διάθεσή μου καθοριζόταν από τα κέφια τους. Και όταν έφυγαν, με τον πλέον απότομο και άκομψο τρόπο, από τη ζωή μου, μούδιασα ολόκληρος. Ένας κόσμος, που τον είχα στήσει αποκλειστικά εγώ, αντλώντας από την έμπνευση και την ενέργεια που μου έδιναν εκείνα τα μάτια, κατέρρευσε αυτοστιγμεί. Περιέργως πως, συνήλθα σχετικά γρήγορα. Κι όταν έγραψα κάτι για εκείνα και τους τα έδωσα, όταν τα συνάντησα μετά από καιρό, τα δυο μπλε μάτια συγκινήθηκαν και δάκρυσαν. Οι συνθήκες είχαν αλλάξει δραματικά πια, όμως. Οι δρόμοι μας είχαν χωρίσει οριστικά. Έκτοτε δεν τα έχω ξαναδεί. Κάποιες φορές με επισκέπτονται στον ύπνο μου, παίζουν για λίγο μαζί μου κι ύστερα χάνονται. Κι εγώ, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, ξυπνάω πάντα έχοντας στο μυαλό μου έναν εύθυμο σκοπό, θυμάμαι όσα είχαν συμβεί μεταξύ μας και δεν τα νοσταλγώ ούτε μελαγχολώ. Απλά, χαμογελάω και αρχίζω την ημέρα μου με καλή διάθεση.

http://www.youtube.com/watch?v=Db0xDRds3Mo

107. Kuro siwo 

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Γιάννης Κούτρας

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Ο Σταυρός του Νότου

1979

Αρμύρα, αρμύρα και πάλι αρμύρα, η οποία νιώθω ότι ποτίζει όλο το Σύμπαν κάθε φορά που ακούω το Kuro Siwo. (Επίσης, κάθε φορά που ακούω το συγκεκριμένο άσμα θυμάμαι τον Μπέζο στους «Απαράδεκτους» να τραγουδάει: «Η λαμαρίνα, η λαμαρίνα όλα τα σβήνει…», αλλά ας μην το ευτελίσω εντελώς το θέμα…!). Βαριά η καλογερική, αλλά ακόμα πιο βαριά η ζωή του ναυτικού. Σας έχω εξιστορήσει σε προηγούμενες καταχωρήσεις κάποιες από τις περιπέτειές μου στη θάλασσα, έτσι δεν είναι; Σας έχω πει την ιστορία του ναυαγίου μου με το θρυλικό ατμόπλοιο «Φέθρυ Κιόπης» στα ανοιχτά της Οκινάουα; Όχι, ε; Λοιπόν, μεταφέραμε όπιο… εεεε… σπάνια φυτά της Άπω Ανατολής, ήθελα να πω, στην Ιαπωνία. Στα καλά του καθουμένου, κι ενώ ο καιρός ήταν τέλειος, ένα τεράστιο τσουναμοειδές κύμα εμφανίστηκε από το πουθενά και αναποδογύρισε το ένδοξο, μπαρουτοκαπνισμένο σκαρί μας, πριν, καν, προλάβουμε να αντιδράσουμε. Επιζήσαμε, από καθαρή τύχη και χάρη στην παροιμιώδη απειθαρχία μας, εγώ κι ο Τσου Τσου Τσου (να διευκρινίσω ότι κάθε «Τσου» προφέρεται διαφορετικά, αλλά αν δεν ομιλείτε την κοινή Μανδαρίνικη… μάταιος κόπος να σας εξηγήσω), ο Καντωνέζος καμαρώτος του «Φέθρυ Κιόπης». Βλέπετε, οι δυο μας, εκείνη την ώρα, αντί να κάνουμε ματσακόνι στα αμπάρια του πλοίου, ως οφείλαμε, λουφάραμε κάνοντας ηλιοθεραπεία στο κατάστρωμα (σας είπα ότι ο καιρός ήταν εξαιρετικός). Επίσης, η θεά τύχη δεν μας εγακτέλειψε κι όταν πέσαμε στο νερό: βρήκαμε τη μοναδική σωστική λέμβο που γλίτωσε από την ολοκληρωτική καταστροφή και βολοδέρναμε για μέρες σε αυτήν, δίχως εφόδια φυσικά, παραμιλώντας από την πείνα και την δίψα και με τον Τσου Τσου Τσου να είναι πεπεισμένος ότι ο Γκοτζίλα ήταν εκείνος που προκάλεσε το γιγαντιαίο κύμα και βούλιαξε το «Φέθρυ Κιόπης» και να έχει το κεφάλι του κρεμασμένο διαρκώς έξω από τη λέμβο, σαρώνοντας με τα μάτια του τα νερά, εν αναμονή του αποτρόπαιου τέρατος, το οποίο ήταν βέβαιος ότι θα επέστρεφε για να μας βρει και να ολοκληρώσει το έργο του. Και εκεί που, όντας πλέον σχεδόν αποτρελαμένος και με τη βούλα (γιατί μισότρελος ήμουν και από πριν), είχα πάρει την απόφαση να στραγγαλίσω τον Τσου Τσου Τσου και ύστερα να αυτοστραγγαλιστώ, ένα διερχόμενο αλιευτικό σκάφος, ως από μηχανής θεός, μας περισυνέλεξε. Ε, για να μην σας τα πολυλογώ, καταλήξαμε, εγώ κι ο Τσου Τσου Τσου, να παντρευτούμε τις δύο κόρες του Γιαπωνέζου ψαρά που μας έσωσε και να γίνουμε μπατζανάκηδες. Έστησα το σπιτικό μου εκεί, με παιδιά-σκυλιά-γατιά, μόνο που μετά από τρία χρόνια ζωής και κότας στην Οκινάουα, φεύ, με μόλυνε το μικρόβιο του νόστου για την πατρίδα κι έτσι αναχώρησα νύχτα από τη χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου, κίνηση που αποδέχτηκε τραγικώς εσφαλμένη, διότι αφενός είχα πέσει πολύ έξω στην προσδοκία μου ότι η γυναίκα μου στην Ελλάδα θα με περίμενε ως άλλη Πηνελόπη (ίσα ίσα, απ’ ότι έμαθα, η ακατονόμαστη έπεσε στην αγκαλιά του πρώτου Αντίνοου που την κόρταρε) και αφετέρου ο Γιαπωνέζος πεθερός μου αφιονίστηκε (γνωρίζετε, φαντάζομαι, πως είναι οι Γιαπωνέζοι με τα ζητήματα τιμής και υπόληψης) και εξαπέλυσε τα ντόμπερμαν της Γιακούζα στο κατόπι μου. Αφού κρύφτηκα στην Θορσάβν των Νήσων Φερόε για 2 χρόνια, περιμένοντας να κουραστούν οι διώκτες μου και να με παρατήσουν στην ησυχία μου, ξαναμπάρκαρα και έτσι, λοιπόν, τώρα που σας γράφω αυτές τις γραμμές, είμαι ο περήφανος αρχιλαντζιέρης στο κρουαζιερόπλοιο «Βασίλισσα του Σαβά», το οποίο διασχίζοντας τα γαλήνια νερά των Πέρα Θαλασσών ετοιμάζεται, σε λίγες ώρες, να πιάσει στο λιμάνι της Νήσου των Μακάρων. Μην ανησυχείτε βρε κουτά, θα δώσω φιλιά εκ μέρους σας στον Αχιλλέα και στον Μενέλαο!

http://www.youtube.com/watch?v=qGCspPvN2C0

106. Μπαγάσας 

Σύνθεση: Νικόλας Άσιμος

Ερμηνεία: Νικόλας Άσιμος

Στίχος: Νικόλας Άσιμος

Άλμπουμ: Το φανάρι του Διογένη

1987

Βρε μπαγάσα, δεν μπορώ να αποφασίσω τι με τρομάζει πιο πολύ: το ενδεχόμενο να μην υπάρχεις ή το ενδεχόμενο να υπάρχεις μεν, αλλά η ύπαρξή μου να σου είναι εντελώς αδιάφορη; Σκεφτείτε, φίλοι μου: Πόσο εύκολο είναι (ακόμα κι αν έχετε όλη την καλή διάθεση) να εξηγήσετε την γενική θεωρία της σχετικότητας σε ένα καγκουρό; Να ανταλλάξετε απόψεις για την σύγχρονη γεωπολιτική κατάσταση της Μέσης Ανατολής με έναν αρουραίο; Να διδάξετε τα βασικά βήματα του αργεντίνικου τάνγκο σε μια λιβελούλα; Βάλτε τώρα τον εαυτό σας στη θέση του καγκουρό, του αρουραίου ή της λιβελούλας. Νομίζω δεν είναι δύσκολο να κατανοήσετε ότι το μέγεθος και το είδος του αντίστοιχου χάσματος αντίληψης και δυνατοτήτων με ένα ανώτερο του ανθρώπου ον, πιθανότατα θα καθιστούσε το χάσμα αυτό αγεφύρωτο. Εκτός εάν είστε θιασώτες της πεποίθησης ότι στο αχανές Σύμπαν ο άνθρωπος είναι η υψηλότερη, η πιο νοήμων και η πιο εκλεπτυσμένη μορφή ζωής. Και εάν, όντως, η πεποίθησή σας αυτή ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, τότε… με τις υγείες μας και με τις υγείες σου, ω ζωή του Σύμπαντος κόσμου…!

http://www.youtube.com/watch?v=nAh45vCMOBQ

105. Μ’ ένα παράπονο 

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Ένα χαμόγελο

1969

Μια από τις αθεράπευτες (και βασανιστικά ανίατες) ασθένειες του ελληνικού τραγουδιού είναι η λεγόμενη κλαψομουνίαση. «Αχ βαχ, γιατί με άφησες, άπονη καρδιά, σκληρή ζωή, αχαριστία, μπλα, μπλα, μπλα» και, σας παρακαλώ, φέρτε γρήγορα τα υπογλώσσια μου γιατί δεν την παλεύω. Και καλά, πάει στο διάολο όταν πρόκειται για αυθεντικά σκυλοτράγουδα, δεν περιμένεις και κάτι καλύτερο. Αυτά, όμως, που δεν αντέχονται με τίποτα είναι κάτι δήθεν ποιοτικά έντεχνα τραγούδια που ανάγουν την κλαψομουνίαση σε υψηλής (ένα μέτρο κι είκοσι) μορφής τέχνη και που όταν ακούσεις τυχαία (ή, μάλλον, άτυχα) κάποιο εξ αυτών, σου γεννάται μια έντονη επιθυμία (εφόσον διαθέτεις, εννοείται, κάποια, έστω μικρά, ψήγματα νοημοσύνης και έναν μίνιμουμ βαθμό ψυχικής υγείας) πρώτα να κόψεις με πριονοκορδέλα τα αυτιά σου και να αφαιρέσεις χωρίς αναισθητικό το ακουστικό κέντρο του εγκεφάλου σου και ύστερα να ανατινάξεις με μπαζούκας τον «καλλιτέχνη» που εμπνεύστηκε το ανοσιούργημα. Και το κακό είναι ότι, όσο περνούν τα χρόνια, αυτά τα «άσματα» αυξάνονται και πληθύνονται και κατακυριεύουν τις συχνότητες των FM και τα CD / MP3 Players. Τέλος πάντων, ευτυχώς πάντα θα υπάρχουν τραγούδια που με λεβέντικο, αξιοπρεπή και σταράτο τρόπο μιλούν για καψούρες και ερωτικές απογοητεύσεις, όπως, καλή ώρα, το «Μ’ ένα παράπονο». Και το στοιχείο, βέβαια, που κάνει τη διαφορά εδώ, είναι η θαυμάσια μουσική με την οποία έντυσε αυτό το τραγούδι ο Μούτσης, ένας από τους κορυφαίους, πιο ιδιαίτερους, αλλά και πιο αδικημένους, κατά τη γνώμη μου, Έλληνες συνθέτες όλων των εποχών.

http://www.youtube.com/watch?v=UMaJXZpNccc

104. Η σωτηρία της ψυχής 

Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Λίνα Νικολακόπουλου

Άλμπουμ: Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ

1985

Δεν είμαι σίγουρος για τι πράγμα μιλάει ακριβώς αυτό το τραγούδι. Μα, το θέμα είναι προφανές, θα πει κάποιος: η σωτηρία της ψυχής, τι άλλο; Όμως, τι σημαίνει σωτηρία της ψυχής; Σημαίνει το ίδιο για τον κάθε άνθρωπο; Σημαίνει, έστω κάτι, για κάποιους; Δεν έχω απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα, όπως, εξάλλου, δεν έχω απαντήσεις στα περισσότερα από τα ερωτήματα που με έχουν απασχολήσει και με απασχολούν στη ζωή μου. Κι αυτό δεν μ’ ενοχλεί, ίσα ίσα είμαι από αυτούς που τους απωθούν οι τελικές λύσεις και απαντήσεις και που, αντιθέτως, πιστεύουν ότι το μυστήριο και η αμφιβολία πάνε χέρι με χέρι με τη γοητεία, την ομορφιά και τη διεύρυνση των οριζόντων. Ωστόσο, όπως δεν θεωρώ σωστό να κατασταλάζουμε και να εγκλωβιζόμαστε σε διάφορες μορφές απολυτότητας, έτσι πιστεύω και ότι δεν πρέπει να επιτρέπουμε στο μυστήριο και την αμφιβολία να γενικεύονται και να κυριαρχούν επί των πάντων στη ζωή μας, διαμορφώνοντας μια άκρως νεφελώδη και, βολικά, ασαφή, σχετικιστική και «χύμα» κοσμοθεωρία, γιατί τότε καταλήγουμε να βολοδέρνουμε, να αναλωνόμαστε και να τρωγόμαστε με τα ρούχα μας αενάως, χωρίς κανένα αποκούμπι και κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα. Άρα, εφόσον το ζήτημα της σημασίας της «σωτηρίας της ψυχής» με προβληματίζει και μου γεννά έντονα συναισθήματα, δεν μπορούσα να το αγνοήσω  και να το προσπεράσω έτσι εύκολα, θα έπρεπε να καταλήξω σε κάποιες βασικές αρχές, τουλάχιστον, για να έχω έναν μπούσουλα. Θα έλεγα, λοιπόν, ότι έχω συμπεράνει, από όσα έχω ζήσει και έχω σκεφτεί μέχρι σήμερα, ότι η ψυχή μας σώζεται όταν: α) εντοπίσουμε, σε πρώτο στάδιο, την εσωτερική μας μελωδία και ρυθμό, τα αποδεχτούμε, συντονιστούμε και εξασκηθούμε μαζί τους, τα ραφινάρουμε και τα διαμορφώσουμε, στο μέτρο του δυνατού, και β) βρούμε μια θέση για αυτά μέσα στο μεγάλο τραγούδι του κόσμου, κάτι όχι εύκολο αν αναλογιστεί κανείς ότι, σε πρώτο επίπεδο, τουλάχιστον, πρόκειται για ένα πολύφωνο, χαοτικό και άπειρο άσμα.

http://www.youtube.com/watch?v=8BoYOaSV6Zc

103. Μέθυσε απόψε το κορίτσι μου 

Σύνθεση: Μίμης Πλέσσας

Ερμηνεία: Γιάννης Πουλόπουλος

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Ο δρόμος

1969

Αν και δεν του φαίνεται εκ πρώτης ακροάσεως, πρόκειται για ένα πολύ… σέξι τραγούδι. Οι εικόνες που πλάθει καθώς ξετυλίγεται η αφήγηση είναι από υπαινικτικά ερωτικές έως, σχεδόν ξεκάθαρα, αισθησιακές και  αυτό οφείλεται, νομίζω, στο βασικό του (αρχετυπικό, θα έλεγα) μοτίβο και σε όσα αυτό υποδηλώνει. Το μοτίβο αυτό μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: «Έχεις διαβεί ή γκρεμίσει με επιτυχία όλα τα τείχη του γυναικείου κάστρου και, πλέον, εκείνη σου παραδίνεται ολοκληρωτικά. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα τώρα, οι ρόλοι είναι σαφείς, εσύ είσαι το αρχετυπικό αρσενικό (‘ρσενικό, που λέει κι ο Βοσκόπουλος), εκείνη είναι το αρχετυπικό θηλυκό, η λίμπιντό σας χτυπάει κόκκινο και είστε πιο έτοιμοι από ποτέ να βιώσετε την υπερβατική, μαγική στιγμή της ένωσής σας». Και όπως γνωρίζουμε όλοι μας, η μέθη η τεχνητή, η προκληθείσα εκ της καταναλώσεως ξυδιών, δεν μπορεί να συγκριθεί με τη φυσική μέθη που προκαλεί το άχρονο και ανεξάντλητο ποτό της ζωής και του έρωτα. Ε, κι αν τα δύο μεθύσια συμπέσουν, ακόμα καλύτερα, μπορεί να γράψεις και κανένα όμορφο τραγούδι, όταν, βεβαίως, ξεμεθύσεις. Και τώρα που το θυμήθηκα: είναι τυχαίο που στην αργκό το ξεμεθώ λέγεται ξενερώνω;;;

http://www.youtube.com/watch?v=0awSAf_Xa5A

102. Ο σαλταδόρος 

Σύνθεση: Μιχάλης Γενίτσαρης

Ερμηνεία: Μιχάλης Γενίτσαρης

Στίχος: Μιχάλης Γενίτσαρης

1945

Κυρίες και κύριοι: άμυνα, ανταρτοπόλεμος, τακτική πονηριά και στοχευμένες αντεπιθέσεις. Κακά τα ψέματα, όλα τα παραπάνω ταιριάζουν, ιστορικά και ιδιοσυγκρασιακά, στον Έλληνα, όταν πολεμάει. Από τους Περσικούς πολέμους μέχρι σήμερα, αυτό είναι το μοτίβο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, οι οποίες, μάλιστα, συνήθως οδηγούν σε τραγωδίες με βαρύτατες συνέπειες. Βέβαια, το μοτίβο αυτό επεκτείνεται και αλλού. Δείτε για παράδειγμα με ποια φιλοσοφία αγωνίζονται οι εθνικές ομάδες μπάσκετ και ποδοσφαίρου και πόσο εντυπωσιακά αποτελέσματα επιτυγχάνουν, όταν μένουν πιστές σε αυτήν. Το θέμα είναι το εξής, φυσικά: καλή η φιλοσοφία και η νοοτροπία του ανταρτοπόλεμου και του «σαλταδορισμού» όταν μάχεσαι και κινδυνεύει η σωματική, η εθνική ή η όποια άλλη ακεραιότητά σου, αλλά τι γίνεται όταν εμποτίσει την καθημερινότητα μιας κοινωνίας και καταστεί συνήθης πρακτική; Ε, τι γίνεται τότε; Ξέρω γω, δε ρίχνετε μια ματιά γύρω σας, όσοι εξ υμών διαβιείτε στην «κατοικία των θεών», την Ελλαδάρα μας; Και προσέξτε την ειρωνεία της ιστορίας: η σχέση αιτίου-αιτιατού αντεστράφη πλήρως. Εκεί που η Κατοχή του 1941-44 της χώρας προκάλεσε την εμφάνιση των σαλταδόρων, στις μέρες μας η δράση κάποιων μεγαλοσαλταδόρων, αφενός, και η γενικότερη διάχυση του σαλταδορισμού σε όλα τα στρώματα της κοινωνίας, αφετέρου, προκαλεί, κατά πως φαίνεται, μια νέα, ιδιότυπη, «Κατοχή», με τους ίδιους, μάλιστα, πρωτεργάτες. Πλάκα δεν έχει αυτό το Σύμπαν;

http://www.youtube.com/watch?v=SX_z-VSOq5M

101. Κι αν είμαι ροκ 

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Δώρα Σιτζάνη

Άλμπουμ: Για μια μέρα ζωής

1980

Κι αν είμαι ροκ, είμαι και ποπ και τζαζ και φανκ και πανκ, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσα να ήμουν ροκ.

 

 

http://www.youtube.com/watch?v=P-kzeisyMbw

 

100. Με τα φώτα νυσταγμένα (Οι νταλίκες) 

Σύνθεση: Χρήστος Νικολόπουλος

Ερμηνεία: Γιώργος Σαρρής

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Παίξε Χρήστο επειγόντως

1982

Καθώς περιπλανιέμαι μέσα στο λαβύρινθο της πόλης, κάθε στροφή που παίρνω με φέρνει πιο κοντά σου… Η ελπίδα…  Τι θα μου συμβεί όταν, επιτέλους, σε βρω δεν το γνωρίζω, κάτι που έπεται του ότι δεν γνωρίζω τι ακριβώς είσαι εσύ… Η αβεβαιότητα… Συνεχώς καταλήγω σε αδιέξοδα, χάνω πολύ χρόνο, απογοητεύομαι, αλλά δεν το βάζω κάτω, νιώθω πως είμαι πια πολύ κοντά σου για να παρατήσω την προσπάθεια… Η επιμονή…  Εξάλλου έχω βυθιστεί τόσο πολύ στην αναζήτησή μου, έχω έρθει τόσο κοντά στην πόλη κι η πόλη έχει έρθει τόσο κοντά σε εμένα, που έχω μετουσιωθεί σε κάτι άλλο από αυτό που ήμουν πριν ξεκινήσω, κάτι όχι ριζικά διαφορετικό, αλλά κάτι μάλλον διευρυμένο, στηριγμένο στον ίδιο βασικό πυρήνα… Η αλλαγή… Χαμένος μέσα στα δαιδαλώδη σοκάκια της πόλης και της ψυχής μου, καταλαμβάνομαι από οδύνη για όλα αυτά που πρόκειται να αφήσω πίσω μου, ενώ παράλληλα με πλημμυρίζει ένα πρωτόγνωρο αίσθημα ανεξαρτησίας και απελευθέρωσης. Κάτι πεθαίνει για να αναγεννηθεί από τις στάχτες του σε κάτι καινούριο… Η εξέλιξη

http://www.youtube.com/watch?v=eK3_LJetFms&feature=related

99. Σε θέλω 

Σύνθεση: Βαγγέλης Γερμανός

Ερμηνεία: Βαγγέλης Γερμανός-Ελευθερία Αρβανιτάκη-Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Βαγγέλης Γερμανός

Άλμπουμ: Τα Μπαράκια

1981

Τα «Μπαράκια» είναι ένα από τα κορυφαία ελληνικά μουσικά άλμπουμ όλων των εποχών, τελεία και παύλα. Είναι ένας (δι)αχρονικός και πολυπρισματικός μαγικός καθρέφτης, ένα φευγαλέο καλειδοσκόπιο γοητευτικών, μελαγχολικών και, συχνά, παραμυθένιων και απρόσμενων εικόνων, καταστάσεων και συναισθημάτων, το οποίο δεν μπορεί παρά να ξεχωρίζει στον αιώνα τον άπαντα ως μία κιβωτός του αυθεντικά όμορφου ελληνικού (και όχι μόνο) τραγουδιού. Τα «Μπαράκια» ξεγλιστρούν εύκολα από όλες τις προσπάθειες ταξινόμησης, κατηγοριοποίησης και κατάταξης. Ανήκουν στον εαυτό τους και στη συλλογική ψυχή της ανθρωπότητας και πουθενά αλλού. Είναι ένα διαμάντι, του οποίου η λάμψη δεν θα ξεθωριάσει ποτέ. Υπέροχες φολκίζουσες μελωδίες και στίχοι, άλλοτε ανεπιτήδευτοι και πλούσιοι στην απλότητά τους και άλλοτε γοητευτικά αινιγματικοί, διαπλέκονται αρμονικά, οικοδομώντας τον σκελετό και τη σάρκα του δίσκου και δίνοντας του αίμα και πνοή. Η ερμηνεία του δημιουργού Βαγγέλη Γερμανού, εξαιρετική και απόλυτα ταιριαστή με το πνεύμα και το ύφος των τραγουδιών, είναι το κερασάκι στην τούρτα ενός σπάνιου καλλιτεχνήματος. Δεν φείδομαι χαρακτηρισμών, όπως διαπιστώνετε, αλλά πραγματικά νιώθω ότι δεν υπερβάλλω. Δε λέω, ίσως παίζει ρόλο και το γεγονός ότι είμαι συναισθηματικά δεμένος με τα «Μπαράκια», μια και αποτέλεσαν (ευτυχώς για εμένα!) μια από τις πρώτες μου επαφές με την μουσική. Τα πρώτα τραγούδια που θυμάμαι, νήπιο, να σιγοτραγουδάω ήταν το «Δυο-δυο» και ο «Κηπουρός». Και, φυσικά, η καλη ημέρα από το πρωί φαίνεται, τόσο (ελπίζω!) για εμένα όσο και για τον δίσκο: το πρώτο τραγούδι του σε εισάγει ιδανικά στο κλίμα. Η ερωτική επιθυμία, απογυμνωμένη και εκτυφλωτική, ακτινοβολώντας το σκοτεινό της μεγαλείο. Ικανή να σε κινητοποιήσει όσο τίποτε άλλο, ικανή να σε βυθίσει στα μαύρα τάρταρα της απελπισίας. Να τη νιώθεις να σε κατακυριεύει, με μια απίστευτη ένταση, και να σε καίει από τα μέσα προς τα έξω. Να σε κάνει να ψήνεσαι στον πυρετό για το αντικείμενο του πόθου σου. Να σε κάνει να ακροβατείς μεταξύ υπερρεαλισμού και φαντασίας, μεταξύ αποθέωσης και απόγνωσης, μεταξύ ονείρου και εφιάλτη. Να σε κάνει, εν κατακλείδι, να πλημμυρίζεις από ζωή…

http://www.youtube.com/watch?v=_T_hdTjuTuY

98. Σουξεδιάρικο 

Σύνθεση: Νίκος Ξυδάκης

Ερμηνεία: Δημήτρης Κοντογιάννης

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Τα δήθεν

1979

Τραγούδι που συνδυάζει στο ρεφραίν του το λοφάκι της Καστέλλας με το Βόρειο Σέλας, κερδίζει αυτοδικαίως μια θέση στη λίστα μου. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Πρόκειται για ένα τραγούδι που αν και τα δομικά του συστατικά φαντάζουν παράταιρα, κατορθώνει να βρει τη συγκολλητική εκείνη ουσία (η οποία κατά τη γνώμη μου είναι η υπολανθάνουσα παιχνιδιάρική του διάθεση) που τα συνδυάζει και τα δένει μεταξύ τους σε ένα σύνολο, το οποίο, αφενός, δεν  καταργεί τα επιμέρους αυτά στοιχεία και, αφετέρου, διαθέτει, σαν τελικό αποτέλεσμα, ουσία, νόημα και λόγο ύπαρξης. Είναι, για να το πω όσο πιο απλά και ξεκάθαρα μπορώ, ένα ελληνικό λαϊκό τραγούδι αρχετυπικό και υπερβατικό, ταυτόχρονα, τόσο ίδιο αλλά και τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα λαϊκά τραγούδια. Και γι’ αυτό είναι τόσο ξεχωριστό.

http://www.youtube.com/watch?v=qFX6-reaM74

97. Πρώτο ραντεβού στο Θησείο (Στην πλατεία Αμερικής)

Σύνθεση: Σταύρος Παπασταύρου

Ερμηνεία: Γιώργης Χριστοδούλου

Στίχος: Γιώργης Χριστοδούλου

Άλμπουμ: Γιαπωνέζικοι Κήποι

1998

Ε, τι, μόνο σκυλοκαψούρικα και εντεχνοκλαψομουνιάρικα τραγούδια θα παράγουν οι ερωτικές απογοητεύσεις των εν Ελλάδι «δημιουργών»; Μια στο τόσο θα βγαίνει κι ένα γλυκό, μελαγχολικό και ανθρώπινο τραγουδάκι εμπνευσμένο από μια τέτοια εμπειρία. Η αλήθεια, πάντως, είναι ότι, ανεξαρτήτως του ποια θα είναι η μετέπειτα εξέλιξη των πραγμάτων, το πρώτο ραντεβού περιβάλλεται, σχεδόν πάντα, από μια μαγική αύρα. Είναι μια κατάσταση κατά την οποία όλα τα μυθοποιούμε και τα εξιδανικεύουμε και στα πόδια μας φυτρώνουν φτερά. Και, τελικά, δεν έχουμε άδικο, διότι, έστω και αν οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους συνάπτουμε σχέσεις σε αυτήν την ζωή απομυθοποιούνται και έρχονται στις σωστές τους διαστάσεις (το τι σημαίνει αυτό το «σωστές διαστάσεις», βέβαια, είναι άλλη κουβέντα) με το πέρασμα του χρόνου, εμείς, στην πραγματικότητα, δεν ενθουσιαζόμαστε και εκστασιαζόμαστε τόσο με αυτούς τους συγκεκριμένους ανθρώπους που είναι μαζί μας στο πρώτο ραντεβού, όσο με τις ιδιαίτερες συνθήκες που επικρατούν σε αυτό και τα όμορφα συναισθήματα που μας γεννώνται. Είθε κάθε ραντεβού μας να είναι σαν το «πρώτο ραντεβού», λοιπόν. Και όσοι έχετε καιρό να ζήσετε πρώτο ραντεβού, δε χρειάζεται να το επιδιώκετε με μανία και θρησκευτική προσήλωση, απλά ονειρευτείτε το, με ανοιχτά τα μάτια σας, και αφήστε το να έρθει εκείνο σε εσάς. Αρκεί να είστε συγκεντρωμένοι και πανέτοιμοι όταν εμφανιστεί, ώστε να μην το αφήσετε να ξεγλιστρήσει μέσα από τα χέρια σας.

http://www.youtube.com/watch?v=_xNzZcAYn8Y

96. Σαν μαγεμένο το μυαλό μου

Σύνθεση: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας

Ερμηνεία: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας

Στίχος: Δημήτρης Γκόγκος, Μπαγιαντέρας

1940

Το τραγούδι αυτό αποκτά ένα ξεχωριστό και συγκλονιστικό, θα έλεγα, νόημα, αν αναλογιστεί κανείς την τύχη του δημιουργού του, του θρυλικού ρεμπέτη Μπαγιαντέρα, ο οποίος κατά τη διάρκεια της Κατοχής έχασε το φως του λόγω αβιταμίνωσης, και μάλιστα την ώρα που βρισκόταν επάνω στο πάλκο και τραγουδούσε. Το νόημα αυτό έγκειται στο ότι, για να το πω όσο πιο απλά μπορώ, ακόμα κι όταν όλα τα άλλα φώτα σβήνουν υπάρχει ένα φως, το φως του μυαλού, που μένει πάντα αναμμένο. There is a light that never goes out, που έλεγαν και οι Smiths. Όσοι δε, πειραματίζονται με αυτό το φως και μαθαίνουν τον τρόπο να το χειρίζονται, γρήγορα ανακαλύπτουν πως πολλά, κατά την επικρατούσα άποψη, μαγικά, τρελά και ανέφικτα όνειρα κι επιδιώξεις μπορούν να πραγματοποιηθούν. Κι άμα κατέχεις αυτή τη μαγική φόρμουλα, τότε αποκτάς το πλεονέκτημα του να μπορείς να επιβιώνεις, ακόμα και υπό πολύ ακραίες συνθήκες. Πέρα από τα προαναφερθέντα, πάντως, που αποτελούν, ασφαλώς, δικές μου σκέψεις, νομίζω ότι λίγοι θα προέβαλαν αντιρρήσεις στην εκτίμηση μου ως προς το ότι το «Σαν μαγεμένο το μυαλό μου» είναι ένα από τα ομορφότερα, αυθεντικότερα, συγκινητικότερα και διαχρονικότερα ρεμπέτικα (και όχι μόνο) ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών.

http://www.youtube.com/watch?v=q_iaV-BF20E

95. Μηχανικά

Σύνθεση: Γιάννης «Μπαχ» Σπυρόπουλος

Ερμηνεία: Τερμίτες

Στίχος: Μιχάλης Μαρματάκης

Άλμπουμ: Η αμαρτωλή Μαρία

1984

Από κρεβάτι σε καναπέ και από μάλλινη σε λινή κουβέρτα. Και ξανά πίσω. Μηχανική και σχεδόν αντανακλαστική διεκπεραίωση των βασικών λειτουργιών (φαΐ, νερό, τουαλέτα) με την ελάχιστη δυνατή προσπάθεια. Καταβύθιση για μέρες στην κατάθλιψη και στην απόγνωση, η οποία όταν ξεπερνά κάθε όριο καταλήγει σε πάγωμα, αδράνεια και, πρακτικά, άρνηση ζωής. Σιωπή, πηχτή και αδιαπέραστη, εσωτερική και εξωτερική. Ο ύπνος και τα όνειρα πολύ συχνά ως καταφύγιο, με πολύ ακριβό τίμημα όμως όταν έρθει η ώρα της επιστροφής στην πραγματικότητα. Εμφάνιση ποικίλων σωματικών συμπτωμάτων: δερματικών, αναπνευστικών, κεφαλαλγικών. Μια ύπαρξη σε κατάρρευση και κανένα φως ελπίδας ορατό στον ορίζοντα. Ξεσπάσματα από το πουθενά. Ματαίωση των πάντων. Ένα κομμάτι του οργανισμού που δε λέει να παραδοθεί, όμως σταδιακά αποδυναμώνεται κι αυτό. Προσφορά βοήθειας από αγαπημένα πρόσωπα και φίλους, δίχως αποτελέσματα. Μια γκρίζα, αδιαφοροποίητη ομίχλη τυλίγει το Σύμπαν ολόκληρο. Αυτοφυλάκιση μέσα σε ένα αδιαπέραστο κουκούλι. Και παρ’ όλα αυτά η σωτηρία θα εμφανιστεί, αναπάντεχη και από την πίσω πόρτα. Θα αδράξει την ευκαιρία;

http://www.youtube.com/watch?v=PYvwgFnVXmA

94. Με το βοριά

Σύνθεση: Γιώργος Ζαμπέτας

Ερμηνεία: Πάνος Τζανετής

Στίχος: Δημήτρης Χριστοδούλου

1965

Ένα βοριαδάκι είναι αρκετό, πολλές φορές, για να μας κάνει να νιώσουμε καλύτερα και να πάρουμε τα πάνω μας. Ειδικά άμα έχει πλακώσει καμιά ζέστη με υγρασία, καμιά κουφόβραση, που δεν μας αφήνει να πάρουμε ανάσα, το βοριαδάκι είναι βάλσαμο πραγματικό. Από την άλλη, αν σε βρει απροετοίμαστο το βοριαδάκι και έχει… κέφια, μπορεί να σε στείλει αδιάβαστο και να σε κάνει να τουρτουρίζεις και να μην ξέρεις από πού σου ήρθε και πως να προφυλαχθείς. Έτσι είναι η ζωή, όμως, με τα πάνω της και τα κάτω της, κι έτσι ήταν πάντα, δηλαδή. Κι εγώ, να σας πως την αλήθεια, έχω μια τάση να καβαλάω «βοριαδάκια» και «βοριαδάρες» που φυσούν ενίοτε στη ζωή μου. Ειδικά αν προέρχονται από εμένα ή αν συντονίζονται με τους αέρηδες, τους ανεμοστρόβιλους και τις θύελλες που μαίνονται εντός μου. Το γνωρίζω, φυσικά, ότι αναλαμβάνω ρίσκα και διακινδυνεύω διάφορες «κατακτήσεις» μου, ενίοτε, αλλά… ζωή χωρίς κινδύνους είναι σαν μπιφτέκι χωρίς κιμά, σαν γκουακαμόλε δίχως αβοκάντο και σαν τσίλι χωρίς καψικίνη…

http://www.youtube.com/watch?v=lej2AK8N1ek

93. Θεός αν είναι

Σύνθεση: Goran Bregovic

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Λίνα Νικολακοπούλου

Άλμπουμ: Παραδέχτηκα

1991

Από το αόρατο παρατηρητήριό Του, ο Θεός του κόσμου τούτου παρατηρεί τις τελευταίες μέρες του δημιουργήματος Του. Δυστυχώς, τόσο για εμάς, τα ζωντανά πλάσματα του κόσμου Του, όσο και για Εκείνον, δεν μπορεί να παρέμβει για να το σώσει. Υπάρχουν, βλέπετε, κάποιοι απαράβατοι κανόνες που Του έχουν τεθεί από ψηλά. Ναι, ναι και βέβαια ο Θεός μας δεν βρίσκεται στην κορυφή της ιεραρχικής πυραμίδας, εντολές άνωθεν λαμβάνει κι Αυτός, όλοι αναφέρονται σε κάποιον σε αυτό το Σύμπαν, τελικά, και κανείς δεν γνωρίζει αν η «αλυσίδα διοίκησης» (chain of command, στην ιδιόλεκτο της Μάντρας και της Μαγούλας) συνεχίζεται στο διηνεκές ή αν σταματάει κάπου, αν υπάρχει, δηλαδή, μια ανώτατη πηγή εκπόρευσης δύναμης (αν και οι περισσότεροι υποψιάζονται ότι ισχύει το πρώτο). Φυσικά, ο Θεός μας έχει παρέμβει πολλές φορές έμμεσα και έχει αφήσει του… κόσμου τα σημάδια, μπας και μπορέσει / φιλοτιμηθεί κανένας από εμάς να κάνει επιτέλους αυτό που πρέπει, ώστε να επιτευχθεί ο σκοπός της ύπαρξης μας και να απαλλαγεί και Εκείνος των καθηκόντων Του για να πάρει και εκείνη την προαγωγή που τόσους αιώνες (γεωλογικούς) λαχταρά. Ειδάλλως, γνωρίζει πολύ καλά τι ορίζει ρητά το βιβλίο των θεϊκών κανόνων και ποια είναι η μοίρα που Του επιφυλάσσεται: φτου κι από την αρχή και πάλι τα ίδια σε έναν άλλο κόσμο. Ποιός είναι ο σκοπός της ύπαρξης μας, παρατηρώ ότι ρωτάτε, με ευδιάκριτη την προσμονή και αγωνία στα πρόσωπά σας; Μα… να γίνουμε Θεοί στη θέση του Θεού μας, τι άλλο; Κατ’ εικόνα και καθ΄ομοίωσιν; Βασιλεία των Ουρανών; Νιρβάνα; Hello, τόση και τόση βοήθεια μας έχει δώσει απλόχερα ο (άνθρωπος, πήγα να πω, χωρίς να είμαι και εντελώς λάθος, όμως!) Θεούλης μας μπας κι εμείς τα βόδια καταλάβουμε τι παίζει, αλλά εμείς τίποτα, γρυ δεν σκαμπάζουμε, ντιπ για ντιπ… Τι; Ρωτάτε πως γίνεται κανείς Θεός; Χμμμ… αν το είχα βρει, θα ήμουν ήδη στη θέση Του και θα σας μιλούσα από καθέδρας, δεν βρίσκετε; Εκτός και αν.. έχω ήδη αναλάβει σχετικά καθήκοντα και, αυτήν την στιγμή, σας τεστάρω… Α, χα! Δεν μπορείτε να το ξέρετε, έτσι δεν είναι; Για να είστε εντελώς σίγουροι, πάντως, σας προτείνω να μου δηλώσετε, αρχικά, υποταγή και τα άλλα θα τα βρούμε στην πορεία, βρε κουτά! Α, μπα! Γιατί τσαντίζεστε; Πόσο διαφέρω εγώ, δηλαδή, από άλλους «προφήτες» και ιδρυτές θρησκειών;;;

http://www.youtube.com/watch?v=cuAuT5iWIw8

92. Λίνα

Σύνθεση: Νικόλας Άσιμος

Ερμηνεία: Νικόλας Άσιμος

Στίχος: Νικόλας Άσιμος

Άλμπουμ: Το φανάρι του Διογένη

1987

Σπάνια έχω δει να επιχειρείται η επίτευξη μιας τέτοιας «ισορροπίας τρόμου» όπως σε αυτό το τραγούδι: το αυθεντικό ερωτικά σπαραξικάρδιο στοιχείο, από την μία πλευρά, και, από την άλλη, το σλαπ-στικ κωμικά σπαρταριστό στοιχείο. Ή, αλλιώς, εκεί που ο Χάρρυ Νίλσσον συναντά τον Φρανκ Ζάππα. Και ο γάμος, αν και πολύ φιλόδοξος, λειτουργεί σε απρόσμενα  επιτυχημένο βαθμό: η μελαγχολία και η ερωτική απογοήτευση εναλλάσσονται με το γέλιο και το παράλογο, χωρίς η κατάσταση να γέρνει μονόμπαντα, όμως, είτε προς την μία είτε προς την άλλη πλευρά. Και, τελικά, νομίζω ότι η «Λίνα» είναι η τέλεια σύνοψη της ζωής και της καλλιτεχνικής πορείας αυτής της τόσο ταραγμένης και αμφιλεγόμενης προσωπικότητας, του Νικόλα Άσιμου.

http://www.youtube.com/watch?v=CFhEYHKTyvA

91. Πίνω και μεθώ

Σύνθεση: Σπύρος Περιστέρης

Ερμηνεία: Ζαχαρίας Κασιμάτης

Στίχος: Σπύρος Περιστέρης

1934

Μπορώ να απαρνηθώ, να εξαφανίσω εντελώς βρε παιδί μου, το απολλώνιο στοιχείο από τις έλικες του DNA μου, και να κρατήσω μόνο το διονυσιακό, εγώ, ο Νεοέλλην; Ναι, το ξέρω ότι το θέλουν και άλλοι αυτό (ποιος δεν θα το’ θελε;), αλλά η διαφορά η δική μου είναι ότι εγώ και μπορώ και θα τα καταφέρω! Και ο λογαριασμός ας πάει σε άλλους, δεν μ’ ενδιαφέρει σε ποιους, εγώ μια φορά δεν πληρώνω, δεν πληρώνω!

http://www.youtube.com/watch?v=Es0CXccgv7s

90. Της καληνύχτας τα φιλιά

Σύνθεση: Χρήστος Νικολόπουλος

Ερμηνεία: Ελευθερία Αρβανιτάκη

Στίχος: Λίνα Νικολακοπούλου

Άλμπουμ: Μένω εκτός

1991

Η υπέροχη βραδιά του πρώτου επίσημου ραντεβού μας πλησίαζε στο τέλος της. Φτάσαμε σπίτι της και, αφού πάρκαρα μπροστά από το γκαράζ της πολυκατοικίας της, μείναμε εκεί να τα λέμε. Σύντομα, οι παρατεταμένες σιωπές, με τα βλέμματα δηλωτικά πόθου και πραγμάτων που δεν μπαίνουν σε λόγια, κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα. Της χάιδεψα το χέρι, και έβαλα το άλλο χέρι μου στην πλάτη της και εκείνη, σαν να περίμενε από ώρα την κίνησή μου, χώθηκε στην αγκαλιά μου. Ύστερα από λίγο φιληθήκαμε, φυσικά. Για πολλή ώρα, φυσικότερα. Ύστερα σταματήσαμε για λίγο και κοιταζόμασταν. Ύστερα αγκαλιαστήκαμε και ύστερα ξαναφιληθήκαμε. Και πάλι από την αρχή. Είχε περάσει ώρα πολλή. Δεν θέλαμε να αποχωριστούμε ο ένας τον άλλο, όπως γίνεται αντιληπτό. Το έβλεπα στα μάτια της, ήθελε να μου πει να ανέβω στο διαμέρισμά της, αλλά τα έμφυτα και τα επίκτητα «πρέπει» της την εμπόδιζαν να το κάνει. Κι εγώ, ασφαλώς, δεν μπορούσα να την πιέσω. Τελικά με καληνύχτισε λέγοντάς μου: «Δεν μπορώ να αρχίσω καν να σου περιγράφω πως πέρασα και πως ένιωσα απόψε. Καληνύχτα, θα τα ξαναπούμε σύντομα» και μου έδωσε ένα γλυκό, μακρόσυρτο φιλί στα χείλη. Είχα αγγίξει την απόλυτη ευτυχία, ακριβώς γιατί ήξερα ότι, έστω κι αν ένιωθα τέλεια εκείνη τη στιγμή, τα καλύτερα ήταν, ακόμα, μπροστά μου. Ένα από τα πολλά οξύμωρα του έρωτα. Βγήκε, μου χαμογέλασε, και στο χαμόγελό της διάβασα το «Θα ήθελα όσο τίποτε άλλο, αλλά…». Κοντοστάθηκε για λίγο και ύστερα κατευθύνθηκε προς την είσοδο της πολυκατοικίας. Αφού σιγουρεύτηκα ότι η πόρτα είχε κλείσει πίσω της, έβαλα μπρος την μηχανή. Σε τέλειο συγχρονισμό, από το ραδιόφωνο ξεχύθηκαν οι πρώτες νότες του αγαπημένου τραγουδιού μας. Μόλις λίγο νωρίτερα ήταν που συζητούσαμε για αυτό και είχαμε εντυπωσιαστεί που άρεσε και στους δυο μας. Τότε, άκουσα τον ήχο κλήσης του κινητού μου. Φυσικά, ήξερα ποια με καλούσε. «Το ακούς;», μου είπε. «Ναι», απάντησα. «Φανταστικό, ε;». «Κάτι παραπάνω από φανταστικό». «Μμμμ… νομίζω κάποιος θέλει να μας πει κάτι…». «Δεν έχω καμία αμφιβολία επ’ αυτού». «…». «…». «Αυτή η βραδιά δε θέλει να τελειώσει με τίποτα, ε;». «Τι να πω, δεν ξέρω, το Σύμπαν έχει κέφια απόψε και δε νομίζω να μας αφήσει σε ησυχία». «Ναι… έχεις δίκιο…». «…». «…Καληνύχτα, σε φιλώ…». «Καληνύχτα». Λίγα δευτερόλεπτα αφού είχαμε τελειώσει τη συνδιάλεξή μας, την κάλεσα εγώ, ήταν η σειρά μου. «Να έρθω από εκεί;», τη ρώτησα. «Σε περιμένω», μου αποκρίθηκε. Ήταν η στιγμή, ακριβώς, κατά την οποία αφαιρέθηκα και τράκαρα… Όταν συνήλθα, ήμουν σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου, φασκιωμένος από την κορυφή ως τα νύχια με επιδέσμους, σαν την μούμια. Εκείνη ήταν δίπλα μου και μου κράταγε μαλακά το χέρι, δηλαδή τον γύψο. Βόγγηξα λίγο, νομίζω όχι τόσο γιατί πόναγα όσο για να με λυπηθεί λίγο παραπάνω. Όντως, με κοίταξε με ένα συμπονετικό βλέμμα. «Νιώθω σαν βλάκας», της είπα. «Πολύ κακώς. Εγώ χαίρομαι που είσαι καλά». «Είμαι;». «Είσαι, ναι, οι γιατροί είναι καθησυχαστικοί». «Ουφ…Την γκαντεμιά μου μέσα». «Σε καταλαβαίνω, αλλά δεν έχεις λόγο να μεμψιμοιρείς και να γκρινιάζεις. Εγώ είμαι εδώ, βλέπεις, δεν είναι όλα χάλια». Διάβαζα το ειλικρινές ενδιαφέρον στην έκφραση του προσώπου της και αυτό με συγκινούσε. «Ξέρεις τι θα ήθελα;», την ρώτησα μετά από λίγο. «Τι; Πες μου, ό, τι θες!». «Θέλω να τραγουδήσουμε μαζί… ξέρεις τι», της είπα και με υπερπροσπάθεια και πόνο της έκλεισα το μάτι. Το πρόσωπό της φωτίστηκε. «Θα το ήθελα πάρα πολύ κι εγώ», με διαβεβαίωσε. «Λοιπόν», είπα, «με το 1, με το 2, με το 3: Εδώ να μείνεις…».

http://www.youtube.com/watch?v=DtgUwbaTkog

89. Βρέχει στη φτωχογειτονιά

Σύνθεση: Μίκης Θεοδωράκης

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Τάσος Λειβαδίτης

Άλμπουμ: Πολιτεία

1959

Καταλαβαίνεις, πραγματικά και πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι κάτι είναι εγγεγραμμένο στη συλλογική μνήμη και ψυχή ενός λαού ή μιας κοινωνίας, όταν αυτό το κάτι, ενταγμένο στο κατάλληλο πλαίσιο (συνήθως ένα δυνατό καλλιτεχνικό δημιούργημα), μπορεί να σε κάνει να συγκινηθείς και να «ενσυναισθανθείς» τις καταστάσεις στις οποίες αναφέρεται, έστω κι αν, κατά τ’ άλλα, αυτό το κάτι έρχεται σε πλήρη αντίθεση με την κοσμοθεωρία σου, τις εμπειρίες σου και το υπόβαθρό σου. Τα παραπάνω εκφράζουν σε ικανοποιητικό βαθμό τη σχέση μου με το «Βρέχει στη Φτωχογειτονιά» και εξηγούν γιατί πάντοτε η ακρόασή του θα με αγγίζει, όπως νομίζω και τους περισσότερους εξ υμών, παρά το ότι, κατά τ’ άλλα, δυσκολεύομαι να βρω σημεία ταύτισης μαζί του. Και εάν εξ αφορμής της στάσης μου αυτής με κατηγορήσετε για ελιτισμό, δεν θα έχετε, μάλλον, πολύ άδικο. Απλά, ορισμένες φορές, και ειδικά στο απέραντο φρενοκομείο «Η Ψωροκώσταινα», όπου είμαστε όλοι τρόφιμοι, η προσφυγή στον ελιτισμό προβάλλει ως η μόνη επιλογή για να μην απολέσεις και τα έσχατα ψήγματα ψυχικής υγείας.

http://www.youtube.com/watch?v=WVpKC9vbpoE

88. Κουτσή κιθάρα

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Δήμητρα Γαλάνη

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Για μια μέρα ζωής

1980

Το συναίσθημα που βγάζουν κάποια από τα τραγούδια τη μουσική των οποίων έχει συνθέσει ο Μάνος Λοΐζος, είναι μοναδικό. Η «Κουτσή κιθάρα», ένα από τα καλύτερα τραγούδια του, είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά του ιδιαίτερου αυτού «Λοιζϊακού» συναισθήματος. Ρομαντισμός, αθωότητα, ελπίδα η οποία φυτρώνει ακόμα και υπό τις πιο αντίξοες συνθήκες, ανθρωπιά über alles. Αν θα έδινα έναν εναλλακτικό τίτλο στο τραγουδάκι αυτό, θα ήταν: «Όνειρα μέσα από το βούρκο». Και όλοι οι άνθρωποι έχουμε δικαίωμα στο όνειρο, στο δικό μας όνειρο. Οι, διαφόρων ειδών και σε διαφορετικές κλίμακες κινούμενοι, εξουσιαστές ανέκαθεν προσπαθούσαν και προσπαθούν να μας πείσουν, χρησιμοποιώντας πληθώρα τεχνασμάτων, να ακολουθήσουμε τα δικά τους όνειρα και να εργαστούμε υπό την αιγίδα / έλεγχό (δύο όψεις του αυτού νομίσματος) τους, για την υλοποίησή τους, έστω κι αν εμείς ονειρευόμαστε κάτι εντελώς διαφορετικό. Ας μην εκχωρούμε σε κανέναν το δικαίωμα να ονειρεύεται για λογαριασμό μας! Σε κανέναν όμως! Είναι η εύκολη λύση, είναι η επιλογή του δρόμου της Κακίας, η οποία μας απαλλάσσει από τις ευθύνες μας, με τίμημα, όμως, την ίδια μας την ελευθερία δράσης, ακόμα και την ίδια μας την ατομική υπόσταση. Λοιπόν, όποιος ενδιαφέρεται να με βοηθήσει στη συγγραφή του μανιφέστου για το κίνημα: «Ονειρευτείτε ελεύθερα, ονειρευτείτε γα εσάς», το οποίο σχεδιάζω, ας επικοινωνήσει μαζί μου. Όλοι μαζί, υπό τη διακριτική ηγεσία μου, μπορούμε, ναι λέω, μπορούμε να επιδιώξουμε την εκπλήρωση των ονείρων μου.. εεεε…. των ονείρων μας, ήθελα να πω!

http://www.youtube.com/watch?v=R5chahoy8Ko

87. Σαμποτάζ

Σύνθεση: Λένα Πλάτωνος

Ερμηνεία: Γιάννης Παλαμίδας-Σαββίνα Γιαννάτου

Στίχος: Μαριανίνα Κριεζή

Άλμπουμ: Σαμποτάζ

1981

Κατά την ταπεινή μου άποψη, η πιο αιρετική, αντεργκράουντ και πρωτοποριακή μορφή της ελληνικής μουσικής, στον 20ο αιώνα τουλάχιστον, υπήρξε η Λένα Πλάτωνος. Τη δεκαετία του 1980, αρχικά με το «Σαμποτάζ» και εν συνεχεία και με άλλους δίσκους, πειραματίστηκε, βασισμένη στις φόρμες της ηλεκτρονικής μουσικής, σε ένα ηχητικό και στιχουργικό πεδίο αχαρτογράφητο και άγνωστο, έως τότε και, σε πολύ μεγάλο βαθμό, έως και σήμερα. Οι δρόμοι που άνοιξε εκείνη πρώτη, ενέπνευσαν και άλλους αξιολογότατους καλλιτέχνες τα επόμενα χρόνια (χαρακτηριστικό παράδειγμα οι Στέρεο Νόβα) και δημιούργησαν έναν μικρό αλλά συμπαγή πυρήνα μουσικής ιδιαιτερότητας και αντίστασης στη λαίλαπα της πολιτιστικής ακαλαισθησίας, κατάπτωσης και αποχαύνωσης, που κυριάρχησε σε αυτόν τον δύσμοιρο τόπο τα τελευταία 30 χρόνια. Να σας πω την αλήθεια, φοβάμαι ότι όταν η στιγμή της ευρείας αναγνώρισης του έργου της Λένα Πλάτωνος (που ήταν τόσο πολύ μπροστά από την εποχή της και παραμένει πολύ μπροστά και από τη δική μας εποχή) φτάσει επιτέλους, θα έχουμε όλοι σας (χεχε!) αποδημήσει εις τόπον χλοερόν ή, τέλος πάντων, σε κάποιο Χι Ψι Ωμέγα Επέκεινα (συμπληρώστε ελεύθερα, ο καθένας, με βάση τις προσωπικές σας δογματικές ιδεοληψίες…εεε… προσωπικές σας πεποιθήσεις ήθελα να πω). Υπόκλιση και ατέλειωτος σεβασμός στην καλλιτέχνιδα-πρότυπο, τουλάχιστον για κάποιους «πυροβολημένους» σαν κι εμένα (και κάτι τέτοιες στιγμές ευγνωμονώ τις επουράνιες δυνάμεις που μου φύτεψαν εκ γενετής αυτή τη σφαίρα στην κεφάλα μου)!

http://www.youtube.com/watch?v=niutpU9Gg-k

86. Βαδίζω και παραμιλώ

Σύνθεση: Γιάννης Παπαϊωάννου

Ερμηνεία: Πάνος Μιχαλόπουλος

Στίχος: Γιάννης Παπαϊωάννου

1936

Αγνή, ανόθευτη, αρχετυπική, larger than life ρεμπετιά.

 

 

 

http://www.youtube.com/watch?v=HXdXakOrmHY

85. Μέχρι να βρούμε ουρανό

Σύνθεση: Στέλιος Φωτιάδης

Ερμηνεία: Γλυκερία

Στίχος: Σαράντης Αλιβιζάτος

Άλμπουμ: Η χώρα των θαυμάτων

1992

Ο έρωτας και η τέχνη είναι τα ύστατα καταφύγια για εμάς τους ανθρώπους στις περιόδους των ισχνών αγελάδων και στα «χρόνια της χολέρας». Και ευτυχώς που υπάρχουν, γιατί επιτρέπουν να αχνοφαίνεται πάντα μια αχτίδα φωτός στις ζωές μας, ακόμα και στις σκοτεινότερες των εποχών. Και ακόμα και αν δεν βρούμε ουρανό και δεν γίνουμε άγγελοι ποτέ, κι έστω και αν μας περιβάλλει ένα πλαίσιο «επίγειας κόλασης», εφόσον έχουμε τον έρωτα και την τέχνη στη ζωή μας, θα μπορούμε, πάντα, να βιώνουμε μικρές στιγμές πλήρωσης και ευτυχίας. Και, σε τελική ανάλυση, τι περισσότερο μπορεί να ζητήσει κανείς; Ναι, ναι, ξέρω, ξέρω ανικανοποίητέ μου άνθρωπε…

http://www.youtube.com/watch?v=EV8FqXzIGDg

84. Το κουρασμένο βήμα σου

Σύνθεση: Μπάμπης Μπακάλης

Ερμηνεία: Αθηναϊκή Κομπανία

Στίχος: Κώστας Βίρβος

1952

Ο χωρισμός τον είχε καταντήσει ζόμπι, σκιά του εαυτού του, ράκος ψυχολογικό και σωματικό. 2 στα 3 βράδια ήταν κομμάτια από το πιοτό, 3 στα 3 βράδια δεν μπορούσε να κοιμηθεί, εξαιτίας του ότι εκείνη τον είχε αφήσει. Είχε πάρει μαϊμού αναρρωτική άδεια ενός μήνα από τη δουλειά, αφού του ήταν αδύνατο να εργαστεί (ευτυχώς που είχε έναν γιατρό του ΙΚΑ κολλητάρι και τον είχε «φτιάξει»). Οι φίλοι του τον επισκέπτονταν συχνά, αλλά εκείνος, κατά τη διάρκεια των επισκέψεών τους, καθόταν, κατά κύριο λόγο, αμίλητος και δεν αντιδρούσε στα όσα του έλεγαν στην προσπάθειά τους να τον παρηγορήσουν και να τον πείσουν να αρχίσει να αφήνει πίσω του την ιστορία αυτή.  Ήταν γεγονός ότι, μετά τον χωρισμό τους, συνέχιζε να την παίρνει τηλέφωνο και να επικοινωνεί μαζί της. Στον εαυτό του έλεγε ότι δεν έκανε προσπάθειες να την επαναπροσεγγίσει και να την ξανακερδίσει, αφού γνώριζε, συνέχιζε να λέει στον εαυτό του, ότι το παιχνίδι είχε χαθεί. Απλά ήθελε να διατηρήσει μια, έστω ελάχιστη, επαφή μαζί της, δεν μπορούσε να αντέξει τη «σιγή ασυρμάτου» μεταξύ τους, τον διαβεβαίωνε. Αυτό, φυσικά, ήταν το πρόσχημα. Εννοείται πως, έστω συγκεκαλυμμένα και σε υποσυνείδητο επίπεδο, προσπαθούσε, με όλες του τις δυνάμεις, να την ξανακερδίσει. Και, μάλλον, κι εκείνη, που ήταν αρκετά έξυπνη και, τέλος πάντων ήταν και γυναίκα, κάπως έτσι ερμήνευσε την, μετά το τέλος της σχέσης τους, επικοινωνία τους κι έτσι, αφού αποπειράθηκε να του κάνει μια εξήγηση την οποία εκείνος έδειχνε να μην καταλαβαίνει και να μην αποδέχεται, έκοψε κάθε γέφυρα μαζί του. Από τότε και ύστερα η κάθε μέρα που περνούσε, για εκείνον, ήταν σαν μια μέρα της μαρμότας: τα ίδια και τα ίδια, να καταθλίβεται και να ζαρώνει διαρκώς, από το πρωί ως το βράδυ, μέχρι που, πλέον, άρχισε να νιώθει ότι η ζωή του στερείτο κάθε νοήματος. Οι δύο απόπειρες αυτοκτονίας του απέτυχαν: στη μία περίπτωση ο πολυέλαιος κατέρρευσε από το βάρος του όταν πήγε να κρεμαστεί από αυτόν και στη δεύτερη ήπιε τα λάθος μπλε χαπάκια με τις λάθος, φυσικά, παρενέργειες. Πίστευε ότι δεν του απέμενε άλλη επιλογή, πλέον, παρά να υπομείνει στωικά το μαρτύριο μέχρι ο σπλαχνικός θάνατος από φυσικά αίτια να τον βρει. Ώσπου μια μέρα, συνέβη το απροσδόκητο: εκείνη σκοτώθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όταν το έμαθε δεν σοκαρίστηκε, δεν έκλαψε, δεν κατέρρευσε. Αντιθέτως, ένα αίσθημα ανακούφισης τον πλημμύρισε. Η ιδέα του ότι ο θάνατός της του έκανε καλό, αρχικά, τον ενόχλησε λίγο, αλλά γρήγορα το αποδέχτηκε, όσο σκληρό και πολιτικά μη ορθό κι αν ακούγεται αυτό, ως μία θετική εξέλιξη για τον ίδιο. Του έμενε όμως μια εκκρεμότητα… Τη νύχτα που θα προηγείτο της κηδείας της, κι αφού πλήρωσε πολύ αδρά τον υπεύθυνο του γραφείου κηδειών, εξασφάλισε το νεκρό της πτώμα. Αφού την έπλυνε, την στόλισε, την αρωμάτισε και, γενικά, την περιποιήθηκε, με κάθε τρόπο, ώρες ατελείωτες, την βαλσάμωσε και ύστερα την έβαλε στο αυτοκίνητό του και αναχώρησε, προς άγνωστη κατεύθυνση… Έκτοτε τα ίχνη του έχουν χαθεί. Σύμφωνα με σκόρπιες φήμες και ιστορίες που κυκλοφορούν, εκείνος νοίκιασε ένα σπίτι κάπου σε ένα αραιοκατοικημένο νησί του Αιγαίου Πελάγους, το οποίο βρίσκεται πάνω από έναν γκρεμό και έχει θέα το απέραντο γαλάζιο, και εκεί μένουν μαζί οι δυο τους. Εκείνος, κάθε μέρα, τη φροντίζει, την πλένει, την χτενίζει, της μιλάει, της ετοιμάζει το αγαπημένο της φαγητό και το αγαπημένο της ποτό, της κάνει έρωτα. Και το μόνο πράγμα για το οποίο εύχεται, πλέον, είναι όταν έρθει να τον βρει ο θάνατος, να τον βρει στην αγκαλιά της…

http://www.youtube.com/watch?v=yC_KMwwixrs

83. Για να σ’ εκδικηθώ

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Παπαδόπουλος-Δημήτρης Μητροπάνος

Στίχος: Λάκης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Έλα ΓοριΛάκη

1990

Λοιπόοοον, το μοντέλο Kübler-Ross περιγράφει με καθαρότητα, σαφήνεια και ακρίβεια τα 5 στάδια της διαδικασίας της θλίψης /  πόνου, η οποία έπεται της επέλευσης ενός αρνητικά φορτισμένου συναισθηματικού γεγονότος για έναν άνθρωπο: Άρνηση, Θυμός, Διαπραγμάτευση, Κατάθλιψη, Αποδοχή. Διαθέτουμε στέρεο και ολοκληρωμένο θεωρητικό υπόβαθρο, ουδεμία αμφιβολία επ’ αυτού. Ωστόσο, ακόμα κι αν σου περιγράφουν με θαυμαστή ακρίβεια μια άσχημη κατάσταση την οποία βιώνεις, αρκεί αυτό για να την ξεπεράσεις, αυτομάτως, και να νιώσεις καλύτερα; Όχι, βέβαια! Αν δεν συρθείς μέσα από το σκοτεινό τούνελ με ματωμένα γόνατα και δάκρυα στα μάτια, αν δεν αισθανθείς στο πετσί σου τι σημαίνουν όλες αυτές οι θεωρητικολογίες, τότε όλα αυτά τα μοντέλα δεν είναι παρά λέξεις (ΟΚ, περίπλοκες λέξεις) κενές ουσιαστικού περιεχομένου. Τα θεωρητικά μοντέλα είναι σίγουρα χρήσιμοι μπούσουλες και οδικοί χάρτες για την διαχείριση επιμέρους ζητημάτων, αλλά μέχρι εκεί, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν ποτέ την πραγματικότητα, και όταν οι άνθρωποι πιστεύουν ότι κάτι τέτοιο ισχύει (και το έχουν κάνει το σφάλμα αυτό πολλές φορές στην ιστορία), τότε, κατά κανόνα, άσχημα πράγματα συμβαίνουν. «Ο χάρτης δεν ταυτίζεται με την περιοχή» ή «Map is not the territory» (στα πρωτότυπα αρβανίτικα), όπως είπε και ο Άλφρεντ Κορζύμπσκι στη «Γενική Σημειωτική» του. Χρήσιμο να το θυμόμαστε αυτό, δεν βρίσκετε;

http://www.youtube.com/watch?v=Dfz_zDrDYAA

82. Το πολλαπλό σου είδωλο

Σύνθεση: Αργύρης Μπακιρτζής

Ερμηνεία: Χειμερινοί Κολυμβητές

Στίχος: Αργύρης Μπακιρτζής

Άλμπουμ: Από το πάρκο στη Μυροβόλο

1985

2 κόσμοι σε σύγκρουση (αλά Χ.Τζ. Γουέλς; Περίπου!): Ο κόσμος του «Μικρού Καφέ» και ο κόσμος της «Μυροβόλου». Για να σας εξηγήσω το θέμα, εν συντομία: η «Μυροβόλος» ήταν ένα old-school, παραδοσιακό καφέ-ζαχαροπλαστείο, όπου σύχναζαν οι κουλτουριάρηδες και οι εναλλακτικοί τύποι της Καβάλας (της γενέτειρας του Μπακιρτζή και της παρέας του), ενώ το «Μικρό Καφέ» ήταν μία από τις πρώτες μοντέρνες καφετέριες-μπαρ που ξεφύτρωσαν στην Καβάλα, και σε όλη την ελληνική επικράτεια, στις αρχές της περιβόητης δεκαετίας του 1980, όπου σύχναζαν οι «τρέντι», ας πούμε, τύποι της εποχής. Η «Μυροβόλος» συμβολίζει τον Παλαιό Κόσμο, έναν κόσμο όπου η διαφορά μεταξύ καλαισθησίας και ακαλαισθησίας, εκλεπτυσμένου και χοντροκομμένου, ευαισθησίας και κουραδομαγκιάς ήταν υπαρκτή, καταγεγραμμένη και καλά οριοθετημένη. Το «Μικρό Καφέ», από την άλλη, συμβολίζει τον Ανατριχιαστικό Νέο Κόσμο τον Ερχόμενο (για να παραφράσω τον Άλντους τον Χάξλεϋ) όπου όλες αυτές οι ξεκάθαρες διαφορές, η ενισχυμένη «πολικότητα», για να το πούμε με όρους φυσικής, του Παλαιού Κόσμου καταρρέει και, μέσω μιας διαδικασίας ισοπέδωσης των πάντων, (αξιών, αρχών και ποικίλων «οδοσήμων»), αντικαθίσταται από μια άμορφη γκρίζα σούπα, έναν άχρωμο, άοσμο και αηδιαστικό ζωμό (κι αν εδώ με κατηγορήσετε για συντηρητικό, αντιδραστικό κήρυγμα, μάλλον είστε εκτός θέματος και σας προτρέπω είτε να διαβάσετε τη λίστα από την αρχή είτε να εγκαταλείψετε την ανάγνωσή της). Ο ποιητής Μπακιρτζής βλέπει την καλλίπυγο τρέντι νεαρά του «Μικρού Καφέ» και, ορμώμενος από το ότι, αν και το θέλει πολύ, θα είναι, μάλλον, εξαιρετικά δύσκολο να την προσεγγίσει, λόγω του χάσματος που χωρίζει τις κοσμοθεωρίες τους, εμπνέεται, συλλαμβάνει με τις κεραίες του τις πολύ ενδιαφέρουσες προεκτάσεις της υπόθεσης και γράφει το μικρό αυτό αριστούργημα. Chapeau!

http://www.youtube.com/watch?v=SyC9wvZb2Zc

81. Μαμά γερνάω

Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης

Ερμηνεία: Τάνια Τσανακλίδου

Στίχος: Λίνα Νικολακοπούλου

Άλμπουμ: Μαμά γερνάω

1988

Ακούς αυτό το τραγούδι και ακούς και αυτήν την ερμηνεία και η συγκίνηση ποτίζει όλο σου το είναι. Υπέροχο αλλά και πολύ, μα πολύ δύσκολο και απαιτητικό. Αν το ακούσεις απροετοίμαστος, πανεύκολα λυγίζεις και σπας και άντε μετά να μαζέψεις τα κομμάτια σου…. Η αδυσώπητη ροή του χρόνου θα πάρει από κοντά μας πρόσωπα αγαπημένα, πρόσωπα, όπως η μαμά μας, που έδωσαν και δίνουν τα πάντα για εμάς, εντελώς ανιδιοτελώς. Και εμείς θα πρέπει να βρούμε το κουράγιο για να συνεχίσουμε. Αν όχι για τίποτα άλλο, για να τους δικαιώσουμε και για να τους προσφέρουμε μια ανακούφιση, δηλαδή να προσφέρουμε στους εαυτούς μας τους ίδιους μια ανακούφιση, μια που όταν οι αγαπημένοι μας φεύγουν από κοντά μας, δεν ξέρω αν πηγαίνουν κάπου αλλού, ξέρω όμως σίγουρα ότι συνεχίζουν να ζουν μέσα μας και γίνονται, για όσο θα ζούμε, κομμάτια δικά μας. Και μέχρι να συμβεί το, δυστυχώς, αναπόφευκτο, ας τους δώσουμε όση αγάπη μπορούμε. Τους αξίζει και μας αξίζει…

http://www.youtube.com/watch?v=MZ1A55fUmB4

80. Η νύχτα

Σύνθεση: Αφροδίτη Μάνου

Ερμηνεία: Αφροδίτη Μάνου

Στίχος: Αφροδίτη Μάνου

Άλμπουμ: Σαν Αφροδίτη

1986

Ξέρετε ποιά είναι μία από τις σημαντικότερες αιτίες των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου και των κοινωνιών, που αυτός έχει στήσει, η οποία, κατά βάση, παραμένει υποτιμημένη και άγνωστη; Είναι η τεράστια έμφαση που έχουμε δώσει στο αριστερό μας ημισφαίριο σε βάρος του δεξιού, στο ηλιακό μας στοιχείο σε βάρος του σεληνιακού, στο γιάνγκ μας σε βάρος του γιν μας, στην αναγωγή και στην εξειδίκευση σε βάρος μιας ολιστικής, μη «καρτεσιανής», προσέγγισης των πραγμάτων. Και η ανισόρροπη ανάπτυξη γέρνει το καράβι μονόμπαντα και οδηγεί σε ανισόρροπα αποτελέσματα, τα οποία είναι εμφανή σε όλους μας, στην πραγματικότητα, ακόμα και σε εκείνους που εσκεμμένα ή ακούσια εθελοτυφλούν. Χμμμ… αν όμως δεν αγκαλιάσουμε και δεν αποδεχτούμε τα «σκοτάδια της νυκτός» ως αναπόσπαστο στοιχείο της διφυούς φύσης μας (ημών και, κατ’ επέκτασιν, του Σύμπαντος) και προτιμήσουμε να τα ξορκίζουμε (όπως συνηθίζουμε να κάνουμε, οι περισσότεροι Homo Sapiens Sapiens (τρομάρα μας!)), τότε, επόμενο είναι εκείνα να παίρνουν τη μορφή ποικίλων «μπαμπούλων» και να μας στοιχειώνουν. Αν θα είχα, λοιπόν, μια συμβουλή να σας δώσω (πολύ διδακτικός έγινα ξαφνικά, αλλά δεν συντρέχει ιδιαίτερος λόγος ανησυχίας, θα μου περάσει) θα ήταν: γνωρίστε τη νύχτα που κρύβεται μέσα σας και τη νύχτα που σας περιβάλλει. Ταυτιστείτε για λίγο μαζί της, προσπαθήστε να την κατανοήσετε. Μην σας τρομάζει (πολύ), θυμηθείτε: είναι σαρξ εκ της σαρκός σας. Και… οι ιδανικές ώρες για να έχετε αποτελέσματα σε αυτήν σας την επιδίωξη, είναι (τι άλλο;) οι ώρες που  ο ήλιος αποστρέφει το πρόσωπο του από την πόλη μας, οι ώρες που το μυστήριο, το άγνωστο, το ακατονόμαστο, το περιθωριακό, το αποτρόπαιο (ναι, ναι, και αυτό) ξεπορτίζει και (συχνά πυκνά, κυριολεκτικά)… όποιον πάρει ο Χάρος. Βγείτε μια βολτούλα, λοιπόν, απόψε κιόλας και περιπλανηθείτε στα σκοτεινά σοκάκια της γειτονιάς σας. Διαπιστώστε, ιδίοις όμμασι και από πρώτο χέρι, πως πράγματα και τοπία γνώριμα σε εσάς, υπό το φως της ημέρας, μεταμορφώνονται και μοιάζουν να αποκτούν άλλες, άγνωστες και παράξενες, ιδιότητες τη νύχτα. Επωφεληθείτε από την κάλυψη των σκοταδιών της για να εξοικειωθείτε και να παίξετε με τη νύχτα και να έχετε την ευκαιρία να γνωρίσετε τους σιωπηλούς και φευγαλέους κατοίκους της (και, όχι, εδώ δεν εννοώ μόνο τους μπράβους, τους μπουζουκόβιους και τα λοιπά καλόπαιδα της νύχτας). Να έχετε πάρει και τις διάφορες προφυλάξεις σας, δεν βλάπτει. Και όταν, κάποια στιγμή, μάθουμε μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων να ακούμε τον «ήχο της σιωπής» της, κυριολεκτικής και μεταφορικής, νύχτας (βλέπε Σάιμον και Γκαρφάνκελ για περισσότερες πληροφορίες), τότε ποιός μας πιάνει…!

http://www.youtube.com/watch?v=aKh9PHt5bYQ

79. Στην Αμερική

Σύνθεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας

Στίχος: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άλμπουμ: Διάφανος

2006

Δεν νομίζω ότι υπάρχει έστω και μία ελληνική οικογένεια που να μην έχει συγγενείς, οι οποίοι να είναι μετανάστες ή (το συνηθέστερο, πλέον) απόγονοι μεταναστών, στη σύγχρονη «Γη της Επαγγελίας», «Μέκκα του Καπιταλισμού», «Άντρο των Φονιάδων των Λαών» κ.λ.π., κ.λ.π. (συμπληρώστε τον χαρακτηρισμό της αρεσκείας σας). Και αν διενεργούσαμε μια πρόχειρη δημοσκόπηση, είμαι βέβαιος ότι θα βρίσκαμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των συμπατριωτών μας αυτών, όχι μόνο στέριωσε στο Αμέρικα, αλλά πέτυχε και, μάλιστα, πέτυχε σε σημαντικό βαθμό. «Ελλάδα σαν αγριόχορτο φύτρωσες κι εκεί…». Βλέπετε, κάποιες από τις ιστορίες του μισεμού, της ξενιτιάς και της μετανάστευσης των Ελλήνων στη διασπορά, πέρα από αίμα, δάκρυα, ιδρώτα, πολύ πόνο και πολλές κακουχίες, εμπεριέχουν και χαρούμενες στιγμές και ευτυχισμένη κατάληξη. Κι επειδή μπουχτίσαμε από το Καζαντζίδειο κλάμα και νταλγκά για τους ξενιτεμένους (δε λέω, δικαίως, αλλά μέχρι ενός σημείου, βρε παιδάκι μου), κάποιος έπρεπε να βρεθεί να δει το πράγμα κάπως πιο σφαιρικά και να συνθέσει ένα πρωτότυπο, πολύ δυνατό και ολοκληρωμένο τραγούδι για το ζήτημα της μετανάστευσης, το οποίο, από την αρχαιότητα, κατέχει περίοπτη θέση στη συλλογική μας ψυχή. Και, ευτυχώς, αυτός ο κάποιος ήταν ο τολμηρότερος, και, μάλλον, σημαντικότερος, συνθέτης της εποχής μας…

http://www.youtube.com/watch?v=DrE7EZhw20o

 

78. Άγιος ο έρωτας

Σύνθεση: Γιώργος Ανδρέου

Ερμηνεία: Γιώργος Ανδρέου

Στίχος: Διονύσης Καρατζάς

Άλμπουμ: Χελιδόνια της βροχής

2000

Άγιος ο έρωτας

Άγιος εύθραυστος

Άγιος θνησιγενής

Καύσον ημάς…

http://www.youtube.com/watch?v=ENO1VTz4w2E

 

77. Κιβωτός

Σύνθεση: Ελένη Βιτάλη

Ερμηνεία: Ελένη Βιτάλη

Στίχος: Ελένη Βιτάλη

Άλμπουμ: Το απέναντι μπαλκόνι

1989

Rage against the machine α λά ελληνικά, με μια ανεπαίσθητη εσάνς μεσανατολικής ποπ αισθητικής και με μια ψυχωμένη ερμηνεία, χωρίς ανάσα, από έναν βασανισμένο άνθρωπο… Θέλουν οι εξουσιαστές να παραμείνουμε και να γίνουμε, όσοι δεν είμαστε, άβουλα εξαρτήματα, ώστε να ανανεώνουμε συνεχώς τη «Μηχανή», που εκείνοι σχεδίασαν κι έφτιαξαν για τους δικούς τους σκοπούς, έτσι ώστε αυτή να λειτουργεί απρόσκοπτα και να βελτιώνεται, να ενισχύεται και να επεκτείνεται στο χώρο και στο χρόνο; Αναμφίβολα, ναι. Αναμφίβολο είναι όμως και το γεγονός ότι υπάρχουν, ακόμα, σημαντικά περιθώρια αντίδρασης. Αρκεί να συνειδητοποιήσουμε που βρισκόμαστε, ποιες είναι οι πραγματικές μας δυνατότητες και να αναρωτηθούμε αν αυτή η κοινωνία με τους θεσμούς της, τη δομή της, τους γραπτούς και άγραφους κανόνες της, τα ιερά και όσιά της, μας καλύπτει και επιθυμούμε όντως να εργαστούμε προς την κατεύθυνση της προάσπισής της ακεραιότητάς της και του να την υπηρετήσουμε πιστά και χωρίς πολλά πολλά ανταλλάγματα και αντιρρήσεις, όπως μας ζητάνε οι έχοντες τα ηνία και το γενικό πρόσταγμα (που, συνήθως, δεν είναι αυτοί που βγαίνουν στη μόστρα). Αν η απάντησή σας είναι «όχι, δεν επιθυμούμε να είμαστε εξαρτήματα της Μηχανής» μήπως θα πρέπει να ψαχτείτε για να κλείσετε θέση στην Κιβωτό της μεγάλης απόδρασης; Ναι, ναι, και βέβαια υπάρχει τέτοιο πράγμα, υπάρχει εδώ και πολύ καιρό, μόνο που αν σας ενδιαφέρει πρέπει να βιαστείτε, καθώς υπάρχουν λίγα διαθέσιμα εισιτήρια και, επιπλέον, από ότι πληροφορούμαι, η ώρα του μεγάλου κατακλυσμού (ξανα)πλησιάζει…

http://www.youtube.com/watch?v=ELF7h9GD1jo

76. Σ’ αγαπώ

Σύνθεση: Παναγιώτης Καλαντζόπουλος

Ερμηνεία: Έλλη Πασπαλά

Στίχος: Μιχάλης Γκανάς

Άλμπουμ: Για τη συνήθεια του έρωτα

1997

Σ’ αγαπώ και ας το ξέρω πως δεν θα μου βγει σε καλό. Γιατί ενώ η χημεία είναι τέλεια μεταξύ μας, το σωστό τάιμινγκ δε λέει να εμφανιστεί. Γιατί αν ενωθώ μαζί σου, θα βιώσω μια εμπειρία συμπαντικής έκστασης, αλλά δεν ξέρω τι κουσούρια θα μου μείνουν να κουβαλάω στην υπόλοιπη ζωή μου. Γιατί ο δρόμος για εσένα είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, αλλά και με αγκάθια, τα οποία, είτε μπορώ να διακρίνω είτε δεν μπορώ, εγώ, μια φορά, τα πατάω. Γιατί πάντα θα σε θαυμάζω όταν είμαι μαζί σου, γιατί πάντα θα λιώνω όταν είμαι μαζί σου. Γιατί είσαι πρωταγωνίστρια στα όνειρα και στους εφιάλτες μου. Γιαί νιώθω ότι σε πλησιάζω διαρκώς, αλλά δεν μπορώ να σε φτάσω ποτέ, όπως ο Ωκύπους Αχιλλεύς τη χελώνα στο παράδοξο του Ζήνωνος. Γιατί είμαι ρομαντικός, αιθεροβάμων, ξεροκέφαλος και αυτοκαταστροφικός. Γιατί η διάθεσή μου είναι παιχνίδι στα χέρια σου. Γιατί όταν δίνομαι ολόψυχα δύσκολα υποχωρώ και, όταν η κατάσταση είναι περίπλοκη, είναι αδύνατον να υπάρξει εύκολη και ανώδυνη διέξοδος. Γιατί βλέπω την υπόσχεση και την απειλή στο βλέμμα σου και με μαγνητίζουν εξίσου. Γιατί δεν είμαι πρωτάρης σε τέτοιες καταστάσεις. Γιατί είναι ανθρωπίνως αδύνατο να διαχειριστείς την υπερβολική ευτυχία, όπως και την υπερβολική δυστυχία. Γιατί, άραγε;

http://www.youtube.com/watch?v=R0BMs5-wnfI

75. Το δίχτυ

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Τάκης Μπίνης

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Ρεμπέτικο

1983

Το Δίχτυ είναι παντού, μπροστά στα μάτια μας, γύρω από το σώμα μας, μέσα μας κι έξω από μας, πάνω μας και κάτω μας, στο Βλαδιβοστόκ, στο Παρίσι, στη Γη του Πυρός, στον Άλφα του Κενταύρου, στην Ανδρομέδα, στη στιγμή και στον τόπο του Μπιγκ Μπανγκ. Πόσοι, όμως, από εμάς μπορούμε να το δούμε πραγματικά, γνωρίζουμε τις μαγικές του ιδιότητες και είμαστε δικτυωμένοι σε αυτό, πέρα από έναν ελάχιστο βαθμό σύνδεσης, απαραίτητο για την επιβίωσή μας; Χμμμ… ίσως όχι και πάρα πολλοί. Μισό λεπτό, όμως: Είναι το Δίχτυ αυτό κάτι καλό ή κάτι κακό; Γιατί οι στίχοι είναι κάπως διφορούμενοι. Η απάντηση είναι ότι το Δίχτυ μπορεί να είναι και πηγή εκθετικής δύναμης, όπως και θανατηφόρος ιστός μιας κοσμικής ταραντούλας. Εξαρτάται από την οπτική γωνία που βλέπεις τα πράγματα, αλλά και, φυσικά, από το πως θα δράσεις εσύ ως προς εκείνο. Και κάτι ακόμα: άκρη της κλωστής μην ψάχνετε, ματαιοπονείτε, ευτυχώς ή δυστυχώς το Δίχτυ μας εκτείνεται στο άπειρο σε όλες τις (γνωστές και άγνωστες) διαστάσεις και προς όλες τις κατευθύνσεις…

http://www.youtube.com/watch?v=FkK_nW4Xc0Q

74. Γυρίζω τις πλάτες μου στο μέλλον

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Ή ταν ή επί τας

1993

Αυτό το τραγούδι έχει χιλιοπαιχτεί, και συνεχίζεται να παίζεται, σε τόσες και τόσες κομματικές συγκεντρώσεις, όλα αυτά τα χρόνια, λόγω της «επαναστατικής διάθεσης και ορμής», την οποία οι διάφοροι ινστρούχτορες (=τσοπάνηδες) θεωρούν ότι εκφράζει. Όμως, δεν πρόκειται περί ενός επαναστατικού εμβατηρίου. Πρόκειται, μάλλον, για μια επική-δραματική ελεγεία της οποίας το κύριο μήνυμα είναι η ατομική αντίσταση απέναντι στις ντιρεκτίβες και στα «μαγειρέματα» των εξουσιαστών του συστήματος. Το άτομο, υπακούοντας στις αρχές, στις επιθυμίες και τα κελεύσματα που πηγάζουν από μέσα του, αψηφά τις επιταγές των ελεγκτών της κοινωνίας, αλλά, πολλές φορές, και το άβουλο μαζικοποιημένο κοπάδι που τις ακολουθεί άκριτα, και στέκεται μόνο, υπερήφανο και, εν τέλει, αυθεντικά ηρωικό, ορθώνοντας το ανάστημά του και κοιτάζοντας στα μάτια κατάματα τον τυφλό και ορμητικό χείμαρρο που έρχεται καταπάνω του. Και είναι, φυσικά, έτοιμο να πληρώσει το όποιο κόστος θα επιφέρει η επιλογή του. Στην πραγματικότητα, δηλαδή, πρόκειται για ένα αυθεντικό αντι-προπαγανδιστικό τραγούδι, και εύχομαι, ειλικρινά, να συνεχίζουν να το παίζουν σε συγκεντρώσεις και φεστιβάλ κομματικών νεολαιών, για να υπάρχει η ελπίδα ότι όλο και κάποιοι παρευρισκόμενοι που θα ακούσουν με προσοχή τι λέει, θα αρχίσουν να αναθεωρούν διάφορα πράγματα που (τους έμαθαν να) τα θεωρούν ως ατράνταχτα δεδομένα και φυσικές νομοτέλειες.

http://www.youtube.com/watch?v=bufm8KS_NAI&feature=related

73. Υδροχόος

Σύνθεση: Βάσω Αλαγιάννη

Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Χαράτσι

1984

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν ή

Όλα τριγύρω μένουν κι όλα τα ίδια αλλάζουν ή

Όλα τριγύρω ίδια κι όλα όσα αλλάζουν μένουν ή

This is the dawning of the age of Aquarius, α λα ελληνικά, χωρίς τα χαζά new age παραφιλολογικά υπονοούμενα, αλλά με στοχευμένα μηνύματα κοντά ή και κάτω από το κατώφλι της συνείδησης;

Μάλλον αυτό το τελευταίο…

http://www.youtube.com/watch?v=DSBfrQ34eNc

72. Ερωτικό (με μια πιρόγα)

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Άλκης Αλκαίος

Άλμπουμ: Εμπάργκο

1982

Όπως και ορισμένα άλλα τραγούδια της λίστας μου, το εν λόγω έχει κάτι το βαθιά και αρχετυπικά ελληνικό. Και είναι, αναμφίβολα, ένα από αυτά τα σπάνια δημιουργήματα που μπορούν να συμπυκνώσουν πληθώρα νοημάτων, εικόνων και συναισθημάτων μέσα σε 3 στροφές και 4 λεπτά μουσικής. Ακούγοντάς το ξανά και ξανά, το φαντάζομαι να εμπνέει τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, και να αποτελεί την πρώτη ύλη της έμπνευσής τους για μια τραγωδία των τραγωδιών. Όλα τα στοιχεία είναι παρόντα: η μυθολογία, η αλληγορία, το ταξίδι-αναζήτηση-περιπέτεια του ήρωα, οι βάρβαροι, η τυφλή αγριότητα των στοιχείων της φύσης-θεών, η τραγική ειρωνεία, οι υπερφυσικές δυνάμεις, η ματαίωση, η ανατροπή. Καλά, και με την κάθαρση τι γίνεται, θα ρωτήσετε; Και θα σας απαντήσω, με ένα σαρδόνιο χαμόγελο, το εξής: Φίλτατοι, δεν σας έπλυνε και δεν σας εξάγνισε το σάλιο των ξένων φαντάρων;

http://www.youtube.com/watch?v=Yrn31qYIbbg&feature=related

71. Ο Μπάμπης ο Φλου

Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος & Σπυριδούλα

Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος

Άλμπουμ: Φλου

1978

Είναι ο Παύλος Σιδηρόπουλος ο μεγαλύτερος Έλληνας ροκάς όλων των εποχών; Για να απαντήσετε στο ερώτημα αυτό, πρέπει να αναρωτηθείτε αν υπάρχουν πολλοί Έλληνες τραγουδοποιοί που έχουν γράψει και ερμηνεύσει κομμάτια σαν τον «Μπάμπη τον Φλου». Τι λέτε; Χμμμ… μάλλον όχι, ε; Αυτό λέω κι εγώ… Ο Μπάμπης ο Φλου είναι μια περσόνα που ξεχωρίζει, που ενοχλεί και που προκαλεί, περισσότερο, θα έλεγα, με την παθητικότητά του και την απροθυμία και αδυναμία του να ταιριάξει με οποιαδήποτε από τις βασικές παραδοχές και τους κώδικες της κοινωνίας. Τον καθιστά το γεγονός αυτό από μόνο του ήρωα ή πρότυπο προς μίμηση; Φυσικά και όχι. Αλλά είναι… ενδιαφέρον το γεγονός του ότι οι ανθρώπινες κοινωνίες αντιμετωπίζουν, διαχρονικά, με σκληρότητα και άμεση απόρριψη τα περιθωριακά και πάσης φύσεως ανατρεπτικά στοιχεία. Ξαναδιευκρινίζω ότι σε καμία περίπτωση δεν αγιοποιοώ αυτούς τους ανθρώπους, υπάρχει, αναμφίβολα, πολλή σαβούρα και πολλή δηθενιά στις τάξεις τους. Ωστόσο, εκτιμώ πως μια υγιής, δυναμική κοινωνία δεν θα έπρεπε να τους απαξιώνει και να τους καταδικάζει συλλήβδην, αλλά θα έπρεπε να εντοπίζει εκείνους εξ αυτών που διατυπώνουν τις πιο ενδιαφέρουσες απόψεις και αναπτύσσουν τις πιο δημιουργικές δράσεις και να τις χρησιμοποιήσει ως λίπασμα για να μπολιάσει και να ανανεώσει το έδαφος και το υπόστρωμά της. Πολλά ζητάω, το ξέρω. Πάντως, για να το δούμε και από μια άλλη οπτική γωνία, τι παραπάνω μπορεί να διδαχθεί και να αποκομίσει μια εντελώς φλου κοινωνία από έναν, απλό, φλου Μπάμπη;

http://www.youtube.com/watch?v=2WYoNMmkVds

70. Γείτονες

Σύνθεση: Τερμίτες

Ερμηνεία: Τερμίτες

Στίχος: Μιχάλης Μαρματάκης

Άλμπουμ: Η αμαρτωλή Μαρία

1984

Μία σου και μία μου, γειτονόπουλο. Μονομαχία μέχρι τελικής πτώσεως. Ό, τι κι αν κάνεις στη γυναίκα μου, μπορώ να το κάνω και στη δική σου και μπορώ να το κάνω και καλύτερα (ή χειρότερα, δες το όπως θες) από εσένα. Και δεν σταματάω, γειτονόπουλο. Δεν θα σταματήσω ποτέ, μην τρέφεις αυταπάτες. Γιατί είναι η φύση μου τέτοια. Και δεν μπορώ να εναντιωθώ στη φύση μου. Μην κάνεις το λάθος να προσπαθήσεις να με καλοπιάσεις. Θα χάσεις το χρόνο σου. Σου επαναλαμβάνω: δεν πρόκειται να υποχωρήσω για κανένα λόγο. Μόνο αν με ξεκάνεις, αν με βγάλεις από τη μέση, θα απαλλαχθείς από εμένα. Με ρωτάς γιατί; Μα, δεν καταλαβαίνεις; Γιατί ο σκορπιός τσιμπάει τον βάτραχο που τον βοηθάει να διασχίσει το ποτάμι; Οπότε, πάλεψε μαζί μου, δεν έχεις επιλογή. Βρες τρόπους να με ξεγελάσεις, να με παραπλανήσεις, να κάνεις δική σου με χίλιους διαφορετικούς τρόπους την γυναίκα μου. Γουστάρω την αδρεναλίνη και τον ανταγωνισμό, τρέφομαι από αυτά. Μάθε να το κάνεις κι εσύ αυτό, μάθε να μεθάς από το ποτό της άγριας, άνευ κανόνων, μάχης. Και ο καλύτερος ας νικήσει. Αν και όταν μπεις ολόψυχα στο παιχνίδι και βιώσεις, επιτέλους, αυτά που αισθάνομαι κι εγώ και αλλάξει το «παράδειγμά» σου (γεια σου Τ. Σ. Κουν), η τελική νίκη και η κατάκτηση της γυναίκας μου, της γυναίκας σου ή οποιασδήποτε γυναίκας (που είναι, απλώς,  το πρόσχημα, μην τρελαίνεσαι και μην το παίρνεις προσωπικά), θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα σε απασχολεί…

http://www.youtube.com/watch?v=9aw1A-NCk3M

 69. Αν πεθάνει μια αγάπη

Σύνθεση: Χρήστος Νικολόπουλος

Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Η ζωή μου κύκλους κάνει

1982

Τα λένε τόσο ωραία και τόσο πειστικά, που, σχεδόν, σε κάνουν να αισιοδοξείς ότι, ναι, υπάρχει ζωή και μετά από εκείνη. Όμως, γρήγορα το τραγούδι τελειώνει, η συναυλία συνεχίζεται με ένα κάπως πανηγυριώτικο κομμάτι κι εσύ, αναπόφευκτα, προσγειώνεσαι απότομα. Έχει περάσει μόλις μια εβδομάδα από τότε που σε χώρισε. Από το πουθενά σου ήρθε η κεραμίδα. Και, δυστυχώς, το νιώθεις, είναι ακόμα πολύ νωρίς για να ανανήψεις πλήρως. Κινούμενος με δυσκολία μέσα από το πυκνό πλήθος, καταφέρνεις τελικά να απομακρυνθείς από το χώρο της συναυλίας. Περπατάς για ώρα, διασχίζοντας ανώμαλο έδαφος, σκαρφαλώνοντας βράχια και πλαγιές και τελικά καταλήγεις σε ένα σημείο, ένα φυσικό κοίλωμα, που σου προσφέρει προνομιακή θέα ενός μέρους της πόλης. Καθώς κοιτάζεις τα φώτα που τρεμοπαίζουν, θυμάσαι όλα όσα είχατε κάνει μαζί και όλα τα σχέδια σας για το μέλλον, τα οποία κατέρρευσαν εν μία νυκτί. Δακρύζεις. Βυθίζεσαι σιγά σιγά σε μια κατάσταση λίμπο, μετεωρίζεσαι σε μια γκρίζα μεθοριακή περιοχή, όπου σκιές σε ξεγελούν και απατηλές οπτασίες (αποκυήματα της φαντασίας σου;) έρχονται κοντά σου και σου χαμογελούν, διαβεβαιώνοντάς σε ότι όλα είναι υπό έλεγχο τώρα, ήταν μια δοκιμασία αυτό που πέρασες, αλλά επειδή την πέρασες επιτυχώς, τώρα έχεις γυρίσεις στην πρότερη κατάσταση. Μόλις, όμως, τις πλησιάσεις και πας να τις αγγίξεις, αυτές γλιστρούν, σαν το νερό, από τα χέρια σου και εξαφανίζονται. Πολλή ώρα περνά έτσι.  Όταν συνέρχεσαι και πείθεις τον εαυτό σου να σηκωθεί να φύγει τελικά από το μέρος αυτό, έχει αρχίσει να ξημερώνει και είσαι εξουθενωμένος. Και ξέρεις ότι ο δρόμος της επιστροφής, τόσο προς το σπίτι σου και το κρεβάτι σου όσο και προς την ψυχική και συναισθηματική σου ισορροπία, θα είναι μακρύς και δύσβατος.

http://www.youtube.com/watch?v=5pCLyetHKVw

68. Βγήκε ο καλός με την καλή

Σύνθεση: Αργύρης Μπακιρτζής

Ερμηνεία: Χειμερινοί Κολυμβητές

Στίχος: Βασίλης Ρώτας

Άλμπουμ: Μ’ αγαπάς;

1988

Όσο απολαμβάνω να ακούω αυτό το εντελώς ανεπιτήδευτα γλυκό τραγουδάκι, άλλο τόσο η ακρόασή του με μελαγχολεί και, κάποιες φορές, με πονάει και λίγο. Γιατί να μην είναι κάθε μέρα μια ηλιόλουστη ανοιξιάτικη μαγιάτικη μέρα; Γιατί να μην ξυπνάω κάθε τέτοια μέρα δίπλα στην καλή μου, να την παίρνω αγκαλιά, να την φιλάω, να της σερβίρω πρωινό στο κρεβάτι και ύστερα να ξεχύνομαι μαζί της στα πάρκα, στα λιβάδια, στις εξοχές και στις παραλίες, στα εστιατόρια, στα ζαχαροπλαστεία και καφέ, στα σινεμά, στα θέατρα και στα μπαράκια, για να απολαύσουμε και να ρουφήξουμε μέχρι το μεδούλι την τέλεια μέρα που μας χάρισε η φύση; Γιατί, αντί των παραπάνω, να μιζεριάζω τον περισσότερο καιρό και να αναλώνομαι σε ομφαλοσκοπήσεις, απονενοημένα διαβήματα και λεόντειες σχέσεις (τα δίνω όλα και παίρνω πίσω τα… ξέρετε ποια); Γιατί κάθομαι και γράφω αυτή τη λίστα; Ώπα, ώπα, φρένο! Αυτό είναι άσχετο με τα παραπάνω. Επίσης, η λίστα μου έχει, μεταξύ των άλλων, κι ένα ιερό σκοπό: να βάλει σε μια, κάποια, τάξη ορισμένα πράγματα που γυροφέρνουν πέρα δώθε στο συνειδητό και ασυνείδητό μου κι έχουν την τάση να φυτρώνουν εκεί που δεν τα σπέρνουν. Εγωιστικοί λόγοι δηλαδή με παρακίνησαν να καταπιαστώ με αυτό το τιτάνιο εγχείρημα; Όχι μόνο. Ήταν και η ανάγκη μου να ανοιχτώ και να μοιραστώ αυτά τα πράγματα με άλλους ανθρώπους. Με τον τρόπο αυτό αισθάνομαι ότι γίνομαι καταλύτης και ενεργός μέτοχος μιας εκτεταμένης εικονικής μαζικής συνεδρίας ψυχοθεραπείας της κοινότητας των Α.Α.Ρ. (Ανώνυμων Αθεράπευτα Ρομαντικών) των οποίων, να σας αποκαλύψω επί τη ευκαιρία, ότι είμαι εκ γενετής μέλος και έχω διατελέσει επίτιμος πρόεδρος. Και αν ενδιαφέρεστε να εγγραφείτε στην κοινότητά μας, να σας ενημερώσω ότι τα γραφεία μας στεγάζονται στη συμβολή των οδών Ονείρων και Αφελείας και είναι ανοιχτά όταν το θελήσετε εσείς.

http://www.youtube.com/watch?v=5Ldjt0ACJeQ

67. Χαμένο ρούχο

Σύνθεση: Σωκράτης Μάλαμας

Ερμηνεία: Σωκράτης Μάλαμας

Στίχος: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άλμπουμ: Ο φύλακας κι ο βασιλιάς

2000

Τελικά, ποιός θα μας πει, βρε παιδιά, εάν όσο περνούν τα χρόνια αλλάζουμε πραγματικά ή μένουμε κατά βάση οι ίδιοι; Και ακόμα και εάν, θεωρητικά, υφίσταται η πιθανότητα να αλλάζουμε, διαθέτουμε πραγματικά τη δυνατότητα να αναπλάθουμε τους εαυτούς μας και τον μικρόκοσμο γύρω μας κατά τη βούλησή μας ή είμαστε έρμαια των εγγεγραμμένων, στα γονίδια μας, εντολών και των συνθηκών στις οποίες γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε ή, εναλλακτικά, (το ίδιο κάνει, από πλευράς τελικού αποτελέσματος με την ακριβώς προηγούμενη περίπτωση) μιας απροσδιόριστης, αλλά αδυσώπητης, ειμαρμένης; Ερωτήματα, που φέρουν τον ύψιστο βαθμό δυσκολίας, και τα οποία θέτει ο άνθρωπος στον εαυτό του και στους γύρω του από τότε που άρχισε να ανακαλύπτει και να αναπτύσσει τις νοητικές του ικανότητες. Ερωτήματα με τα οποία καταπιάστηκαν οι μεγαλύτεροι σοφοί της ανθρωπότητας, μέσα στους αιώνες, και τα οποία ανέλυσαν σε επιμέρους ερωτήματα και τα προχώρησαν πολλά επίπεδα πιο πέρα, χωρίς φυσικά κανείς τους να δώσει μια τελική και οριστική απάντηση σε αυτά (αυτές πάντοτε τις παρείχαν και τις παρέχουν οι εκπρόσωποι των μαγαζιών που εμπορεύονται τα διάφορα δόγματα και των οργανωμένων συστημάτων εκμετάλλευσης των υπαρξιακών αναγκών των ανθρώπων). Και, φυσικά, δεν πιστεύω ότι είστε αφελείς, ώστε να περιμένετε από εμένα να σας δώσω απαντήσεις, που δεν κατέχω, σε αυτά τα ερωτήματα. Αυτό που θα πω, απλά, εγώ, είναι πως τα ερωτήματα αυτά απαντώνται πιο αποτελεσματικά σε ατομικό επίπεδο, και όποιος θέλει να διαπιστώσει κατά πόσο τα χρόνια τον έχουν αλλάξει ή κατά πόσο η ζωή του είναι θέμα δικών του επιλογών ή επιλογών άλλων, υπερβατικών ή φυσικών δυνάμεων, ανθρώπων ή κοινωνικών συνθηκών, το καλύτερο που έχει να κάνει είναι να… κοιταχτεί στον καθρέφτη. Αλλά όχι όποιον κι όποιον καθρέφτη και σίγουρα όχι τον παραμορφωτικό καθρέφτη που χρησιμοποιούμε οι περισσότεροι στην καθημερινή μας ζωή για να επιβεβαιώνουμε τις ματαιοδοξίες μας και να επαληθεύουμε τις, συχνότατα, επιφανειακές και επίπλαστες πεποιθήσεις που έχουμε για τον εαυτό μας. Όχι, πρέπει να βρούμε, και αν δεν μπορούμε να τον βρούμε να τον κατασκευάσουμε, έναν καθρέφτη που θα λέει την αλήθεια όταν κοιταζόμαστε σε αυτόν, αντανακλώντας το ποιοι και τι είμαστε, αληθινά και σε βάθος. Αν ξεπεράσουμε το σοκ αυτού που θα δούμε στον καθρέφτη-αλήθεια, τότε πολλά από τα αναπάντητα ερωτήματα μας θα βρουν απάντηση. Ή θα πάψουν να μας απασχολούν ως αδιάφορα και κενά περιεχομένου. Σε κάθε περίπτωση, η παραπάνω διαδικασία ουσιαστικής αυτοεπίγνωσης μπορεί να εφαρμοστεί, πιο δύσκολα, και σε συλλογικό επίπεδο (παρέας, οικογένειας, κοινότητας, κοινωνίας, ανθρωπότητας). Τώρα βέβαια, και για να κλείσω με ένα ακόμα έμμεσο (ρητορικό) ερώτημα, η δυνατότητα εφαρμογής της επιχείρησης «Μάθε ποιος ή τι είσαι στην πραγματικότητα» από μια ατομική ή συλλογική οντότητα, σχετίζεται άμεσα με το κατά πόσο η ύπαρξη αυτής της οντότητας τρέφεται από ή στηρίζεται σε ψέματα, αυταπάτες, παραμύθια της Χαλιμάς, ανεδαφικές ουτοπίες και δογματικές αντιλήψεις. Χμμμ… Καθρέφτη, καθρεφτάκι μου ποιός είμαι ο καλύτερος, αλλά και πιο αδικημένος και κυνηγημένος, του χωριού;

http://www.youtube.com/watch?v=hVNAeF0Ppx0

 

66. Τίποτα δεν πάει χαμένο

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου-Μάνος Λοΐζος

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Τα τραγούδια της Χαρούλας

1979

Ο αληθινός επαναστάτης, ο αληθινός αγωνιστής, ο αληθινός αιρετικός, πάει πάντα κόντρα στο ρεύμα και στις κατεστημένες αντιλήψεις των πολλών. Το κάνει με υπερηφάνεια για το ποιος είναι και τι πρεσβεύει, χωρίς όμως αφέλεια και αυτοκτονική διάθεση: ποτέ δε θα γίνει εξιλαστήριο θύμα ή ο εύκολος στόχος και το στρατιωτάκι, να διακινδυνεύει, χωρίς λόγο και ίδιον όφελος, τη ζωή του για λογαριασμό κάποιων άλλων η κάποιας «ανώτερης» αφηρημένης έννοιας ή ιδέας (δηλαδή, και σε αυτήν την περίπτωση, για λογαριασμό κάποιων άλλων). Αποδέχεται το όποιο κόστος των επιλογών του και δεν υπεκφεύγει, το πληρώνει. Δεν ασπάζεται τελεολογικές θεωρήσεις και, συνεπώς, δεν μπορεί να ισχυριστεί, χωρίς να αυτοαναιρεθεί, ότι είναι εκ των προτέρων δικαιωμένος, γνωρίζοντας ποιο θα είναι το τελικό αποτέλεσμα του αγώνα του. Αντιθέτως, εκείνος βρίσκει τη δικαίωση του στον ίδιο τον αγώνα και η τελική του έκβαση είναι κάτι δευτερεύον για αυτόν, μια που, κατά πάσα πιθανότητα, δεν εξαρτάται μόνο από εκείνον. Απολαμβάνει τη μάχη και η αδρεναλίνη της τον μεθάει, τον απογειώνει. Δεν είναι σοβαρός μέχρι θανάτου να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί του, όπως κάνουν οι ψευτο-επαναστάτες του γλυκού νερού, αλλά κάνει χιούμορ, αυτοσαρκάζεται και συνεχώς αμφιβάλλει για τις αντιλήψεις και ενέργειές του και αναθεωρεί διαρκώς τη στρατηγική και τους στόχους του. Καμιά φορά αναθεωρεί ακόμα και ολόκληρο τον ίδιο του τον αγώνα. Ο αληθινός επαναστάτης ξέρει ότι τίποτα δεν πάει χαμένο, γιατί δε φοράει παρωπίδες ούτε έχει επιλεκτική μνήμη. Αξιολογεί και επεξεργάζεται όλα του τα βιώματα και χρησιμοποιεί το απόσταγμά τους ως καύσιμο για να συνεχίσει τον αγώνα του και ως υλικό για να χτίσει πράγματα μέσα του και στο περιβάλλον του. Ο αληθινός επαναστάτης σπάνια αναγνωρίζεται στον τόπο του ή στην εποχή του και αν αναγνωριστεί, αναγνωρίζεται μερικώς και υφιστάμενος έντονη και συστηματική πολεμική εναντίον του, όσο ζει τουλάχιστον. Ο αληθινός επαναστάτης είναι πάντα η εξαίρεση και ποτέ ο κανόνας.

http://www.youtube.com/watch?v=wraTGJAPB6M

65. Αν σ’ αρνηθώ αγάπη μου

Σύνθεση: Μίμης Πλέσσας

Ερμηνεία: Κώστας Χατζής

Στίχος: Δανάη, a.k.a. Στέλλα Γκρέκα

(Από την ταινία: «Φτωχαδάκια και Λεφτάδες»)

1961

Λοιπόν, λοιπόν, λοιπόν, καταρχήν, ξεχάστε όποια ερμηνεία του «Αν σ΄ αρνηθώ αγάπη μου» σας άρεσε, μέχρι σήμερα, και με την οποία ήσασταν εξοικειωμένοι, από της Τζένης Βάνου μέχρι της Αλέξιας και της Αρβανιτάκη, και αμέσως σπεύστε να ακούσετε τη συγκεκριμένη ερμηνεία του Κώστα Χατζή, παρακολουθώντας, όμως, οπωσδήποτε παράλληλα τη σκηνή της ταινίας, όπου πρωτοπαρουσιάστηκε το τραγούδι αυτό… Το είδατε;  Τι μοναδικότητα (singularity, που λένε κι οι Αρβανίτες φυσικοί) στον χωροχρόνο του ελληνικού τραγουδιού συνιστά αυτό το αριστούργημα! Όταν εγώ πρωτοείδα και πρωτάκουσα την συγκεκριμένη εκτέλεση, ομολογώ πως είχα μείνει σέκος. Τείνω να πιστέψω ότι κάποιος, με ανεπτυγμένες προγνωστικές ικανότητες, επιστράτευσε τον 14χρονο, τότε, Ντέιβιντ Λιντς και τον έφερε από τις Η.Π.Α. με σκοπό να σκηνοθετήσει το, κατά κάποιο τρόπο, βίντεο κλιπ του τραγουδιού μέσα στην ταινία. Και το λέω αυτό γιατί το ονειρικό σκηνικό, η αίσθηση του παράδοξου που σου αποπνέει το στήσιμο των μουσικών, η ερμηνεία, υποκριτική και… τραγουδιστική, του Χατζή σε συνδυασμό με την κίνησή του στον χώρο, και το άψογο πάντρεμα όλων των παραπάνω με την σύνθεση και την αυθεντική ενορχήστρωση του Μίμη Πλέσσα (η οποία είναι η καλύτερη αλλά, παράλληλα και δυστυχώς, η λιγότερη γνωστή από τις εκδοχές που έχουμε οι περισσότεροι υπόψη μας), μου θυμίζουν πολύ έντονα την τεχνοτροπία και την αισθητική του, κατ΄ εμέ, κορυφαίου των κορυφαίων, Αμερικανού σκηνοθέτη. Μέχρι και το διπλό όνομα της στιχουργού (Δανάη ή Στέλλα Γκρέκα) δένει, κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο, με την «καλτίλα» της όλης φάσης. Υποκλίνομαι και γρήγορα προχωρώ στο επόμενο τραγούδι της λίστας, γιατί είμαι πολύ κοντά στο να αναθεωρήσω προς τα πάνω την τρέχουσα θέση του και, μεροληπτώντας σκανδαλωδώς, να το τοποθετήσω στην πρώτη δεκάδα.

http://www.youtube.com/watch?v=39OjVBveTmc

64. Φραγκοσυριανή

Σύνθεση: Μάρκος Βαμβακάρης

Ερμηνεία: Μάρκος Βαμβακάρης

Στίχος: Μάρκος Βαμβακάρης

1932

Υποθέστε ότι οι Έλληνες εκτοξεύαμε ένα διαστημόπλοιο (επανδρωμένο ή μη επανδρωμένο, ας μην το εξετάσουμε εδώ αυτό, δεν έχει σημασία) με στόχο να καταλήξει στα χέρια (ή στα πλοκάμια ή σε όποιο άλλο όργανο είναι διαθέσιμο, εν πάση περιπτώσει) πλασμάτων κάποιου πιθανού ανεπτυγμένου εξωγήινου πολιτισμού. Ξέρω, ξέρω, αυτά είναι σενάρια επιστημονικής φαντασίας υψωμένα στον κύβο, αλλά ας μείνουμε στο ότι κάνουμε απλώς μια υπόθεση εργασίας, έστω και τόσο τραβηγμένη από τα μαλλιά, που σε λίγο θα ξεριζωθεί το κεφάλι. Τότε, λοιπόν, λογικό θα ήταν να μετατρέπαμε αυτό το σκάφος σε μία, τρόπον τινά, «κιβωτό ελληνικότητας», εφοδιάζοντάς το με αντικείμενα που θα αντιπροσώπευαν, στον υψηλότερο δυνατό βαθμό, την ιστορία μας, τα  σπουδαιότερα υλικά, διανοητικά και πνευματικά μας επιτεύγματα, τις ιδιομορφίες μας, τα χαρακτηριστικά μας, το φαγητό μας, το ποτό μας (αν και αυτά μπορεί να ήταν δηλητηριώδη για τους υποθετικούς εξωγήινους, αν υποθέσουμε ότι τα δοκίμαζαν, αλλά ας θεωρήσουμε ότι θα έπαιρναν τις προφυλάξεις τους. Παρεμπιπτόντως, έχετε προσέξει ότι οι παρενθέσεις σε κάποιες από τις καταχωρήσεις της λίστας είναι μακροσκελέστατες και, εν πολλοίς, περιττές; Δεν φταίω εγώ, η φλυαρία και η ροπή μου προς τον βερμπαλισμό τα φταίνε) και, φυσικά, την καλλιτεχνική μας δημιουργία. Όμως, θα υπήρχαν περισσότερες πιθανότητες να διέθετουν οι εξωγήινοι την αίσθηση της ακοής για να μπορούσαν να ακούσουν την μουσική μας, παρά να γνώριζαν Ελληνικά, αρχαία ή νέα, ώστε να μπορούσαν να διαβάσουν π.χ. την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ή την ποίηση του Ελύτη και του Σεφέρη (εδώ βέβαια και πάλι εγείρονται χίλια δύο ζητήματα, στα οποία εμπλέκονται επιστήμες όπως η γνωσιολογία, η φυσιολογία, η κοινωνιολογία και άλλες πολλές, αλλά ας μην επεκταθούμε γιατί θα χάσουμε το τόπι εντελώς, και ας κάνουμε την παραδοχή ότι τα έχουμε επιλύσει όλα αυτά τα πιθανά προβλήματα. Ναι, ναι, ναι, κλείνω την παρένθεση, κλείνω την παρένθεση!). Εκτός, βέβαια, και αν ισχύουν οι θεωρίες των διαφόρων συνομωσιο-παρανοϊκών περί καταγωγής μας από τον Σείριο ή τον Μ του Λαγού. Τέλος πάντων, για να φτάσουμε στην ταμπακιέρα, αν, για τους παραπάνω λόγους, τοποθετούσαμε στο διαστημόπλοιό μας (μάλλον Αργώ θα το βαφτίζαμε, τώρα που το σκέφτομαι) μια συσκευή αναπαραγωγής μουσικής και, μέσα στη συσκευή βάζαμε ένα, αντίστοιχο και συμβατό με αυτήν, μέσο αποθήκευσης που θα περιείχε τα 15 πιο αντιπροσωπευτικά ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών (το οποίο θα το ρυθμίζαμε να παίζει στο διηνεκές), και οι αρμόδιοι της αποστολής της «Αργούς» (εντάξει, κατοχυρώθηκε το όνομα) ανέθεταν σε εσάς να αποφασίσετε ποια θα ήταν τα τραγούδια αυτά, θα υπήρχε έστω κι ένας από εσάς που δεν θα συμπεριελάμβανε την Φραγκοσυριανή; Ελάχιστα χεράκια βλέπω. Ποιά άλλα τραγούδια θα προκρίνατε; Αφήστε, μου λέτε μετά. Πάντως, εάν έστω και τα μισά ήταν από τη λίστα μου, θα μου δίνατε μεγάλη χαρά, να το ξέρετε!

http://www.youtube.com/watch?v=1CeGogPy6fw

63. Φάλτσα μενεξεδιά

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Λάκης Παπαδόπουλος

Στίχος: Λάκης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Άκυρο

1982

Ο Αντρέ Μπρετόν, ο Πωλ Ελυάρ, ο Σαλβαντόρ Νταλί, ο Λουίς Μπουνιουέλ, ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος και οι Pixies, ακόμα ακόμα, θα ήταν πολύ υπερήφανοι για εσένα, Λάκη με τα ψηλά ρεβέρ, και για αυτό το μικρό υπερρεαλιστικό ροκ αριστούργημά σου, που είναι, όπως, εξάλλου, κάθε αξιόλογο δείγμα του είδους του, ένα, πανέμορφο, και μαζί απόκοσμο και τρομακτικό, καλειδοσκόπιο αλλόκοτων και απρόσμενων εικόνων και συναισθημάτων.

http://www.youtube.com/watch?v=oDdiI9_bnV0

62. Ήταν όλα αποφασισμένα

Σύνθεση: Κόρε Ύδρο

Ερμηνεία: Κόρε Ύδρο

Στίχος: Κόρε Ύδρο

Άλμπουμ: Όλη η Αλήθεια για τα παιδιά του ΄78

2009

Κυρίες και κύριοι… υποδεχτείτε στη συντροφιά μας και στη λίστα μου… τους Κόρεεεεε Ύδροοοοο! Το συγκρότημα-φαινόμενο της δεκαετίας των μηδενικών (και ελπίζουμε και πολλών ακόμα δεκαετιών) από την Κέρκυρα, με τον «υπέροχο καταθλιπτικό» και συγκλονιστικό περφόρμερ, ποιητή, στιχουργό και ερμηνευτή, Παντελή, τον Αλέξανδρο, με τις μοναδικές του συνθέσεις, και τα άλλα τα παιδιά. Οι Κόρε Ύδρο ήρθαν να καλύψουν ένα θεόρατο κενό στην εγχώρια μουσική ποπ σκηνή και επειδή, ακριβώς, είναι ένα… τεράστιο συγκρότημα, κατάφεραν να καλύψουν ολόκληρο το κενό αυτό, και να περισσεύουν και λίγο! Δυστυχώς, έστω κι αν έχουν κερδίσει τις καρδιές όλων των «εναλλακτικών» (χωράνε πολλοί κάτω από αυτήν την ταμπέλα, αλλά αυτό είναι μια άλλη κουβέντα), κατά τα άλλα, το πλούσιο ταλέντο τους δε συμβαδίζει, μέχρι στιγμής, με την δημοτικότητα και την αναγνώρισή τους. Αξίζουν τα καλύτερα, πάντως, και εύχομαι να μην το βάλουν κάτω και να φτάσει, σύντομα, η στιγμή της μεγάλης δικαίωσης… Οι Κόρε Ύδρο έχουν τις πλείστες όσες ετερόκλητες και απίθανες επιρροές (από Smiths μέχρι Καρβέλα και από REM μέχρι Αντρέα Μικρούτσικο), από τις οποίες ξέρουν να παίρνουν τις σωστές δόσεις και, σε συνδυασμό με τα υλικά που προσθέτουν οι ίδιοι, καταλήγουν να διαμορφώσουν την ολόδική τους, πρωτότυπη, τεχνοτροπία η οποία αποτυπώνεται σε μια σειρά αξιομνημόνευτα παράξενων και πανέμορφων, μελωδικότατων τραγουδιών. Οι στίχοι καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα εννοιών, καταστάσεων και συναισθημάτων. Εξπρεσιονισμός, βιτριολικό και μαύρο χιούμορ, απόγνωση, διαστροφή, ερωτισμός, κριτική-ξυράφι του συστήματος και της κοινωνίας, εντός των οποίων εκείνοι και όλοι μας είμαστε υποχρεωμένοι να κινούμαστε, όλα τα συναντάμε στα κομμάτια τους και στα όσα αυτά αφηγούνται. Υπέροχοι στο στούντιο, ακόμα καλύτεροι στα, ελάχιστα, λάιβ τους. Το τελικό αποτέλεσμα; Σκέτη μαγεία και ένας ολοένα αυξανόμενος αριθμός φανατικών οπαδών! Πάρτε με το τραγουδάκι αυτό μια πρώτη γεύση, όσοι εξ υμών δεν είχατε την τύχη να τους γνωρίζετε έως τώρα (ελπίζω να το εκλάβετε όντως ως ευτυχές το γεγονός της γνωριμίας σας μαζί τους!), και παρακάτω σας περιμένουν τα καλύτερα. Ή τα χειρότερα. Ή και τα δύο. Όλα είναι θέμα οπτικής γωνίας, n’ est-ce pas;

http://www.youtube.com/watch?v=liQAgFKEgoA

61. Τυχερό αστέρι

Σύνθεση: Κωνσταντίνος Βήτα

Ερμηνεία: Γιάννης Παλαμίδας

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

(Από την θεατρική παράσταση «Angel Baby»)

2001

Όταν όλα αυτά που περιγράφει ο Κωνσταντίνος Βήτα στο «Τυχερό Αστέρι», τα νιώθεις για έναν άνθρωπο, τότε, μάλλον, ξέρεις ότι έχεις βρει αυτήν την Μία (όχι τη Φάροου) ή αυτόν τον Ένα. Και αν δεν τα έχεις νιώσει ακόμα για κάποιον, μην πτοείσαι και προσπάθησε να το δεις θετικά: τουλάχιστον, έχεις μπροστά σου πολλές ερωτικές εμπειρίες ακόμα και δεν έχεις φτάσει στο τέλος της διαδρομής. Όπως και να έχει, θα σου πω κάτι που δεν μπορώ να το αποδείξω, φυσικά, αλλά το πιστεύω ακράδαντα, κι ας είναι και κλισεδούρα και «Κουελιά» (από τον Πάουλου Κουέλιου βγαίνει): για τον καθένα και την καθεμία μας υπάρχει ένα τυχερό αστέρι. Κι αν, σε πείσμα της, συχνά ανυπόφορης, μαυρίλας αυτής της Γης, μπορείς, ακόμα, να κοιτάζεις εκστασιασμένος και μαγεμένος τα βράδια τον έναστρο ουρανό, τότε θα το βρεις οπωσδήποτε…

http://www.youtube.com/watch?v=L3tta_TThbI

 

60. Κάπου την έχουμε πατήσει

Σύνθεση: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Ερμηνεία: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Στίχος: Λουκιανός Κηλαηδόνης

Άλμπουμ: Είμαι ένας φτωχός και μόνος καουμπόυ

1978

Πού το πήραμε λάθος, βρε παιδιά, το πράγμα τελικά; Και υπήρχε μόνο ένα μεγάλο λάθος ή μια σωρεία μικρών λαθών που έγιναν στο κατάλληλο (από την ανάποδη) μέρος και τάιμινγκ και που οδήγησαν σε αυτήν την σύγχρονη κοινωνία μας, με τις πολλές προβληματικές, έως εκτρωματικές, εκφάνσεις της και με αυτό το απάνθρωπο και, στο τέλος της ημέρας και όπως διαρκώς αποδεικνύεται, αδιέξοδο σύστημα οργάνωσης και λειτουργίας της, μέσα στο οποίο γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, σπουδάζουμε, εργαζόμαστε, ερωτευόμαστε και πεθαίνουμε; Αν επιχειρούσα μια, (κάπως υπεραπλουστευμένη, αναγκαστικά) προσέγγιση στον παραπάνω προβληματισμό, θα έλεγα, καταρχήν, ότι η αντιμετώπιση του ζητήματος με όρους «σωστού-λάθους», «άσπρου-μαύρου» είναι μονοδιάστατη, ισοπεδωτική και, εν  τέλει, άτοπη. Το σημαντικό, κατά τη γνώμη μου, είναι να δούμε το πως φτάσαμε ως εδώ. Πάνω σε αυτό, λοιπόν, θα έλεγα ότι κατά την διάρκεια της μακραίωνης ιστορικής πορείας της ανθρωπότητας, τα μέλη των κοινωνιών της (τα μεμονωμένα άτομα, αλλά και ποικίλες συλλογικότητές τους, κάθε μορφής και σκοπού) έκαναν κάποιες κρίσιμες επιλογές (είτε απευθείας, είτε μέσω κάποιων άλλων, στους οποίους είχαν εκχωρήσει, ή οι οποίοι είχαν υφαρπάξει με τη βία από εκείνα, το δικαίωμα της επιλογής) οι οποίες οδηγούσαν τις κοινωνίες αυτές προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση, γιατί πιστέψαν (ή, αντίστοιχα, πίστεψαν οι διαμεσολαβητές ή σφετεριστές της «δύναμης επιλογής» των μελών της κοινωνίας, και τα πήρε η μπάλα κι εκείνα, αναπόφευκτα) ότι με αυτόν τον τρόπο θα επήρχετο η καλύτερη δυνατή εξέλιξη και θα προέκυπταν τα βέλτιστα δυνατά αποτελέσματα για εκείνα και, φυσικά, για τις κοινωνίες τους. Όμως, κάθε επιλογή, όποιες και όσες κι αν είναι οι θετικές της συνέπειες, έχει πάντοτε ένα «κόστος ευκαιρίας» σε αυτό το Σύμπαν, αυτό μπορεί να σας το επιβεβαιώσει και ένας πρωτοετής φοιτητής φυσικής και ένας πρωτοετής φοιτητής οικονομικών και, γενικότερα, όποιος διαθέτει το (όλο και πιο δυσεύρετο στις μέρες μας, η αλήθεια είναι) «χάρισμα» της κοινής λογικής. Έτσι, το τίμημα για την επιλογή ενός συγκεκριμένου τρόπου λειτουργίας και μοντέλου ανάπτυξης της κοινωνίας (εξειδίκευση, προγραμματισμός, στην πρωτοπορία οι επιστήμονες, οι τεχνοκράτες και οι πάσης φύσεως ειδικοί, με στόχο την επίτευξη πρωτοφανών επιπέδων πολύπλευρης πολιτισμικής επέκτασης και ευημερίας στην ανθρώπινη ιστορία) ήταν η εδραίωση της γραφειοκρατίας και η επιβολή ενός πολύπλοκου πλέγματος κανόνων και μηχανιστικών διαδικασιών που επιβραβεύουν, σε μεγάλο βαθμό, την επαναληψιμότητα, τη μαζικότητα και τη ρουτίνα και τείνουν να αποθαρρύνουν και να καταπνίγουν την πρωτοβουλία και τη δημιουργικότητα. Και, φυσικά, τα παραπάνω δεν συνιστούν θέσφατο ή ολοκληρωμένη και διεξοδική ανάλυση. Εκφράζουν, απλώς, μια οπτική γωνία θέασης. Υπάρχουν και άλλες πολλές γωνίες θέασης της μεγάλης, (τουλάχιστον) τετραδιάστατης και (μην το ξεχνάμε αυτό, επίσης) δυναμικής εικόνας, από τις οποίες προκύπτουν ακόμα πιο ενδιαφέρουσες παρατηρήσεις και χρήσιμα συμπεράσματα. Ένα ουσιαστικό βήμα, πάντως, για να απεμπλακούμε από την παγίδα στην οποία έχουμε εγκλωβιστεί κι εμείς, σαν τον ήρωα του τραγουδιού, είναι, αν θέλετε την ταπεινή μου γνώμη, να ανακαλύψουμε και να ξυπνήσουμε τον καλλιτέχνη μέσα μας. Και ξέρω ότι οι περισσότεροι την διαθέτουμε, έστω και σε μικρές δόσεις, έστω και λίγο εν υπνώσει, αυτήν τη δυνατότητα.

http://www.youtube.com/watch?v=TkYmlaXpmuA

 

59. Μια στιγμή πανικού

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Ελένη Δήμου

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Φώτα παρακαλώ

1990

Τη βίωνε αυτή τη στιγμή πανικού σχεδόν κάθε βράδυ στα όνειρά της. Έβλεπε ότι την απατάει και το είχε δει να επαναλαμβάνεται με όλους τους πιθανούς τρόπους και σε όλες τις πιθανές παραλλαγές που μπορείτε να φανταστείτε. Ξύπναγε κάθιδρη και, πολλές φορές, κλαίγοντας και φωνάζοντας. Όταν τύχαινε να κοιμόντουσαν μαζί, τον έβρισκε, συνήθως, να ροχαλίζει δίπλα της, στις όλο και συχνότερες περιπτώσεις που πεταγόταν από τον ύπνο της λες και την είχαν ρίξει σε τηγάνι με καυτό λάδι. Τον κοίταζε έντρομη, τον χάιδευε και τον φίλαγε με περισσή στοργή και, προσωρινά, ησύχαζε. Όταν δεν κοιμόντουσαν μαζί, όμως, τα φίδια την έζωναν. Ήταν, άραγε, αυτά τα «ταξίδια στο εξωτερικό» και τα «Σαββατοκύριακα στη γενέτειρα» απλώς προσχήματα και προπετάσματα καπνού για τις… πομπές του; Στην πραγματικότητα, όμως, ήταν άψογος σε όλα του, την αγαπούσε και της το έδειχνε έμπρακτα και με κάθε ευκαιρία, και δεν είχε να του καταλογίσει το παραμικρό. Αποφάσισε να του μιλήσει για τα όνειρα αυτά, ώστε να ανακουφιστεί λίγο από το βάρος τους. Το έκανε. Εκείνος την άκουσε, χαμογέλασε, την πήρε αγκαλιά και, αφού την πείραξε λίγο, την καθησύχασε. Εκείνη για λίγες ημέρες ηρέμησε. Ύστερα, όμως, πάλι τα ίδια. Έπρεπε να κάνει κάτι άλλο για να την ηρεμήσει, κάτι που θα την ησύχαζε δια παντός. Προσέλαβε, λοιπόν, έναν ντετέκτιβ να τον παρακολουθήσει ένα Σαββατοκύριακο, που θα πήγαινε, όπως της είχε πει, στη γενέτειρα του. Την επόμενη Δεύτερα, ο ντετέκτιβ Λάμπρου την κάλεσε στο γραφείο του. Δεν είχε προετοιμαστεί για το σοκ που θα βίωνε εκεί. Της έδειξε φωτογραφίες του καλού της να πίνει καφέ και να χαριεντίζεται με τρεις (3!) διαφορετικές νεαρές γυναίκες (όχι ταυτόχρονα, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές). Της ανέφερε ότι και τις 3 τις πήγε, μετά τον καφέ, στο ίδιο ξενοδοχείο, στο οποίο η βασική χρέωση είναι ανά τρίωρο (το πιάσατε το υπονοούμενο), το οποίο τρίωρο και στις 3 περιπτώσεις το εξάντλησε. Έφυγε αμίλητη και με ένα άδειο βλέμμα στο πρόσωπό της από το γραφείο του ντετέκτιβ. Το ίδιο βράδυ, εκείνος θα ερχόταν από το σπίτι της να κοιμηθούν μαζί. Όλο το απόγευμα το πέρασε ξαπλωμένη στο κρεβάτι της να κοιτάζει ανέκφραστη το ταβάνι. Όταν εκείνος της χτύπησε το κουδούνι της εισόδου της πολυκατοικίας, εκείνη, με ήρεμες κινήσεις, πήγε στην κουζίνα, πήρε ένα μεγάλο κουζινομάχαιρο και, ύστερα, του άνοιξε να μπει. Στη συνέχεια , μισάνοιξε και λίγο την εξώπορτα και κρύφτηκε πίσω από αυτήν. Όταν εκείνος μπήκε στο διαμέρισμα, του επιτέθηκε αιφνιδιαστικά, αλλά και με ψυχρότητα, και τον κάρφωσε 3 φορές στην πλάτη. Εκείνος έπεσε αιμόφυρτος κάτω. Καταβάλλοντας απίστευτη προσπάθεια, γύρισε να την κοιτάξει. Εκείνη τον κοίταζε ψυχρή, ανέκφραστη και κρατώντας το μαχαίρι της, που έσταζε το αίμα του. Κάτι πήγε να της πει, αλλά ήταν αδύνατο. Μέσα σε δευτερόλεπτα ήταν νεκρός. Εκείνη έκλεισε την πόρτα, άφησε το πτώμα να κείται εκεί και έπλυνε το μαχαίρι από τα αίματα. Στη συνέχεια κάθισε στον καναπέ της και έβαλε να δει τηλεόραση. Ολόκληρο το βράδυ πέρασε έτσι. Δεν κοιμήθηκε καθόλου. Κάποια στιγμή, γύρω στις 10 το επόμενο πρωί, το τηλέφωνο κουδούνισε. Το άφησε να χτυπήσει έξι φορές και ύστερα το σήκωσε. Ήταν ο ντετέκτιβ Λάμπρου: «Κυρία μου, ελπίζω να με συγχωρέσετε. Σας βεβαιώνω ότι θα σας επιστρέψω τα χρήματα που μου καταβάλατε ως αμοιβή. Θα σας τα αποκάλυψε όλα ο αρραβωνιαστικός σας, υποθέτω. Πρέπει να σας συγχαρώ για την επιλογή σας να τον παντρευτείτε. Είναι πολύ αξιόλογο και πανέξυπνο παλικάρι. Αμέσως με τσάκωσε, πάνω που είχα αρχίσει να τον παρακολουθώ, και με έπεισε να σας σκαρώσουμε αυτήν την πλάκα. Δεν λέω, έπαιξε το ρόλο του και το ότι μου προσέφερε το τριπλάσιο ποσό ως αμοιβή, από αυτό που σας είχα χρεώσει. Φαντάζομαι θα σας εξιστόρησε για αυτές τις εξαδέλφες του που βρήκε στην γενέτειρά του και που τις έπεισε να βγάλουμε τις σχετικές, δήθεν ενοχοποιητικές, φωτογραφίες που σας έδειξα χθες. Είπε ότι ήταν σίγουρος πως θα παίρνατε μια λαχτάρα άλλο πράγμα και, μην μπορώντας να συγκρατήσει τα γέλια του, μου είπε πως, μετά, θα σας κορόιδευε για όλη την υπόλοιπη ζωή του. Χοντροκομμένο το όλο σκηνικό, δε λέω, και ίσως ήταν λίγο αντιεπαγγελματικό εκ μέρους μου να αποδεχτώ την προσφορά του, αλλά, καταλαβαίνετε, δεδομένης της κρίσης που διέρχεται η δουλειά μας… Αλήθεια, μήπως ξέρετε που βρίσκεται ο αρραβωνιαστικός σας; Τον αναζητώ για να πληρωθώ αυτή την αμοιβή μου, ξέρετε… Κυρία μου; Με ακούτε; Είστε στη γραμμή;». Αλλά εκείνη δεν ήταν πια στη γραμμή. Είχε λιποθυμήσει, είχε σωριαστεί στο πάτωμα και το ακουστικό του τηλεφώνου κρεμόταν δίπλα από το κατάχλωμο πρόσωπό της, στο οποίο μια έκφραση ανείπωτης φρίκης ήταν χαραγμένη.

http://www.youtube.com/watch?v=bWUWm2FA1YA

58. Το Γράμμα

Σύνθεση: Βαγγέλης Γερμανός

Ερμηνεία: Βαγγέλης Γερμανός

Στίχος: Βαγγέλης Γερμανός

Άλμπουμ: Τα Μπαράκια

1981

Με ένα γράμμα γεφυρώνεται η μεταξύ των δυο μας τεράστια γεωγραφική απόσταση. Πώς γίνεται αυτό; Πρώτα απ’ όλα, το διαβάζω προσεκτικά, πάρα πολλές φορές. Διαβάζω τις λέξεις που μου έχει γράψει, αλλά και ανάμεσα στις λέξεις, όσα δεν έχει γράψει, γιατί, ακριβώς, δεν μπορούν να μπουν σε λέξεις. Αυτά είναι τα αληθινά ζητούμενα και τα πιο ενδιαφέροντα για το σκοπό μου. Προσπαθώ να εντοπίσω ποιο είναι το πιο σημαντικό από αυτά τα ανείπωτα και, κατόπιν, γίνομαι η λέξη που το εκφράζει. Προσοχή, δεν βρίσκω μια από τις γνωστές, υπαρκτές λέξεις του λεξιλογίου μας για να το εκφράσει, μεταλλάσσομαι εγώ ο ίδιος σε λέξη για να το εκφράσω με τη δική μου υπόσταση. Δυστυχώς, δεν μπορώ να το εξηγήσω καλύτερα. Τώρα, έχω γίνει μέρος του γράμματος. Από τη δική μου οπτική γωνία, το γράμμα είναι, πλέον, μια αλλόκοσμη και γνώριμη, ταυτόχρονα, πόλη. Στην πόλη είναι πάντα βράδυ. Περιπλανιέμαι στα στενά της και στα κτίρια της. Μου αρέσει, είναι πολύ όμορφα. Κάποιες φορές, επιβιβάζομαι σε κάτι παράξενα οχήματα, των οποίων η λειτουργία φαίνεται πως στηρίζεται σε κάποια αρχή αντιβαρυτικής προώθησης. Στόχος μου είναι να εντοπίσω τα γράμματα που απαρτίζουν τη βασική λέξη της υπόστασής της. Κάθε φορά βρίσκονται σε διαφορετικό σημείο, αλλά αυτό, τώρα πια, δεν με νοιάζει καθώς και ποια είναι τα συγκεκριμένα γράμματα ξέρω και η ιδιαίτερη ενέργεια που αυτά εκπέμπουν με έλκει. (Σας επαναλαμβάνω, για να αποφεύγονται παρεξηγήσεις οι οποίες με φέρνουν σε πολύ δύσκολη θέση, ότι χρησιμοποιώ, αναγκαστικά, συμβατικές λέξεις για να εκφράσω εντελώς αντισυμβατικές καταστάσεις). Τη στιγμή που τα έχω συγκεντρώσει όλα, εμφανίζεται μπροστά μου. Δεν θα σας πω τι κάνουμε μαζί. Όταν τελειώσει ο χρόνος μας, το ξέρω και κλείνω τα μάτια μου. Όταν τα ανοίξω, βρίσκομαι σε ένα από τα φιδογυριστά μονοπάτια του λόφου, ο οποίος βρίσκεται πίσω και πλάι από το Στάδιο. Είναι πάντα βράδυ κι έχω χάσει ή κερδίσει από 6-12 ώρες συμβατικού χρόνου. Παίρνω το δρόμο για το σπίτι μου που είναι πολύ κοντά. Σε μια εβδομάδα περιμένω τον ταχυδρόμο να μου φέρει το επόμενο γράμμα.

http://www.youtube.com/watch?v=30_pFZqLrfo

57. Άσπρα καράβια

Σύνθεση: Γιάννης Σπανός

Ερμηνεία: Μιχάλης Βιολάρης-Καίτη Χωματά

Στίχος: Σωτήρης Σκίπης

Άλμπουμ: Ανθολογία

1967

Το αντιπροσωπευτικότερο, μελωδικότερο και καλύτερο τραγούδι του Νέου Κύματος οφείλει την ξεχωριστή αυτή θέση που κατέχει, αφενός στον μοναδικό, βιρτουόζικο, τρόπο με τον οποίο οι συντελεστές του έχουν συνταιριάξει τα βασικά δομικά συστατικά του μουσικού αυτού κινήματος, τα οποία είναι ο ελαφρύς και χαλαρός σουρεαλισμός, η ελπίδα για κάτι πραγματικά καινούριο και η, κάπως χίπικης επιρροής, αγάπη για όλον τον κόσμο (τα «Άσπρα καράβια» κυκλοφόρησαν τη χρονιά του «Καλοκαιριού της Αγάπης», για να μην ξεχνιόμαστε) και, αφετέρου, στην απίστευτη ενέργεια και ζωντάνια που αποπνέει. Η μεγάλη ειρωνεία, βέβαια, σε σχέση με τα παραπάνω είναι ότι εκείνη τη χρονιά επιβλήθηκε η επταετής δικτατορία στην Ελλάδα. Αυτό το παλαβιάρικο το Σύμπαν, πώς τον βρίσκει, το άτιμο, πάντοτε τον τρόπο να μας βγάζει τη γλώσσα κατάμουτρα και, ύστερα, να ξεκαρδίζεται στα γέλια μαζί μας!

http://www.youtube.com/watch?v=ca8_6JZFtVs

56. Το μινόρε της αυγής

Σύνθεση: Σπύρος Περιστέρης

Ερμηνεία: Απόστολος Χατζηχρήστος-Μάρκος Βαμβακάρης-Γιάννης Σταμούλης

Στίχος: Μίνως Μάτσας

1936

Το «μινόρε της αυγής» είναι ένα τραγούδι με σαφείς ρεμπέτικες καταβολές, το οποίο με τα χρόνια εξυψώθηκε πάνω από την κατηγορία των τραγουδιών που φέρνουν την ταμπέλα (και, ας μην κρυβόμαστε, τη ρετσινιά για πολλούς καθώς πρέπει και ξενέρωτους) του ρεμπέτικου και καθιερώθηκε, στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων αυτού του τόπου, ως ένα από τα κορυφαία ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών. Αυτό, νομίζω ότι οφείλεται στο ότι η ταξιδιάρικη, νοσταλγική μουσική του και η απλότητα των στίχων του χαϊδεύουν απαλά κάποιες μυστικές ευαίσθητες χορδές που κρύβαμε πολλοί Έλληνες, παλαιότερα, μέσα μας και που κάποιοι λίγοι συνεχίζουμε να κρύβουμε ακόμα και σήμερα, σε πείσμα των παχέων στρωμάτων λίπους από εγωπάθεια, κυνισμό, ξετσιπωσιά και άγνοια, τα οποία ξεχειλίζουν από την άρρωστη και σάπια κοινωνία στην οποία είμαστε αναγκασμένοι να ζούμε, και απειλούν να εξαφανίσουν και τα τελευταία ελάχιστα απομεινάρια της ευαισθησίας μας.

http://www.youtube.com/watch?v=LMGfDq39LVA

55. Μάνα μου Ελλάς

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Νίκος Δημητράτος

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Ρεμπέτικο

1983

Αυτή η άπονη, άκαρδη, παιδοκτόνος, θρασύδειλη, ματαιόδοξη, πομπώδης, ανώριμη, ψεύτρα, αρχαιόπληκτη, ανοικονόμητη, αλλοπρόσαλλη και ανερμάτιστη μάνα έχει προξενήσει τεράστιες ζημιές και πολλά δεινά στα παιδιά της μέχρι σήμερα. Και, δυστυχώς απ’ ότι φαίνεται, μυαλό δεν βάζει και θα συνεχίσει να μας ταλανίζει στο ορατό, τουλάχιστον, μέλλον. Μπορούμε, όσοι δεν υποκύπτουμε στα αρρωστημένα καπρίτσια της, να αναπτύξουμε εστίες αντίστασης εναντίον της και να της καταφέρουμε ένα γερό χαστούκι ώστε να συνετιστεί και να επανορθώσει για όσα έχει κάνει; Ή η απόδραση από την καταπιεστική και δεσποτική αγκαλιά της είναι η μόνη λύση; Τι να σας πω, εγώ είμαι, γενικά, από αυτούς που πιστεύουν ότι αξίζει να το παλέψουμε και να μην υποκύψουμε, αλλά άμα το παιχνίδι είναι στην έδρα του αντιπάλου και η τράπουλα είναι, διαχρονικά, σημαδεμένη, τότε ποιό το νόημα να αγωνιστείς; Άλλοι λένε ότι σε περιόδους κρίσης καλλιεργούνται οι μεγάλες ευκαιρίες για ουσιαστική αλλαγή. Ναι, αλλά, εσύ, στην πραγματικότητα, ξέρεις ότι σοβαρή στήριξη δεν θα έχεις από κανέναν, πιθανότατα ούτε από αυτούς που μιλάνε για «ευκαιρίες» και, εμμέσως, σε ενθαρρύνουν να βγεις εσύ για λογαριασμό τους μπροστά,  και, επιπλέον, ξέρεις και ότι, αν επιχειρήσεις να κάνεις μια κίνηση κόντρα στο σάπιο κατεστημένο, θα σπεύσουν διάφορα καλομαθημένα και σκανδαλωδώς ευνοημένα παιδιά της μαμάς Ελλάδας να σε υπονομεύσουν, Οπότε, τι; Θα πας να βγάλεις το φίδι από την τρύπα μοναχός σου και να φας το κεφάλι σου για το τίποτα; Ή θα κρυφτείς σε ένα λαγούμι μέχρι να κοπάσει η καταιγίδα και να στρώσει, υποτίθεται, το πράγμα, κάτι που μπορεί να πάρει δεκαετίες; Θα πρέπει να είσαι είτε πολύ κρετίνος είτε να έχεις την υπομονή του Ιώβ, αντίστοιχα. Γι’ αυτό σας λέω, ζόρικα τα πράγματα…

http://www.youtube.com/watch?v=k8nLLqMibc8

54. Φωτοβολίδα

Σύνθεση: Ορφέας Περίδης

Ερμηνεία: Ορφέας Περίδης

Στίχος: Ορφέας Περίδης

Άλμπουμ: Αχ ψυχή μου φαντασμένη

1993

Απλές οδηγίες χρήσεως: Για να ανέβεις επίπεδο, θα πρέπει να αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο. Για ν’ αλλάξει ο τρόπος που αντιλαμβάνεσαι τον κόσμο, θα πρέπει να αλλάξεις εσύ ο ίδιος. Για ν’ αλλάξεις εσύ ο ίδιος, θα πρέπει να αφήσεις τον εαυτό σου πρώτα να κομματιαστεί και ύστερα να τον ξανασυναρμολογήσεις σε κάτι νέο, κάτι άλλο. Για να κομματιαστεί ο εαυτός σου, θα πρέπει να αφήσεις να σκάσει η φωτοβολίδα μέσα σου. Για να ανάψεις τη φωτοβολίδα, θα πρέπει να βρεις σπίρτο και φυτίλι. Για να βρεις σπίρτο και φυτίλι, θα πρέπει να ψάξεις πολύ και στα κατάλληλα μέρη. Και σε όλα τα παραπάνω στάδια, θα πρέπει να ακούς διαρκώς τι σου λένε η λογική και το ένστικτό σου, ταυτόχρονα. Και αν τα καταφέρεις τελικά, να μην ξεχνάς ότι θα πρέπει να μεταλαμπαδεύσεις τη γνώση που αποκόμισες σε κάποιο άλλο ανήσυχο πνεύμα. Και πάει λέγοντας, μέχρι να γεμίσει ο ουρανός από εκρήξεις φωτοβολίδων και γίνει η (μεταφορική) νύχτα μέρα! Προσοχή όμως: η χρήση φωτοβολίδων κάθε άλλο παρά ακίνδυνη είναι! Αν σου σκάσει την λάθος ώρα ή στο λάθος μέρα, την έκατσες την βάρκα…

http://www.youtube.com/watch?v=rNzTioOdFTI

53. Φωτιά στο λιμάνι

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Πέρα απ’ τις πόλεις της ασφάλτου

1995

«4 φορές έχω πάει στη στενή για πάρτη σου, Διοτίμα, το ξέρεις; 4 φορές! Κι εσύ ακόμα δεν μου έχεις εξηγήσει γιατί ζητάς από εμένα να κάνω όλα αυτά τα… αυτά, τέλος πάντων, που μου ζητάς να κάνω. Αλλά δεν με νοιάζει τόσο αυτό, Διοτίμα, με νοιάζει που μετά από όσα έχω κάνει για εσένα, εσύ ακόμα δεν λες να με αποδεσμεύσεις. Γιατί δεν με αφήνεις, Διοτίμα; Γιατί; Τι άλλο θες; Πόσα σπίτια, πόσες αποθήκες, πόσους σταθμούς μετρό, αεροδρόμια, λιμάνια, κυβερνητικά κτίρια, πάρκα, δάση, πρέπει να κάψω ακόμα; Ε, Διοτίμα; Και, «Διοτίμα», τι διάολο όνομα είναι αυτό; Ούτε το αληθινό σου όνομα δεν έχεις αξιωθεί να μου αποκαλύψεις!… Τι θέλεις λοιπόν αυτήν την φορά; Πες μου, ντε, σ’ ακούω!». Η Διότιμα, κατάλευκη και παχουλή, με τα σκιστά, διαβολικά της μάτια, πλησίασε στο αριστερό αυτί του ανθρώπου, που καθόταν σε στάση βαθέος καθίσματος μπροστά της και κρατούσε στο δεξί του χέρι ένα μπιτόνι γεμάτο βενζίνη, και του έγλειψε τον λοβό 4 φορές. Μια λάμψη άστραψε στο πρόσωπο του και χαμογέλασε διάπλατα. «Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ τόσο πολύ, Διοτίμα! Νόμιζα ότι αυτή η στιγμή δεν θα ερχόταν ποτέ…». Καθώς εκείνος περιέλουζε τον εαυτό του με βενζίνη και άναβε το σπίρτο, νιώθοντας μια άγρια χαρά, η κατάλευκη, παχουλή γάτα που άκουγε στο όνομα Διοτίμα πηδούσε με άνεση πάνω από τον φράχτη του κήπου ενός διπλανού αρχοντικού…

http://www.youtube.com/watch?v=qzOKHoKqBbA

52. Η Κική κάθε βράδυ

Σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς

Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς

Στίχος: Φοίβος Δεληβοριάς

Άλμπουμ: Η ζωή μόνο έτσι είναι ωραία

1995

Κάθε βράδυ φαντασιώνομαι και από μία διαφορετική Κική… Ήξερα κάποτε έναν λυκάνθρωπο που δεν τον πτοούσε το ασήμι και για να του περάσουν οι ημικρανίες έπινε έναν ζωμό με μπαλσάμικο, μέλι και ταμπάσκο. Όχι, όχι, δεν ήταν ο Teen Wolf… Όταν νομίζω ότι πετάω στα όνειρά μου, στην πραγματικότητα κάνω τεράστια άλματα, σε συνθήκες σχεδόν μηδενικής βαρύτητας… Το γουργούρισμα των περιστεριών και το κρώξιμο των γλάρων είναι εκδηλώσεις του απόλυτου κακού… Το καλύτερο φαγητό για μοναχικό δείπνο μπροστά στην τηλεόραση ή τον υπολογιστή είναι πίτσα πεπερόνι σπέσιαλ με έξτρα πεπερόνι και τυρί, συνοδευόμενη από μπαστουνάκια ζύμης αλειμμένα με σκόρδο και μπαχαρικά… Όταν πάμε να παίξουμε μπάσκετ στο χωριό και είμαστε τόσοι πολλοί που σχηματίζονται παραπάνω από 2 ομάδες, τότε παίζουμε μίνι πρωταθληματάκι με το σύστημα «ο νικητής προχωράει» και τα μονά λήγουν στα 15 αντί για τα 21. Πολλοί κλέβουν στο σκορ για να παρατείνουν την παραμονή τους στον αγωνιστικό χώρο. Συνήθως όλο και κάποιος τραυματίζεται ελαφρά. Και πάντοτε κάποιοι θα τσακωθούν… Σε μια από τις παράλληλες ζωές μου, έχω σπίτι στο Βίντενχουκ και δουλεύω στο Βανκούβερ. Μετακινούμαι καθημερινά με το ιδιωτικό μου μονοπλάνο. Καλύπτω την απόσταση σε 17,5 λεπτά. Αν πετύχω κανένα σμήνος αποδημητικών πουλιών στον δρόμο, καθυστερώ 2-2,5 λεπτά, γιατί μου αρέσει να τα χαζεύω… Θα σου στείλω γράμμα σύντομα, μικρό ξωτικό από τα δάση του Νότου, απλά δεν έχω αποφασίσει τι θα σου γράψω… Στα στριπτιτζάδικα, οι στατιστικές δείχνουν ότι έχεις πολύ περισσότερες πιθανότητες να σε φτιάξει ο προσωπικός χορός, αν επιλέξεις Σέρβα αντί Καμερουνέζας… Μια φορά, κάπου στη Βόρεια Ευρώπη, είχαμε γίνει αδελφοποιτοί με έναν φαλακρό πορτιέρη με ένα γυάλινο μάτι. Για να σφραγίσουμε την πράξη αδελφοποίησης, είχαμε ανακατέψει το αίμα μας με το σάλιο μας, ο καθένας, το είχαμε τοποθετήσει σε αεροστεγή σακουλάκια και το είχαμε ανταλλάξει… Είναι απολύτως βέβαιο ότι μια φορά, τουλάχιστον, στη ζωή σου θα ερεθιστείς σεξουαλικά, σε πολύ έντονο βαθμό, με τον εαυτό σου… Αν δεν ερωτεύεσαι τα σωματικά και ψυχικά σου κενά είσαι άρρωστος και πρέπει να κοιταχτείς επειγόντως… Τα ρεφραίν των τραγουδιών που σου αρέσουν και σιγοτραγουδάς διαρκώς είναι μάντρα που συμβάλλουν στο να ριζώνουν τα μιμίδια των δημιουργών τους στον πυρήνα της υπόστασής σου και να αναπαράγονται… Το Άινταχο είναι μια πολιτεία στα βορειοδυτικά των Ηνωμένων Πολιτειών. Η μεγαλύτερη πόλη και πρωτεύουσα του είναι το Μπόιζι, που είναι και η γενέτειρα και η βάση του indie μουσικού συγκροτήματος Built to Spill. Αν δεν τους έχεις ακούσει, να τους ακούσεις, έχουν γράψει φανταστικά τραγούδια… Η οδός Χαροκόπου είναι ο axis mundi του δικού μου, προσωπικού, όχι Άινταχο, αλλά σύμπαντος… Για να κάνεις καλό σεξ με τη ζωή και να την κάνεις να κολλήσει μαζί σου, πρέπει άλλοτε να είσαι ευέλικτος σαν το χέλι, να προβαίνεις σε διαρκείς εναλλαγές ρυθμού, στυλ, έντασης και να την αιφνιδιάζεις διαρκώς, και, άλλοτε, να είσαι σταθερός σαν τον βράχο και σίγουρος για τον εαυτό σου. Αν καταφέρεις να τα συνδυάσεις και τα δύο στο κατάλληλο τάιμινγκ και να την έχεις συνεχώς τρελαμένη μαζί σου, εκείνη μπορεί να σου γνωρίσει και τις αδελφές της, τις άλλες ζωές…

http://www.youtube.com/watch?v=uBl-bD6XvyU

 51. Σαντορίνη

Σύνθεση: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Άλμπουμ: Απρίλη ψεύτη

1989

Στο ιδεατό, αρχετυπικό ελληνικό νησί

έχει μπλε και άσπρα σπιτάκια, κακοτράχαλα βράχια, ξεραΐλα, ήλιο και φυσάει μονίμως ένα ελαφρύ γλυκό βοριαδάκι

έχει παραλίες όλων των ειδών: αμμουδερές, με βότσαλο λεπτό και χοντρό και με  αρμυρίκια, πολλά αρμυρίκια

έχει τέτοιο φαγητό και ποτό, που τρως και πίνεις σαν να μην υπάρχει αύριο

έχει κι εσένα, που το μπλε των ματιών σου σχηματίζει σκαληνό τρίγωνο 181 μοιρών με τον ουρανό και τη θάλασσα

Στο ιδεατό, αρχετυπικό ελληνικό νησί δεν χρειάζεται να μιλάμε πολύ

Ένα θαύμα γίνεται εκεί κάθε μέρα τον Αύγουστο και κάθε 2 μέρες τους υπόλοιπους μήνες του καλοκαιριού.

http://www.youtube.com/watch?v=h5_MVd2Sa24

50. Ο Κηπουρός                     

Σύνθεση: Βαγγέλης Γερμανός

Ερμηνεία: Βαγγέλης Γερμανός- Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Βαγγέλης Γερμανός

Άλμπουμ: Τα Μπαράκια

1981

Στην παραμυθένια χώρα των ευαίσθητων, ρομαντικών, ονειροπόλων και ποιητικών ψυχών, εκεί όπου η παιδική περιέργεια θεωρείται ως η ύψιστη αρετή, ο θαυμασμός, το δέος και η υπέρβαση είναι μέρος της καθημερινότητας και το χιούμορ και η αδογμάτιστη γνώση είναι το κοινά αποδεκτό νόμισμα, όταν άκουσαν πρώτη φορά τον «Κηπουρό» ανακοίνωσαν ότι μόλις είχαν βρει τον εθνικό τους ύμνο.

http://www.youtube.com/watch?v=LVNoyWNt9Ys

49. Η μπαλάντα των αισθήσεων και των παραισθήσεων           

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Βασίλης Λέκκας

Στίχος: Άρης Δαβαράκης

Άλμπουμ: Πορνογραφία

1982

Λοιπόν, επειδή πιστεύω πως ότι και να πω γι’ αυτήν την τραγουδάρα θα είναι ελάχιστο και ανάξιο έστω και να αγγίξει το μεγαλείο και την ομορφιά που αποπνέει, θα σας πω μια μικρή ιστορία που σχετίζεται με την «Μπαλάντα». Είχα έναν γνωστό που κάθε φορά που την άκουγε, έκλαιγε. Κι όταν λέω έκλαιγε, εννοώ με αναφιλητά. Ποτέ δεν τον είχα ρωτήσει, αν και με έτρωγε η περιέργεια, τέτοιος που είμαι, με τι την είχε συνδέσει και του προξενούσε αυτήν την αντίδραση. Μια μέρα μου ανακοίνωσε αιφνιδίως ότι μετακόμιζε στο εξωτερικό. Όταν συναντηθήκαμε για να τον αποχαιρετήσω, δεν άντεξα και τον ρώτησα σχετικά με την αντίδρασή του κάθε φορά που άκουγε την «Μπαλάντα». Χαμογέλασε και μου αφηγήθηκε ότι ο μεγάλος του έρωτας, εκείνος που τον σημάδεψε, κατέρρεε και έκλαιγε κάθε φορά που άκουγε την «Μπαλάντα», χωρίς ποτέ να του εκμυστηρευτεί το γιατί. Όταν εξαφανίστηκε εντελώς απροειδοποίητα από τη ζωή του, του είχε αφήσει ένα σημείωμα χωρισμού «γεμάτο ασυναρτησίες», όπως μου είπε, και μια κασέτα, στην οποία είχε γράψει 20 φορές την «Μπαλάντα». Έκτοτε, λοιπόν, κι εκείνος απέκτησε τη συνήθεια να κλαίει, κάθε φορά που άκουγε το τραγούδι. Ύστερα, έβγαλε την κασέτα από μια τσέπη του (την κουβαλούσε πάντα μαζί του, όπως μου είπε) και μου ανακοίνωσε ότι δεν την χρειάζεται πια, αλλά επειδή δεν ήθελε και να την πετάξει, μου ζήτησε να την πάρω, πράγμα που έκανα. Από τότε, κάθε φορά που ακούω την «Μπαλάντα», μπορεί να μην δακρύζω, αλλά τον θυμάμαι και εύχομαι γι’ αυτόν να είναι καλά και να μπορεί, τώρα πια, να ακούει το αγαπημένο του τραγούδι χωρίς να τον πιάνουν τα κλάματα.

http://www.youtube.com/watch?v=qEQxh1-FR5E

48. Αυτή η νύχτα μένει       

Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης

Ερμηνεία: Δήμητρα Παπίου

Στίχος: Σταμάτης Κραουνάκης

Άλμπουμ: Αυτή η νύχτα μένει

2000

Οι απίστευτες περιπέτειες μιας βασανισμένης, χιλιοταλαιπωρημένης ψυχής, η οποία παρ’ ότι βυθίστηκε στον χειρότερο βόθρο και μολύνθηκε από κάθε λογής τοξικό λύμα και υποπροϊόν, κατόρθωσε να μην πάψει να ονειρεύεται τα αστέρια, ακόμα και όταν έφτασε ένα βήμα πριν την απόλυτη εκμηδένιση, και, βρίσκοντας μέσα της αποκούμπι ένα, ως εκείνη τη στιγμή, άγνωστο γι’ αυτήν, ατσάλινο και αλύγιστο κομμάτι του εαυτού της, από το οποίο γραπώθηκε, εν τέλει σώθηκε. Αυτός ο κόσμος επιφυλάσσει πολύ σκληρή μεταχείριση σε κάποιους ανθρώπους. Το να μπορέσεις να επιβιώσεις και να διακριθείς, όμως, υπό τις πλέον αντίξοες συνθήκες, έχει πολλαπλή αξία και ενδέχεται να σου δώσει ώθηση να απογειωθείς και να πραγματοποιήσεις τα πιο τρελά σου όνειρα. Ένα άλλο δίδαγμα του «Αυτή η νύχτα μένει», που μπορεί να είναι χιλιοειπωμένο, αλλά εδώ αποδίδεται με έναν υπέροχο και αυθεντικά σπαρακτικό τρόπο, είναι ότι η πιο γλυκιά και αμετάκλητη καταδίκη είναι αυτή του έρωτα. Γιατί όσο σκληρή και άνιση κι αν είναι η ποινή που θα σου ανακοινωθεί ότι πρέπει να εκτίσεις, θα το κάνεις αδιαμαρτύρητα και θα πεις, όχι μόνο κι ένα τραγούδι, αλλά και ευχαριστώ στο τέλος.

http://www.youtube.com/watch?v=tflDhbAYbSY

47. Καινούρια ζάλη             

Σύνθεση: Τρύπες

Ερμηνεία: Τρύπες

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Κεφάλι γεμάτο χρυσάφι

1996

Όσο ζω κι αναπνέω, ησυχία δεν θα βρω ποτέ. Παλιότερα με ενοχλούσε αυτό και τα έβαζα με τον εαυτό μου. Μου την έδινε να ήμουν αυτός που είμαι. Αργότερα, όμως, μέσα από μάχες, πίκρες, απογοητεύσεις, αναζητήσεις, και χρήσιμες εμπειρίες και πειραματισμούς όλων των ειδών, κατάφερα να εμβαθύνω στον εαυτό μου, να τον μελετήσω και να συνειδητοποιήσω πιο ξεκάθαρα ποιος είμαι και τι μπορώ να καταφέρω (κι αυτή, φυσικά, είναι μια διεργασία που δεν σταματά ποτέ: ακόμα συνεχίζω να με ανακαλύπτω κι εύχομαι να μην σταματήσω ποτέ να το κάνω, μέχρι που θα έρθει η ώρα να φύγω οριστικά από εδώ). Τότε ήταν που, επιτέλους, άρχισα να με αποδέχομαι, να συμφιλιώνομαι με αυτό που πραγματικά είμαι και να απολαμβάνω, χωρίς ενοχές, την… παρέα μου. Επιπλέον, έτσι έμαθα να γνωρίζω καλύτερα όσα θέλω και πως μπορώ να τα βρω, αλλά και όσα δεν θέλω και πως μπορώ να απαλλαγώ από αυτά. Και τώρα, η καινούρια ζάλη που ήρθε να βρει, με οδήγησε σε ένα σταυροδρόμι. Το θετικό είναι ότι γνωρίζω πως όποιον δρόμο και να επιλέξω, το ταξίδι θα είναι δύσκολο μεν, αλλά σίγουρα συναρπαστικό και γοητευτικό. Το αρνητικό είναι ότι θα πρέπει να απορρίψω έναν από αυτούς τους δύο δρόμους κι έτσι δεν θα έχω ποτέ την ευκαιρία να μάθω τι θα ήταν εκείνα που θα μου προσέφερε ο απορριφθείς δρόμος και να τα βιώσω. Κάνω την επιλογή μου και καθώς κάνω τα πρώτα βήματα στο νέο δρόμο που ανοίγεται μπροστά μου, με καταλαμβάνει δέος και προσμονή για το τι θα συναντήσω παρακάτω. Γεμάτος από ζωή, αλλά και διψασμένος για περισσότερη, συνεχίζω να προχωράω…

http://www.youtube.com/watch?v=ZXq0eKNKXvU

46. Μην κλαις                         

Σύνθεση: Ηλίας Ανδριόπουλος

Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου

Στίχος: Μιχάλης Μπουρμπούλης

Άλμπουμ: Λαϊκά προάστια

1980

Θυμάμαι ένα πολύ αγαπημένο μου πρόσωπο κάθε φορά που ακούω αυτό το τραγούδι. Ήταν ένας άνθρωπος που έζησε μια πολύ γεμάτη ζωή και βίωσε, κατά τη διάρκεια αυτής, τόσο ταραγμένες περιόδους όσο και περιόδους ευημερίας, σε πλήρη αντιστοιχία με την κατάσταση και την εξέλιξη των πραγμάτων στην χώρα. Αγωνίστηκε πολύ σκληρά και ανταμείφθηκε: πέτυχε και δημιούργησε πάρα πολλά και άφησε υλικές και πνευματικές παρακαταθήκες, τέτοιες που πολύ λίγοι αφήνουν, στους δικούς του ανθρώπους. Παρ’ όλα αυτά, τον έτρωγε πάντα το σαράκι του ανικανοποίητου και, ίσως γι’ αυτό, δεν ήταν πάντα εύκολος για τους οικείους του, αδυνατώντας, συχνά, να τιθασεύσει τη σκοτεινή του πλευρά. Παρ΄ οτι, όπως είπα, είχε ζήσει πολλά, γνώριζε, με κάποιον μεταφυσικό τρόπο, ότι θα έφευγε πριν προλάβει να ζήσει και να δει όλα όσα θα ήθελε, για να φύγει ολοκληρωμένος και ήρεμος. Προσπαθούσε να ξορκίσει αυτή τη σκιά στην ψυχή του περιπαίζοντας τον πρόωρο θάνατο και κοιτάζοντάς τον κατάματα. Άλλοτε τα κατάφερνε και άλλοτε όχι. Η σκηνή από τη ζωή αυτού του ανθρώπου, που θα θυμάμαι για πάντα και περισσότερο από κάθε άλλη, έχει να κάνει με το «Μην κλαις». Είχαμε μαζευτεί στο σπίτι του, ένα κρύο χειμωνιάτικο βράδυ. Εκείνος είχε βάλει στο κασετόφωνο να παίζει μια κασέτα με αγαπημένα του λαϊκά τραγούδια και επιδιδόταν στο αγαπημένο του χόμπι, τις αγορεύσεις. Όταν άρχισε να παίζει το «Μην κλαις», σταμάτησε να μιλάει κι άρχισε να το τραγουδάει, κάπως φάλτσα είναι η αλήθεια. Τον κοίταζα κι έβλεπα ότι κάτι φούντωνε μέσα του κι ήταν έτοιμο να ξεσπάσει. Πραγματικά, όταν έφτασε η Μπέλλου στο ρεφραίν, σηκώθηκε και έριξε μια απίστευτη ζεϊμπεκιά, εκείνος, που δεν χόρευε ποτέ στη ζωή του! Μισό λεπτό αργότερα κάθισε και πάλι στην καρέκλα του και, γελώντας, αυτοσαρκάστηκε για την αυθόρμητη αυτή του πράξη. Ήταν, έστω για λίγο, εντελώς ανακουφισμένος και ευτυχισμένος… Όταν τον χτύπησε η αρρώστια, δεν βάστηξε ούτε χρόνο. Στην κηδεία του δεν έκλαψα. Για μήνες δεν τον έκλαψα. Έκλαψα σε ανύποπτο χρόνο, πολλούς μήνες μετά, όταν οδηγούσα στην Εθνική και σε κάποια στιγμή, αλλάζοντας σταθμό στο ραδιόφωνο, πέτυχα το «Μην κλαις». Και τότε ήταν που ένιωσα ότι τον αποχαιρέτησα, δίνοντας του και μια τελευταία υπόσχεση: τον διαβεβαίωσα ότι, όπως μου το είχε ζητήσει πιο παλιά, δεν θα έχανα ποτέ την ταυτότητά μου. Όχι την αστυνομική, την άλλη, την πραγματική.

http://www.youtube.com/watch?v=3BK5EB1nwiQ

45. Παράβαση                      

Σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου-Διονύσης Σαββόπουλος-Χορωδία

Στίχος: Διονύσης Σαββόπουλος

Άλμπουμ: Αχαρνής: Ο Αριστοφάνης που γύρισε από τα θυμαράκια

1977

Ο Διονύσης Σαββόπουλος θεωρείται ως μία από τις πλέον αμφιλεγόμενες προσωπικότητες της σύγχρονης Ελλάδας. Η πληθωρικότητά του, οι δηλώσεις του, τα πολιτικά και κοινωνικά πήγαινε-έλα του, ο εναγκαλισμός του με την εξουσία, η υποτιθέμενη άσχημη συμπεριφορά απέναντι σε άλλους καλλιτέχνες και κάποιοι συζητήσιμοι πειραματισμοί του, έχουν προκαλέσει, ίσως δικαίως σε ορισμένες περιπτώσεις, ίσως υπερβολικά σε κάποιες άλλες, την μήνιν πολλών και διαφόρων προς το πρόσωπό του. Πόσοι όμως αμφισβητούν την καλλιτεχνική του αξία; Ειδικά, από το «Φορτηγό» έως τα «Τραπεζάκια Έξω» η αποδοχή είναι, σχεδόν, καθολική και η κριτική για το έργο του, διθυραμβική. Και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς; Κατά τη γνώμη μου πρόκειται για τον καλλιτέχνη το έργο του οποίου είχε τη μεγαλύτερη «επιδραστικότητα» (δεν με τρελαίνει αυτή η λέξη, αλλά τέλος πάντων) στην ελληνική κοινωνία το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα. Είναι καλύτερος μουσικός από τον Χατζιδάκι; Πιθανόν, όχι. Είναι ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδοποιός όλων των εποχών; Ουδεμία αμφιβολία, από μέρους μου, τουλάχιστον. Ενδεικτικό το γεγονός του ότι, λόγω και του αυτοπεριορισμού που μου επέβαλα (υπενθυμίζω: 5 τραγούδια μάξιμουμ ανά συνθέτη) η Παράβαση, αυτό το αριστούργημα στίχου και σύνθεσης, που άνετα συμπεριλαμβάνεται μέσα στα κορυφαία 50 ελληνικά τραγούδια όλων των εποχών, έδωσε μάχη στήθος με στήθος μέχρι τελευταία στιγμή, απλώς και μόνο για να χωρέσει στη λίστα.

http://www.youtube.com/watch?v=2-7M_VBXA5M

44. Σαββατόβραδο στην Καισαριανή    

Σύνθεση: Σταύρος Ξαρχάκος

Ερμηνεία: Γρηγόρης Μπιθικώτσης

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

Άλμπουμ: Ο Μπιθικώτσης

1970

Κατά την ταπεινή άποψη του γράφοντος, με το «Σαββατόβραδο στην Καισαριανή» τα 3 «ιερά τέρατα» του ελληνικού τραγουδιού κάνουν χάι-σκορ: πρόκειται για την καλύτερη μουσική που έχει συνθέσει ο Ξαρχάκος, πρόκειται για την κορυφαία ερμηνεία του Μπιθικώτση και πρόκειται για τους ποιητικότερους στίχους που έχει γράψει ο (με παχύ, μακρόσυρτο σίγμα παρακαλώ!) Λευτέρης Παπαδόπουλος (βέβαια, υπάρχει πιο κάτω στη λίστα ένα ακόμα τραγούδι σε δικούς του στίχους, όμως αυτά που κάνουν το άλλο αυτό κομμάτι να ξεχωρίζει περισσότερο είναι άλλα στοιχεία. Περισσότερα όμως πάνω σε αυτό, λίγο πιο μετά). Η μεγάλη επιτυχία των 3 συντελεστών του τραγουδιού αυτού συνίσταται στο ότι καταφέρνουν να βάλουν στο zeitgeist της εποχής της Κατοχής, ανθρώπους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν σε μεγάλη απόσταση (και από χρονικής απόψεως και από απόψεως κοινωνικών συνθηκών) από αυτήν (όπως ο γράφων), και ό, τι γνωρίζουν επ’ αυτής είναι, μόνο, από μαρτυρίες τρίτων, ιστορικά βιβλία και ντοκιμαντέρ. Επιπλέον, κατορθώνουν να σε αγγίξουν, πέρα για πέρα αληθινά, με όσα αφηγούνται και με τον τρόπο που τα αφηγούνται και σε κάνουν να αισθανθείς, έστω για λίγο, στο πετσί σου την φρίκη αυτής της περιόδου και αυτής της κατάστασης.

http://www.youtube.com/watch?v=DSUuv_87vdg

43. Πρέβεζα                            

Σύνθεση: Γιάννης Γλέζος

Ερμηνεία: Βασίλης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Κώστας Καρυωτάκης

Άλμπουμ: Φοβάμαι

1982

Ο μέγας καταθλιπτικός, μέγας ειρωνικός, μέγας αιρετικός και μέγας αυτοκαταστροφικός (δυστυχώς) Καρυωτάκης έχει την τύχη να του κάνουν μια απίστευτα πετυχημένη και ταιριαστή μελοποίηση σε ένα από τα καλύτερα ποιήματά του, την «Πρέβεζα», και έχει την τύχη να ερμηνεύει το τραγούδι που προκύπτει από αυτήν την μελοποίηση, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου στα καλύτερά του. Έτσι η «Πρέβεζα» αναδεικνύεται, παίρνει φόρα, ρίχνει ένα σάλτο και προσγειώνεται στο νούμερο 43 της λίστας. Κι εγώ είμαι χαρούμενος που ένας από τους αγαπημένους μου ποιητές βρίσκει μια σχετκά υψηλή θέση σε αυτήν. Να σας εκμυστηρευτώ, επίσης, κάτι λίγο άσχετο; (Ρητορικό είναι το ερώτημα, οπότε ό, τι και ν’ απαντήσετε…!). Παλαιότερα, είχα κάνει τη σκέψη ότι μπορεί ο Κώστας Καρυωτάκης και ο… Φραντς Κάφκα να ήταν το ίδιο πρόσωπο. Μα, πέρα από το ότι υπάρχει ένα κοινό νήμα που συνδέει το έργο τους, έχουν και καταπληκτική ομοιότητα στην εμφάνισή τους! Εντάξει, παραδέχομαι ότι μόνο σε μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας θα μπορούσε να ισχύει ένα τέτοιο σενάριο, ωστόσο μόνο και μόνο σαν υπόθεση εργασίας είναι ενδιαφέρουσα, δεν μπορείτε να πείτε!

http://www.youtube.com/watch?v=EOeW8a9NhqQ

42. Πόσο σε θέλω                 

Σύνθεση: Τερμίτες

Ερμηνεία: Τερμίτες

Στίχος: Μιχάλης Μαρματάκης

Άλμπουμ: Τσιμεντένιο κονσέρτο

1986

Ποίηση, ομορφιά, υπέρβαση, απελπισία, δημιουργία, καταστροφή, γέννηση, θάνατος, όλα αυτά, και ακόμα περισσότερα, δεν είναι τίποτα άλλο παρά οργανοπαίκτες στην ορχήστρα που διευθύνει ο μέγας μαέστρος Έρωτας. Όλα περιμένουν καρτερικά σε μια κατάσταση κενού, μεταξύ ύπαρξης και ανυπαρξίας, να έρθει η σειρά τους να τους κάνει νεύμα ο μαέστρος-θεός με την μπαγκέτα του, ώστε να διακυμανθεί το κενό, να αποκτήσουν υπόσταση και να παίξουν το κομμάτι τους, σόλο ή μαζί με άλλους. Και ιδού, κυρίες και κύριοι, με, μόλις, 72 λέξεις σας περιέγραψα πως λειτουργεί το Σύμπαν μας! Στίβεν Χώκιν, μπορείς, αγορίνα μου, να φας τη σκόνη μου…

http://www.youtube.com/watch?v=DnuK940uuKU

41. Κεμάλ                                 

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Αλίκη Καγιάλογλου

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Reflections

1968

Ένα πανέμορφο, διαχρονικό, και, συνεπώς, πάντα επίκαιρο, παραμύθι, για παιδιά από 8-108 ετών, από τους ανυπέρβλητους μύστες Μάνο Χατζιδάκι και Νίκο Γκάτσο.

 

 

http://www.youtube.com/watch?v=PBd-9yJZu6U

40. Νάυλον ντέφια και ψόφια κέφια   

Σύνθεση: Σπυριδούλα

Ερμηνεία: Σπυριδούλα

Στίχος: Σπυριδούλα

Άλμπουμ: Σπυριδούλα

1982

Τιμιότατη παλιοροκιά, χωρίς δηθενιές και σούξου-μούξου, που μπαίνει κατευθείαν στο ψητό και του δίνει να καταλάβει, αποδιδόμενη με μια ανάσα και με έναν φρενήρη, πυρετώδη ρυθμό, και η οποία σε προκαλεί να κοπανιέσαι και να χοροπηδάς, με το που θα ξεχυθούν οι πρώτες της νότες από τα ηχεία, ακόμα κι αν πάσχεις από αρθριτικά και οστεοπόρωση (ουφ, παρασύρθηκα και τα είπα κι εγώ με μια ανάσα!). Respect, chapeau, βαθιά υπόκλιση, και καλώς ήλθατε στο Top-40!

 

http://www.youtube.com/watch?v=lMEQz2Z_laQ

39. Ο Άδωνις                           

Σύνθεση: Σταμάτης Κραουνάκης

Ερμηνεία: Άλκηστις Πρωτοψάλτη

Στίχος: Σταμάτης Κραουνάκης

Άλμπουμ: Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ

1985

Ίσως το απόλυτο feel-good και αγχολυτικό ελληνικό τραγούδι, είναι δύσκολο να μην σου φτιάξει τη διάθεση κάθε φορά που το ακούς, και είναι απίθανο να είσαι Αθηναίος, κάτω των 80 ετών, και να μην έχεις περάσει περιόδους ολόκληρες, που να σιγοσφυρίζεις το σκοπό του ή να το σιγοτραγουδάς. Επιπλέον, το τραγουδάκι αυτό, το καλύτερο των καλύτερων του Κραουνάκη, ανάγει το ραντεβού για φραπέ με τον κολλητό / την κολλητή σε μυσταγωγία και εξαγνιστική, καθαρτήρια τελετή, αποτυπώνει πολύ πετυχημένα το zeitgeist της εποχής του απογείου της Μεταπολίτευσης και συντελεί στη δημιουργία του μύθου της πλατείας της Νέας Σμύρνης. Σε τελική ανάλυση, είναι από τα πλέον αυθεντικά ελληνικά τραγούδια της λίστας αυτής και δεν θα μπορούσε να έχει γραφτεί πουθενά αλλού, παρά μόνο σε αυτήν την χώρα. Επιπλέον, είναι αδύνατον να συλλάβει όλες τις προεκτάσεις του ένας άνθρωπος που δεν έχει ζήσει, τουλάχιστον για 20 χρόνια, στο κλεινόν μας άστυ. Γρήγορα στο CD του διαστημοπλοίου-κιβωτού μαζί με τη «Φραγκοσυριανή»!

http://www.youtube.com/watch?v=t7X8J168670

 

38. Τόσα καλοκαίρια          

Σύνθεση: Μίμης Πλέσσας

Ερμηνεία: Δάκης

Στίχος: Λευτέρης Παπαδόπουλος

(Από την ταινία: «Γοργόνες και Μάγκες»)

1968

Ίσως πολλοί από εσάς, φίλτατοι, αναρωτηθείτε τι δουλειά έχει αυτό το τραγούδι στη λίστα αυτή και, μάλιστα, σε τόσο ψηλή θέση. Όμως, σκεφτείτε: ας υποθέσουμε ότι έχεις περάσει στην ερωτική σου ζωή των παθών σου τον τάραχο. Από Συμπληγάδες σε Λαιστρυγόνες, από Δράκοντες σε Κύκλωπες και Σέλομπ, από Μπάλρογκ σε Κίρκες και Λωτοφάγους, έχεις φάει στη μάπα όλες τις, παροιμιώδεις, αναποδιές που συνάντησαν στις περιπλανήσεις τους οι Αργοναύτες, ο Οδυσσέας και οι σύντροφοί του, και η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού, μαζί. Και, τελικά, ναι, έρχεται η δικαίωση! Βρίσκεις το πρόσωπο εκείνο που αναζητούσες παντού και για τόσον πολύ καιρό. Και είναι το σωστό πρόσωπο, δεν έχεις καμία αμφιβολία. Και περνάτε το τέλειο καλοκαίρι παρέα. Και τελευταία μέρα, πριν φύγετε από το νησί, βλέπετε αγκαλιά το υπέροχο ηλιοβασίλεμα. Πρόκειται για το τέλειο φινάλε χολιγουντιανής ταινίας. Αλλά, βλέπετε, η υπηκοότητά σας είναι η ελληνική. Οπότε, αν μπορούσατε να επιλέξετε το ιδανικό τραγούδι για το ευτυχισμένο τέλος, το χάπι εντ, αρβανιστί, της αισθηματικής ιστορίας σας, θα μπορούσατε, με το χέρι στην καρδιά, να έχετε καλύτερη επιλογή από το «Τόσα καλοκαίρια»; Με την ανακούφιση και την ευτυχία να ξεχειλίζουν σε κάθε νότα και στίχο, και με μία απίστευτη κορύφωση στο φινάλε του; Ε, όχι δα, δε νομίζω…

http://www.youtube.com/watch?v=sxnuu1rOQOY

37. Πέντε μάγκες στον Περαία 

Σύνθεση: Γιοβάν Τσαούς

Ερμηνεία: Αντώνης Καλυβόπουλος

Στίχος: Γιοβάν Τσαούς

1935

Όλα τα στοιχεία είναι εκεί: ο παλιός «Περαίας», ο τεκές, οι μάγκες, ο ναργιλές, τα τουμπεκιά, η μπαγαμποντιά, ο τσαμπουκάς, το χαρακτηριστικό μερακλίδικο παίξιμο του μπουζουκιού, η νταλγκαδιάρικη, χασικλίδικη φωνή. Ναι, όλα τα κατάλληλα στοιχεία είναι εκεί και βρίσκονται στην καλύτερη κατάσταση. Οπότε, αφού μαγειρευτούν επιδέξια, και στις σωστές αναλογίες, από τον μάστορα Γιοβάν Τσαούς, δίνουν σαν τελικό προϊόν ένα χαρμάνι άλφα άλφα ποιότητας, από αυτά που θα σου τύχουν, αν είσαι τυχερός, ελάχιστες φορές στη ζωή σου. Ετοιμάζουμε, λοιπόν, τον ναργιλέ μας και το τουμπεκί μας ή ότι άλλο σκεύος διαθέτουμε, τέλος πάντων, ρίχνουμε μέσα το χαρμάνι και απολαμβάνουμε αργά και όμορφα τις τζούρες μας. Την ακούμε τόσο θεϊκά, όλη η παρέα, που στο τέλος η ετυμηγορία μας, μόνο ως μη αναμενόμενη δεν μπορεί να θεωρηθεί: Ναι, το «5 μάγκες στον Περαία» είναι το καλύτερο ρεμπέτικο τραγούδι όλων των εποχών.

http://www.youtube.com/watch?v=5pIeV8sJ-N8

36. Κι εγώ σαν πόλη

Σύνθεση: Μάνος Λοΐζος

Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Τα τραγούδια της Χαρούλας

1979

Πόσο πιο όμορφο και γλυκό μπορεί να γίνει ένα ερωτικό τραγούδι; Όταν η χημεία μεταξύ Λοΐζου, Αλεξίου και Ρασούλη χτυπάει τιλτ, όχι και πάρα πολύ. Ιδανικό τραγούδι για φρεσκοερωτευμένους σε αυτήν την απίθανη πόλη μας, την Αθήνα, η οποία, στα καλά της, είναι πλανεύτρα, ξελογιάστρα και ανάφτρα, από τις πολύ λίγες… Ακολουθεί πρόταση του γράφοντος: Γράψτε σε ένα CD το «Κι εγώ σαν πόλη» (γράψτε το πρώτο στη σειρά, για να δέσετε το γάιδαρο σας), βάλτε το στο CD / MP3 player του αμαξιού και, μόλις νυχτώσει, πηγαίνετε να πάρετε την καλή σας για το ραντεβουδάκι σας. Αν της κάνετε έκπληξη, ακόμα καλύτερα! Οδηγήστε σε κάποιο μέρος με πανοραμική θέα στην νυχτερινή Αθήνα, από τα πολλά που διαθέτει η πόλη μας (προσοχή, μόνο, μην πάτε κατά λάθος εκεί που την είχαν πέσει τα Τσακάλια του Δαλιανίδη στον Μιχαλόπουλο, στον Γαρδέλη και στην Αλιμπέρτη, ε;). Όταν φτάσετε εκεί, παρκάρετε σε προνομιακή θέση, βάλτε το τραγούδι μας να παίζει, αγκαλιάστε την τρυφερά και φιλήστε την. Αν της έχετε πάρει κι ένα μικρό δωράκι (που θα το συνιστούσα) δώστε της το τώρα. Ύστερα, κοιτάξτε την στα μάτια και πείτε της, με πάσα ειλικρίνεια, τι αισθάνεστε για εκείνη και αυτά που θέλετε να κάνετε μαζί (όχι, όχι, όχι! Μην πηγαίνει το πονηρό σας μυαλό κατευθείαν εκεί!). Μετά από όλα αυτά, σας εγγυώμαι ότι την έχετε κερδίσει. Μμμμ… τουλάχιστον για μια εβδομάδα, δεν έχετε να ανησυχείτε για τίποτα! (Τόσο της πήρε, την τελευταία φορά που το έκανα αυτό, για να με χωρίσει. Χρμπφ…! Κάποιες γυναίκες είναι πολύ μυστήρια τρένα τελικά. Τώρα που το σκέφτομαι όλες οι γυναίκες είναι μυστήρια τρένα, τελικά (Χουρέι! Ανακάλυψα την Αμερική!). Λοιπόν, ναι, πρέπει να το παραδεχτώ πως δεν υπάρχει εγγυημένη επιτυχία της μεθόδου μου, δυστυχώς. Πάντως, να το δοκιμάσετε, γιατί όχι; Τουλάχιστον, θα νιώσετε εσείς πολύ καλύτερα και θα γίνετε ο βασιλιάς της ζωής της, έστω για μια νύχτα…!).

http://www.youtube.com/watch?v=S0nnMzwSXEA

35. Τσάμικος

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

Ερμηνεία: Μανώλης Μητσιάς

Στίχος: Νίκος Γκάτσος

Άλμπουμ: Αθανασία

1976

Ο Μάνος Χατζιδάκις, με παραστάτη του τον Νίκο Γκάτσο, παίρνει την ιστορική και μουσική παράδοση των τελευταίων 1500 ετών του τόπου αυτού, την βγάζει για φαγητό στον «Μαγεμένο Αυλό», την πάει για καφέ στου «Ζόναρς», την ποτίζει με ουίσκια στο «Γκάλαξυ», και οι δυο τους καταλήγουν στην αίθουσα δεξιώσεων του «Grand Bretagne», όπου ο Μάνος χορεύει μαζί της βαλς, τάνγκο και φοξ-τροτ. Ύστερα την πηγαίνει σπίτι της (κάπου στα Μαρμαρένια Αλώνια, Διγενή Ακρίτα και Χάρου γωνία) και, αφού επιστρέφει στο δικό του σπίτι, εμπνευσμένος από την υπέροχη βραδιά και έχοντας κάνει ωραίο κεφάλι, συνθέτει μια μελωδία και τηλεφωνεί στον Γκάτσο (που όλη την βραδιά παρατηρούσε εξ αποστάσεως τα τεκταινόμενα) για να του παίξει την μελωδία στο πιάνο και να του αναθέσει να γράψει τους κατάλληλους στίχους για να τους «δέσει» επάνω της. Ο Γκάτσος ανταποκρίνεται και σύντομα το τελικό προϊόν είναι έτοιμο. Ο Μάνος φωνάζει τον Μητσιά για να το τραγουδήσει. Το ηχογραφούν και: πρέστο! Ο καλύτερος «Τσάμικος» που γράφτηκε ποτέ είναι έτοιμος!

http://www.youtube.com/watch?v=ihgoxPjZOCU

34. Πρωινή Διερώτηση (Για να μην κάθομαι άνεργος)

Σύνθεση: Κόρε Ύδρο

Ερμηνεία: Κόρε Ύδρο

Στίχος: Κόρε Ύδρο

Άλμπουμ: Όλη η Αλήθεια για τα παιδιά του ΄78

2009

Ποιος θα το περίμενε ότι τα «Μικροαστικά» των Κηλαηδόνη-Νεγρεπόντη, από τους πιο αιχμηρούς ελληνικούς δίσκους πολιτικής και κοινωνικής κριτικής όλων των εποχών, θα φάνταζαν ως παιδική χαρά μπροστά σε αυτό το μικρό έργο τέχνης των Κερκυραίων σατανάδων Κόρε Ύδρο! Μπορεί να καγχάσετε, αναφωνόντας ως άλλοι Φίλιπποι Συρίγοι: «Χα! Μα είναι να γελάει κανείς με αυτά που λες, μικρέ κι ανόητε!». Όμως, ακούστε (αν το αντέχετε!) αυτό το τετράλεπτο, ανελέητο, σφυροκόπημα του ελληνικού μικροαστισμού και τα ξαναλέμε. Οι Κόρε Ύδρο μας πετούν στα μούτρα, με τον πιο απλό και ευρηματικό τρόπο (βάζοντας μια αντιπροσωπευτική Ελληνίδα μικροαστή γυναίκα να μας κάνει μια συνοπτική επισκόπηση όλης της ζωής της και του τρόπου σκέψης της), όλους τους λόγους για τους οποίους έχει καταντήσει όπως έχει καταντήσει αυτή η βαθιά άρρωστη κοινωνία. Και, σαν να μην έφτανε αυτό, στο τέλος, και αφού έχουν δώσει έμφαση στο τελικό αδιέξοδο της μικροαστικής θεώρησης των πραγμάτων («τι άλλο να ζητήσουμε μετά;»), πάνε και ένα βήμα παραπέρα, μεταθέτοντας το όλο ζήτημα στο υπαρξιακό και μεταφυσικό επίπεδο, και ολοκληρώνουν το αριστούργημα, με ένα εντυπωσιακό και εκρηκτικό φινάλε. Και ο σκεπτόμενος ακροατής μένει με την τρίχα κάγκελο, προσπαθώντας να χωρέσει στο κεφάλι του και στην ψύχη του αυτό το πρωτοφανές τραγούδι που μόλις άκουσε…

http://www.youtube.com/watch?v=qwNDRxh2lgo

33. Μη μιλάς άλλο γι’ αγάπη

Σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Διονύσης Σαββόπουλος

Άλμπουμ: Φορτηγό

1966

Ο Νιόνιος, στα 22 του μόλις χρόνια, παρατηρεί και εμπνέεται από την, πανανθρώπινης, οικουμενικής και διαχρονικής ισχύος, διεργασία του κύκλου της αγάπης και του χωρισμού, και της ζωής και του θανάτου, κατ’ επέκτασιν, που όλοι μας, γονιδιακά, ενστικτωδώς και εμπειρικά γνωρίζουμε πολύ καλά, και πλάθει το καλύτερο ερωτικό τραγούδι όλης της δημιουργικής πορείας του και, γενικότερα, ένα από τα ομορφότερα, αγνότερα, απλούστερα και πιο γεμάτα συναισθηματικά ερωτικά τραγούδια όλων των εποχών.

 

http://www.youtube.com/watch?v=T5hQf7KdQlI

 

32. Όταν χαράζει

Σύνθεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Ερμηνεία: Γιάννης Αγγελάκας

Στίχος: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άλμπουμ: Βραχνός Προφήτης

2000

Όταν είσαι χωμένος για τα καλά μέσα στο τούνελ, είναι ανεδαφικό να περιμένεις ότι θα βγεις από αυτό εύκολα, με ένα απλό χτύπημα των δαχτύλων σου. Θα πρέπει να περιμένεις πολύ, θα πρέπει να υπομένεις πολλά και διάφορα και θα πρέπει να μάθεις να ζεις με τις απότομες διακυμάνσεις. Εκεί που θα κάνεις να ξεμυτίσεις κάπως και τα πράγματα θα φαίνονται λίγο πιο φωτεινά, θα τρως την κατραπακιά και θα κυλάς πίσω, και ακόμη πιο βαθιά από όσο ήσουν προηγουμένως. Μετά από μερικά τέτοια ταξίδια με το ρόλλερ-κόουστερ τρενάκι της ψυχικής σου διάθεσης, η εμπιστοσύνη σου προς οτιδήποτε θα εξατμιστεί. Θα φοβάσαι να κάνεις ένα βήμα μπρος, από τον φόβο ότι μπορεί να βρεθείς 10 βήματα πίσω. Έτσι, θα βαλτώνεις και θα βυθίζεσαι όλο και πιο πολύ στο φαύλο κύκλο της πτώσης σου. Τότε, όμως, είναι που χρειάζεται να φανείς πιο δυνατός. Χρειάζεται να πείσεις τον εαυτό σου ότι θα τα καταφέρει, χρησιμοποιώντας, εν ανάγκη, το έσχατο των επιχειρημάτων: ότι, δηλαδή, από ένα σημείο και πέρα, δεν έχεις τίποτα να χάσεις, αλλά μόνο να κερδίσεις. Και έτσι, τελικά, θα τα καταφέρεις. Για συμπαράσταση, σε αυτό το τελευταίο και δυσκολότερο στάδιο, σου συνιστώ ανεπιφύλακτα να ακούς σε λούπα την τελευταία στροφή και το φινάλε του «Όταν χαράζει». Θα σου δώσει την τελική ώθηση που χρειάζεσαι για να αποδράσεις από το κελί, στο οποίο φυλάκισες τον εαυτό σου.

http://www.youtube.com/watch?v=ii8pDdC8AiQ

31. Δε χωράς πουθενά

Σύνθεση: Τρύπες

Ερμηνεία: Τρύπες

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Εννιά πληρωμένα τραγούδια

1993

Μάλιστα… Αυτό είναι, για πολλούς λόγους, ένα από τα πιο δύσκολα τραγούδια της λίστας μου. Αυτό το τραγούδι ή θα σε αφορά άμεσα, γιατί θα έχεις νιώσει στο πετσί σου όλα όσα λέει, οπότε θα το λατρεύεις, ή δεν θα σε αφορά, οπότε θα το βρίσκεις από αδιάφορο έως προσβλητικό και ενοχλητικό. Εγώ, ξέρετε, ανήκω στην πρώτη κατηγορία. Και έχοντας πρωτακούσει το «Δεν χωράς πουθενά» στην εφηβεία, όπου, όντας πολύ πιο ανώριμος, ξεχείλιζα από ακατέργαστα και αδιοχέτευτα συναισθήματα οργής, θυμού και αγανάκτησης, τα οποία πήγαζαν από διάφορες στερήσεις και απωθημένα (και τα οποία συναισθήματα, παρεμπιπτόντως, ακόμα τα έχω, απλώς τώρα ξέρω καλύτερα, μέσα από τους «πόντους εμπειρίας» (για να μιλήσουμε και λίγο RPGάδικα) που έχω αποκομίσει, πως να τα μετασχηματίζω σε δημιουργικό οίστρο και… μανία), απολάμβανα απίστευτα αυτό το τεράστιο «Άντε γαμηθείτε», το οποίο είναι το βασικό μόττο του, ασχέτως αν δεν εκφέρεται ρητά. Το «Δε χωράς πουθενά», λοιπόν, ήταν εντελώς φυσικό να με σημαδέψει, δεδομένου ότι… είμαι και αυτός που είμαι (κατασκευαστικά, εννοώ). Τώρα, το τραγούδι αυτό, από μουσικής και στιχουργικής άποψης, δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από τα καλύτερα πολιτικά κομμάτια των Clash και νομίζω ότι επάξια έχει κερδίσει την όποια φήμη και αναγνώριση έχει κερδίσει. Α, και για να μην ξεχάσω, όσοι ανήκετε στην δεύτερη κατηγορία, που έλεγα πιο πάνω (δηλαδή των ανθρώπων που δεν τους αφορά ή τους ενοχλεί το «Δε χωράς πουθενά»), μην τρέφετε φρούδες ελπίδες, ποτέ δεν θα χωρέσουμε, εμείς της πρώτης κατηγορίας (άσχετα με το τι θέατρα μπορεί να παίζουμε, από καιρού εις καιρόν, για λόγους δικής μας τακτικής), στις συμβάσεις και τους θεσμούς σας, οπότε, μέχρι να βάλετε μυαλό (που δεν θα βάλετε), θα συνεχίσουμε, για να το θέσω όσο πιο κομψά μπορώ, να σας ξεβολεύουμε.

http://www.youtube.com/watch?v=4JRDUSytNaQ

30. Η αμαρτωλή Μαρία

Σύνθεση: Τερμίτες

Ερμηνεία: Τερμίτες

Στίχος: Μιχάλης Μαρματάκης

Άλμπουμ: Η αμαρτωλή Μαρία

1984

Ένα παράξενο, απόκοσμο και πολύ ιδιαίτερο τραγούδι, που, για κάποιον περίεργο λόγο (και, ίσως, όχι τόσο ανεξήγητο, τελικά), είναι, πρακτικά, σχεδόν εντελώς άγνωστο. Η συνειδητή εκ μέρους μου επεξεργασία των στίχων δεν αρκούσε, όταν το άκουσα πρώτη φορά και κόλλησα μαζί του, για να αποφανθώ περί του τι συμβολίζει η «αμαρτωλή Μαρία». Γι’ αυτό άφησα το ασυνείδητό μου να εργαστεί, κυρίως μέσω ονείρων, περιμένοντας να δω τι ψάρια θα πιάσω. Τελικά, και μετά από ορισμένα άκρως ενοχλητικά και τρομακτικά όνειρα, κατέληξα στο ότι συμβολίζει, σε πρώτο επίπεδο, την σκοτεινή πλευρά των ερωτικών ενστίκτων, στην ατόφια της μορφή. Δεν έμεινα απολύτως ικανοποιημένος με αυτήν την ερμηνεία, όμως, και σύντομα, παρατηρώντας πιο προσεκτικά τους στίχους, ειδικά εκείνους στις δύο τελευταίες στροφές, και διαβάζοντας, παράλληλα, κάποια… περίεργα και ανατριχιαστικά αναγνώσματα (είμαι ανώμαλος, τι να κάνουμε!), διαπίστωσα ότι εδώ υπήρχαν πολύ σκοτεινότερες προεκτάσεις. Το μυαλό μου έκανε συνειρμούς με Μαύρες Νύφες και απορροφήσεις της ατομικής υπόστασης (και, ξαναλέω, οι τελευταίες δυο στροφές είναι κάτι παραπάνω από αποκαλυπτικές) και άλλα κάπως φρικιαστικά και… καλύτερα να μην επεκταθώ περισσότερο. Αν είστε ανώμαλοι σαν κι εμένα, μπορείτε, γκουγκλάροντας κάποιες από τις φράσεις-κλειδιά αυτής της καταχώρησης, να βρείτε πολλά. Θυμηθείτε, μόνο, ότι η ευθύνη, από ένα σημείο και πέρα, ανήκει αποκλειστικά σε εσάς…

http://www.youtube.com/watch?v=AEdhnrHPCDU

29. Δε λες κουβέντα

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου-Δήμος Μούτσης

Στίχος: Κώστας Τριπολίτης

Άλμπουμ: Φράγμα

1981

«Τι περιέχει το κουτί που κρατάς;». «Χα χα! Μη γίνεσαι γελοίος. Το ξέρεις ότι δεν μπορώ να σου αποκαλύψω τι υπάρχει μέσα στο κουτί. Ακόμα και αν μου το επέτρεπαν, ακόμα και αν το ήθελα, και πάλι θα μου ήταν αδύνατο να σου μιλήσω για το περιεχόμενο του κουτιού. Αλλά, τώρα που το καλοσκέφτομαι, ξέρεις κάτι; Ακόμα και αν, αυτήν τώρα τη στιγμή, σου παρέδιδα το κουτί κι εσύ το άνοιγες και κοίταζες μέσα του, δε θα έβλεπες τίποτα. Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν διαθέτεις το κατάλληλο hardware (τους κατάλληλους εσωτερικούς δέκτες) αλλά και το κατάλληλο λογισμικό (την αναγκαία εκπαίδευση και τις απαραίτητες προσλαμβάνουσες παραστάσεις), για να μπορέσεις να δεις τι υπάρχει μέσα. Άρα… μια τρύπα στο νερό θα κατάφερνες να κάνεις, στην καλύτερη περίπτωση». «Το περιεχόμενο, όμως, αυτού του κουτιού με αφορά άμεσα!». «Ωραία, και;». «Τι, και; Εφόσον είναι αδύνατον να το αντικρίσω, δεν μπορείς τουλάχιστον να μου δώσεις μια, τρόπον τινά, περιγραφή του, ώστε να έχω μια ιδέα;». «Χμμμ… ωραία… μπορώ να σου πω το εξής, που, παρεμπιπτόντως, απαντά και στο ερώτημά σου του γιατί δεν μπορείς να το δεις. Το κουτί αυτό περιέχει… κάτι από το μέλλον σου». «Το μέλλον μου;;;». «Ναι. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορείς να το δεις, διότι στο επίπεδο ύπαρξης σου, το κατ’ ευφημισμόν και μόνο, τετραδιάστατο, δεν έχεις… δημιουργήσει, ας πούμε, αυτό το… «κάτι» ακόμα. Οπότε, η εκ μέρους σου θέασή του θα οδηγούσε σε απρόβλεπτα, δυσεπίλυτα και, πιθανότατα, μη αντιστρέψιμα, παράδοξα». «ΟΚ, αλλά… μισό λεπτό! Ο ισχυρισμός σου ισχύει για όλες τις περιπτώσεις, εκτός από εκείνη, κατά την οποία γνωρίζω τι πρέπει να δημιουργήσω στο μέλλον, επειδή, ακριβώς, μαθαίνω περί τίνος πρόκειται, τώρα, στο παρόν, αυτή τη στιγμή που μιλάμε! Είναι λίγο κυκλικός ο συλλογισμός, αλλά κάνει τη δουλειά του και επιλύει το χρονικό παράδοξο, δε βρίσκεις;». «Χα! Είσαι πολύ έξυπνος, μικρέ, αλλά, όχι, δεν είναι αυτή η περίπτωση». «Διάολε! Μα… τότε ποιό το νόημα όλης αυτής της παράστασης; Βρε, μπας και ονειρεύομαι;». «Χα χα! Ξύπνα μικρέ! Φυσικά και ονειρεύεσαι! Τι πας και μου κάνεις αναλύσεις με βάση το μηχανισμό αιτίου-αιτιατού; Εδώ αυτά δεν πιάνουν, δεν το ξέρεις;»… Ξύπνησε με φοβερό πονοκέφαλο. Γύρισε από την άλλη πλευρά και είδε ότι πάνω στο άλλο μαξιλάρι υπήρχε ένα ευμέγεθες κουτί, σε σχήμα κύβου, με ολόμαυρη βελούδινη επένδυση και χωρίς κάποιο ορατό άνοιγμα, που είχε ένα μεγάλο λευκό αυτοκόλλητο στην επιφάνεια του, όπου κάποιος είχε γράψει με κόκκινο μαρκαδόρο και κεφαλαία γράμματα: «ΠΡΟΣΟΧΗ! ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟΝ ΕΥΘΡΑΥΣΤΟΝ ΚΑΙ ΑΚΡΩΣ ΑΠΟΡΡΗΤΟΝ!».

http://www.youtube.com/watch?v=sdh4So1RQXg

28. Ανοιξιάτικη βροχούλα

Σύνθεση: Βαγγέλης Γερμανός

Ερμηνεία: Βαγγέλης Γερμανός-Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Βαγγέλης Γερμανός

Άλμπουμ: Τα Μπαράκια

1981

Όσο προχωράμε και πλησιάζουμε στις κορυφαίες θέσεις της λίστας, τα πράγματα δυσκολεύουν πάρα πολύ για μένα. Να, ας πούμε, τι μπορώ να γράψω για την «Ανοιξιάτικη Βροχούλα»; Δεν γίνεται, μου είναι απλά αδύνατον να απεικονίσω λεκτικά τα «συναισθήματα» (βάζω τη λέξη σε εισαγωγικά, γιατί νιώθω ότι κατά παραχώρηση τη χρησιμοποιώ) τα οποία μου γεννά αυτό το τραγουδάκι. Ορίστε, για αυτόν τον λόγο, όπως σας έλεγα και πιο πάνω, ο συγγραφέας είναι, συνήθως, σε δυσχερέστερη θέση από όλους τους άλλους καλλιτέχνες. Λόγω, δηλαδή, της σχετικής αδυναμίας του να εκφράσει αυτά που θέλει, με τα μέσα που έχει στη διάθεσή του, σε σχέση με έναν μουσικό ή με έναν ζωγράφο. Ωστόσο, τώρα που ανέφερα τον ζωγράφο, το μόνο που θα μπορούσα να κάνω στη συγκεκριμένη περίπτωση (που δεν μπορώ, λόγω καλπάζουσας περίπτωσης κουλαμάρας), ορμώμενος και εμπνεόμενος από την «Ανοιξιάτικη Βροχούλα», θα ήταν να ζωγραφίσω έναν πίνακα. Λοιπόν, ο πίνακας αυτός θα θύμιζε σε τεχνοτροπία τον Βαν Γκοχ (παρενθετικό σχόλιο ψώνιου: έτσι προφέρεται κανονικά το όνομα του). Θα απεικόνιζε ένα δρόμο με έντονη βλάστηση στις παρυφές του. Μια εντυπωσιακή άμαξα με δυο άλογα (όχι το ένα άσπρο και το άλλο μαύρο, σας παρακαλώ, σταματήστε να μου σκοτώνετε τον ειρμό!), δυο καφέ άλογα, λοιπόν (!), θα ήταν σταματημένη στο βάθος και με ανοιχτή την πόρτα. Μια όμορφη δεσποινίδα, με μακρύ φόρεμα εποχής και κρατώντας μια κομψή ομπρέλα, θα βάδιζε προς το μέρος του θεατή. Ένας κύριος, γυρισμένος μόλις κατά ένα τρίτο προς τον θεατή, ντυμένος με μαύρο φράκο και κρατώντας στα δυο του χέρια το ημίψηλο καπέλο του, θα την περίμενε. Χρυσή βροχή θα έπεφτε από τον ουρανό και ένα μεγάλο χρυσοκόκκινο φεγγάρι θα έσκυβε πάνω από τους πρωταγωνιστές μας: την Λαίδη και τον Τζέντλμαν. Αλλά… μισό λεπτό… Σαν κάποιο καμπανάκι να χτυπάει στο κεφάλι μου. Τα παραπάνω δεν σας θυμίζουν κάτι;

http://www.youtube.com/watch?v=lIrLJFmbO7k

27. Ωδή στον Γεώργιο Καραϊσκάκη

Σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Διονύσης Σαββόπουλος

Άλμπουμ: Το περιβόλι του τρελού

1969

Όταν ένας ζωντανός μύθος πεθαίνει, συνήθως μετατρέπεται σε αθάνατο σύμβολο. Και ο νεκρός μύθος-αναγεννημένο σύμβολο γίνεται το λίπασμα από το οποίο θα τραφούν (και θα ανατραφούν) χιλιάδες, μπορεί και εκατομμύρια, ανθρώπων, υποψιασμένων ή ανυποψίαστων. Ο κίνδυνος, ασφαλώς, εδώ ελλοχεύει στην εξιδανίκευση, στην αγιοποίηση ή και θεοποίηση του νεόκοπου συμβόλου και στις δομές λατρείας που θα χτιστούν στο όνομά του. Για να αποφύγουμε αυτές τις παγίδες, εμείς οι νουνεχείς και εχέφρονες άνθρωποι, θα πρέπει να μελετάμε προσεκτικά και σφαιρικά τις ζωές των «συμβόλων» (όπως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, για τον οποίο έγραψε, στην πραγματικότητα, ο Σαββόπουλος την «Ωδή» του, αλλά αναγκάστηκε, για να ντριμπλάρει τη λογοκρισία της Χούντας, να χρησιμοποιήσει τον αγωνιστή της επανάστασης του 1821 στον τίτλο του τραγουδιού) και να μαθαίνουμε τόσο για τα ανδραγαθήματα και ευεργετήματά τους όσο και για τις πιο αμφιλεγόμενες ή και άσχημες πράξεις τους. Έτσι, ως ισορροπημένοι, ελεύθεροι κι ανεξάρτητοι άνθρωποι που είμαστε (;), αποκομίζουμε ουσιαστικά διδάγματα από τις ζωές τους και γινόμαστε καλύτεροι στις δικές μας ζωές, εμπλουτίζοντας, παράλληλα (για να μην ξεχνιόμαστε), το πνευματικό μας (και όχι μόνο) οπλοστάσιο με εκείνα τα μη ανιχνεύσιμα και «έξυπνα» όπλα, που θα επιλέξουμε για λογαριασμό μας και θα δανειστούμε από τους «οπλοβαστούς» τους.

http://www.youtube.com/watch?v=mrgfprNyYCo

26. Ένα κλεμμένο ποδήλατο

Σύνθεση: Στέρεο Νόβα

Ερμηνεία: Στέρεο Νόβα

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

Άλμπουμ: Στέρεο Νόβα

1992

Χωρίς πολλά σχόλια: ακούστε το «Κλεμμένο Ποδήλατο», διαβάστε και ξαναδιαβάστε τους στίχους του και αφήστε τους ορίζοντες της συνείδησης και της αντίληψης σας να ανοίξουν, σαν βεντάλια, προς όλες τις πιθανές και απίθανες κατευθύνσεις. Είναι ένα τραγούδι, που σίγουρα θα παίζει σε λούπα στο γουόκμαν μου, στο ντίσκμαν μου ή στο i-pod μου, όταν θα ταξιδεύω μοναχός στο διάστημα, ακολουθώντας αυτήν την φωνή και παρόρμηση, η οποία πηγάζει από πολύ μέσα μου, και με παρακινεί, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου…

 

http://www.youtube.com/watch?v=u9WvVTFTf9w

 

25. Όχι πια έρωτες

Σύνθεση: Κόρε Ύδρο

Ερμηνεία: Κόρε Ύδρο

Στίχος: Κόρε Ύδρο

Άλμπουμ: Φθηνή Ποπ για την Ελίτ

2006

Αυτή η αντεστραμμένη ρομαντική λυρική αφήγηση της ιστορίας μιας σχέσης, σαν το αρνητικό μιας φωτογραφίας, αποδιδόμενη στην εντέλεια από την περίτεχνη (διαρκώς στα όρια του να σπάσει, παλιά του τέχνη κόσκινο) και, με σπαραξικάρδιο τρόπο, ρωμαλέα φωνή του Παντελή Δημητριάδη και επενδεδυμένη με την υπέροχη μελωδία του Αλέξανδρου Μακρή, είναι, μακράν, το δημοφιλέστερο κομμάτι των Κόρε Ύδρο και ο λόγος για τον οποίο τα φώτα της μέιν-στριμ ελληνικής μουσικής σκηνής έπεσαν, παροδικά έστω, επάνω τους. Ήταν και το τραγούδι με το οποίο τους πρωτογνώρισα, όταν ένας καλός μου φίλος μου έβαλε να το ακούσω στο αμάξι του, ένα Αυγουστιάτικο βράδυ, ή μάλλον χαράματα, επιστρέφοντας από ένα πανηγύρι στην Ικαρία. Φυσικά, ο έρωτας ήταν κεραυνοβόλος. Και σήμερα, μερικά χρόνια αργότερα, το αίσθημα παραμένει αμείωτο σε ένταση και δεν προβλέπεται να κοπάσει σύντομα…

http://www.youtube.com/watch?v=nhzJsOEhUSw

24. Α. Μάνθος

Σύνθεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Χρήστος Μπράβος

Άλμπουμ: Βραχνός Προφήτης

2000

Βουκολική εισαγωγή, και μετά η αφήγηση, με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά του Θανάση Παπακωνσταντίνου, της παράξενης ιστορίας του φωτογράφου των Τρικάλων, με διάφορες παραπομπές και εσωτερικά αστεία, συνοδευμένη από μια υπέροχα ενορχηστρωμένη μελωδία, η οποία παντρεύει με υποδειγματικό τρόπο το παραδοσιακό και φολκλορικό με το μοντέρνο στοιχείο, κάτι που, φυσικά, είναι το σήμα κατατεθέν του δημιουργού του, και η οποία μας γεννά στο μυαλό ένα σωρό όμορφες και αλλόκοτες εικόνες.

http://www.youtube.com/watch?v=n4GZfF88tS4

23. Μια άσκηση φυσικής άλυτη

Σύνθεση: Λένα Πλάτωνος

Ερμηνεία: Λένα Πλάτωνος

Στίχος: Λένα Πλάτωνος

Άλμπουμ: Γκάλοπ

1985

Τι να πει κανείς; Ένα ηλεκτρονικό, τραχύ, απογυμνωμένο από αισθήματα (σαν ταινία του Κιούμπρικ), διορατικό, ακραία σουρελιστικό και φουτουριστικό μικρό έπος, μερικούς… αιώνες ή χιλιετίες μπροστά από την εποχή του… Ή ίσως και λίγα χρόνια. Για πάμε να δούμε κάποια παραδείγματα αυτού που λέω, έχοντας υπόψη, πάντοτε, ότι το κομμάτι αυτό κυκλοφόρησε το 1985. Έχουμε και λέμε, λοιπόν: «…ομοιόμορφες αδιάβροχες φωνές
σε ποτ πουρί εκατομμυρίων χιτ πάνω στο ίδιο μπιτ…», την εποχή που το MTV βρισκόταν στα σπάργανα, ακόμα, και η μαζική διασκέδαση στα κλαμπ, με την αναγόρευση των DJs ως νέων «θεών» της μουσικής, απείχε λίγα χρόνια. Επίσης, σε τι ακριβώς αναφέρεται αυτός ο στίχος: «…ανύπαντρες μαμάδες, άγνωστοι αεροσυνοδοί…»; Τι είναι αυτός ο γρίφος τώρα; Can you connect the dots; (Συγνώμη, συγνώμη, ξέρετε τώρα, ο Αρβανίτης μέσα μου ξύπνησε…). Και τα παραπάνω είναι μόνο δύο ενδεικτικά παραδείγματα, από τα πολλά αυτού του μοναδικού κομματιού. Ανατριχιάζω σύγκορμος με όλα αυτά και νιώθω τύψεις γιατί αισθάνομαι ότι έχω αδικήσει τρελά την «Άσκηση», τοποθετώντας την στη θέση 23 της λίστας. (Χμμμ… 23… 23 skidoo… Τι πλάκα θα πάθαινε ο Άλλιστερ Κρόουλυ αν άκουγε αυτό το αριστούργημα…).

http://www.youtube.com/watch?v=c5M0Y2lG66E

22. Γκόμενες

Σύνθεση: Δήμος Μούτσης

Ερμηνεία: Δήμος Μούτσης

Στίχος: Δήμος Μούτσης

Άλμπουμ: Ενέχυρο

1983

Εσείς τι λέτε, κορίτσια; Φταίτε για όλα ή δεν φταίτε; Όοοχι, μην πάτε να μου ξεφύγετε με γαλιφιές και μαλαγανιές εμένα! Αφού το παραδέχεστε μόνες σας συνεχώς, τόσο δημοσίως όσο και κατ’ ιδίαν! Εντάξει, εντάξει, πάντως, μην τρελαίνεστε και μην αισθάνεστε προσβεβλημένες. Ο τίτλος του τραγουδιού είναι καθαρά αντιπερισπασμός, ένα προπέτασμα καπνού από τον «μυημένο» Μούτση, ο οποίος για άλλα πράγματα, από αυτά στα οποία επικεντρώνεται στο ρεφραίν, θέλει να μιλήσει. Και που μπορείτε να τα βρείτε αυτά; Μα… στα κουπλέ, φυσικά! Μα, ποιά είναι αυτά; ΟΚ, αφού τα θέλετε έτοιμα και σερβιρισμένα στο πιάτο σας, να σας πω αμέσως: Πρόκειται για παιχνίδια εξουσίας, με φόντο και αντικείμενο, ταυτόχρονα, τα συνήθη «θύματα», τα μέλη της λεγόμενης μεσαίας τάξης, και με τελικό στόχο τον έλεγχο και την διαμόρφωση της από κοινού αντιλαμβανόμενης πραγματικότητας. Τι έγινε, κατάπιατε τεράστια μπουκιά και πνιγήκατε; Πιείτε λίγο νεράκι, καλέ! Ακόμα και στα κουπλέ, βέβαια, ο Μούτσης είναι πολύ προσεκτικός και δεν σταματάει ούτε στιγμή να παίζει κρυφτούλι, προφανώς με κάποιους «ελεγκτές» ή «διώκτες»: χαρακτηριστικά, στο τέλος μας προειδοποιεί για μια συγκεκριμένη κακή συνήθεια, που, όποιος την έχει, πληρώνει πολύ ακριβό τίμημα. Και, βέβαια, αυτό δεν είναι τυχαίο: προφανώς σε κάποια αντίστοιχη περίπτωση θα την είχε πατήσει και θα είχε γλιτώσει από του Χάρου τα δόντια τελευταία στιγμή. Δεν ξέρω, πάντως, μπορεί και τίποτα από τα παραπάνω να  μην ισχύει κι εγώ να είμαι, απλώς, ένας φαντασιόπληκτος που του αρέσει να ανακαλύπτει συνομωσίες και μυστήρια παντού. Ναι, μάλλον, αυτό θα ισχύει…

http://www.youtube.com/watch?v=kxbmu0DD1tM

21. Rock n’ roll στο κρεβάτι

Σύνθεση: Παύλος Σιδηρόπουλος

Ερμηνεία: Παύλος Σιδηρόπουλος

Στίχος: Παύλος Σιδηρόπουλος

Άλμπουμ: Zorba the freak

1985

Ο «πρίγκιπας» της ελληνικής ροκ μουσικής επαλήθευσε στο ακέραιο όλα τα στερεότυπα που έχει χτίσει η μυθολογία της ποπ κουλτούρας για τους καλλιτέχνες του είδους του και της κλάσης του: πολύ σεξ, πολλά ντραγκς, πολύ (και καλό) ροκ εντ ρολ. Ακόμα και ο πρόωρος και άδοξος θάνατός του ήρθε ως η κατάλληλη τελική πινελιά στην φιλοτέχνηση του πορτραίτου του κλασικού αστέρα της ροκ, «επαναστάτη χωρίς αιτία» και ειδώλου της νεολαίας, ο οποίος «έζησε γρήγορα κι έντονα και πέθανε νέος», κατά πως υπαγορεύει και το σχετικό, πασίγνωστο, σλόγκαν. Αξίζει, λοιπόν, όλη αυτή τη φήμη και τον μύθο που τον συνοδεύουν ο Παύλος Σιδηρόπουλος ή ήταν, απλώς, ένας μέτριος, βασανισμένος ψευτοροκάς, του οποίου ο θάνατος σε, σχετικά, νεαρή ηλικία είχε, δυσανάλογα, θετικό αντίκτυπο ως προς την υστεροφημία του, όπως ισχυρίζονται κάποιοι; Η απάντησή μου είναι: απερίφραστα ναι, τα αξίζει και με το παραπάνω, γιατί αν εξετάσουμε το θέμα από καθαρά μουσικής απόψεως, και ανεξαρτήτως από το πως έζησε και το πως πέθανε, υπήρξε ο αυθεντικότερος και ο καλύτερος ρόκερ που γεννήθηκε σε αυτόν τον τόπο. Χαρακτηριστική, και αποστομωτική για τους επικριτές του, επιβεβαίωση αυτής μου της θέσης αποτελεί το «Ροκ εντ ρολ στο κρεβάτι», το τραγούδι που είναι το απόγειο των επιτυχιών του. Ένας ροκ δυναμίτης που, από τις πρώτες νότες, εκρήγνυται ανεξέλεγκτα προς όλες τις κατευθύνσεις, σπέρνοντας τον πανικό στους φλώρους και στους ξενέρωτους, εκστασιάζοντας όσους προσπαθούν να υιοθετούν μια αυθεντική ροκ στάση στις πράξεις τους και εξυμνώντας μια φιλοσοφία και ένα τρόπο ζωής, που (ας μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας) όλοι οι άντρες θα θέλαμε να ήταν και δικός μας.

http://www.youtube.com/watch?v=i3v79traETk

 

20. Το καπηλειό

Σύνθεση: Χαΐνηδες

Ερμηνεία: Χαΐνηδες

Στίχος: Χαΐνηδες

Άλμπουμ: Χαΐνηδες

1991

Δεν μπορεί, κάποια στιγμή στη ζωή σας θα έχετε σκεφτεί κι εσείς τι τέλεια που θα ήταν αν είχατε το δικό σας εστιατόριο / μεζεδοπωλείο / μπαρ.  Ίσως, να καταστρώσατε και τα ανάλογα σχέδια: Θα στήνατε το μαγαζί στην πιο ανερχόμενη γειτονιά της πόλης σας, θα το διακοσμούσατε με βάση την ιδιαίτερη αισθητική σας και, πάντως, με πρωτότυπο τρόπο,  θα προσλαμβάνατε μερακλήδες μάγειρες, οι οποίοι θα ετοίμαζαν αυθεντικά, δημιουργικά και γευστικότατα πιάτα χρησιμοποιώντας τα καλύτερα υλικά, θα προμηθευόσασταν και θα σερβίρατε καθαρά ποτά, θα παίζατε την καλύτερη και πιο ψαγμένη μουσική και, στην πορεία, το μαγαζί σας θα γινόταν το σημείο αναφοράς και το στέκι των ανθρώπων εκείνων που θα απάρτιζαν το κοινό-στόχο σας. Βέβαια, είμαι σίγουρος ότι στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων τα σχέδια σας αυτά θα έμειναν ασκήσεις επί χάρτου, αλλά δεν πειράζει. Ούτως ή άλλως, δεν πραγματοποιούμε παρά ένα ελάχιστο ποσοστό των όσων ονειρευόμαστε και σχεδιάζουμε στη ζωή μας. Αυτό, φυσικά, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι χρειάζεται να είμαστε πιο πραγματιστές. Το ακριβώς αντίθετο χρειαζόμαστε οι περισσότεροι, θα έλεγα… Το «Καπηλειό», με τις παράλληλες ιστορίες των ανθρώπων που σύχναζαν ή δούλευαν σε αυτό, μου θυμίζει έντονα το «Sultans of Swing» των Dire Straits. Είναι ένα ιδιοσυγκρασιακό (είναι εμφανέστατο ότι είναι προϊόν Κρητών) και αληθινά λεβέντικο τραγούδι (χωρίς να κομπάζει και να επαίρεται) για το αιώνιο μοτίβο της ακμής και της παρακμής της ζωής και του έρωτα, που το συναντήσαμε και σε προηγούμενα τραγούδια της λίστας. Ξεχωρίζει, ίσως, μια στάλα παραπάνω από αυτά τα προηγούμενα κομμάτια, γιατί το πάντρεμα των στίχων, της σύνθεσης και της καταπληκτικής ερμηνείας του, φωτίζει με έναν μοναδικό τρόπο το τραγικό μεγαλείο της ανθρώπινης μοίρας και μας τοποθετεί σε μια προνομιακή γωνία θέασης, από την οποία μπορούμε να το δούμε με έναν πρωτότυπο, μη τετριμμένο, τρόπο και να το αφήσουμε να έρθει να μας αγγίξει ως τον πυρήνα της υπόστασής μας, για να διαπιστώσουμε ότι εκεί, στο επίκεντρο της ύπαρξής μας, βρισκόταν ανέκαθεν.

http://www.youtube.com/watch?v=3DcOIHkwugw

19. Πεχλιβάνης

Σύνθεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άλμπουμ: Βραχνός Προφήτης

2000

Ολόκληρος ο χρησμός του μεγάλου προφήτη και μάντη Ναν-Μπρεντ-εντ-Ταντούρι-Τσίκεν της φυλής των Κόρνερ-Σοπ, τον οποίο ανακοίνωσε στους υπηκόους του αυτοκράτορα Τίκκα-Μάσαλα-γουίτ-Κέρι-σος, τις τελευταίες μέρες της 3ης δυναστείας των Κέρι-σος, στον πλανήτη Γκαγιάρ-κα-Χάλβα, είναι (στο πρωτότυπο κείμενο) ο εξής: «Τσάπατι πάρατχα τσόλε μπάτχουρε, μπάατι νταλ μπάτουρα ντάμα, κάρελα μπάρτα σάτου κι ρότι ράγμα τσαβάλ, ντάααλ πούρι τσάκρα πάτρα μάντρα, μέτχι σάαγκ σάουλάι σάαμπ βόλβο, πάλα πάνεερ αλόα ματάρ, ντουμ αλόο γκόμπι αλόο, πάττορ ράματορι σούμπγι», το οποίο σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση: «Όταν η βρώση των καρπών του μεγάλου δέντρου του πρώτου φεγγαριού, προκαλέσει συμπτώματα δυσεντερίας στον τριτότοκο γιο της Θεάς Μητέρας, και όταν η φωλιά του φαλακρού πουλιού της Ειμαρμένης, λερωθεί από τις ακαθαρσίες έκφυλων ιεροδούλων, τότε τα κρύσταλλα των Πόλων θα πιάσουν φωτιά, οι μάσκες των άπιστων ορεσιβίων θα πέσουν, άγριο χαλάζι θα κάψει επτά φορές όλες ανεξαιρέτως τις φυτείες και τα υποζύγιά μας, και ένας αέρας Πεχλιβάνης που θα έχει την ορμή και την απόγνωση του διαστρικού κενού θα καταφθάσει για να μας πάρει και να μας σηκώσει όλους». Και ο Πεχλιβάνης, πράγματι, ήρθε στον πλανήτη και τους πήρε και τους σήκωσε, και ήταν λες και βρισκόταν σε ειδική αποστολή, γιατί χτύπησε εντελώς στοχευμένα, αφανίζοντας μέχρι και τον τελευταίο Κόρνερ-Σοπ από το πρόσωπο του Γκαγιάρ-κα-Χάλβα, αλλά αφήνοντας ανέπαφα όλα τα άλλα ζωντανά πλάσματα που κατοικούσαν σε αυτόν. Ύστερα, αναχώρησε με προορισμό έναν γαλαζοπράσινο πλανήτη ενός πλανητικού συστήματος, κάπου στην άκρη του ίδιου γαλαξία, ο οποίος είναι ο τρίτος πλησιέστερος στον ήλιο του συστήματος. Όπου να’ ναι , πρέπει να φτάνει…

http://www.youtube.com/watch?v=vmcPDi_W0BU

18. Τα ήσυχα βράδια

Σύνθεση: Λάκης Παπαδόπουλος

Ερμηνεία: Αρλέτα

Στίχος: Μαριανίνα Κριεζή

Άλμπουμ: Τσάι γιασεμιού

1985

…Η σφοδρή αμμοθύελλα, που είχε ξεσπάσει ξαφνικά, ήταν το κερασάκι στην τούρτα των αλλεπάλληλων ατυχών συμβάντων που είχε αντιμετωπίσει την καταραμένη αυτή ημέρα (αφού, δηαλδή, προηγουμένως, οι τρωγλοδύτες της ερήμου Ουμπ του πλανήτη Γκίρεντεν, του μοναδικού πλανήτη του συστήματος του Ορφ, του πορφυρού ήλιου του αστερισμού της Κασσιόπης, στον οποίο είχε συντριβεί 2 γκιρεντενιανές μέρες πριν (υπ’ όψιν ότι η μέρα του Γκίρεντεν αντιστοιχεί σε 57,5 γήινες ώρες ή περίπου 2,3 γήινες ημέρες) ο «Αστραπόγιαννος», το ανιχνευτικό του διαστημικό σκάφος, του είχαν κλέψει όλα, σχεδόν, τα αποθέματα τροφίμων και νερού που διέθετε, και αφού το αεριωθούμενο σκούτερ του είχε παραδώσει το πνεύμα) και ήταν, μάλλον, η οριστική ταφόπλακα στις όποιες, λιγοστές, ελπίδες διάσωσης του είχαν απομείνει. Είχε χάσει εντελώς τον προσανατολισμό του και η πυξίδα του ήταν άχρηστη, ούτως ή άλλως, αφού το μαγνητικό πεδίο του Γκίρεντεν ήταν, επιεικώς, θεότρελο κι απρόβλεπτο, οπότε προχώραγε στα τυφλά. Ήξερε, από την παλιότερη χαρτογράφηση του πλανήτη, ότι η πιο κοντινή κατοικημένη πόλη, η Μπούμπα, απείχε χοντρικά 150-170 γήινα μίλια από το σημείο όπου βρισκόταν. Ήταν, συνεπώς, κι επίσημα καταδικασμένος να αφήσει την τελευταία του πνοή στις παχιές άμμους της Ουμπ. Έψαχνε να βρει, απεγνωσμένα, ένα καταφύγιο και τελικά το βρήκε κάτω από μια βραχώδη προεξοχή, σαν μικρή σπηλιά, στα ριζά ενός αμμόλοφου. Χώθηκε εκεί και εξαντλημένος σωριάστηκε στο έδαφος. Εντωμεταξύ, η πείνα και, κυρίως, η δίψα δοκίμαζαν τις αντοχές του. Ήδη οι πρώτες παραισθήσεις ήταν γεγονός. Έβλεπε την καλή του, ντυμένη με τα πιο επίσημα και όμορφα ρούχα της, να του προτείνει το λεπτεπίλεπτο χέρι της από το στόμιο της σπηλιάς όπου βρισκόταν, ανεπηρέαστη από την κοσμοχαλασιά που μαινόταν έξω, να του χαμογελάει και να του λέει με την κρυστάλλινη φωνή της, η οποία αντιλαλούσε στα τοιχώματα της σπηλιάς: «Έλα… Σήκω τεμπέλη… Πιάσε το χέρι μου και… πάμε σπίτι…». Φορούσε τα ίδια ρούχα που φορούσε και το τελευταίο τους βράδυ μαζί, πριν αναχωρήσει για την αποστολή του. Έλαμπε ολόκληρη, όπως και εκείνο το βράδυ. Δεν άντεχε να την βλέπει εκεί πέρα, γνωρίζοντας πως αντίκριζε μια οφθαλμαπάτη. Έκλεισε τα μάτια. Σκοτάδι τον τύλιξε ύστερα από λίγο, και τα βουητά της αμμοθύελλας χαμήλωσαν σταδιακά σε ένταση, μέχρι που έσβησαν τελείως. Τότε, επιστρέφοντας προοδευτικά στο φως, την ξαναείδε. Ήταν απέναντί του και της κρατούσε το χέρι. Είχε ένα μελαγχολικό βλέμμα στο γλυκό της, μελαχροινό, πρόσωπο. Κάθονταν σε ένα τραπέζι με λευκό λινό τραπεζομάντιλο στον κήπο ενός σικ εστιατορίου των Αθηνών και ένας σερβιτόρος τους έβαζε κρασί στα ποτήρια τους. Τότε συνειδητοποίησε ότι ξαναζούσε το τελευταίο τους βράδυ στη Γη. Ήξερε τι θα συνέβαινε από στιγμή σε στιγμή και ήθελε να το επισπεύσει, γιατί φοβόταν ότι το όνειρο ή το ταξίδι στο χρόνο ή οτιδήποτε ήταν αυτό που βίωνε, τέλος πάντων, θα τέλειωνε πρόωρα. «Ξέρω τι θες να κάνεις», της είπε. «Σε παρακαλώ μην το καθυστερείς. Κάνε το τώρα. Τραγούδησε μου». Εκείνη άνοιξε διάπλατα το στόμα της από την έκπληξή της, αλλά πριν προλάβει να πει τίποτα, της επανέλαβε: «Έλα, αγάπη μου. Τραγούδησε μου, σε παρακαλώ…». Βούρκωσε και συνέχιζε να τον κοιτάζει με μισάνοιχτο το στόμα. Πίεσε, ωστόσο, τον εαυτό της και άρχισε να του σιγοτραγουδάει: «Ακόμα κι αν φύγεις…». Γελούσαν κι έκλαιγαν μαζί και οι δύο, καθώς σε λίγο κι εκείνος ένωσε τη φάλτσα αγριοφωνάρα του με τη δική της. Όταν τελείωσε το τραγούδι, τελείωσε και οι δικός του χρόνος και το ένιωσε. «Σ’ αγαπάω», της είπε κι έκλεισε για πάντα τα μάτια των δύο σωμάτων του, τόσο εκείνου που βρισκόταν στην σπηλιά της ερήμου Ουμπ του πλανήτη Γκίρεντεν, ακουμπισμένο στον καυτό βράχο, όσο και εκείνου που βρισκόταν στο καλό εστιατόριο του πλανήτη, όπου βρισκόταν η γενέτειρά του, και κρατούσε το χέρι της αγάπης της ζωής του…

http://www.youtube.com/watch?v=eTaU7IEGoyI

17. Πάσχα στο Ψυχιατρείο

Σύνθεση: Κόρε Ύδρο

Ερμηνεία: Κόρε Ύδρο

Στίχος: Κόρε Ύδρο

Άλμπουμ: Όλη η Αλήθεια για τα παιδιά του ΄78

2009

Τελικά, είναι η στάση μας απέναντι στα μεγάλα αδιέξοδα και στα μεγάλα διλήμματα της ζωής μας, εκείνη που διαμορφώνει και καθορίζει την προσωπικότητά μας, διαπλάθει τον χαρακτήρα μας και προδιαγράφει, σε μεγάλο βαθμό, το μέλλον μας;… Ξέρετε, το να ηθικολογείς, όταν συμμετέχεις σε μια ανώδυνη συζήτηση, διακηρύσσοντας την ακεραιότητά σου, χαράσσοντας «κόκκινες γραμμές» και διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά σου για το πως θα πρότασσες και θα υπερασπιζόσουν, ακόμα και υπό τις πιο ακραίες συνθήκες, τις ηθικές αρχές σου, είναι πολύ εύκολο και εκ του ασφαλούς. Στην πράξη, όμως, τι ακριβώς κάνεις, σε ένα υποθετικό σενάριο, όταν π.χ. έχεις να επιλέξεις μεταξύ της δικής σου επιβίωσης ή της επιβίωσης ενός αγαπημένου προσώπου και της επιβίωσης δεκάδων ανθρώπων; Τι ακριβώς κάνεις αν η αμαρτία σου προσφέρεται στο πιάτο και είσαι (ΟΚ, σχεδόν!) σίγουρος ότι δεν θα υπάρχουν μάρτυρες να σε καταδώσουν, αν υποκύψεις; Όσο και αν τις ευαγγελιζόμαστε, οι χρυσές τομές και οι δυνατότητες για συμβιβασμούς που αφήνουν όλους τους εμπλεκόμενους ικανοποιημένους, δεν υφίστανται τόσο συχνά στην πραγματικότητα. Αντιθέτως, η πραγματικότητα μας επιφυλάσσει συχνότερα, απ΄όσο νομίζουμε, διλήμματα του τύπου «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» ή «ο θάνατός σου, η ζωή μου». Και, σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν μπορούμε να ξεφύγουμε. Είμαστε αναγκασμένοι να επιλέξουμε ένα από τα δύο… Οι επιλογές που κάνω στη ζωή μου με φέρνουν αντιμέτωπο με δαίμονες και φαντάσματα, εναντίον των οποίων πρέπει να παλέψω με νύχια και με δόντια αν θέλω να εξασφαλίσω την ψυχική ακεραιότητα της υπόστασής μου. Αυτά τα «τέρατα» είναι αποκυήματα των ενοχών μου και των τύψεών μου για όσα επέλεξα να κάνω, αλλά (και αυτό είναι το χειρότερο τις περισσότερες φορές) και για όσα δεν επέλεξα να κάνω. Για να τα αντιμετωπίσω, χρειάζεται να περάσω μικρές ή μεγαλύτερες περιόδους έγκλειστος, τρόφιμος, στο δικό μου, προσωπικό ψυχιατρείο. Ακολουθώ τις θεραπευτικές αγωγές, τις οποίες έχουν προτείνει διάφοροι μετρ του είδους (δεν είναι ψυχίατροι), αλλά αυτό δεν μου αρκεί. Έχω ανάγκη να πραγματοποιήσω και ένα «άλμα πίστης». Γι’ αυτό το λόγο, συμμετέχω με κατάνυξη και στη λιτανεία του ενός, του εαυτού μου, την οποία καμία άλλη αγωγή δεν είναι σε θέση να υποκαταστήσει. Είναι ένα, με τη θρησκευτική έννοια του όρου, μυστήριο: σκοτώνω, συμβολικά, τον εαυτό μου και μετά περιμένω… Όταν νιώσω την άνοιξη να ανθίζει στο κεφάλι μου, ξέρω ότι έχω αναστηθεί. Τότε, παίρνω μια βαθιά ανάσα και προχωράω. Και η έλικα της ζωής μου συνεχίζει να ξεδιπλώνεται …

http://www.youtube.com/watch?v=OnhPkSLgFWM

16. Αστεράκι

Σύνθεση: Διονύσης Τσακνής

Ερμηνεία: Διονύσης Τσακνής

Στίχος: Διονύσης Τσακνής

Άλμπουμ: Ή ταν ή επί τας

1993

«… Κυρίες και κύριοι, η Σουηδική Ακαδημία αποφάσισε παμψηφεί να απονείμει το φετινό Νόμπελ Φυσικής στον επιστήμονα που, με την ανακάλυψη του της μεθόδου της διαστρικής ώθησης κενού, άνοιξε νέους ορίζοντες για όλη την ανθρωπότητα και, για τον ιστορικό του μέλλοντος, θα είναι ο καταλύτης της μετάβασης του πολιτισμού μας σε ένα νέο στάδιο εξέλιξης, όπου οι δυνατότητες για όλους μας είναι, κυριολεκτικά, απεριόριστες. Κυρίες και κύριοι, το βραβείο Νομπέλ Φυσικής για το έτος 2080 απονέμεται στον δρα Άρη Δερβίση!». Χειροκροτήματα. Όλοι οι παρευρισκόμενοι έχουν σηκωθεί όρθιοι και με χειροκροτούν επί πολλή ώρα. Τα φώτα πέφτουν πάνω μου. Σαστίζω στιγμιαία. Μια πανέμορφη νεαρή ξανθιά κοπέλα έρχεται να με βοηθήσει να σηκωθώ. Την ευχαριστώ και χαμογελώντας της δείχνω το μπαστούνι μου, σαν να της λέω ότι είμαι εντάξει, δε θα χρειαστώ τη βοήθειά της. Σηκώνομαι, τελικά, από τη θέση μου και αρχίζω να βαδίζω προς το πόντιουμ. Καθώς διασχίζω το κόκκινο χαλί, τα πιο σημαντικά περιστατικά της ζωής μου περνάνε, σαν ταινία, μπροστά από τα μάτια μου: Εκείνο το μαγιάτικο βράδυ, στα 15 μας, όταν γνωριστήκαμε και την ερωτεύτηκα και μ’ ερωτεύτηκε ακαριαία. Τα μαγικά 4 χρόνια που περάσαμε μαζί. Τα βράδια στην εξοχή που κοιτούσαμε το φαντασμαγορικό πανόραμα του έναστρου ουρανού, μακριά από τη φωτορρύπανση των πόλεων, κι εγώ την κρατούσα αγκαλιά και της μιλούσα για τους αστερισμούς. Η ξαφνική αναγγελία της αρρώστιας της και το χάσιμο του εδάφους κάτω από τα πόδια μου. Η τελευταία φορά που την είδα στο κρεβάτι, εξαντλημένη αλλά γενναία. Τα όσα μου είπε τότε: «Όταν αφήσω το σώμα μου εδώ στη Γη, Άρη μου, θα ταξιδέψω μερικές χιλιάδες έτη φωτός, ως την άλλη άκρη του Γαλαξία μας και θα γίνω αστέρι. Να κοιτάς τον νυχτερινό ουρανό και θα με βρεις κοντά σε ένα από τα αστέρια του Τοξότη. Θα σε περιμένω αστρονόμε μου…!». Η εργασιακή μονομανία με την οποία καταπολέμησα την κατάθλιψη μετά τον θάνατό της. Η ανακάλυψη εκ μέρους μου, 2 χρόνια μετά, ενός, άγνωστου ως τότε, αστεριού κοντά στο άστρο Νούνκι του αστερισμού του Τοξότη. Το διδακτορικό που πήρα στα 25 μου, με θέμα την ανακάλυψη κάποιων ανώμαλων βαρυτικών ιδιοτήτων που σχετίζονταν με την σκοτεινή ενέργεια, ή ενέργεια κενού, του σύμπαντος. Η τριανταπεντακονταετής έρευνα μου πάνω στην εκμετάλλευση των βαρυτικών αυτών ανωμαλιών της ενέργειας κενού με στόχο την εφεύρεση μιας μορφής κίνησης με απεριόριστες, πρακτικά, εφαρμογές και δυνατότητες. Οι επιτυχίες, οι πρόοδοι, οι απογοητεύσεις. Οι 2 φορές που βρέθηκα σε απόλυτο αδιέξοδο και πήγα να τα παρατήσω όλα, αλλά και η εύρεση απαντήσεων στα άλυτα προβλήματα που αντιμετώπιζα, οι οποίες μου δόθηκαν μέσω  της πιο απίθανης οδού, εκείνης των ονείρων. Η απίστευτη στιγμή της τελικής δικαίωσης. Η κατασκευή του πρώτου ανθρώπινου διαστημικού σκάφους, του «Προμηθέα,» του οποίου ο κινητήρας επέτρεπε το ασύλληπτα γρήγορο ταξίδι ανάμεσα στα άστρα. Οι 2 όροι που έθεσα και έγιναν δεκτοί: πρώτον, το πρώτο ταξίδι του «Προμηθέα» να γίνει στην περιοχή του γαλαξία όπου βρίσκεται το άστρο που είχα ανακάλυψει μετά το θάνατό της και, δεύτερον, να είμαι κι εγώ ένα από τα μέλη του πληρώματος. Το επικείμενο ταξίδι μου, που, με απερίγραπτη λαχτάρα, πρόσμενα… Ανέβηκα στο πόντιουμ, κρατήθηκα γερά από αυτό, ύψωσα το κεφάλι μου προς τα πάνω και, βουρκωμένος, είπα: «Αστεράκι μου, σου έρχομαι…!».

http://www.youtube.com/watch?v=8eiO-p4ofdE

15. Μικρό αγόρι

Σύνθεση: Στέρεο Νόβα

Ερμηνεία: Στέρεο Νόβα

Στίχος: Κωνσταντίνος Βήτα

Άλμπουμ: Ντισκολάτα

1993

Μάνααα!… Τα βράδια που όλοι εσείς κοιμάστε, ήσυχοι και αμέριμνοι, στις ζεστές, τσιμεντένιες φωλιές σας, εγώ, φοράω τα αθλητικά μου παπούτσια, βγαίνω από το διαμέρισμα μου και αρχίζω να τρέχω στους άδειους δρόμους. Στο player του μυαλού μου βάζω να παίζει σε λούπα το «Μικρό Αγόρι». Τα πόδια μου πετούν φωτιές, καθώς επιταχύνω το ρυθμό μου. Κάνω 3 φορές το γύρο της πόλης κι ύστερα έρχονται οι σιωπηλοί μαυροντυμένοι φύλακες της νύχτας να με προϋπαντήσουν, σε διαφορετικό μέρος κάθε φορά. Με οδηγούν, μέσα από υπόγεια τούνελ, που εκτείνονται για δεκάδες χιλιόμετρα, στην μυστική καρδιά της πόλης. Είναι μια εκτυφλωτικά φωτεινή σφαίρα που βρίσκεται σε μια μεγάλη αίθουσα. Οι φύλακες δεν με αφήνουν ποτέ να εισέλθω στο εσωτερικό της σφαίρας, ώστε να διαπιστώσω ποια είναι η πηγή αυτού του φωτός. Το σώμα μου πλημμυρίζει από μια απίστευτη ζωτικότητα. Ύστερα, οι φύλακες με βάζουν σε έναν ανελκυστήρα και εκτοξευόμαστε στον τελευταίο όροφο του ψηλότερου ουρανοξύστη της πόλης. Από ένα πολυτελές διαμπερές γραφείο, με πανοραμική θέα προς όλες τις κατευθύνσεις, μου δείχνουν, πάντα αμίλητοι, διαφορετικές, κάθε φορά, πτυχές των μαχών του αθέατου πολέμου που διεξάγουν με τους εισβολείς. Νομίζω, με εκπαιδεύουν. Στο τέλος, μου προσφέρουν να πιω ένα μπλε σκούρο ποτό. Πίνοντας το, καταχωρείται στο κεφάλι μου ο τόπος και ο χρόνος της επόμενης συνάντησής μας. Όταν έχω τελειώσει το ποτό, τα βλέφαρα μου βαραίνουν και τα γόνατα μου λυγίζουν. Οι φύλακες της νύχτας με κρατάνε για να μην σωριαστώ κάτω, καθώς βαθμιαία χάνω τις αισθήσεις μου. Ξυπνάω, πάντα, το επόμενο πρωί στο κρεβάτι μου και νιώθω τόσο ξεκούραστος, λες και έχω κοιμηθεί δυο μέρες. Ξαναπιάνω τη ζωή μου της ημέρας και μιλάω, εργάζομαι, κάνω πλάκα, βγαίνω για φαγητό και ποτό, διασκεδάζω, φλερτάρω και ερωτεύομαι με εσάς, χωρίς εσείς να έχετε την παραμικρή ιδέα για την άλλη μου ζωή, εκείνη της νύχτας…

http://www.youtube.com/watch?v=hHT9HPn7py0

14. Οι 7 νάνοι στο s/s Cyrenia

Σύνθεση: Θάνος Μικρούτσικος

Ερμηνεία: Θάνος Μικρούτσικος

Στίχος: Νίκος Καββαδίας

Άλμπουμ: Γραμμές των οριζόντων

1992

Μια, σχεδόν επτάλεπτη, επική κλιμάκωση, που μαγνητίζει, που κόβει την ανάσα και που όμοιά της δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού. Η συγκλονιστική και υπερβατική ερμηνεία του Θάνου Μικρούτσικου που σηκώνει την τρίχα κάγκελο: το τέλειο παράδειγμα του τι ακριβώς σημαίνουν οι φορτισμένες λέξεις «έκσταση» και «μέθεξη». Και ένα τραγούδι-καταλύτης για την επέλευση ουσιαστικής αλλαγής, μέσω της επίτευξης του ύψιστου βαθμού ενσυναίσθησης και συγκίνησης: ο ανήσυχος ακροατής με τις τεντωμένες κεραίες και τους ευαισθητοποιημένους δέκτες που θα το ακούσει πρώτη φορά, έστω κι αν δεν το αντιληφθεί αμέσως, δεν θα είναι ποτέ πια ίδιος μετά.

http://www.youtube.com/watch?v=5RVsouTa4xw

13. Στη ρωγμή του χρόνου

Σύνθεση: Νίκος Ξυδάκης

Ερμηνεία: Νίκος Παπάζογλου

Στίχος: Μανώλης Ρασούλης

Άλμπουμ: Μέσω Νεφών

1986

Είναι ένα παραληρηματικό τραγούδι, οπότε θα μου επιτρέψετε να παραληρήσω λίγο κι εγώ: Από τη ρωγμή του χρόνου εξασφαλίζεις μια προνομιακή γωνία θέασης της πραγματικότητας κι έτσι μπορείς να δεις την κυοφορούσα μαμά-ανθρωπότητα, της οποίας τα νερά έχουν σπάσει ήδη και οι προκαταρκτικές ωδίνες του τοκετού την έχουν καταλάβει, να αγωνιά και να αντιδρά, έντονα, αβέβαιη, ή, μάλλον, υποψιασμένη, για το τι είναι αυτό το βρέφος που θα φέρει στη ζωή και ποια θα είναι η μοίρα της λόγω, ακριβώς, της ελεύσεως του βρέφους αυτού. Η μαμά-παλιά ανθρωπότητα, κολλημένη στις δογματικές της αντιλήψεις, στις δεισιδαιμονίες της και στην μανιχαϊστική και διαιρετική, περί των πραγμάτων, αντίληψή της και γαντζωμένη από τις παρερμηνείες των λόγων και έργων των μεγάλων της ιερών «τοτέμ», τρέμει από τις επιπτώσεις που θα επιφέρει σε αυτήν και στο σύστημα που έχει στήσει, το άγνωστο βρέφος που θα γεννήσει. Και, ίσως, όχι και τόσο άγνωστο, τελικά, γιατί η μαμά-ανθρωπότητα έχει ήδη τεθεί σε κατάσταση συναγερμού από κάποιες ενδείξεις και κάποια σημεία των καιρών για το ποιος είναι ο διάδοχός της και τι ενδέχεται να έπεται της έλευσής του. Και αυτό που έπεται, φυσικά, είναι η ανατροπή των υπαρχουσών δομών και του υπάρχοντος στάτους κβο, το οποίο με τόσο κόπο έχει στήσει, και η αντικατάστασή τους από κάτι εντελώς καινούριο, ακατανόητο για αυτήν και, εν τέλει, ασύμβατο με το DNA της. Γι’ αυτό πρέπει να περιμένουμε ότι θα κάνει ότι μπορεί για να εξουδετερώσει το βρέφος. Και, ίσως γι’ αυτό, δεν θα πρέπει να μας εκπλήσσει η ενεργοποίηση δυνάμεων που, μέσω της κατάλληλης στρατηγικής αντιπερισπασμού, θα επιδιώξουν να παραπλανήσουν την ζαλισμένη μαμά και να σώσουν το βρέφος. (Θυμηθείτε εδώ το μύθο του Κρόνου που έτρωγε τα παιδιά του από το φόβο μήπως κάποιο τον ανατρέψει από τη θέση του, του βασιλιά των θεών, και πως του την έφεραν κι έσωσαν τον Δία). Κι αν το βρέφος σωθεί και πάρει την κατάσταση στα χέρια του, τότε η ανθρωπότητα, μαζί η νέα κι ότι έχει μείνει από την παλαιά, θα καταφέρει, πιθανόν, να εξελιχθεί στο επόμενο επίπεδο και θα αγγίξει τα αστέρια (κι εδώ, κλείνοντας το παραλήρημά μου, θα σας παραπέμψω στην τελευταία σκηνή της «Οδύσσειας του Διαστήματος» του Κιούμπρικ, που φέρει τον τόσο ταιριαστό τίτλο: «Το Παιδί των Άστρων»)…

http://www.youtube.com/watch?v=SVZFD4LwQSM

12. Το βαλς των χαμένων ονείρων

Σύνθεση: Μάνος Χατζιδάκις

(Από την ταινία «Χαμένα Όνειρα»)

1961

Ακούς αυτήν την υπέροχη, γλυκιά και μελαγχολική μελωδία, προϊόν σύλληψης και εκτέλεσης μιας μουσικής ιδιοφυΐας, και σου δημιουργείται ένα αίσθημα πλήρωσης και ολοκλήρωσης. Κι εδώ έγκειται όλο το παράδοξο και, μαζί, το μεγαλείο, του «Βαλς των Χαμένων Ονείρων» και του Μάνου Χατζιδάκι: ενώ, από τη μία πλευρά, θεωρητικά, «μιλάει» (με τον καλύτερο τρόπο, χωρίς λόγια και μόνο με τη μουσική) για χαμένα όνειρα, ανολοκλήρωτα εγχειρήματα, ματαιώσεις και απογοητεύσεις, από την άλλη πλευρά, κατορθώνει να φωτίσει αυτές τις καταστάσεις με έναν απρόσμενο τρόπο (θα έλεγα με την αφέλεια και την αθωότητα ενός παιδιού), ανάγοντάς τες σε ένα διαφορετικό επίπεδο, στο οποίο όλα τα χαμένα όνειρα, στο τέλος, δικαιώνονται. Και, ίσως, αυτό να είναι το νόημα του «Βαλς»: μπορεί τα όνειρα μας, που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ και χάθηκαν, να μας άφησαν ένα εσωτερικό κενό, ωστόσο, η πλουραλιστική, απρόβλεπτη και ατίθαση ζωή είναι σε θέση να καλύψει αυτό το κενό, όσο μεγάλο κι αν είναι.

http://www.youtube.com/watch?v=5q9H2cd36RU

11. Ολαρία ολαρά

Σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Ερμηνεία: Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Διονύσης Σαββόπουλος

Άλμπουμ: Βρώμικο ψωμί

1972

Ο Φώτης Τερζάκης είχε δώσει, κάποτε, τον εξής, πολύ εύστοχο, ορισμό, αναφορικά με το «Ολαρία ολαρά»: «πρόκειται», είχε πει, «για το κάθιδρο όραμα μιας ουτοπίας στην απέναντι όχθη». Εγώ, από τη μεριά μου, νομίζω ότι κάποιο (παλαιό ή καινό) δαιμόνιο που κατέλαβε τον Νιόνιο, μεταγγίζοντάς του μια ιερή μανία παραλογισμού, ήταν η πηγή έμπνευσης αυτού του σουρεαλιστικού, ποιητικού και μουσικού, αριστουργήματος. Επίσης, ας μην ξεχνάμε ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε την περίοδο της Χούντας, οπότε η αντιστροφή ρόλων και η παράνοια, ως κυρίαρχα μοτίβα του, αντανακλούν την γενικότερη κατάσταση παράνοιας, όπως και αδράνειας, που επικρατούσε, τότε, στην ελληνική κοινωνία. Εγώ, πάντως, αν αποφάσιζα να γίνω τραγουδοποιός (μην φοβάστε, μάλλον δεν πρόκειται να το κάνω), μια τέτοια κομματάρα θα ήθελα να γράψω στο πρώτο μου άλμπουμ, ώστε ύστερα από πολλά χρόνια, κάποιος να την μνημόνευε στη δική του λίστα με τα καλύτερα τραγούδια όλων των εποχών. Χμμμ…τελικά, φαίνεται πως είμαι περισσότερο ματαιόδοξος απ’ όσο νόμιζα… Πάντως, μ’ αυτά και μ’ αυτά, φτάσαμε μια ανάσα από την πρώτη δεκάδα, το πιστεύετε; Εγώ, μια φορά, τσιμπιέμαι για να το πιστέψω. Θέλετε να τσιμπηθώ και για εσάς; Όχι «με εσάς», «για εσάς», είμαι, εξ ορισμού, τσιμπημένος με εσάς, τους φίλτατους αναγνώστες, που αντέξατε , μέχρι στιγμής, 190, παρακαλώ, ντελιριακού χαρακτήρα κείμενα μου!

http://www.youtube.com/watch?v=Cm3dQDO_s6k

10. Σιγά μην κλάψω

Σύνθεση: Γιάννης Αγγελάκας

Ερμηνεία: Επισκέπτες-Γιάννης Αγγελάκας

Στίχος: Γιάννης Αγγελάκας

Άλμπουμ: Από ‘δω και πάνω

2005

Η απειλή, άμεση ή έμμεση, και ο φόβος για τις αναμενόμενες επιπτώσεις της πραγματοποίησής της, υπήρξε, ανέκαθεν, το μεγαλύτερο όπλο ελέγχου και επιβολής στα χέρια των πάσης φύσεως εξουσιαστών, υπαρχόντων ή επίδοξων, σε όλα τα επίπεδα. Και είναι ένα όπλο που λειτούργησε και λειτουργεί στη συντριπτική πλειονότητα των περιπτώσεων. Το κρίσιμο ερώτημα, όπως θα φαντάζεστε, είναι πως αντιμάχεσαι, εφόσον έχεις συνείδηση των παραπάνω, εσύ, ο εξουσιαζόμενος, που ξεκινάς, εξ ορισμού, από μειονεκτική θέση απέναντι στον εξουσιαστή, το βαρύ πυροβολικό της απειλής και του φόβου. Μία επιλογή που έχεις, είναι να αψηφήσεις εντελώς τους εξουσιαστές και τα όπλα τους, να υψώσεις το δικό σου μπαϊράκι και να αρνηθείς να συμμετέχεις στο οργανωμένο σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων και συναλλαγής, που ονομάζεται κοινωνία. Μπορείς, όμως, να αντέξεις το δυσβάσταχτο κόστος που συνεπάγονται η άρνηση, έστω και του πιο μικρού, συμβιβασμού, η πλήρης περιθωριοποίηση και ο αναχωρητισμός, και, αν ναι, για πόσο καιρό; Μία δεύτερη επιλογή, πιο ορθολογική και αποτελεσματική, αναμφίβολα, είναι να ενώσεις τις ατομικές σου δυνάμεις με εκείνες άλλων εξουσιαζόμενων, ώστε να διαπραγματευτείτε από καλύτερη βάση με τους εξουσιαστές ή να έχετε μεγαλύτερη πιθανότητα να κερδίσετε κάτι, εάν τα πράγματα οδηγηθούν σε ρήξη και σύγκρουση με αυτούς. Με τη μέθοδο αυτή σίγουρα εξασφαλίζεις ένα καλύτερο επίπεδο διαβίωσης και είσαι πιο θωρακισμένος απέναντι στις βουλές και στις διαθέσεις των εξουσιαστών. Με έναν τέτοιο τρόπο, λίγο πολύ, έχουν προοδεύσει οι ανθρώπινες κοινωνίες και έχουν αυξήσει σταθερά (κατά κανόνα και μέχρι σήμερα, τουλάχιστον) το επίπεδο ευημερίας των μελών τους. Τώρα, αν έχοντας φτάσει στο επίπεδο αυτό, είτε μέσω δικών σου αγώνων είτε απολαμβάνοντας τους καρπούς από τις κατακτήσεις άλλων, επιθυμείς να κερδίσεις κάτι παραπάνω, αυτό το κάτι παραπάνω θα είναι, ουσιαστικά, ένα από τα εξής δύο: ή θα θες να γίνεις εξουσιαστής ή θα θες να συντρίψεις άμεσα και δια παντός το τρέχον σύστημα εξουσιαστών-εξουσιαζόμενων. Στην πρώτη υπο-περίπτωση να με συμπαθάς, αλλά δεν θα ασχοληθώ μαζί σου, γιατί θα φύγω εκτός θέματος. Στην δεύτερη υπο-περίπτωση χρειάζεται να οργανωθείς σωστά, να συσπειρώσεις δυνάμεις γύρω από τον σκοπό σου και να έρθεις σε σύγκρουση με τους εξουσιαστές και το σύστημα τους. Αν ρωτάς για τις πιθανότητες επιτυχίας σου η ιστορία έχει δείξει ότι, ναι, έχεις κάποιες, ειδικά αν διαθέτεις το κατάλληλο σετ ηγετικών δεξιοτήτων (εσύ ή η ηγετική ομάδα του κινήματός σου), την αποφασιστικότητα, την ενότητα και την στοχοπροσήλωση που απαιτούνται, κι έχεις και μια μικρή ευνοιούλα. Αν ρωτάς για το τι γίνεται μετά τη μεγάλη νίκη, η ετυμηγορία της ιστορίας είναι αμείλικτη και δεν επιδέχεται αμφισβητήσεων: το οργανωμένο σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων θα επανέλθει θριαμβευτικά, ίσως (όχι απαραιτήτως!) με διαφορετικά πρόσωπα στη θέση των εξουσιαστών και διαφορετικούς όρους, αλλά πάντως θα επανέλθει. Αδιέξοδο; Ευτυχώς όχι, γιατί εκτός από τα παραπάνω  υπάρχει και ένας άλλος δρόμος για να αντιμετωπίσεις το σύστημα εξουσιαστικών σχέσεων, που είναι, όμως, ο πιο δύσκολος. Ο δρόμος αυτός συνδυάζει στοιχεία από όλες τις προαναφερθείσες προσεγγίσεις, αλλά έχει στη βάση του το άτομο. Προϋποθέτει και απαιτεί από εκείνο δυνατότητα αυτογνωσίας, ανεξάρτητη και αδέσμευτη σκέψη απαλλαγμένη από κάθε λογής δογματικά βαρίδια και αγκυλώσεις, ευελιξία, διαρκή αναθεώρηση του εαυτού του και του περιβάλλοντος, δυνατότητα εξέλιξης, αίσθηση του χιούμορ, αυτοσαρκασμό και μια ολιστική και συνθετική προσέγγιση της πραγματικότητας. Όποιος ακολουθεί το δρόμο αυτό θα πρέπει να είναι καλός ηθοποιός, μαιτρ στην απόκρυψη και την παραπλάνηση, θα πρέπει να συνδιαλλάσσεται με τους εξουσιαστές, κατά καιρούς, και θα χρειάζεται να πραγματοποιεί υποχωρήσεις και συμβιβασμούς. Θα πρέπει να βλέπει την όλη διαδικασία σαν ένα περίτεχνο, γοητευτικό αλλά και, δυνητικά, επικίνδυνο έως και, σε συμβολικό ή πραγματικό επίπεδο, θανατηφόρο παιχνίδι. Πώς είπατε; Ελαστική ηθική, καιροσκοπισμό, οπορτουνισμό και μακιαβελική φιλοσοφία, σας θυμίζουν τα παραπάνω; Ακούστε, φίλτατοι, ο επιλέγων τον δρόμο αυτό δεν βλέπει με ασπρόμαυρα γυαλιά τον κόσμο. Δεν ισχυρίζεται ότι είναι βράχος ηθικής και ακεραιότητας (δεν είναι), αλλά, ασφαλώς, και θέτει κάποια όρια στη δράση του και στις πρακτικές που επιλέγει. Απλά, τα όρια αυτά τα θέτει ο ίδιος, με βάση το τι του υπαγορεύει η συνείδησή του. Σέβεται τους νόμους και τους άγραφους κώδικες επικοινωνίας και συμβίωσης της κοινωνίας που τον φιλοξενεί, αλλά ο σεβασμός αυτός παύει να ισχύει τη στιγμή που απειλείται η ατομική του υπόσταση. Δεν υιοθετεί μια ανεδαφική «μόνος μου και όλοι σας» στρατηγική, σχηματίζει παρέες, συνάπτει συμμαχίες, εντάσσεται σε ομάδες, αλλά πάντα με χαλαρούς όρους δέσμευσης και έχοντας επίγνωση της πρόσκαιρής τους φύσης. Στόχος του δεν είναι η πλήρης ανατροπή του συστήματος, γνωρίζει πως κάτι τέτοιο δεν γίνεται και ότι όποιος διακηρύσσει ότι θέλει να κάνει κάτι τέτοιο υποκρύπτει, ηθελημένα ή άθελα του, την επιθυμία του να πάρει αυτός τα ηνία του συστήματος («Άλλαξε ο Μανωλιός…»). Αντί αυτού, στόχος του είναι η βαθμιαία, αλλά ουσιαστική, εξασθένηση και κατάλυση της βαθύτερης δομής του συστήματος των εξουσιαστικών σχέσεων. Ο τρόπος που επιδιώκει αυτήν την κατάλυση είναι με το να καταδεικνύει τις εσωτερικές αντιφάσεις και την «διπλοσκέψη» (αλά Οργουελικό «1984») ως εγγενή ελαττώματα του συστήματος και να τα χρησιμοποιεί, με έξυπνο και πρωτότυπο τρόπο, ως Δούρειο Ίππο για να λυγίσει τις άμυνες του κάστρου από μέσα, αντί να σαλπίσει τυφλή επίθεση στα καλοχτισμένα τείχη του. Και εκτός από όλα τα παραπάνω, απαιτείται και κάτι ακόμα από τον άνθρωπο που θα επιλέξει αυτόν τον δύσκολο δρόμο: να πιστέψει πραγματικά ότι μπορεί να αλλάξει τον εαυτό του και τον κόσμο. Και όταν, με τις πράξεις του, ο άνθρωπος που θα κάνει τη συγκεκριμένη επιλογή διαπιστώνει ότι, όντως, μπορεί να καταφέρει πολλά περισσότερα από όσα νόμιζε και από όσα του έλεγαν από μικρό παιδί οι φοβισμένοι συνάνθρωποί του και οι πράκτορες των εξουσιαστών, αυτό που κάνει, συνήθως, είναι ότι ρίχνει έναν άγριο χορό, τον χορό της προσωπικής του υπέρβασης, και απογειώνεται σε δυσθεώρητα, για τους περισσότερους από τους συνανθρώπους του, ύψη. Και σιγά μην ξανακλάαααψει!

http://www.youtube.com/watch?v=PiFCfMbOyyE

9. Εκείνη

Σύνθεση: Φοίβος Δεληβοριάς

Ερμηνεία: Φοίβος Δεληβοριάς

Στίχος: Φοίβος Δεληβοριάς

Άλμπουμ: Χάλια

1998

Όλα εκεί τελικά καταλήγουν, έτσι δεν είναι; Σ’ Εκείνη. Εκείνη είναι το άστρο που βρίσκεται στο κέντρο του κόσμου σου, ολόλαμπρος ήλιος με μια κατάμαυρη τρύπα μέσα του. Η λογική σου θα αρνείται να αποδεχτεί το γεγονός ότι περιφέρεσαι και περιφέρεσαι και περιφέρεσαι, αενάως, σε σταθερή τροχιά γύρω της, σε μια τροχιά που άλλοτε θα κάνει την καρδιά σου να αναζωπυρώνεται, καθώς θα προσεγγίζεις το περιήλιο της, και άλλοτε θα σε αφήνει μόνο και παγωμένο, εκεί, κοντά στο αφήλιο της. Ωστόσο, εσύ θα συνεχίσεις να περιφέρεσαι γύρω της, ορμώμενος, θαρρείς, από μια δύναμη της οποίας ο έλεγχος δεν σου ανήκει, ποτέ δεν σου άνηκε. Το κάθε της βλέμμα, η κάθε της λέξη, το κάθε της νεύμα, η κάθε της χειρονομία, η κάθε της επιλογή, νοηματοδοτούν τη ζωή σου. Η ελαστικότητα της ψυχικής σου διάθεσής ως προς την δική της διάθεση και στάση απέναντί σου, τείνει προς το άπειρο. Γίνεσαι παιχνιδάκι στα χέρια της και το απολαμβάνεις, γίνεσαι το κατοικίδιό της και της κάνεις γλύκες και ζήλειες για να σου δώσει προσοχή. Εξοργίζεσαι μαζί της, που κάνει πως δεν σε κοιτάει, που κάνει δεν σου δίνει σημασία, που κάνει πως δεν ενδιαφέρεται για τη ζωή σου, που κάνει πως δεν νοιάζεται για εσένα, και θες να της κάνεις κακό. Την σκέφτεσαι και δεν μπορείς να κοιμηθείς τα βράδια. Τη λατρεύεις σαν θεά και την αναθεματίζεις σαν δαίμονα. Της προσφέρεις γη και ύδωρ και εκείνη τα παίρνει, ενώ εσύ δεν ξέρεις αν θα λάβεις το παραμικρό σε αντάλλαγμα. Μιλάει με άλλον, γελάει με άλλον, χαριεντίζεται με άλλον, φλερτάρει με άλλον. Τα φτιάχνει με άλλον και τρελαίνεσαι, δεν σε χωράει ο τόπος, θες να φύγεις μετανάστης για τη Νέα Ζηλανδία ή τις Αλεούτιες Νήσους. Τρέχεις με 250 και ακούς μουσική στο τέρμα. Μικρά μαύρα ρυάκια που έχουν γεννηθεί από τα αρνητικά συναισθήματα που σου γέννησε η άνισή σας σχέση, συρρέουν από όλες τις γωνιές του σώματος σου και ενώνονται σε έναν ορμητικό χείμαρρο απόγνωσης και αγανάκτησης, που στρέφεται εναντίον του εαυτού σου και εναντίον Εκείνης. Ξεσπάς ανεξέλεγκτα και προς πάσα κατεύθυνση. Βυθίζεσαι… Μετά από καιρό ξαναβγαίνεις στην επιφάνεια. Νομίζεις ότι έχεις συνέλθει, αλλά στο κρίσιμο σημείο Εκείνη κάνει δραματική επάνοδο. Ξανακυλάς… Μετά συνέρχεσαι πάλι… Τι σου προσφέρει η σχέση σου με Εκείνη; Πού διοχετεύεται όλη αυτή η ενέργεια; Απάντηση με ερώτηση: Ποιο είναι το τραγούδι που βρίσκεται στην ένατη θέση της λίστας μου; Εσύ τι διαβάζεις αυτή τη στιγμή;… Εκείνες, είναι οι φιλοσοφικές λίθοι που λιώνουν στα διαλύματα των σωμάτων και των ψυχών μας, για να μετασχηματιστούν στο χρυσό, το ασήμι και τα άλλα πολύτιμα και ημιπολύτιμα μέταλλα της Δημιουργίας…

http://www.youtube.com/watch?v=CjXeA0gmoN4

8.Μάσκες

Σύνθεση: Βαγγέλης Γερμανός

Ερμηνεία: Βαγγέλης Γερμανός

Στίχος: Βαγγέλης Γερμανός

Άλμπουμ: Τα Μπαράκια

1981

Αυτή είναι η εποχή μας, στην οποία (ασχέτως αν το διαλέξαμε ή αν έτυχε) γεννηθήκαμε και ζούμε. Είναι μια πολύ δύσκολη και μεταβατική εποχή, δεν νομίζω να υπάρχει κανείς που να μην συμφωνεί με αυτήν την διαπίστωση. Εκεί που αρχίζουν οι διαφωνίες είναι στο τι πρέπει να κάνουμε και ποιος είναι ο «καλός αγώνας» που χρειάζεται να δώσουμε, για να βγούμε από το τούνελ ζωντανοί και σε έναν άλλο, καλύτερο κόσμο. Και, όπως είναι φυσικό, στα ερωτήματα του τι πρέπει να κάνουμε τώρα για να ξεφύγουμε από το τέλμα και στο πως ονειρευόμαστε αυτόν τον άλλο, καλύτερο κόσμο, δεν υπάρχει μία απάντηση που να τους καλύπτει όλους ή που να ισχύει για όλους. Η γνώμη μου είναι ότι ο καθένας πρέπει να δει (όχι να κοιτάξει) πολύ προσεκτικά τόσο μέσα του όσο και έξω του. Πρέπει να δει έξω του, αποφεύγοντας τα ζευγάρια γυαλιών με παραμορφωτικούς φακούς που του πλασάρουν οι διάφοροι καλοθελητές, για να διαπιστώσει από πρώτο χέρι ποια είναι η πραγματική κατάσταση στον κόσμο. Και, βέβαια, πρέπει να ρίξει πολύ σκάψιμο μέσα του. Και καθώς, σκάβοντας, θα  πηγαίνει όλο και βαθύτερα, να αφαιρεί, μία προς μία, ένα προς ένα, τις μάσκες και τα προσωπεία, που όλη του τη ζωή ψώνιζε από τα παζάρια των διαφόρων πονηρών καθοδηγητών και μυαλοπώληδων και φορούσε και επιδείκνυε με καμάρι για να κερδίσει μια επίπλαστη, ανούσια αποδοχή, και των οποίων μασκών και προσωπείων, οι πολλές διαδοχικές στρώσεις του κρύβουν τον αληθινό του εαυτό. Όταν φτάσει, τελικά, σε αυτόν, και τον αντικρίσει, για πρώτη, ίσως, φορά στη ζωή του, αυτομάτως θα γνωρίσει τον άχρονο πυρήνα της υπόστασής του και θα ξέρει τι οφείλει να πράξει. Και θα το πράξει…

http://www.youtube.com/watch?v=Wn78_di13Ig

7. Νυχτερινή εκπομπή

Σύνθεση: Αφροδίτη Μάνου

Ερμηνεία: Αφροδίτη Μάνου

Στίχος: Αφροδίτη Μάνου

Άλμπουμ: Νυχτερινή εκπομπή

1984

Η μικρή περιπέτεια της ηρωίδας της «Νυχτερινής εκπομπής», με το φλερτ με τον γοητευτικό οδηγό ενός άλλου αμαξιού, την ιδιότυπη νυχτερινή καταδίωξη και την ατυχή κατάληξη, είναι δευτερεύον, αν όχι τριτεύον, στοιχείο αυτού του πολύ ιδιαίτερου τραγουδιού. Άλλα στοιχεία του είναι τα σημαντικά και εκείνα που το κάνουν να ξεχωρίζει και το ανεβάζουν τόσο ψηλά στη λίστα μου: είναι η υπέροχα απλή μελωδία του που, κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο, σε βάζει πολύ πετυχημένα μέσα στο κλίμα που επικρατεί στους δρόμους της Αθήνας τις μικρές πρωινές ώρες (και η οποία, είμαι βέβαιος ότι θα ήταν ιδανική επιλογή για σάουντρακ ταινίας, με φόντο ή επίκεντρο τη ζωή στην νυχτερινή Αθήνα). Είναι η ερμηνεία που πραγματοποιεί η Αφροδίτη Μάνου με την μοναδική χροιά της γεμάτης, εξαιρετικά γλυκιάς, και όσο πρέπει μελαγχολικής, φωνής της. Και είναι, κυρίως, η συνήχηση του εσωτερικού ρυθμού της «Νυχτερινής εκπομπής» με τις μυστικές, αλλά αισθητές, για όποιον διαθέτει τους κατάλληλους αισθητήριους δέκτες, θεμελιώδεις εσωτερικές δονήσεις της πόλης. Μια περιπλάνησή σας στα αστικά νυχτερινά Αθηναϊκά τοπία, τις ώρες μετά τα μεσάνυχτα και πριν τα χαράματα, ίσως σας βοηθήσει να καταλάβετε καλύτερα για τι πράγμα μιλάω…

http://www.youtube.com/watch?v=6_yaZ-0e_RA

6. Φλασάκι

Σύνθεση: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

Ερμηνεία: Λαυρέντης Μαχαιρίτσας

Στίχος: Σάκης Μπουλάς

Άλμπουμ: Η νύχτα θα το πει

1994

Σε όλες τις δύσκολες και σκοτεινές στιγμές της ζωής μου, στην εφηβεία, στην προετοιμασία για τις πανελλήνιες, στο πανεπιστήμιο, στον στρατό, στην δουλειά, στους έρωτες, στις φιλίες και στις πάσης φύσεως αναποδιές και ατυχίες, το «Φλασάκι» ήταν πάντα εκείνο το τραγούδι που με βοηθούσε να στέκομαι στα πόδια μου και μου έδινε δύναμη και κουράγιο να συνεχίζω. Ακολουθώντας, δε, την επιταγή του πρώτου στίχου της τελευταίας στροφής του («Βάλε στο μαγνητόφωνο τραγούδια που γουστάρεις») κάθε φορά που το ακούω, καταλήγω να παγιδεύομαι, όπως καταλαβαίνετε, σε μια ατέρμονη λούπα. Αλλά δεν με πειράζει, πάντοτε είχα μια έφεση στις απειρικές αλληλουχίες…

http://www.youtube.com/watch?v=2LBw5fYbOx0

5. Ανδρομέδα

Σύνθεση: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Ερμηνεία: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Στίχος: Θανάσης Παπακωνσταντίνου

Άλμπουμ: Στην Ανδρομέδα και στη Γη

1995

Μικρά μικρά από τον Γαλαξία μας (Του διαστημικού ανταποκριτού μας Φαέθοντος Κιοπή): Στον Ρίγκελ, το αγαπημένο ερωτικό ελιξίριο των νεαρών ντόπιων ανθρωπιδών είναι ένα μείγμα αποτελούμενο από μωβ νερό, ηφαιστειακό κοκκινόχωμα και μια τούφα από ουλγκ (ζώα των βουνών, παρόμοια με τα δικά μας γιακ)… Γύρω από τον Ίγκμι, τον δεύτερο μεγαλύτερο πλανήτη του συστήματος του Β του Πηγάσου, περιφέρονται 7 φεγγάρια, το καθένα με διαφορετικό χρώμα. Μια φορά κάθε 17 γήινα χρόνια, όταν και τα 7 είναι ταυτόχρονα ορατά από το ανατολικό ημισφαίριο του Ίγκμι (που είναι το μόνο που κατοικείται), διοργανώνεται μια μεγάλη γιορτή. Το αποκορύφωμα της γιορτής είναι ο μεγάλος διαγωνισμός φαγητού: όποιος Ιγκμιανός καταβροχθίσει πρώτος ένα μποτζ (που έχει δυο φορές το μέγεθος του αμερικανικού βίσωνα) και 10 κουάφα (που το ένα τους έχει μέγεθος 4 καρπουζιών), κερδίζει, ως βραβείο, το θηλυκό της αρεσκείας του, τουλάχιστον μέχρι την επόμενη μεγάλη γιορτή… Τα πλάσματα της φυλής των Δάρμπουβζ, που είναι εξαπλωμένα στους πλανήτες του Α του Ηριδανού, έχουν 8, συνολικά, φύλα. Για να συνευρεθούν σεξουαλικά απαιτούνται ανταλλαγές υγρών και στερεών εκκρίσεων από ακριβώς 5 από αυτά τα φύλα, ούτε λιγότερα ούτε περισσότερα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν 56 διαφορετικοί επιτρεπτοί συνδυασμοί… Τα πιο περιζήτητα θηράματα του Γαλαξία είναι τα πολυπλόκαμα αμφίβια Χντούγκι, που τα απαντά κανείς στους δυσπρόσιτους βάλτους του μικρού πλανήτη Ν’ ζντοουλ, στο πλανητικό σύστημα του Μπετελγέζ. Αδίστακτοι κυνηγοί συρρέουν, εξαιτίας τους, κατά κύματα στον Ν’ζντόουλ. Αυτό οφείλεται στο ότι στα ακροπλοκάμια των πλασμάτων αυτών φυτρώνουν διαμάντια, ρουμπίνια, μαργαριτάρια και ό, τι άλλοι πολύτιμοι λίθοι μπορεί, ή δεν μπορεί, να φανταστεί κανείς. Το παράδοξο είναι ότι, παρά το συστηματικό και ανελέητο κυνήγι που υφίστανται τα χντούγκι, ο πληθυσμός τους αυξήθηκε κατά 30% από την τελευταία απογραφή του πληθυσμού τους, πριν 15 γήινα χρόνια… Στην επόμενη ανταπόκρισή μου, θα σας μεταφέρω τις εντυπώσεις μου από τον γαλαξία της Ανδρομέδας, στον οποίο μεταβαίνω, για πρώτη φορά στην καριέρα μου, το προσεχές χρονικό διάστημα. Είμαι ο πρώτος γήινος δημοσιογράφος που διαπιστεύθηκα για ένα διαγαλαξιακό ταξίδι και το θεωρώ μεγάλη μου τιμή. Έχω προμηθευτεί μπόλικο βολιώτικο τσίπουρο, λακέρδες και σαρδέλες Καλλονής για να κεράσω τους ντόπιους και, δεν σας το κρύβω, ότι, από τον υπερενθουσιασμό μου, κοιμάμαι πολύ λίγο τελευταία…. Σύντομα θα τα ξαναπούμε φίλοι μου. Ως τότε, μην ξεχνάτε να κοιτάτε τ’ αστέρια κάθε βράδυ και να ονειρεύεστε…!

http://www.youtube.com/watch?v=5QMq5Hkr6BI

4. Ζεϊμπέκικο

Σύνθεση: Διονύσης Σαββόπουλος

Ερμηνεία: Σωτηρία Μπέλλου-Διονύσης Σαββόπουλος

Στίχος: Διονύσης Σαββόπουλος

Άλμπουμ: Βρώμικο ψωμί

1972

Το «Ζεϊμπέκικο» είναι το πιο αρχετυπικό, το πιο αυθεντικό, το πιο συγκλονιστικό τραγούδι, από στιχουργικής, μουσικής και ερμηνευτικής άποψης, που γράφτηκε ποτέ για την Νέα Ελλάδα και τους Νεοέλληνες. Ή, για να το πω αλλιώς, ότι υποτίθεται ότι είναι το «Άλεφ» του Μπόρχες για το Σύμπαν, είναι το «Ζεϊμπέκικο» του Σαββόπουλου για την Ελλάδα των 100 τελευταίων, τουλάχιστον, ετών. Συμπυκνώνει υποδειγματικά πολλαπλά επίπεδα νοημάτων, άλλα παράλληλα και άλλα τεμνόμενα μεταξύ τους, αποτυπώνει με μαεστρία και χειρουργική ακρίβεια την πνευματική, ψυχική και συναισθηματική σύγχυση, ταραχή και σχιζοφρένεια του Νεοέλληνα και ξεγυμνώνει την ανθρωποφαγική διάθεση των σύγχρονων κατοίκων αυτού του τόπου, η οποία τόσους και τόσους πανάξιους και ευαίσθητους ανθρώπους έχει υπονομεύσει, σμπαραλιάσει και εξοντώσει. Το «Ζεϊμπέκικο» είναι ένα υπόκωφο βουητό, ένας βόρβορος που αναδύεται από τα βρώμικα και ανήλιαγα υπόγεια του συλλογικού μας ασυνειδήτου και που, όταν ξεχύνεται, τελικώς, στην επιφάνεια, σκορπίζει έναν αποκαλυπτικής φύσεως όλεθρο, αλλά παράλληλα εξαγνίζει και καθαρίζει, έστω για λίγο, όσους επιβιώνουν από τη μανία του. Είναι ένας μεγάλος, άθραυστος και διαχρονικός καθρέφτης, ο οποίος μας δείχνει με τον πλέον ανάγλυφο, ξεκάθαρο και «στα μούτρα σας» τρόπο ποιοι είμαστε και γιατί είμαστε αυτοί που είμαστε. Είναι ένα κολοσσιαίας εμβέλειας καλλιτεχνικό επίτευγμα, που αυτομάτως απαθανάτισε τον Διονύση Σαββόπουλο και τον κατέταξε ανάμεσα στους επιδραστικότερους Έλληνες του τελευταίου μισού αιώνα, και είναι, αναμφίβολα, ένα από τα σπουδαιότερα ελληνικά πνευματικά δημιουργήματα όλων των εποχών. Το μυαλό μου, μου λέει να σταματήσω εδώ τη λίστα, γιατί έχω φτάσει στην λογική κορυφή και πιο πάνω είναι φύσει αδύνατον να πάω. Η καρδιά μου, όμως, μου λέει: «Προχώρησε, σου μένουν ακόμη 3 κομμάτια»…

http://www.youtube.com/watch?v=OS1QPcxkRac

3. Χειραψία (Gay Anthem for the New Millennium)

Σύνθεση: Κόρε Ύδρο

Ερμηνεία: Κόρε Ύδρο

Στίχος: Κόρε Ύδρο

Άλμπουμ: Φθηνή Ποπ για την Ελίτ

2006

Το πόσο συγκινητικά καλό και ξεχωριστό είναι αυτό το συγκρότημα, αποδεικνύεται, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, σε αυτό το τραγούδι. Γιατί; Γιατί από μια γενεσιουργό αιτία, που για τους περισσότερους θα ήταν ένα ασήμαντο «τσαφ», στήνουν ένα επικό τραγούδι, ασύμμετρων διαστάσεων, σε σχέση με αυτήν την αρχική αιτία. Να, πως φαντάζομαι ότι ήταν η πορεία από τη σύλληψη έως την τελική ενορχήστρωση και εκτέλεση της «Χειραψίας»: Ο Παντελής, ο στιχουργός και ερμηνευτής των Κόρε Ύδρο, ορμώμενος από ένα γεγονός, φαινομενικά, εντελώς ασήμαντο και ανάξιο λόγου για έναν ουδέτερο παρατηρητή (προφανώς ο ήρωας μας συνάντησε ένα πρώην αίσθημά του το οποίο τον χαιρέτησε με μια τυπική χειραψία αντί, έστω, να τον φιλήσει στο μάγουλο, η κάρια!), το οποίο όμως, εκείνον τον πλήγωσε, τον τρέλανε, του τριβέλισε το μυαλό και τον έκανε να μην χωράει στα ρούχα του, καταλαμβάνεται από ποιητικό άστρο και γράφει αυτούς τους στίχους, που είναι, παρεμπιπτόντως, από τους καλύτερους που έγραψε ποτέ. Στη συνέχεια τους παραδίδει στο συνθέτη της παρέας, τον Αλέξανδρο. Εκείνος εμπνέεται τόσο, που γράφει στο πιάνο την καλύτερη μουσική της ζωής του. Όλο το συγκρότημα, τώρα, μαζεύεται και ηχογραφεί το νεόκοπο τραγούδι, με τον Παντελή να δίνει τα ρέστα του, ως συνήθως, και να βάζει την τελική πινελιά με το απαράμιλλο, σήμα κατατεθέν, ερμηνευτικό του ύφος. Και, voila (καιρό είχα να σας ρίξω κανένα αρβανίτικο, ε;)! Από ένα μικρό ελατήριο, αρχικής δυναμικής ενέργειας λίγο παραπάνω από το μηδέν, προκύπτει το άσμα ασμάτων και η ραψωδία των ραψωδιών. Και ξέρετε ποιό είναι το φοβερό, βρε παιδιά; Ότι έτσι ακριβώς λειτουργούμε εμείς οι άνθρωποι. Μπορεί το Σύμπαν να καταρρέει γύρω μας, αλλά εμάς το μόνο που θα μας νοιάξει και θα μας πονέσει πραγματικά θα είναι το ότι η πρώην ή ο πρώην μας έφτυσε ή μας χαιρέτησε ψυχρά στο δρόμο. Και αυτή είναι η μαγεία των Κόρε Ύδρο: η εμβάθυνση και η ενασχόλησή τους, δηλαδή, με τέτοια λεπτά και ασυνήθιστα θέματα,  με τα οποία άλλοι ούτε που σκέφτονται να ασχοληθούν (αφήστε που, μάλλον, δεν υποπίπτουν καν στην αντίληψή τους), που οδηγούν στην αποκάλυψη άγνωστων αλλά σημαντικών παραμέτρων και βαθύτερων νοημάτων της ζωής μας. Και γι’ αυτό το λόγο, οι οπαδοί τους περιμένουν με λαχτάρα (σαν την λαχτάρα των διψασμένων για νερό στην έρημο) να τους δώσουν οι Κερκυραίοι μουσικοί το παραμικρό, ένα λάιβ, έναν δίσκο, κάτι, τέλος πάντων. Επιστρέφοντας στην «Χειραψία», θεωρώ ότι οι Κόρε Ύδρο ξεπερνούν ακόμα και τον ίδιο τον εαυτό τους, παίζοντας ένα περίτεχνο παιχνίδι με τα όρια και, φυσικά, το διασκεδάζουν με τον δικό τους, ιδιοσυγκρασιακό, τρόπο. Παραδοξολόγοι στα άκρα και σαρκαστικοί μέχρι παρεξηγήσεως (βλέπε και τον εναλλακτικό τίτλο του κομματιού), τελικά την βγάζουν καθαρή, γιατί χρησιμοποιούν το πολύ ιδιαίτερο και εσωτερικό χιούμορ τους και τον, ελαφρώς ασυνάρτητο, σουρρεαλισμό τους, όχι μόνο ως αυτοσκοπούς για να πειραματιστούν, δήθεν, κάνοντας στιλιζαρισμένες ασκήσεις ύφους, αλλά ως οχήματα για να δημιουργήσουν ένα πολύ πρωτότυπο, δουλεμένο στην εντέλεια, ολοκληρωμένο και, τελικά, πανέμορφο τραγούδι το οποίο ο γράφων, αν και το έχει ακούσει τον αριθμό των φορών που ισούται με τον αριθμό των παθογενειών της ελληνικής κοινωνίας (συμβολίζεται με ένα ξαπλωμένο οχταράκι), δεν το χορταίνει, ούτε και προβλέπει να το χορτάσει, ποτέ. Αν, μετά από όλα αυτά και αφού την ακούσατε (pun intended), καταλάβατε γιατί τοποθέτησα τη «Χειραψία» πιο ψηλά από το «Ζεϊμπέκικο» στη λίστα μου, τότε, καλώς ήλθατε στο κλαμπ, φίλοι μου!

http://www.youtube.com/watch?v=5lRbUe8fBMs

2. Προσωπικές οπτασίες

Σύνθεση: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Ερμηνεία: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Στίχος: Χαρης & Πάνος Κατσιμίχας

Άλμπουμ: Ζεστά ποτά

1985

Η μεγάλη εικόνα του κόσμου μας, αναμφίβολα, ασκεί επίδραση, ενίοτε σημαντική, επάνω μας. Είναι όμως οι μικρές, ανθρώπινες ιστορίες μας εκείνες που μας διαμορφώνουν πραγματικά και οι οποίες, ουσιαστικά, καθορίζουν την πορεία της ζωής μας. Οι μικρές μας χαρές, οι μικρές μας λύπες, οι μικροί μας έρωτες, οι μικρές μας απογοητεύσεις, τα μικρά μας άγχη, οι μικρές μας αμαρτίες, τα μικρά μας ψέματα, οι μικρές μας, ένοχες και μη, απολαύσεις, όλα αυτά, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο, συγκεντρώνονται και σχηματίζουν ένα σώμα εμπειριών, το οποίο επηρεάζει τις αποφάσεις μας και αλλάζει, βαθμιαία και ανεπαίσθητα, τη ζωή μας. Εκτός, όμως, από όσα απτά πράγματα έχουμε κάνει και έχουμε βιώσει, υπάρχουν και κάποια πράγματα, που είναι λιγότερο έως και καθόλου απτά, αλλά, παρ’ όλα αυτά, μας επηρεάζουν στον ίδιο, εάν όχι και σε μεγαλύτερο βαθμό, με τα πρώτα. Είναι οι προσωπικές μας οπτασίες. Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες μας, οι μύχιες και ανομολόγητες επιθυμίες μας, οι αβάσιμες φοβίες μας, οι έρωτες μας που ποτέ δεν ευοδώθηκαν, τα απωθημένα μας, οι ανεπιβεβαίωτες αντιλήψεις μας. Υπάρχει, όμως, στ’ αλήθεια, έστω ένα αρκετά ασφαλές κριτήριο, που να μας επιτρέπει να κάνουμε έναν σαφή και κοινώς αποδεκτό διαχωρισμό μεταξύ των (αντιλαμβανόμενων ως) απτών και των άυλων πραγμάτων της ζωής μας, μεταξύ, δηλαδή, του τι αποτελεί και τι δεν αποτελεί προσωπική οπτασία; Και αν δεν υπάρχει, τι σημαίνει αυτό; Μήπως ότι, όντως, είναι όλα προσωπικές οπτασίες; Αλλά, τότε, υπάρχει τίποτα από το οποίο μπορούμε να κρατηθούμε, κάτι σταθερό, κάτι που δεν κινδυνεύει να διαλυθεί στον αέρα σε χρόνο μηδέν; Οι ερωτήσεις αυτές μπορούν να συνεχιστούν επ’ άπειρον (σας έχω πει ότι λατρεύω τις απειρικές αλληλουχίες, ε;), αλλά, από ένα σημείο και πέρα, μια τέτοια διαδικασία δεν έχει πρακτικό νόημα, άσε που ξεφεύγουμε από το θέμα. Το θέμα, και αυτό που έχει σημασία, τελικά, και είναι το μόνο βέβαιο, είναι ότι πορευόμαστε παρέα με τις προσωπικές μας οπτασίες για όλη μας τη ζωή. Και ακόμα κι αν οι οπτασίες μας αυτές δεν είναι τίποτε άλλο παρά αποκυήματα της καλπάζουσας φαντασίας μας ή των τραυματικών παρελθουσών εμπειριών μας, τα αποτελέσματα της επίδρασής τους επάνω μας είναι πολύ πραγματικά και, συχνά, καταστρεπτικά. Συνεπώς, οφείλουμε να τις αποδεχτούμε και να τις γνωρίσουμε σε βάθος, γιατί κάτι τέτοιο θα διασφαλίσει την ψυχική μας ακεραιότητα. Είναι, σίγουρα, επώδυνη διαδικασία, απαιτεί πολλή ενδοσκόπηση και εσωστρέφεια (όπως λένε και οι πολιτικοί συντάκτες), αλλά είναι μονόδρομος. Και καθώς ξεθάβουμε τους σκελετούς από τις ντουλάπες του εαυτού μας, ποιος ξέρει, μπορεί να ανακαλύψουμε και τίποτα δυνατότητες που ούτε που φανταζόμασταν ότι διαθέταμε. Μισό λεπτό, όμως, ωραία όλα τα προηγούμενα, αλλά δεν καταλήξαμε: τελικά ποιός διάολο καθορίζει το βαθμό πραγματικότητας μιας κατάστασης ή ενός πράγματος; Χμμμ… δεν ξέρω… Εσύ τι λες, καθρέφτη, καθρεφτάκι μου;

http://www.youtube.com/watch?v=BIaw4C6SkqM

1. Σιωπή

Σύνθεση: Παύλος Παυλίδης

Ερμηνεία: Ξύλινα Σπαθιά

Στίχος: Παύλος Παυλίδης

Άλμπουμ: Ξεσσαλονίκη

1993

Φτάσαμε στον προορισμό μας, λοιπόν. Πώς σας φάνηκε το ταξίδι; Το απολαύσατε, όσοι ηρωικοί από εσάς αντέξατε ως το τέλος; Χμ… δεν ακούω να λέτε κάτι. Αντί απάντησης εισπράττω μια απόλυτη, εκκωφαντική σιωπή… Σιωπή… Στην καρδιά όλων των πραγμάτων, στο Σύμπαν αυτό, βασιλεύει το έσχατο και υπέρτατο μυστήριο. Όσο βαθιά κι αν πας, όσο επιδέξιος, ευρηματικός, έξυπνος και, γενικά, ικανός κι αν είσαι, κάποια στιγμή θα έρθεις πρόσωπο με πρόσωπο με το μεγάλο μυστήριο. Το μεγάλο μυστήριο δεν περιγράφεται με λέξεις. Είναι η φύση του τέτοια που πάντα θα ξεγλιστρά από αυτές, ακόμα κι αν τις χειρίζεται ο καλύτερος συγγραφέας του κόσμου. Μόνο μέσα στη σιωπή μπορείς να βιώσεις το μεγάλο μυστήριο και να γίνεις μέτοχος αυτού… Και τώρα, επιτρέψτε μου να σας πω μια τελευταία ιστορία: Ένας νεαρός, αγράμματος και εκ γενετής κωφάλαλος χωρικός, ο οποίος ζούσε κάποτε, σε κάποια μακρινή χώρα, στο υποστατικό της οικογένειάς του μαζί με τον πατέρα του και τη μητέρα του, άρχισε, κάποια στιγμή, να βλέπει κατ’ επανάληψιν ένα πολύ ασυνήθιστο όνειρο. Αυτό ξεκίναγε πάντα με εκείνον να σκαρφαλώνει με κόπο και αγωνία έναν κακοτράχαλο, απόκρημνο γκρεμό. Ανέβαινε κι ανέβαινε, αγωνιούσε και ίδρωνε ακόμα περισσότερο, αλλά τελειωμό δεν είχε η άνοδός του. Την στιγμή που έφτανε στο αμήν και ήταν έτοιμος να παραδοθεί, ένας δυνατός αέρας τον αγκάλιαζε, τον σήκωνε και τον εκτίναζε, με ιλιγγιώδη ταχύτητα, σε απίστευτα ύψη έξω από την ατμόσφαιρα της Γης, στο διάστημα. Εκείνος από το φόβο του έκλεινε πάντα τα μάτια όσο διαρκούσε αυτή η εκτόξευσή του. Όταν τα ξανάνοιγε, βρισκόταν σε ένα σεληνιακό τοπίο, προφανώς στην επιφάνεια κάποιου άλλου πλανήτη, αν και, εκείνος, φυσικά, δεν είχε τις προσλαμβάνουσες παραστάσεις για να το καταλάβει αυτό. Ήταν ένα νταμάρι κατάστικτο από πέτρες και, κάπου στο κέντρο του βρισκόταν ένα πολύ μεγάλο και πολύ λαμπερό ασημένιο αντικείμενο, κάπως σαν βάζο. Μια φωνή φαινόταν να βγαίνει μέσα από αυτό το αντικείμενο, την οποία, όμως, δεν άκουγε με τα αυτιά του (πώς θα μπορούσε;). Ήταν, κάπως, σαν οι σκέψεις κάποιου ή κάτι, εντελώς ξένου προς εκείνον, να σχηματίζονται κατευθείαν μέσα στο κεφάλι του. Αν και ποτέ στη ζωή του δεν είχε ακούσει τον παραμικρό ήχο, λόγω της αναπηρίας του, μπορούσε, παρ’ όλα αυτά και παραδόξως, να κάνει αυτόν τον διαχωρισμό. Επρόκειτο, προφανώς, για ένα είδος τηλεπάθειας. Η φωνή του έλεγε: «Είμαι ο Θεός σου. Οφείλεις να με υπηρετείς. Κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις και εγώ θα σε ανταμείψω πλουσιοπάροχα, απελευθερώνοντάς σε από αυτήν τη αβάσταχτη σιωπή, στην οποία είσαι καταδικασμένος». Η χροιά της φωνής ή, καλύτερα, ο ιδιαίτερος «χρωματισμός» των σκέψεων του «Θεού» ήταν «μεταλλικός», επιβλητικός και δυσοίωνος και τον τάραζε πάρα πολύ. Όταν σταματούσε να «μιλάει» η φωνή, στα χέρια του βρισκόταν ένα μεγάλο μαχαίρι. Τότε ένα εκτυφλωτικό, λευκό φως τον τύλιγε και τον ανάγκαζε να ξανακλείσει τα μάτια του. Όταν τα άνοιγε και πάλι, βρισκόταν στο εσωτερικό ενός μικρού, λιτού ξύλινου σπιτιού. Στην απέναντι γωνία βρισκόταν ένα μικρό πανέμορφο κοριτσάκι με κοτσιδάκια, ένα υπέροχο λουλουδένιο φόρεμα και ένα πιάνο μπροστά του. Τον κοιτούσε, του χαμογελούσε και το χαμόγελό της ήταν σαν το δροσερό αεράκι που φυσάει απρόσμενα μια υγρή, ζεστή ημέρα ή σαν τον ήλιο που ξεπροβάλει ξαφνικά πίσω από τα σύννεφα μια κρύα φθινοπωρινή ημέρα και ζεσταίνει το πρόσωπο και τα μέλη σου. Ύστερα, το κοριτσάκι άρχιζε να παίζει μια μελωδία στο πιάνο. Ήταν υπέροχη, μαγική και (ταιριαστά) ονειρική, πέρα από κάθε δυνατότητα περιγραφής. Και μπορούσε να την ακούσει με τα ίδια του τα αυτιά! Απολάμβανε την κάθε στιγμή και ένιωθε ότι επρόκειτο για την ωραιότερη εμπειρία της ζωής του. Κάποια στιγμή το κοριτσάκι τελείωνε το ρεσιτάλ του και γύρναγε προς την μεριά του. Μόνο που τώρα, κοιτούσε το μαχαίρι που εκείνος ακόμα κρατούσε στα χέρια του. Τότε, η μεταλλική, δυσοίωνη φωνή εισέβαλλε με ορμή στο κεφάλι του και τον πρόσταζε: «Κάντο! Σκότωσέ την!». Ως εάν μια ξένη θέληση να έπαιρνε τον έλεγχο του σώματός του, προχωρούσε με αργά βήματα, και τρέμοντας, προς το μέρος της και, όταν πλησίαζε σε απόσταση βολής, ύψωνε το μαχαίρι. Εκείνη δεν έπαυε στιγμή να τον κοιτάζει μέσα στα μάτια. Εκείνος το πάλευε με όλες του τις δυνάμεις, ενώ η φωνή ούρλιαζε μέσα στο κεφάλι του. Τελικά υπέκυπτε και κατέβαζε το μαχαίρι με ορμή στο στήθος της. Εκείνη ποτέ δεν έκανε την παραμικρή προσπάθεια να αντισταθεί ή να αποφύγει το χτύπημα. Ο τόπος γέμιζε αίματα. Καθώς το κοριτσάκι σωριαζόταν στο έδαφος, εκείνος αλλόφρων ορμούσε έξω από το ξύλινο σπιτάκι με το μαχαίρι στα χέρια. Το πέταγε και γονάτιζε κλαίγοντας κάτω από έναν σκοτεινό, μουντό ουρανό. Και μετά ξύπναγε, ένα ψυχικό και σωματικό ράκος. Έβλεπε κάθε βράδυ αυτό το όνειρο και, κάθε φορά, η εξέλιξη του ήταν ίδια και απαράλλακτη. Υπήρχε ένα στοιχείο διαφοροποίησης, όμως, κι αυτό είχε να κάνει με το κοριτσάκι. Βαθμιαία, από όνειρο σε όνειρο, του φαινόταν όλο και πιο χλωμό και πιο αδύνατο και η μελωδία που έπαιζε, αν και πάντα εξαίσια, ακουγόταν ολοένα πιο ασθενική και πιο μελαγχολική.  Ένιωθε ότι η διαρκής επανάληψη του, κυριολεκτικά, εφιαλτικού εγκλήματος που διέπραττε, κατ’ εξακολούθησιν, εναντίον της, οδηγούσε, αργά αλλά σταθερά, στον πλήρη αφανισμό της. Και, κατά κάποιο τρόπο, το γνώριζε ότι μια τέτοια εξέλιξη θα είχε δραματικές και πραγματικές συνέπειες, όχι μόνο για εκείνον και τους αγαπημένους του γονείς, αλλά και για ό, τι ήξερε και αγαπούσε στον κόσμο. Έστω κι αν όλα αυτά εκτυλίσσονταν στα όνειρα του. Τελικά, το πήρε απόφαση ότι έπρεπε να κάνει κάτι, πριν να είναι πολύ αργά. Ένα βράδυ, πριν πέσει για ύπνο, πήρε μαζί του στο κρεβάτι ένα μεγάλο μαχαίρι του πατέρα του και το έσφιξε, ανάμεσα στα δόντια του, από την λαβή. Καθώς τον έπαιρνε ο ύπνος, προσπαθούσε να πιέσει τον εαυτό του να μην απολέσει την επίγνωση του γεγονότος αυτού. Το όνειρο άρχισε να ξετυλίγεται στο γνωστό του μοτίβο και εντός του γνωστού σκηνικού. Υπήρχε όμως μια σημαντική ειδοποιός διαφορά τώρα: εκείνος. Ήταν αποφασισμένος και λιγότερο φοβισμένος. Και είχε κατορθώσει να «μεταφέρει» μαζί του το μαχαίρι. Όταν έφτασε στο σεληνιακό νταμάρι, αντίκρισε την απόκοσμη οντότητα κι άκουσε τη γνώριμη αποτρόπαια «φωνή» στο κεφάλι του, δεν δίστασε. Όρμησε τρέχοντας και κάρφωσε το μαχαίρι βαθιά μέσα στο «σώμα» της. Ανατριχιαστικά ουρλιαχτά αντήχησαν μέσα στο κεφάλι του, που τον έριξαν στο έδαφος, ενώ, παράλληλα, το υποκείμενο ή αντικείμενο που βρισκόταν μπροστά του, άρχισε να διαλύεται μέσα σε μία επιταχυνόμενη δίνη. Ολόκληρο το μέρος, όπου βρισκόταν, άρχισε να σείεται και να τρέμει με πρωτοφανή ένταση. Τα πάντα κατέρρεαν γύρω του. Τότε ήταν που κατάλαβε ότι δεν θα ξυπνούσε ποτέ από αυτό το όνειρο. Καθώς το κορμί του τινάχτηκε στον αέρα και ένιωσε το τέλος να πλησιάζει, άκουσε την μελωδία του κοριτσιού με το πιάνο. Πιο δυνατή, πιο γοητευτική και πιο υποβλητική από ποτέ, θαρρείς πως πλημμύριζε, εντελώς απελευθερωμένη πια, το Σύμπαν. Ρίγησε ολόκληρος από τη συγκίνησή του και δάκρυα κύλησαν από τα μάτια του. Ήξερε πως είχε κάνει την σωστή πράξη και αντιλαμβανόταν ότι αυτό που τα αυτιά του άκουγαν τώρα, ήταν η μελωδία του κενού, η αρχέγονη μουσική της σιωπής, από την οποία είχε ξεπηδήσει το θαύμα της ζωής. Καθώς ο παλιός του εαυτός αφανιζόταν, ένιωσε ευτυχισμένος… Από το σπίτι του εξαφανίστηκε, σαν να τον κατάπιε η γη ή σαν να εξατμίστηκε στον αέρα. Οι γονείς του σάστισαν, αναστατώθηκαν και στενοχωρήθηκαν. Γρήγορα κατάλαβαν ότι δεν θα τον ξανάβλεπαν πια… Ο ήχος της σιωπής είναι ο ήχος της δημιουργίας. Είναι ο αρχέγονος εσωτερικός ρυθμός και η θεϊκή μελωδία πίσω από όλες τις βασικές δομές και δυνάμεις του κόσμου μας. Ας οξύνουμε την ακοή μας, τόσο την εξωτερική όσο και την εσωτερική, για να τον ακούσουμε…

http://www.youtube.com/watch?v=A6gVkrQZYYQ

 

   .                                               .                                                       .