Unique Books And Articles For The Active, Independent, And Open-Minded Reader & Citizen

ΘεΑθήνες

Μύριες αθέατες όψεις μιας συναρπαστικά άτακτης πόλης συνταιριάζονται κείμενο-κείμενο φιλοδοξώντας να σχηματίσουν ένα μαγικό καλειδοσκόπιο μέσα από το οποίο ο κάθε αναγνώστης να μπορεί να διακρίνει και κάτι διαφορετικό – κάτι που να τον αφορά άμεσα.

1. ΘεΑθήνες: η εισαγωγή

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-cover-pageΓεννήθηκα και μεγάλωσα στην Αθήνα. Εκεί πέρασα το μεγαλύτερο κομμάτι της πρώιμης νιότης μου (κατά τα ελληνικά κριτήρια, ασφαλώς, σύμφωνα με τα οποία η «πρώιμη» νιότη πιάνει μέχρι τα 30-35 – όσο για το μέχρι που πιάνει η «ύστερη», Κύριος οίδε). Πριν τρία χρόνια περίπου μετακόμισα στη Γερμανία, στην Φρανκφούρτη συγκεκριμένα, για προσωπικούς και επαγγελματικούς λόγους. Επισκέπτομαι την γενέτειρα πόλη μου κάθε 2 μήνες, πάνω κάτω, για 3-4 μέρες, και έρχομαι και δύο εβδομάδες τα Χριστούγεννα κι άλλες τόσες το καλοκαίρι (βεβαίως τότε περιοδεύω στα νησιά, κατά κύριο λόγο) – αν και δεν έχω αποσαφηνίσει μέσα μου αν το κάνω ως τουρίστας ή ως μια ανάποδη εκδοχή του άσωτου υιού (βλέπε: ο υιός που φρονίμεψε αρκετά στην ξενιτιά κι επιστρέφει σπίτι του για να το ρίξει έξω). Τέλος πάντων, έρχομαι, παίρνω τη δόση Αθηναΐλας που χρειάζομαι κι επιστρέφω στο καινούριο μου σπιτικό, στον ευρωπαϊκό Βορρά.

Την Αθήνα την κουβαλάω μέσα μου διαρκώς. Αποτελεί ακόμα και μάλλον θα αποτελεί για πάντα, ακόμα κι αν δεν παλιννοστήσω ποτέ, το σημείο αναφοράς, τον βασικό άξονα γύρω από τον οποίο οργανώνεται η προσωπική μου ιστορία. Ως εκ τούτου μου λείπει. Αλλά δεν μου λείπει έτσι γενικά κι αόριστα. Όχι, πέρα από την οικογένειά μου και τους λίγους, καλούς μου φίλους, κυρίως μου λείπουν συγκεκριμένα πράγματα και καταστάσεις που, δυστυχώς ή ευτυχώς (μάλλον το δεύτερο), δεν περιγράφονται εύκολα με τον λόγο, πόσο μάλλον τον γραπτό. Ας πούμε, μου λείπει ο τρόπος με τον οποίο τρεμοπαίζουν ορισμένες παλιές λάμπες φωτισμού της ΔΕΗ στα σοκάκια του Νέου Κόσμου, κάτι βράδια που η πόλη λες και έχει όλη της την προσοχή στραμμένη πάνω μου, κρατώντας την ανάσα της. Ή ο τρόπος με τον οποίο οι Νύχτες Πρεμιέρας, το σπουδαιότερο ετήσιο φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης, τσουλάνε εμένα, τον πιστό τους «θαμώνα», γλυκά και ομαλά, προς το φθινόπωρο. Ή κάτι περίεργες συγκεντρώσεις με λίγα άτομα (μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού) σε σπίτια-φωλιές του Παγκρατίου ή των Πατησίων, όπου μια μαγική παρόρμηση φυγής κι επιστροφής (στον αληθινό σου προορισμό ή προέλευση) με καταλαμβάνει. Ή ο τρόπος που ξεδιπλώνεται το μεγαλείο της Λεωφόρου Αρδηττού / Βασιλέως Κωνσταντίνου / Κηφισίας (για εμένα πάντοτε ήταν ο ένας και ο αυτός δρόμος) από το Καλλιμάρμαρο έως το Μαρούσι, καθώς τη διασχίζω οδηγώντας το βράδυ κι έχοντας στα αυτιά μου τη «Νυχτερινή Εκπομπή» της Αφροδίτης Μάνου. Ή τα μυστήρια κορίτσια και αγόρια που εμφανίζονται συστηματικά σε κάτι ξέμπαρκα «ανοιχτά» πάρτυ σε άδεια διαμερίσματα (λόγω επικείμενης μετακόμισης) στο Κολωνάκι, στα Ιλίσια, στη Νέα Σμύρνη και αλλού και φλερτάρουν μαζί μου, τόσο ώστε να πειστώ να τους χαρίσω ένα μικρό κομμάτι του εαυτού μου, πριν χαθούν έτσι ανεξήγητα όπως εμφανίστηκαν. Ή… ή… ή… ή… ή… Ο κατάλογος είναι ατελείωτος.

Οι πιο παρατηρητικοί από εσάς θα προσέξατε ίσως ότι παραθέτοντας τα παραπάνω παραδείγματα χρησιμοποίησα ενεστώτα χρόνο. Αυτό δεν έγινε κατά λάθος ή τυχαία. Ίσα ίσα. Αυτού του τύπου τα περιστατικά ή εμπειρίες ή καταστάσεις (πείτε τα όπως θέλετε) έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό ή μια κοινή ποιότητα (πέρα από το ότι μόνο στην Αθήνα θα μπορούσαν να διαδραματίζονται): όποτε τα ανακαλώ στη μνήμη μου, κατά ένα, αρκετά κυριολεκτικό, τρόπο τα ξαναζώ. Αυτό, μαζί με κάποια άλλα δεδομένα, με οδηγεί στο συμπέρασμα πως η φύση τους είναι κατά βάση πέρα κι έξω από το χρόνο, με τη συμβατική του, καθημερινή έννοια.

Αλλά ας μην μπούμε στα πολύ βαθιά από τώρα.

Η στήλη αυτή, της οποίας ο τίτλος είναι ένα, χαζό θα μπορούσε να πει κάποιος, λογοπαίγνιο με τη γνωστή λέξη «θεαθήναι», φιλοδοξεί να ξεναγήσει, σε πρώτο επίπεδο, κι ίσως να ξεκινήσει να μυεί, σε πιο κάτω επίπεδα, τον αναγνώστη της σε διάφορες ιδιαίτερες, ασυνήθιστες και, συχνά, δυσπερίγραπτες αθηναϊκές καταστάσεις, σαν αυτές που μόλις ανέφερα. Με άλλα λόγια, αποσκοπεί στο να φωτίσει και να προβάλει άγνωστες κι ίσως οριακές όψεις ή «θέες» της Αθήνας. Ή καλύτερα, για να θυμηθούμε και τον αυθεντικό, αρχαίο τρόπο προσφώνησης της αγαπημένης μου πόλης (ελπίζω να είναι και του αναγνώστη): των Αθηνών.

Πολλές «θέες» επί πολλές «Αθήνες» ίσον πρακτικά άπειρες «θεΑθήνες».

Η περιήγηση ξεκινά…

 

2. Χωροθέτηση

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%87%cf%89%cf%81%ce%bf%ce%b8%ce%ad%cf%84%ce%b7%cf%83%ce%b7Ποιά εικόνα σας έρχεται στο μυαλό με το άκουσμα της λέξης «Αθήνα»;

Μήπως σας έρχεται η θέα της Ακρόπολης ή του Λυκαβηττού καθώς την κοιτάζετε μέσα από ένα δάσος πολυκατοικιών και κεραιών;

Μήπως σας έρχεται η θέα ενός δάσους πολυκατοικιών και κεραιών καθώς τις κοιτάζετε από την Ακρόπολη ή από τον Λυκαβηττό;

Μήπως σας έρχεται η εικόνα της πλατείας Συντάγματος ή της οδού Πανεπιστημίου στο ύψος της Τριλογίας (Ακαδημία, Πανεπιστήμιο, Εθνική Βιβλιοθήκη) ή της πλατείας Ομονοίας (ό, τι έχει απομείνει από αυτήν την άμοιρη, τέλος πάντων) σε ώρα κυκλοφοριακού κομφουζίου (κατά το «Κομφουκίου» – πλάκα δεν έχει που, καμιά φορά, ομόηχες λέξεις, χωρίς κοινή ρίζα, έχουν αντιδιαμετρικό νόημα ή συνδηλώσεις που απέχουν παρασάγγας μεταξύ των;) ή σε ώρα νυχτερινή με τα ιστορικά τους κτίρια φωταγωγημένα;

Μήπως σας έρχεται η εικόνα του Αυγουστιάτικου φεγγαριού να επικρέμαται επιβλητικό, μα και λίγο χαζοχαρούμενο, πάνω από την κατάμεστη Ηρώδου του Αττικού;

Ή η Κυδαθηναίων μποτιλιαρισμένη από τουρίστες να χαζεύουν το πολύχρωμο μωσαϊκό που σχηματίζουν τα μπουκάλια του μπαρ του «Βρεττού»; Ή ακόμα η Ηρακλειδών στο Θησείο, Σάββατο βράδυ, καθώς ορδές εικοσάρηδων επιχειρούν σλάλομ ανάμεσα σε πανταχού παρόντα τραπεζοκαθίσματα και επιδεικνύοντες υπερβάλλοντα ζήλο «κράχτες»;

Μήπως σας έρχεται η εικόνα ενός πλοίου που αναχωρεί από το λιμάνι του Πειραιά;

Ή μήπως ένας συρμός του ηλεκτρικού, με τα βαγόνια του διάστικτα από, μάλλον αισχίστης ποιότητος, γκραφφίτι, καθώς διασχίζει, κατευθυνόμενος από τον σταθμό του Ταύρου προς εκείνον των Πετραλώνων, την γέφυρα πάνω από την οδό Χαμοστέρνας;

Μήπως βλέπετε την Παραλιακή λεωφόρο πηγμένη κάποιο καλοκαιρινό βράδυ;

Ή μήπως σας έρχεται η εικόνα των χαμόσπιτων των Άνω Πετραλώνων, εκεί κοντά στο θεατράκι της Δώρας Στράτου; Ή, ακόμη, οι κακοφωτισμένες, ως επί το πλείστον, ανηφόρες του Παγκρατίου;

Μήπως η Κηφισίας στο ύψος του Μεγάρου του ΟΤΕ; Η μήπως η Πανόρμου καθώς καταλήγει στην Κηφισίας;

Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι από εσάς θα είδατε μία από τις παραπάνω εικόνες ή κάποια αντίστοιχη αυτών να προβάλλεται στην κινηματογραφική αίθουσα του μυαλού σας. Όπως πιστεύω επίσης ότι είναι σχεδόν μηδαμινές οι πιθανότητες να είδατε μια από τις παρακάτω εικόνες:

Έναν βοσκό με το κοπάδι του να διακόπτουν προσωρινά την κυκλοφορία ενός στενού δρόμου μέσα στην ύπαιθρο.

Ένα κορίτσι να αναδύεται χαμογελαστό μέσα από τα νερά μιας λίμνης με κατάφυτες όχθες στην οποία πέφτει με ορμή (πώς αλλιώς…) ένας καταρράκτης.

Ένα γαϊδουράκι να ανεβαίνει αγκομαχώντας και ενίοτε γλιστρώντας έναν πλακόστρωτο ανηφορικό δρόμο…

Λοιπόν, ξέρετε πόσην ώρα μου πήρε να σκεφτώ τις παραπάνω τρεις, κατ’ εμέ «μη αντιπροσωπευτικές» της λέξης «Αθήνα», εικόνες; Σχεδόν τρεις φορές περισσότερη από όση χρειάστηκα για να σκεφτώ και να γράψω τις, πολύ περισσότερες, «αντιπροσωπευτικές» της εικόνες. Και αφήστε που δεν έχω πειστεί εντελώς για το μη αντιπροσωπευτικό τους.

Τι θέλω να πω με τα παραπάνω; Γενικότερα, μάλλον πόσο δύσκολο είναι να οριοθετήσεις και να περιγράψεις, εξαντλητικά κι επακριβώς, το πλήθος των σημαινόντων μιας, κατά τ’ άλλα, εντελώς συνηθισμένης και χιλιοχρησιμοποιημένης λέξης (ας είμαστε ειλικρινείς, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο). Ειδικότερα, μάλλον πως άμα είσαι Αθηναίος η πόλη σε έχει διαποτίσει τόσο βαθιά με τις εικόνες και ποιότητές της, ώστε είναι μεγάλη πρόκληση να καταφέρεις να μην εντοπίζεις Αθηναϊκή σύνδεση, άμεση ή έμμεση, σε ό, τι σκέφτεσαι ή κάνεις. Και γιατί άλλωστε να σκοτίζεσαι; «Διώξε τη φύση σου κι αυτή θα επιστρέψει καλπάζοντας», λένε αυτοί οι πουρκουάδες οι Γάλλοι. Κάτι θα ξέρουν αυτοί, δεν μπορεί…

Ωστόσο, για να αποφύγουμε να εξελιχθεί η περιήγησή μας σε μια αέναη κι ανερμάτιστη πελαγοδρόμηση, θα πρέπει να αναζητήσουμε μια δομή. Και για να θεμελιώσουμε μια τέτοια δομή, θα πρέπει να θέσουμε κάποια όρια. Και πού τίθενται τα όρια; Μα, βεβαίως, στις τρεις συν μία διαστάσεις που αποτελούν τον καμβά ή το σκηνικό όπου διαδραματίζονται τα συμβάντα που βιώνουμε και παρατηρούμε – δηλαδή, στον χώρο και στον χρόνο.

Κι ας αρχίσουμε με τον χώρο. Ορίζω λοιπόν (θα παρατηρήσατε ότι εγκατέλειψα και τον πρώτο πληθυντικό της ευγενείας ή της μεγαλοπρεπείας – διαλέγετε και παίρνετε) την Αθήνα ως τον συμβατικό γεωγραφικό χώρο που περικλείεται από τα εξής γεωγραφικά ορόσημα: το όρος του Υμηττού και τον Σταυρό της Αγίας Παρασκευής στα ανατολικά, το όρος της Πεντέλης και την Εκάλη στα βορειοανατολικά-βόρεια, την γέφυρα της Βαρυμπόμπης και το Ποικίλο Όρος στα βόρεια-βορειοδυτικά, το Σχιστό και τον… Σαρωνικό στα δυτικά, τον λαιμό της Βουλιαγμένης και το Πανόραμα της Βούλας στα νότια-νοτιοανατολικά.

Πήρατε μια ιδέα, έτσι; Και πάλι, αυτή η χωροθέτηση δεν είναι 100% ακριβής, αλλά, ξέρετε, εδώ ισχύει και η αρχή του ότι η ασάφεια αυξάνεται γεωμετρικά όσο πηγαίνεις από το κέντρο προς την περιφέρεια, πόσο μάλλον όταν έχεις πια φτάσει στα σύνορα – εκεί όπου βρίσκονται αυτές οι δόλιες οι μεθοριακές περιοχές, θολές και φευγαλέες από τη φύση τους. Και, ξέρετε, ο συμβατικός γεωγραφικός χώρος είναι αυτό ακριβώς που δηλώνει η λέξη: προϊόν σύμβασης. Κι όπως κάθε αποτέλεσμα σύμβασης, είναι αρκετά τεχνητός κι αφηρημένος – τόσο πολύ που κάποιες φορές έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με τον προσωπικό, «μη συμβατικό», χώρο του καθενός. Κι όσο περισσότερο μη συμβατό γίνεται το «μη συμβατικό» ως προς το «συμβατικό», τόσο και πιο ενδιαφέρουσα κι ελκυστική γίνεται η όλη κατάσταση…

Μπέρδεμα, ε; Το ξέρω – φανταστείτε μόνο, λοιπόν, τι έχει να γίνει όταν καταπιαστούμε (ο πρώτος πληθυντικός επέστρεψε) και με το άτακτο και παμπόνηρο αδελφάκι του χώρου, τον χρόνο. Και, εν τέλει, για αμφότερα τα αδελφάκια το πρόβλημα είναι το ίδιο: δεν είναι απεριόριστα τα άτιμα.

Αλλά μην πτοείστε! «Όλοι οι καλοί χωράνε», έτσι δεν λένε; Όχι, αυτό δεν το λένε οι πουρκουάδες οι Γάλλοι – οι Έλληνες το λένε και δη οι Αθηναίοι. Πέντε και βάλε εκατομμύρια άνθρωποι στοιβαγμένοι σε λιγότερα από πεντακόσια τετραγωνικά χιλιόμετρα, κάτι παραπάνω θα ξέρουν κι αυτοί…

3. Χρονομέτρηση

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%87%cf%81%ce%bf%ce%bd%ce%bf%ce%bc%ce%ad%cf%84%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7Ο χρόνος… Ο πανδαμάτωρ, όπως αρέσκονται πολλοί να τον αποκαλούν – ο (κατ’ ανάγκην ή κατ’ επιλογήν;) μόνιμος κι αόρατος σύντροφός μας που τον ακούμε να ψιθυρίζει διαρκώς στο αυτί μας αγχωτικές επικλήσεις του τύπου: «Βιάσου, δεν προλαβαίνεις, πλησιάζει η προθεσμία, θα αργήσεις, τρέχα, μην εφησυχάζεις, οι μέρες διαδέχονται γρήγορα η μία την άλλη, οι ώρες κυλούν σαν το νερό, τα λεπτά τώρα είναι κι ύστερα δεν είναι, τα δευτερόλεπτα καταναλώνονται σαν φιστίκια, βιάσου κι άλλο, βιασμένε, βιάσου»!

Κι εμείς, οι άνθρωποι, εκπαιδευμένοι με τρόπο που θα ζήλευε ο Δρ. Παβλώφ (αυτός, ντε, με τα πειράματα με τα σκυλάκια και τη θεωρία των εξαρτημένων αντανακλαστικών), επιχειρούμε, αγκομαχώντας και γκρινιάζοντας, να ανταποκριθούμε στα κελεύσματα του άπιαστου και παντοδύναμου δυνάστη κι έτσι, άθελά μας, γινόμαστε σαν (οποία έκπληξις) σκυλάκια που κυνηγούν την ουρά τους (αν και δεν θυμάμαι να έχω δει και πάρα πολλές φορές στη ζωή μου τα συμπαθέστατα αυτά ζώα να επιδεικνύουν τέτοιου είδους συμπεριφορά), μιας και άπαξ και παγιδευτούμε στην λούπα του κυνηγιού του χρόνου, δεν θα ξεμπλέξουμε ποτέ (ή μάλλον θα μας ξεμπλέξει οριστικά ένας άλλος πανδαμάτωρ τύπος – ξέρετε τώρα, αυτός με την γκρίζα κουκούλα και το δρεπάνι στα σκελετωμένα του χέρια).

Αλλά τί τελικά, στ’ αλήθεια, είναι αυτός ο χρόνος; Αν πιστέψουμε τον πασίγνωστο βάρδο: «… ο χρόνος ο αληθινός, σαν μικρό παιδί είναι εξόριστος…». Χαίρω πολύ, Χαιρόπουλος – τι σημαίνει τώρα πάλι αυτό, ρε παιδιά; Τί θέλει να πει ο ποιητής; Αν ο αληθινός χρόνος είναι εξόριστος, τότε αυτό συνεπάγεται πως ο «άλλος» χρόνος, ο συμβατικός, ο καθημερινός, εκείνος που έχουμε συνηθίσει να αντιλαμβανόμαστε, είναι κάτι το απατηλό, το παραπλανητικό, ένα αντικαθρέφτισμα του Τίποτα; Και πώς πρέπει να ξυπνήσουμε το μικρό παιδί μέσα μας ώστε να διαλύσουμε τις ομίχλες της αβεβαιότητας και σύγχυσης περί χρόνου (και γενικότερα) και να αποκτήσουμε επίγνωση του τι στ’ αλήθεια συμβαίνει ή να το ανακαλέσουμε στη μνήμη μας;

Μνήμη… Νοείται άραγε χρόνος α-μνήμων;

Ωραία – και τώρα για να μπερδέψω ακόμα περισσότερο τα πράγματα, θα σας δώσω τον δικό μου ορισμό του χρόνου. Για την ακρίβεια, θα σας δώσω δύο ορισμούς: του συμβατικού χρόνου (εφεξής: «χρόνος») και του αληθινού χρόνου (εφεξής «Χρόνου»). Είστε έτοιμοι; Πάμε: «χρόνος είναι ο, μονής κατεύθυνσης, συμβατικός τρόπος συναντίληψης από την ανθρωπότητα των εναλλαγών των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων και παραστάσεων στο επίκεντρο των οποίων βρίσκεται η ίδια από την, φαινομενικά δισυπόστατη, σκοπιά του δημιουργού / παρατηρητή» και «Χρόνος είναι ο τρόπος που η κάθε ανθρώπινη συνείδηση ερμηνεύει τον θεμελιώδη μηχανισμό της Ύπαρξης, που είναι η αέναη και αυτόματη εναλλαγή των σκηνικών και των περιστάσεων που Την αποτελούν / Την περιβάλλουν». Αναλογιστείτε λίγο τους παραπάνω ορισμούς.

Τους αναλογιστήκατε; Αν όντως το κάνατε, διαπιστώσατε ότι και οι δύο εμπεριέχουν (και επιδεικνύουν, σχεδόν ξεδιάντροπα, σε κοινή θέα) γενναίες δόσεις αυτοαναφορικότητας; Μήπως, ακόμα, καταλήξατε στο συμπέρασμα ότι τόσο ο συμβατικός, κοινός χρόνος όσο και ο εξατομικευμένος, καθαρά βιωματικός Χρόνος ουσιαστικά κυλάνε πάντα προς μια κατεύθυνση; Και, δεν μου λέτε, αυτό αποκλείει το γεγονός οι δύο αυτές κατευθύνσεις (του χρόνου και του Χρόνου) να μην συμπίπτουν ενίοτε (ή και συχνότατα ή και σχεδόν ποτέ) μεταξύ τους; Θα μπορούσε, επί παραδείγματι, το δικό μου μέλλον να μπλέκεται με το δικό σας παρελθόν ή τανάπαλιν; Επίσης, εάν δεχθούμε ότι όντως η θεμελιώδης κατάσταση της Ύπαρξης είναι η αλλαγή πάντων των στοιχείων που την συναποτελούν, πόσο βάσιμη και ακλόνητη φαντάζει τελικά η γενική πεποίθησή ημών των ανθρώπων περί συνέχειας της ταυτότητάς μας και διατήρησής της στον χρόνο και στον Χρόνο;

Αν «όλα τριγύρω αλλάζουν», τότε τι είναι αυτό που «όλο το ίδιο μένει»;

Ρητορικά τα παραπάνω ερωτήματα – δεν χρειάζεται να απαντήσετε.

«Ωραία – και τι σχέση έχουν όλες αυτές οι αμπελοφιλοσοφίες με την Αθήνα;», είναι σαν να σας ακούω να ρωτάτε. Α, μα ήδη μάλλον ξεχάσατε ότι για να συμπληρωθεί η δομή της περιήγησης μας θα πρέπει να ορίσουμε, πέραν των χωρικών, και τις χρονικές συντεταγμένες της. Και πώς θα τις ορίσουμε αν δεν αναδιφήσουμε πρώτα λίγο στα περιεχόμενα αυτής της πολυσήμαντης και φορτισμένης λέξης / έννοιας (όχι ότι κι ο χώρος είναι έννοια κρυστάλλινης νοηματικής διαυγείας, αλλά, όσο να’ ναι, τα πράγματα εκεί είναι σχετικά απλούστερα) και αποπειραθούμε να θέσουμε ένα, έστω τσουρούτικο, πλαίσιο κατανόησής της; Μη νομίζετε, μπορεί να μην του φαίνεται με την πρώτη, αλλά έχετε να κάνετε με πολύ μεθοδικό και συστηματικό ξεναγό…

Λοιπόν, αγαπητές και αγαπητοί μου, το χρονικό πλαίσιο αναφοράς της (μικρής ή μεγάλης – θα δείξει…) περιπλάνησης μας θα πρέπει να είναι ευθυγραμμισμένο με την εν Αθήναις προσωπική διαδρομή του γράφοντος και τα αντίστοιχα βιώματά του, δεν βρίσκετε; Έχοντας αυτό κατά νου, όσα πρόκειται να κατατεθούν σε αυτήν την σειρά κειμένων θα αντιστοιχούν στην περίοδο που ξεκινά από το ύστερο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1980 (ας ορίσουμε την αφετηρία στον Αύγουστο του 1983 και στο θρυλικό πάρτυ στη Βουλιαγμένη του Λουκιανού Κηλαηδόνη) και καταλήγει στις αρχές της τρέχουσας δεκαετίας του 2010 (ας ορίσουμε το τέρμα στην ψήφιση του δεύτερου μνημονίου από το Ελληνικό Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 2012[i]).

Σχεδόν 30 χρόνια, δηλαδή.

Φυσικά, όταν η συζήτηση πάει στον Χρόνο, τα πράγματα για ευνόητους λόγους (αν δεν είναι ευνόητοι ακόμα, σας προσκαλώ / συνιστώ να ξαναδιαβάσετε το κείμενο από την αρχή) γίνονται πιο ασαφή. Εδώ τα ορόσημα παίρνουν, αναγκαστικά, έναν έντονα προσωπικό χαρακτήρα. Με βάση αυτό το δεδομένο, ως Χρονική αρχή της περιήγησής μας ορίζεται η περίοδος των πρώτων συγκροτημένων αναμνήσεων μου (όταν πήγαινα στο Νηπιαγωγείο) και ως τέλος της οι τελευταίοι μήνες προ της (οριστικής;) αναχώρησής μου για το εξωτερικό.

Βεβαίως, η χρονική και Χρονική πυκνότητα των σταθμών της περιήγησής μας δεν είναι ομοιόμορφη, αλλά παρουσιάζει πυκνώσεις κι αραιώσεις – έτσι θα διαπιστώσετε ότι θα εστιάσουμε, σε όρους χρόνου, στο διάστημα 1993-2008 ή, σε όρους Χρόνου, στο διάστημα από την απότομη είσοδο μου στην εφηβεία μέχρι την έναρξη της διαδικασίας της ουσιαστικής μου ωρίμανσης (εδώ σας επιτρέπω – ή και σας προτρέπω – να γελάσετε).

Λοιπόν, θέσαμε το πλαίσιο και, συνεπώς, και τους περιορισμούς του όλου εγχειρήματος και καταστήσαμε σαφή, ελπίζω, τον έντονα υποκειμενικό του χαρακτήρα. Περαιτέρω εισαγωγές και θεωρητικές αναλύσεις μάλλον θα κούραζαν και θα σύγχυζαν παρά θα διευκόλυναν, οπότε, χωρίς περαιτέρω καθυστερήσεις, φορέστε τις περιπατητικές σας μπότες, περάστε στους ώμους τα σακίδια με όλα τα απαραίτητα εφόδια και μην παραλείψετε να φορέσετε τα ειδικά πολυπρισματικά γυαλιά με τα οποία σας προμήθευσαν οι βοηθοί μου χθες βράδυ όταν ονειρευτήκατε ότι ήσασταν καλεσμένοι σε αυτό το υπέροχο, εκμαυλιστικό αλλά και κάπως ασαφές και φευγαλέο πάρτυ στην καρδιά της πόλης. Ναι, είναι τα Μνημονικά εκείνα γυαλιά που θα μας θυμίζουν καθ’ όλη τη διάρκεια της διαδρομής (αλλά και μετά – είναι δώρο και δεν είναι ανάγκη να τα επιστρέψετε) πως είμαστε όλοι φορείς της πρωταρχικής ζωοποιού δύναμης, δηλαδή της Φαντασίας, και πως – είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε αυτοβούλως είτε εκτελώντας, συνειδητώς ή ασυνειδήτως, βουλές άλλων – είμαστε όλοι συνδημιουργοί και συνδιαμορφωτές της ασύλληπτα πολύπλοκης πραγματικότητας της πόλης μας.

Α, ναι – κάτι ξέχασα, παιδιά: ό, τι έχει αρχή πρέπει να έχει και τέλος. Και τα πάντα (συνεπώς κι οι ΘεΑθήνες) έχουν μια αρχή κι ένα τέλος – με μία και μοναδική εξαίρεση (και ιδού κι η απάντηση στο τελευταίο ρητορικό ερώτημα που τέθηκε μερικές παραγράφους πιο πάνω):

Την ίδια την Ύπαρξη.

—————————————

[i] Μια πλήρης σχετική ανάλυση θα χρειαζόταν να αγγίζει πρακτικά σχεδόν κάθε τομέα της ανθρώπινης γνώσης κι εμπειρίας κι έτσι θα ξέφευγε τελείως από το πλαίσιο των «ΘεΑθηνών», ωστόσο μπορώ εδώ να αναφέρω επιγραμματικά ότι το χρονικό διάστημα 1983-2007 η ανθρωπότητα «ευθυγραμμίστηκε» και «ζυγοσταθμίστηκε» (και μην αφήσετε το μυαλό σας να ξεστρατίσει σε απλοϊκές συνωμοσιο-παρανοϊκές ατραπούς) κατά τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να οδηγηθεί σε ένα εσωστρεφές τέλμα (και, αν και θα το ήθελα, δεν μπορώ να γίνω πιο σαφής εδώ). Κατά την πορεία αυτή, τα κομβικά έτη υπήρξαν τα εξής: 1983, 1987, 1989, 1993, 1997, 2001, 2007.

4. Πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας (μέρος πρώτο)

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%80%ce%bb%ce%ac%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bd%ce%b1%cf%8a%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%bd%cf%8d%cf%87%cf%84%ce%b1%cf%83-%ce%b9Μόνο ένας τρελός θα ισχυριζόταν ότι η Αθήνα είναι μια πόλη φιλική προς τους ανθρώπους της.

Μόνο ένας ανίδεος θα ισχυριζόταν ότι η καθημερινή ζωή στην Αθήνα είναι στρωτή και προβλέψιμη.

Και απολύτως κανένας, όσο τρελός κι ανίδεος κι αν ήταν, δεν θα έμενε ασυγκίνητος από μια Αθηναϊκή νύχτα.

Θα μου πείτε: σιγά την εξυπνάδα, αυτό το ξέραμε ήδη – εσένα περιμέναμε να μας το πεις; Δεν λέω, δίκιο έχετε, επαναλαμβάνω με λίγο παραλλαγμένα λόγια ένα (αφηρημένα) γνωστό, αν και λίγο ξεχασμένο, ειδικά κατά τον τρέχοντα αιώνα, κλισέ περί Αθηναϊκής νύχτας ή Athens by night, όπως λέγανε οι παλαιότεροι. Μόνο που εγώ εδώ δεν αναφέρομαι σε αυτό στο οποίο πάει αντανακλαστικά το μυαλό των περισσοτέρων όταν η συζήτηση πηγαίνει στην «Αθηναϊκή νύχτα», ήτοι στο κομμάτι της διασκέδασης ή ψυχαγωγίας που πάντοτε παρείχαν τα ποικίλων ειδών, κατηγοριών και βίτσιων νυχτερινά «πολιτιστικά κέντρα» (για να θυμηθούμε κι έναν άλλο παλαιότερο όρο, προερχόμενο από την «ξέφρενη» κι «ανέμελη» δεκαετία του ’90) της Ελλαδικής πρωτεύουσας. Όχι, εδώ αναφέρομαι στην Αθηναϊκή νύχτα γενικά. Δηλαδή, στο σύνολο των εκφάνσεων της ζωής στην Αθήνα όταν πέφτει το σκοτάδι και μέχρι το σκοτάδι να ξαναδώσει τη θέση του στο φως.

Σκοτάδι… Φως… Το ξέρετε ότι το δεύτερο έπεται του πρώτου και προέρχεται από το πρώτο, έτσι; Το έλεγαν ανέκαθεν τόσο η ελληνική όσο και η παγκόσμια μυθολογία και, σχετικά προσφάτως, συνηγόρησε υπέρ αυτού και η επιστήμη. Αλλά και, από τη δική μας, ανθρωποκεντρική, σκοπιά, τουλάχιστον, η ζωή χαρακτηρίζεται από την (κυκλική, αν θέλετε) ακολουθία ανυπαρξία-γέννηση-θάνατος. Δηλαδή, με άλλα λόγια και με μια λίγο πιο ποιητική διάθεση, από το σκοτάδι στο φως και πάλι πίσω στο σκοτάδι. Και φαίνεται πως το φως όχι μόνο προέρχεται από το σκοτάδι, αλλά και αποτελεί την εξαίρεση μάλλον παρά τον κανόνα στο θεότρελό μας Σύμπαν. Εδώ έρχεται και πάλι η σύγχρονη επιστήμη και δη η κοσμολογία να μας ενημερώσει ότι το 96% του Σύμπαντος αποτελείται από τη λεγόμενη σκοτεινή ύλη και την ακόμα πιο «αιθέρια» αδελφή της, την σκοτεινή ενέργεια. Εξάλλου, δείτε και την συνοδευτική εικόνα αυτού του κειμένου και σκεφτείτε το εξής: τόσοι δισεκατομμύρια γαλαξίες και τόσα δισεκατομμύρια επί δισεκατομμυρίων άστρα ίσα που επαρκούν για έναν αμυδρότατο φωτισμό του αρχέγονου σκότους που καλύπτει το σώμα του Κόσμου μας.

Συμπέρασμα: Το σκοτάδι είναι η μήτρα και το καλούπι μας, στο σκοτάδι βρίσκονται τα θεμέλια της υπόστασής μας και στο σκοτάδι ερχόμαστε πιο κοντά στον αληθινό μας εαυτό, αυτόν που υπό το φως της ημέρας ή υπό το τεχνητά παραγόμενο φως της νύχτας λίγο έως πολύ απωθούμε και παραγκωνίζουμε για να σταθούμε, ερμηνευτικώς, στο ύψος των ποικίλων ρόλων που έχουν επιλεγεί (συχνότερα) ή έχουμε επιλέξει (σπανιότερα) για εμάς. Και ιδού το παράδοξο: η ημέρα, το φως συγκαλύπτει και συσκοτίζει με τους εκτυφλωτικούς προβολείς της την ουσιαστική μας ταυτότητα, τον αληθινό πυρήνα της ύπαρξής μας ενώ η νύχτα, το σκοτάδι απομακρύνει όλους τους ενοχλητικούς περισπασμούς, σβήνει τα φώτα της παραπλάνησης κι έτσι αποκαλύπτει και φωτίζει, είτε μας αρέσει είτε όχι, το ανόθευτο απόσταγμα του είναι μας.

Ε, και, δεν λέω, καλά τα Λονδίνα και τα Παρίσια και τα Βερολίνα και οι Ρώμες και οι Βαρκελώνες και τα Κάιρα και οι Κωνσταντινουπόλεις και οι Νέες Υόρκες, αλλά όταν μιλάμε για Αθηναϊκή νύχτα, δεν υπάρχουν πια όρια ως προς το πόσο βαθιά μπορεί να καταδυθεί κανείς και ως προς το τι μονάκριβα και αστραφτερά μαργαριτάρια ή ως προς τι φρικτά κι απόκοσμα τέρατα (ή και τα δύο, ταυτοχρόνως) μπορεί να συναντήσει… Αλλά διακρίνω και πάλι τους σκεπτικιστές να σηκώνουν το φρύδι, να χαμογελούν συγκαταβατικά και να λένε: «Μα, αγαπητέ, τι το τόσο μοναδικό μπορεί να έχει η Αθηναϊκή νύχτα που να την κάνει να ξεχωρίζει από την νυχτερινή ζωή όλων των σύγχρονων μητροπόλεων παγκοσμίου βεληνεκούς, όπως οι προαναφερθείσες;»

Κι απαντώ: η Αθηναϊκή νύχτα έχει τα εξής τρία στοιχεία, αγαπητοί φίλοι, που δεν τα βρίσκεις σε καμία από τις άλλες προαναφερθείσες μητροπόλεις (στις οποίες έχει τύχει να ταξιδέψω) αλλά  ούτε, θα πάρω το ρίσκο να πω, και πουθενά αλλού:
 Μια, ενίοτε ασύλληπτης τραχύτητας κι οξύτητας, αγριάδα και ωμότητα,
Μια πανταχού και διαρκώς παρούσα, έστω στο υπόβαθρο, γλυκιά και παρηγορητική αίσθηση ότι ένας ανώτερης τάξης ζων οργανισμός (η πόλη) σε ενσυναισθάνεται και σε συμπονά,
Μια θρησκευτικής φύσεως εμπειρία (όταν επιλέξεις να την βιώσεις στο μέγιστο) που σχετίζεται με το ότι η κατάδυση στα νυχτερινά «ενδότερα» της πόλης συνιστά ταυτοχρόνως (όχι παραλλήλως) μια εισδοχή και μύηση στα «άδυτα» του αληθινού σου εαυτού.

Ναι, λοιπόν, η Αθηναϊκή νύχτα όλα αυτά. Γι’ αυτό και την επέλεξα ως αφετηριακό σημείο της περιήγησής μας – γιατί τη νύχτα η Αθήνα είναι πιο Αθήνα από ποτέ. Διότι τη νύχτα τα ποικίλα, εσωτερικά κι εξωτερικά, φίλτρα υποχωρούν και όλες οι εμπειρίες κερδίζουν σε αμεσότητα και αντίκτυπο. Βεβαίως, αυτό έχει κι ένα ρίσκο – δεν είναι όλες οι εμπειρίες κατ’ ανάγκην ευχάριστες – αλλά… ευθύνη του περιηγητή είναι να επισημαίνει και να προειδοποιεί κι ευθύνη του περιηγούμενου είναι να αποφασίσει αν και που θα ακολουθήσει / συμμετάσχει / εμπλακεί. Νομίζω είναι ξεκάθαρο αυτό που λέω.

Έτσι, ας ξεκινήσουμε (επιτέλους) γνωρίζοντας κάποια αντιπροσωπευτικά δείγματα της χλωρίδας και πανίδας της Αθηναϊκής νύχτας. Υπ’ όψιν ότι τα πλάσματα αυτά είναι ενδημικοί της νυκτός οργανισμοί κι έτσι σπανίως ή και ποτέ (το συνηθέστερο) κάνουν την εμφάνιση τους την ημέρα. Πάμε, λοιπόν:

– Οι γάτες: Χμμμ…. Τί να πει κανείς εδώ… Ο ρόλος τους στην τήρηση της Αθηναϊκής νυχτερινής, ιδιότυπης και ιδιότροπης, τάξης (ή οργανωμένους χάους) είναι κομβικός. Πάνω σε φράχτες μαντρών και μονοκατοικιών, μέσα σε πυλωτές, κάτω από αυτοκίνητα, πίσω από νεραντζιές, σε απόμερα σταυροδρόμια και παιδικές χαρές, σε πίσω αυλές χαμόσπιτων, πάνω σε οροφές από ελενίτ, σε κρυμμένες πλατείες και σε  λαβυρινθώδη σοκάκια λοφίσκων, οι γάτες οριοθετούν την αφανή, ουσιαστικότερη κι «εσωτερικότερη» γεωγραφία της πόλης κι αποτελούν τα αφανή ορόσημα της καθώς και τα βασικά τροχιοδεικτικά πορείας του νυχτερινού εξερευνητή (βλ. παρακάτω). Θα επανέλθουμε κάποια άλλη στιγμή πιο αναλυτικά στις γάτες και στον κομβικό ρόλο που επιτελούν στην Αθήνα.
– Τα κορίτσια της απώλειας: Μοναχές στέκονται τις πολύ μικρές ώρες (τρεις με πέντε το πρωί, κατά κανόνα) έξω από μπαράκια και κλαμπ (όχι ότι έχει απομείνει και κανένα από δαύτα), μπουζουξίδικα και ταβέρνες, με μάσκαρα και μακιγιάζ κατεστραμμένο από δάκρυα, με τις γόβες τους πεταμένες άτσαλα στο κράσπεδο ή το οδόστρωμα, με βλέμμα απλανές κι απελπισμένο και ψάχνουν να κρατηθούν από κάτι, οτιδήποτε για να μην καταρρεύσουν πλήρως. Σε κοιτάζουν και στα μάτια τους καθρεφτίζονται μια ύστατη έκκληση για έλεος και για προσφορά μιας αόρατης χειρός βοηθείας καθώς και ένα παραλυτικό αίσθημα ντροπής. Αγνοούν πόσο όμορφες και λαμπερές είναι μέσα στη δυστυχία τους – μια άλως σκοτεινής αίγλης τις περιβάλλει. Αλλά, εσύ το βλέπεις πεντακάθαρα και τους αντιγυρίζεις ένα βλέμμα όχι οίκτου αλλά κατανόησης και συμπόνια.
– Τα εξωτικά παιδιά των ΜΜΜ: Φερμένοι στο κλεινόν άστυ από κάποια μακρινή χώρα της Αφρικής, της Ασίας, της Αμερικής ή και της Ανατολικής Ευρώπης, τρέχουν βιαστικοί να προλάβουν το λεωφορείο που εκτελεί το νυχτερινό εξπρές δρομολόγιό του κάθε μια ώρα ή τον τελευταίο συρμό του ηλεκτρικού (και σπανιότερα του μετρό) – τελικά το προλαβαίνουν στο τσακ εισβάλοντας ορμητικοί και με μια ενέργεια ξένης, για τον γηγενή Αθηναίο, έντασης και ποιότητας. Κάθονται ή στέκονται όρθιοι με τα καρό πουκάμισα τους, τα φθαρμένα μπλουτζίν τους και τα σκονισμένα ή και γυαλισμένα στην εντέλεια μαύρα παπούτσια τους και ρουφούν άπληστα με τα μάτια τους όσα βρίσκονται ή συμβαίνουν γύρω τους κατά τη διάρκεια της διαδρομής – ανθρώπους, τοπία, καταστάσεις. Καμιά φορά χτυπάνε μαλακά το ένα πόδι τους κάτω ή / και κουνάνε το κεφάλι τους ή / και σιγοσφυρίζουν ανταποκρινόμενοι σε έναν από μέσα τους προερχόμενο ρυθμό, κατ’ αρχήν εξωτικό για εμάς – που αν όμως τον παρατηρήσεις με προσοχή διαπιστώνεις τη συνάφειά του με και την αναπόφευκτη ταιριαστή ενσωμάτωσή του στο ψηφιδωτό των ήχων και των ρυθμών της Αθηναϊκής νύχτας. Σπανιότατα, τα βλέμματα σας διασταυρώνονται και τότε, αναγνωρίζοντας έναν συγγενή / συνένοχό τους, σου κλείνουν το μάτι.
– Η μάγισσα της γειτονιάς: Δεν είναι αναγκαία συνθήκη να καβαλάει σκουπόξυλο, ούτε να έχει γαμψή μύτη και μαύρο κωνικό μυτερό καπέλο – ωστόσο, μην ξεγελιέσαι, είναι μάγισσα. Στέκεται στο κατώφλι έξω από το σπίτι της (συνήθως μονοκατοικία ή διώροφη-τριώροφη πολυκατοικία σε κάποιον απόμερο δρόμο μιας συνοικίας πέριξ του κέντρου, όπως: Καλλιθέα, Ταύρος, Ρουφ, Βοτανικός, Κολωνός, Σεπόλια) και σου πιάνει την κουβέντα. Σε ρωτάει αν έχεις δει τον άνδρα της (είναι συνήθως χήρα ή ζωντοχήρα). Ύστερα σε προσκαλεί στο σπίτι της να σε φιλέψει ένα γλυκό. Αρνείσαι ευγενικά και τότε σου λέει μια ασυνάρτητη, φαινομενικώς, φράση. Καθώς, αισθανόμενος άβολα, αρχίζεις πισωπατώντας ή με πλάγια, διστακτικά, βήματα να απομακρύνεσαι από το σημείο, επαναλαμβάνει την παραπάνω φράση (υπαρκτό παράδειγμα: «η Μαρία ξέχασε να μου δώσει το κλειδί για την κουζίνα και τώρα το γκάζι σταμάτησε να καίει»). Νιώθεις τα μάτια της σαν ακτίνες λέιζερ καρφωμένα στην πλάτη σου κι έτοιμες να σου καταφέρουν διαμπερές τραύμα, καθώς επιταχύνεις το βήμα σου και στρίβεις στη γωνία του δρόμου με μια (μικρή ή μεγάλη – αναλόγως τα κουράγια σου) ανατριχίλα να διαπερνά τη ραχοκοκκαλιά σου. Είναι δεδομένο ότι η σκηνή θα επαναληφθεί στα όνειρα σου, ξεδιπλωμένη σε όλη της την τρομακτική μεγαλοπρέπεια, και η φράση που σου είπε η μάγισσα θα τεθεί στις αληθινές της διαστάσει και θα νοηματοδοτηθεί καταλλήλως. Μην εκπλαγείς αν συναντήσεις ξανά την ίδια παρουσία σε εντελώς άσχετο μέρος της πόλης ή και ακόμα εκτός των τειχών της Αθήνας…
– Οι νυχτερινοί εξερευνητές του αστικού τοπίου: Συνήθως σπρωγμένοι από μια παρόρμηση που πηγάζει από κάπου βαθιά μέσα τους τις νύχτες, ξεχύνονται στην πόλη και προσπαθούν να συντονιστούν με τις εναλλασσόμενες διαθέσεις της και τους μεταβαλλόμενους χρωματισμούς που διέπουν τις κατά τόπους ατμόσφαιρές της. Ρουφάνε την Αθήνα ως το μεδούλι και την αφήνουν να κάνει το ίδιο σε αυτούς. Είναι στιγμές που νιώθουν ότι την αγκαλιάζουν κι εκτελούν μια υπερφυσικά συγχρονισμένη χορογραφία μαζί της, σε μελωδία μεθυστική και με ρυθμό καταιγιστικό, οργασμικό. Κι είναι κάποιες άλλες στιγμές που νιώθουν ότι τους «πετάει έξω», όπως κι αν δοκιμάσουν να την καλοπιάσουν – και τότε παραπατούν, σκοντάφτουν στις αόρατες τρικλοποδιές που τους βάζει και σπάνε τα μούτρα τους στα αόρατα τείχη που τους υψώνει, ούσα άτεγκτη και ανελέητη – αλλά όσο κι αν απογοητεύονται, όσο κι αν την σιχτιρίζουν, η καρδούλα τους το ξέρει ότι ποτέ δεν θα το βάλουν κάτω, ποτέ δεν θα την εγκαταλείψουν. Κάτι αναζητούν, κάτι που δεν μπαίνει σε λέξεις – και γνωρίζουν πως ποτέ δεν θα σταματήσουν να το αναζητούν, έστω και ρισκάροντας πως όταν κάνουν ταμείο θα βρεθούν με άδεια χέρια. Γιατί, φυσικά, η εμπειρία και η περιπέτεια της αναζήτησης είναι αυτά που μετράνε για τους νυχτερινούς εξερευνητές και το σημαντικό για αυτούς είναι να πλημμυρίσει η καρδιά τους και να γεμίσει η μνήμη και η φαντασία τους με εύφλεκτο υλικό που θα πυροδοτήσει το νου τους και θα τυλίξει στις φλόγες αυτό το πολυσύνθετο μωσαϊκό από ετερόκλητες ψηφίδες που αποκαλούν «εαυτό» – και θα το κάψει, θα το κάψει μέχρι που να μην έχει μείνει παρά μόνο η αληθινή τους ουσία, αιώνια κι άφθαρτη, ατόφια κι ολόλαμπρη – κι ας έχουν γίνει όλα τ’ άλλα στάχτες κι αποκαΐδια.

Σε αυτό το σημείο, όμως, ας πάρουμε μιαν ανάσα. Κοντοσταθείτε, χαλαρώστε με τρεις βαθιές εισπνοές κι εκπνοές και κοιτάξτε τον νυχτερινό ουρανό: είναι συννεφιασμένος, είναι κατάστικτος από αστέρια, κυριαρχείται από ένα ολόγιομο φεγγάρι; Όπως κι αν είναι, δείτε τον, ώρα πολλή, και σκεφτείτε: οι απεριόριστες προοπτικές και δυνατότητες που το μεγαλοπρεπές αυτό στερέωμα συμβολίζει είναι για κάποιους άλλους, κάπου έξω και μακριά από εσάς;

Ή είναι τόσο κοντά σας όσο δεν διανοείστε ή, μάλλον, όσο δεν φαντάζεστε;

5. Πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας (μέρος δεύτερο)

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%80%ce%bb%ce%ac%cf%83%ce%bc%ce%b1%cf%84%ce%b1-%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bd%ce%b1%cf%8a%ce%ba%ce%ae%cf%82-%ce%bd%cf%8d%cf%87%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%b9Ξεκουραστήκαμε, πήραμε τις ανάσες μας και είμαστε έτοιμοι να συνεχίσουμε, θέλω να ελπίζω.

Αλλά, σας βλέπω λίγο αποπροσανατολισμένους. Μην μου ανησυχείτε, αυτό είναι καλό σημάδι. Η Αθήνα είναι ζόρικη και δεν δίνεται έτσι εύκολα κι άκοπα – ίσα ίσα, προτού δώσει το πράσινο φως για να μυηθεί ο οποιοσδήποτε το επιθυμεί πραγματικά στα αληθινά και βαθιά μυστικά της, απαιτεί  αυτός ο οποιοσδήποτε να πληρώσει ένα, όχι ευκαταφρόνητο, τίμημα. Και το να αισθάνεσαι λίγο (έως πολύ) χαμένος και σαστισμένος καθώς τριγυρνάς στα νυχτερινά δαιδαλώδη μονοπάτια της, αποτελεί μια πρώτη, μικρή προκαταβολή του τιμήματος αυτού.

Όμως, νομίζω πως έχω μια ιδέα. Λοιπόν, για περάστε μέσα σε αυτό το θεατράκι που αποτελεί το κυρίως κομμάτι της αίθουσας εκδηλώσεων ενός Αθηναϊκού συνοικιακού δημόσιου δημοτικού σχολείου. Καθίστε αναπαυτικά στα καθίσματα του και χαλαρώστε (ναι, το ξέρω ότι δεν είναι ό, τι πιο εντυπωσιακό και βολικό, αλλά… τι περιμένατε κι εσείς; Την ρέπλικα της Σκάλας του Μιλάνου στην Καλλιθέα;). Με βλέπετε όλοι που στέκομαι πάνω στην σκηνή, μπροστά από την κλειστή αυλαία; Ωραία. Αν εντοπίζετε μια υπόνοια τρέμουλου στη φωνή μου, δεν λαθεύετε: είμαι ελαφρώς συγκινημένος. Βλέπετε, στον χώρο αυτό πραγματοποιήθηκε η πρώτη θεατρική παράσταση στην οποία πρωταγωνίστησα στη ζωή μου. Ήμουν 11 χρονών και κάτι κι έπαιξα τον Γεώργιο Καραϊσκάκη κατά το τελευταίο στάδιο του πολυτάραχου κι ηρωικού βίου του. Δεν θα επιμείνω περαιτέρω στα προσωπικά μου – απλώς ήθελα να σας πληροφορήσω εν τάχει περί της ιδιαίτερης σχέσης μου με αυτό το μέρος.

Λοιπόν, θα θυμάστε ότι είχαμε ξεκινήσει τη γνωριμία μας με τα πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας. Σκέφτηκα (το κάνω ενίοτε) πως ίσως θα ήταν πιο ενδιαφέρον, αντί να συνεχίσω να κάνω εγώ τις συστάσεις, να προσκαλέσουμε έναν εκπρόσωπο από κάθε μία από τις εναπομείνασες κατηγορίες των πλασμάτων της Αθηναϊκής νύχτας και να τους αφήσουμε να μας συστηθούν με τον τρόπο τους. Τι λέτε, συμφωνείτε; Ναι, είπατε; Χαίρομαι ιδιαιτέρως διότι, να σας πω την αλήθεια, προσβλέποντας εκ των προτέρων στην συγκατάθεσή σας, είχα αναλάβει το μικρό ρίσκο του να αποστείλω τις σχετικές προσκλήσεις. Έτσι, με χαρά σας ενημερώνω ότι οι πρεσβευτές των πλασμάτων βρίσκονται ήδη στο παρασκήνιο του θεάτρου! Όμως, καθώς αισθάνομαι έναν μικρό εκνευρισμό εκ μέρους τους λόγω της μακράς αναμονής και γνωρίζω πως βιάζονται να επιστρέψουν στον οικείο νυχτερινό τους βιότοπο, θα έλεγα να μην χρονοτριβήσουμε κι άλλο.

Ιδού, λοιπόν, κυρίες και κύριοι, ας ανοίξει η αυλαία και ας δώσουμε το λόγο στα υπέροχα ή και τρομακτικά – μα σίγουρα άκρως ενδιαφέροντα – πλάσματα της Αθηναϊκής νύχτας:

– Οι εναλλακτικοί ταξιτζήδες: Τι κάνετε; Έχουμε συναντηθεί με πολλούς από εσάς, έστω κι αν εσείς μπορεί να μην μας θυμάστε. Σας παίρνουμε κούρσα τις μικρές ώρες, εκεί στο μεταίχμιο μεταξύ διπλής (νυχτερινής) και μονής ταρίφας (καμιά φορά, μπορεί να τύχει να ερμηνεύσουμε κάπως διασταλτικά τους παραπάνω όρους – αλλά, κατανοείτε, ελπίζουμε, ότι είμαστε μεροκαματιάρηδες). Είστε κατάκοποι και τρισευτυχισμένοι ή κατάκοποι και βυθισμένοι στη δυστυχία (δυστυχώς, συχνότερα το δεύτερο). Το έχετε ως δεδομένο ότι θα βάλουμε Blackman ή Sport FM στο ράδιο – ωστόσο εμείς βάζουμε Neutral Milk Hotel ή Pavement ή και Sigur Ros, άμα λάχει, και τότε παρατηρούμε με ελαφρύ μειδίαμα από τον καθρέφτη τα κεραυνοβολημένα από την έκπληξη πρόσωπά σας (μια από τις αγαπημένες ένοχες απολαύσεις μας, ομολογουμένως). Τότε μας πιάνετε διστακτικά την κουβέντα και διαπιστώνετε ότι διαβάζουμε Χαρούκι Μουρακάμι και Κόρμακ ΜακΚάρθι, αγοράζουμε κάθε χρόνο εισιτήριο διαρκείας στις «Νύχτες Πρεμιέρας» και είχαμε παρευρεθεί στη συναυλία των Pixies στο «Ρόδον» το ‘89. Όταν έχουμε φτάσει στον προορισμό σας, παραμένετε για άλλα πέντε λεπτά στο ταξί και συζητάμε (δεν σας χρεώνουμε παραπάνω για αυτά τα πέντε λεπτά, μην ανησυχείτε). Στο 90% των περιπτώσεων, σας αποχαιρετούμε εκλιπαρώντας σας σχεδόν να δείξετε χαρακτήρα και να μην επικοινωνήσετε μαζί της / του. Ξέρουμε ότι δεν θα μας ακούσετε, αλλά σας συμπαθούμε ακόμα περισσότερο γι’ αυτό: είστε άνθρωποι-άνθρωποι, όπως κι εμείς.

– Οι Μαρίνες των βράχων και των λάκκων: Γεια σας, κοινό μας. Γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε στην επαρχία. Για τους συντοπίτες μας ήμασταν πάντοτε οι μουνάρες ή / και οι πουτάνες του χωριού (αναλόγως την περίσταση). Ασφυκτιούσαμε εκεί πέρα κι ανυπομονούσαμε να δραπετεύσουμε. Τελικώς, καταφέραμε και ήρθαμε στην Αθήνα στα 18-19 μας, αφού περάσαμε σε κάποιο ΤΕΙ της συμφοράς (συμφορά για το ΤΕΙ, όχι για εμάς). Θέλαμε να γίνουμε ηθοποιοί, να συγχρωτιστούμε με διασημότητες και να ζήσουμε τη μεγάλη ζωή. Ξεκινήσαμε να δουλεύουμε στην Αθηναϊκή νύχτα και δεν την αποχωριστήκαμε ποτέ κι ας μην έχουμε γίνει ηθοποιοί ούτε και διασημότητες – κι ας μην ζήσαμε τη μεγάλη ζωή. Πίνουμε άπειρες μπόμπες, πάντοτε με παγάκια και ποτέ σκέτες (όπως και στο χωριό) – «on the rocks», όπως έλεγαν παλιά: στους βράχους, δηλαδή. Προσφέρουμε τους εαυτούς μας στο πιάτο, βορά στις διαθέσεις του κάθε επιτηδείου και του κάθε μαλάκα και καταξεσκιζόμαστε, κατατσακιζόμαστε, εξαχνωνόμαστε. Σκάβουμε τους λάκκους μας και πέφτουμε μέσα κατ’ εξακολούθησιν – και παρ’ όλα αυτά ακόμα μπορούμε να χαμογελάμε – κι ένα λακκάκι σχηματίζεται και στα δυο μας μάγουλα όταν το κάνουμε, όπως όταν ήμασταν κοριτσάκια. Και τότε μπορεί η μοίρα να μας χαμογελάσει και να βρούμε εκείνο το καλό παιδί… Το μαύρο και το λευκό είναι τα χρώματά μας και τα εναλλάσσουμε στην γκαρνταρόμπα μας και στη ζωή μας. Γινόμαστε πολύ μελοδραματικές, όμως, κι αισθανόμαστε πως σας ξενερώνουμε. Τι ζητάμε; Με βραχνάδα στη φωνή και με θολούρα στο μάτι και στην ψυχή ζητάμε μια αγκαλιά κι ένα χαμόγελο κι όταν μας τα δίνετε, το εκτιμούμε – το εκτιμούμε κι ας μην το δείχνουμε. Γι’ αυτό, να μας τα δίνετε.

– Οι αινιγματικές τηλεφωνήτριες: Από τις 1 ως τις 5 το πρωί, κάθε βράδυ, σας καλούμε από άγνωστο αριθμό. Απαντάτε – αγουροξυπνημένοι, ξενυχτισμένοι ή μεθυσμένοι – αλλά εμείς παραμένουμε σιωπηλές στις επιτακτικές σας ερωτήσεις περί την ταυτότητά μας κι ύστερα από λίγο σας το κλείνουμε. Όμως μετά από λίγο σας ξανακαλούμε, πάντα από άγνωστο αριθμό. Αν απαντήσετε πάλι, μας ακούτε να σας αραδιάζουμε αριθμούς – στα ελληνικά, στα αγγλικά, στα γαλλικά, στα ρώσικα, στα κινέζικα – με τη μεταλλική μας φωνή (με χροιά που θυμίζει εκείνη της Λένας Πλάτωνος). Συνήθως μας το κλείνετε απηυδισμένοι πριν ακούσετε όλη την ακολουθία των αριθμών. Αν δεν το κάνετε, σας το κλείνουμε εμείς κι ύστερα από λίγα λεπτά, σας καλούμε για τρίτη και τελευταία φορά. Απαντάτε κι αυτό που ακούτε είναι μια απόκοσμα εφιαλτική μελωδία. Αν αντέξετε μέχρι το τέλος χωρίς να μας το κλείσετε, ο τρόμος του διαστρικού κενού θα γεμίσει τις ψυχές σας. Αλλά… αν είστε αρκετά δυνατοί και με νου εξελιγμένο, μια σπίθα μπορεί ν’ ανάψει και τότε θ’ αρχίσετε να καταλαβαίνετε… Να σας πούμε κάτι ακόμα: η έδρα μας είναι στον Υμηττό (θυμηθείτε: «εκεί, ψηλά στον Υμηττό, υπάρχει κάποιο μυστικό») – όχι όμως ακριβώς στον Υμηττό που έχετε κατά νου…

– Οι κοσμοπολίτες φλώροι με τα κασκόλ: Είμαστε καλοβαλμένοι, καλοζωισμένοι και καλοκουβεντιαστές (μιλάμε πολύ και για τα πάντα). Φοράμε σχεδόν μονίμως πουλόβερ και πάντοτε κασκόλ (ανεξαρτήτως εποχής). Περιτριγυριζόμεθα από γυναίκες, αν και οι σεξουαλικές μας προτιμήσεις δεν είναι σαφείς. Δίνουμε την εντύπωση ότι ποτέ δεν έχουμε ασχοληθεί με κανένα σπορ (έχετε, όμως, υπόψη σας ότι ενδέχεται να είμαστε καλοί στο σκάκι, στο μπριτζ ή / και στο γαλλικό μπιλιάρδο) και τα χέρια μας είναι μικρά κι αφράτα σαν μωρού παιδιού. Ψευδίζουμε ανεπαισθήτως και πίνουμε ΜΟΝΟ κόκκινο κρασί (ένα ποτήρι του οποίου είναι ΠΑΝΤΟΤΕ στο χέρι μας). Όλοι γνωρίζουν σκόρπιες λεπτομέρειες για εμάς, αλλά κανείς δεν φαίνεται να έχει την πλήρη εικόνα. Σας πλησιάζουμε και σας πιάνουμε την κουβέντα με ύφος κάπως μπλαζέ και συγκαταβατικό. Ωστόσο μην μας αποπαίρνετε κι ακούστε αυτά που έχουμε να σας πούμε. Έχουμε το χάρισμα να βλέπουμε το φως πίσω από τη σκιά των επερχόμενων γεγονότων και να αφουγκραζόμαστε την ηχώ τους καθώς φτάνει στα ευαίσθητα αυτιά μας από το μέλλον. Ακούστε μας, λοιπόν, προσεκτικά κι όχι προκατειλημμένα και δεν θα χάσετε…

– Τα «παντού» κορίτσια: Τη νύχτα είμαστε παντού. Σε μπαράκια, σε κλαμπάκια, σε ρεμπετάδικα, στα μπουζούκια, σε συναυλίες, στο σινεμά, στο θέατρο, στο γήπεδο, σε λεωφορεία, μετρό, πλοία, τραίνα, αεροπλάνα, παντού,  παντού, παντού. Είμαστε από 16 έως 20 ετών το πολύ. Μιλάμε γρήγορα, πολύ γρήγορα. Είμαστε μικροκαμωμένες κι έχουμε μεγάλα εκφραστικά μάτια. Μας αρέσει να πιάνουμε τα μαλλιά μας κοτσίδα. Είμαστε πάντα με τις 5-6 κολλητές μας και ποτέ μ’ αγόρια. Αν μας προσέξετε και αρχίσετε να μας κοιτάτε, θα σας κοιτάξουμε κι εμείς. Τρεφόμαστε από την προσοχή σας. Όταν έχουμε τραφεί αρκετά, θα αποχωρήσουμε – εντελώς ξαφνικά κι απροειδοποίητα. Αλλά θα μας ξαναδείτε. Και θα μας ξαναδείτε. Ποτέ μην αποπειραθείτε να μας πλησιάσετε – είναι αδύνατον. Ποτέ μην περιμένετε κάτι από εμάς – τα χέρια μας είναι πάντα άδεια. Εσείς απλώς θα μας δίνετε ενέργεια μέσω της προσοχής σας ώστε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε, παντού και πάντα, μιλώντας ακατάπαυστα και χειρονομώντας ανελέητα, και να καλύπτουμε τα κενά της πόλης με ανούσιους θεατρινισμούς και έλλειψη νοήματος – καθρέφτες του τίποτα και του μηδενός.

– Οι θυρωροί: Στεκόμαστε για ώρες όρθιοι έξω από την είσοδο κάπως απόμερων κι ασυνήθιστων, στην όψη και λόγω της γενικότερης αίσθησης που αποπνέουν, κτιρίων (πολυκατοικιών, μονοκατοικιών, γραφείων εταιριών, μαγαζιών ή ακόμα και οικοδομών). Φορούμε πάντοτε μαύρα ή γκρίζα ρούχα. Συνήθως είμαστε γενειοφόροι ή αξύριστοι για πολλές ημέρες. Έχουμε μονίμως ένα παμπάλαιο κινητό τηλέφωνο στο χέρι μας – άλλοτε μιλάμε (άγνωστο σε ποιον ή ποιους), άλλοτε στέλνουμε γραπτά μηνύματα κι άλλοτε παίζουμε παιχνίδια. Αν αναρωτιέστε τι κάνουμε, καλύτερα να σταματήσετε να αναρωτιέστε. Αν μας δείτε στα όνειρά σας, να ανησυχήσετε. Αν θέλετε να γίνετε ένας από εμάς… χα χα χα! Τολμήστε να σκεφτείτε σαν να ήσασταν κάποιοι άλλοι, κάποιοι που δεν θα μπορούσατε να γίνετε ποτέ. Και προεκτείνετε το συλλογισμό σας: πώς θα ήταν η Αθήνα αν εσείς δεν ήσασταν αυτοί που είστε αλλά κάποιοι άλλοι; Αυτές τις άλλες Αθήνες προστατεύουμε από εσάς και, ταυτοχρόνως, από αυτές τις άλλες Αθήνες σας προστατεύουμε.

– Οι λεγεωνάριοι του Τρόμου: Ω, ναι, εμείς είμαστε, μην κάνετε ότι δεν μας γνωρίζετε. Αγκαλιασμένοι από πολύ μικροί από τα μαύρα πλοκάμια του ύστατου Τρόμου και πλήρως εναρμονισμένοι με τα υπόκωφα, επιτακτικά κι ανατριχιαστικά κελεύσματα της ολόμαυρης ψυχής του, ξεχυνόμαστε στους δρόμους για να τρομοκρατήσουμε και να καταστρέψουμε ότι όμορφο και λεπταίσθητο υφίσταται στην πόλη. Στην δεκαετία του ’90, όταν ήμασταν σχετικώς αδύναμοι ακόμα, σας σταματάγαμε στο δρόμο, συνήθως έξω από σταθμούς του ηλεκτρικού ή κοντά σε, ανοιχτά και κλειστά, γήπεδα, και σας ρωτούσαμε τι νούμερο παπούτσι φοράγατε – για να σας το βουτήξουμε μαζί με το μπουφάν σας, τα λεφτά σας κι ό, τι άλλο πολύτιμο φέρατε επάνω σας αλλά και, κυρίως, για να ενσταλάξουμε ταπείνωση και να στεριώσουμε τον απόλυτο φόβο και ένα, ιδανικώς μη αναστρέψιμο, σύμπλεγμα κατωτερότητας στην ψυχή σας. Αργότερα, καθώς αποκτούσαμε όλο και περισσότερη δύναμη, εξελίχθηκαν τα όπλα και οι στόχοι μας. Αρχίσαμε να βγαίνουμε στους δρόμους οργανωμένα, να μαχαιρώνουμε, να καταστρέφουμε, να καίμε, να τρομοκρατούμε μαζικά και να καταλαμβάνουμε κομβικές νησίδες της πόλης βυθίζοντάς τες στο σκοτάδι – το δικό μας σκοτάδι, το πιο σκοτεινό από το μαύρο της δικής σας νύχτας. Πολεμούσαμε και μεταξύ μας που και που – έτσι για το ξεκάρφωμα, αλλά και, απλώς, επειδή γουστάρουμε να το κάνουμε. Κι από εκεί που ήμασταν τελείως περιθωριακοί, είδαμε πολλούς από εσάς να αρχίζετε σταδιακώς να μας ανέχεστε και, ακόμα περισσότερο, να έρχεστε μαζί μας, να εντάσσεστε στις γραμμές μας και να συνδράμετε στους στόχους μας, γεμάτοι μίσος και με μια μαύρη, λιπαρή φλόγα στην καρδιά – κι εμείς αναρριγούσαμε από περηφάνια και ξερνάγαμε περισσότερο φόβο, περισσότερο χάος. Και τώρα είμαστε έτοιμοι για την τελική μας επίθεση, ώστε να πάρουμε το πάνω χέρι και να εντάξουμε την πόλη σας για τα καλά στην Μαύρη Επικράτεια…

– Οι σύγχρονες Καρυάτιδες: Είμαστε όμορφες κι εύθραυστες, πέρα από κάθε δυνατότητα λεκτικής περιγραφής. Πολλοί αμφισβητούν την ύπαρξή μας, ακόμα κι αν μας δουν με τα ίδια τους τα μάτια (ή ίσως ακριβώς γι’ αυτό). Αλλά εμείς απλώς υπάρχουμε και το Σύμπαν δικαιώνεται. Είμαστε ελάχιστες σε αριθμό και η κάθε μία από εμάς είναι πιο πολύτιμη από όλα τα διαμάντια του κόσμου. Η ομορφιά μας δεν είναι για τα θνητά μάτια, δεν είναι για τον κόσμο αυτό και αυτό δεν πονάει μόνο εσάς, πιστέψτε μας – μας κάνει κι εμάς να υποφέρουμε όσο δεν φαντάζεστε. Η υπερέκθεση μας καταβάλει και γι’ αυτό αποφεύγουμε όσο μπορούμε τον πολύ κόσμο και προτιμούμε να εμφανιζόμαστε σποραδικώς και μόνο σε μικρούς κύκλους ανθρώπων. Αγαπάμε αυτήν την πόλη πάρα πολύ. Όπου και όταν μας βλέπετε, προσπαθείτε να μας κατανοήσετε, να μας συναισθανθείτε και να μας συμπονέσετε – είμαστε σαν κι εσάς, με μία διαφορά μόνο: τα θεϊκά μας κορμιά – ευλογία μαζί και κατάρα. Αγκαλιάστε μας με τον νου και την ψυχή σας και ποιός ξέρει – ίσως μια μέρα αφεθούμε στα χέρια σας…

… Η αυλαία τώρα ας κλείσει, τα φώτα ας σβήσουν κι ας αποχωρήσουμε σιγά σιγά από το θέατρο, αφού πρώτα ευχαριστήσουμε τους πρεσβευτές των πλασμάτων της Αθηναϊκής νύχτας και τους επιτρέψουμε να χαθούν μέσα στο σκοτάδι.

«Και τώρα τι έχει σειρά;», σας ακούω να ρωτάτε.

«Μιάου!»

Ποιός νιαουρίζει;

6. Οι γάτες των Αθηνών

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%ce%bf%ce%b9-%ce%b3%ce%ac%cf%84%ce%b5%cf%82-%cf%84%cf%89%ce%bd-%ce%b1%ce%b8%ce%b7%ce%bd%cf%8e%ce%bdΑκούω ένα νιαούρισμα και κάτι με τραβάει, θα έλεγα με τρόπο τελεσίδικο, να ανακαλύψω την πηγή του…

Ξέρετε, μπορεί να είναι στοιχειωδώς εύκολο να απαντηθεί σωστά η περίφημη ερώτηση: «τι κάνει νιάου νιάου στα κεραμίδια» αλλά άντε δοκιμάστε να εντοπίσετε το πλάσμα που παράγει τον τόσο χαρακτηριστικό αυτόν ήχο, ώστε να το δείτε με τα ίδια σας τα μάτια (πόσο μάλλον να το πιάσετε). Όχι, ακούστε, δεν πρέπει να τρέφετε ψευδαισθήσεις: τα συγκεκριμένα πλάσματα είναι πολύ εκλεκτικά κι ασύλληπτα ικανά, με βάση τα δικά μας ανθρώπινα και δη Αθηναϊκά πρότυπα, για να επιτρέψουν στους ατσούμπαλους, φωνακλάδες και υπερφίαλους συγκατοίκους τους στην πόλη να τους επιβάλλουν τους όρους των μεταξύ των αλληλεπιδράσεων.

Οι γάτες, σε περίπτωση που κάποιος από εσάς δεν κατάλαβε ακόμα περί ποίων πλασμάτων ομιλούμε* , κρατούν τα όργανα και παίζουν τη μουσική και τα τραγούδια που αυτές γουστάρουν τα βράδια στην πόλη κι, από εκεί και πέρα, εναπόκειται σ’ εμάς το αν θα τραγουδήσουμε τα τραγούδια τους ή αν θα χορέψουμε στο ρυθμό που εκείνες υπαγορεύουν ή αν όχι. Παραγγελιές δεν γίνονται δεκτές (και πολύ καλώς) από αυτήν την ορχήστρα. Ή, αν προτιμάτε, οι γάτες έχουν το καρπούζι και το μαχαίρι και εξαρτάται αποκλειστικώς από αυτές αν θα μας δώσουν να φάμε αφράτη και γλυκιά σάρκα, σκέτα σπόρια ή… και καμιά μαχαιριά (στην τελευταία περίπτωση, ας προσέχαμε – αν δεν νογάμε εμείς, όπως λέει ο λαός, δε μας φταίνε σε τίποτα οι αιλουροειδείς σύντροφοί μας).

Αλλά τώρα σας έχω αφήσει λίγο πίσω και σας στέλνω ανταπόκριση από απόσταση ασφαλείας γιατί, ξέρετε, οι γάτες της πόλης δύσκολα κάνουν χωριό με περισσότερους του ενός εκπροσώπους του είδους μας. Αυτή τη στιγμή ακολουθώ μια λευκή, φουντωτή ουρά, βαδίζοντας με μαλακά βήματα και με μια χαλαρή ένταση, προσπαθώντας να ισορροπήσω μεταξύ του στόχου μου να μην την χάσω από τα μάτια μου και της ανάγκης μου να μην γίνω αντιληπτός. Μάταιος κόπος: η φουντωτή ουρά, μαζί με το σώμα και το κεφάλι που αποτελούν συνέχειά της ακινητοποιούνται ακαριαίως λες και βρήκαν τοίχο, συσπειρώνονται με το γνωστό γατίσιο τρόπο (τα άκρα τεντώνονται, ο κορμός καμπυλώνεται προς τα πάνω κι όλο το τρίχωμα, μαζί με τα μουστάκια, σηκώνεται κάγκελο), στρέφονται για κλάσματα δευτερολέπτου προς το μέρος μου κι ύστερα (αναποφεύκτως) χώνονται κάτω από το πλησιέστερο παρκαρισμένο αυτοκίνητο με ταχύτητα εφάμιλλη του Μπιπ-Μπιπ [ξέρετε τώρα, εκείνο το φτερωτό ζωάκι με την υπερφυσική ταχύτητα που αποτελούσε τον διακαή και μονίμως (και λίγο εκνευριστικά) ανεκπλήρωτο πόθο του Γουίλλυ Κογιότ στη γνωστή σειρά καρτούν της Looney Tunes]. Η επιχείρηση παρακολούθησης απέτυχε παταγωδώς και άδοξα συνάμα – αλλά, τί περίμενα, στ’ αλήθεια;

Όμως δεν πειράζει, γιατί τώρα βρίσκομαι σ’ εκείνη την, κάπως δύσκολη να την βρεις ακόμα κι αν την έχεις επισκεφθεί πολλές φορές, πλατεΐτσα, κάπου μεταξύ των περιοχών της Γούβας και του Υμηττού, έχω καθίσει σ’ ένα παγκάκι και είμαι διατεθειμένος να περιμένω για όσην ώρα χρειαστεί μέχρι να εμφανιστούν οι γάτες… Νάτες, κατέφθασαν! Στην αρχή προβαίνουν σε αναγνωριστικές μίνι-επιχειρήσεις ώστε να διαπιστώσουν με τι φρούτο έχουν να κάνουν: πικρό, ξινό, γλυκό, δηλητηριώδες, σάπιο, ξέμπαρκο, μυρωδάτο… Φρονώ ότι μόλις εξακρίβωσαν ότι η παρουσία μου δεν εγκυμονεί άμεσο κίνδυνο ή ενόχληση γι’ αυτές… Τώρα πια είναι ήδη περασμένα μεσάνυχτα. Το σουβλατζίδικο στην απέναντι γωνιά έχει πλέον κλείσει και η νύχτα έχει προχωρήσει καταπίνοντας  τους, έτσι κι αλλιώς, λιγοστούς διαβάτες και περιοίκους. Τώρα τα αιλουροειδή της γειτονιάς εμφανίζονται σε όλο και μεγαλύτερους αριθμούς, καταλαμβάνοντας στρατηγικά σημεία κατά μήκος και κατά πλάτος της πλατείας και περιμένοντας να αξιολογήσουν τις επόμενες κινήσεις μου με μια αυστηρή (ελβετικού τύπου, θα έλεγε κανείς – εξάλλου η σχεδόν ομώνυμη γειτονιά, της Νέας Ελβετίας, δεν απέχει και πολύ) ουδετερότητα. Εδώ – δεν υπάρχει λόγος να μην το πούμε ξεκάθαρα – πρόκειται περί ενός αληθινού τεστ – και τα μόνα αληθινά τεστ είναι αυτά που διέπονται από την απόλυτη αμεροληψία και σκληρότητα της Φύσης και αυτά για τα οποία κριτής δεν είναι καμία «επιτροπή σοφών» ή καμία «αυθεντία» αλλά το τελικό αποτέλεσμα και μόνο αυτό.

Κι εγώ, που εκ φύσεως λατρεύω τα τεστ και με διεγείρουν οι προκλήσεις που αυτά συνεπάγονται (πρωτίστως) και οι καρποί που θα γευτώ αν τα περάσω με επιτυχία (δευτερευόντως) σηκώνομαι κι αρχίζω να βαδίζω πολύ προσεκτικά και με συγκεκριμένο τρόπο (όχι σε ευθεία, αλλά είτε τοξοειδώς είτε ζιγκ ζαγκ και, καμιά φορά, πισωγυρίζοντας και λίγο) ανάμεσά στις παρατεταγμένες γάτες. Γνωρίζω ότι αυτή είναι η πρώτη φάση της δοκιμασίας: αναγνώριση της σημασίας της διάταξης των γατών στο χώρο και εκτέλεση χορογραφίας στοιχειώδους γατο-συνάφειας. Πρέπει να την πέρασα επιτυχώς, καθώς όταν η χορογραφία με φέρνει στο κέντρο της πλατείας αβέβαιο ως προς τα επόμενα μου βήματα, μία μαύρη λυγερόκορμη γάτα (που σημαίνει: εξαιρετικά λυγερόκορμη ακόμα και για τα κριτήρια των γατών), με καταφανώς ηγετικό αέρα, μετακινείται από τη θέση της κι αρχίζει να βαδίζει νωχελικά προς ένα από τα ημιφωτισμένα σοκάκια που ξεκινούν από την πλατεΐτσα, γυρνώντας το κεφάλι της και ρίχνοντάς μου που και που ματιές πίσω από τα ατίθασα μουστάκια της. Είναι αναμφιβόλως σήμα προς εμένα να την ακολουθήσω.

Την ακολουθώ. Φτάνοντας σε μια διασταύρωση, εκείνη με ένα απότομο σάλτο πηδά πάνω σε έναν κλειστό πράσινο κάδο απορριμμάτων, όπου και κάθεται στα δυο της πόδια και με κοιτά σαν να μου λέει με τρόπο που δεν σηκώνει αντίλογο: «ως εδώ είναι η συνοδεία μου κι ούτε εκατοστό παραπέρα». Εντωμεταξύ, όλη αυτήν την ώρα πολλές γάτες έχουν εμφανιστεί από το πουθενά (κυριολεκτικώς;) και με περιτριγυρίζουν. Είναι η ώρα για τη δεύτερη δοκιμασία: έμπρακτη απόδειξη των φιλικών μου διαθέσεων. Βγάζω από την τσέπη μου την κονσέρβα με την γατοτροφή (έχω επιλέξει την εκλεκτότερη και, βεβαίως, ακριβότερη), την ανοίγω και εναποθέτω το περιεχόμενό της σε ένα άδειο πήλινο πιατάκι (μα την αλήθεια, πώς βρέθηκε εκεί;) πεταμένο δίπλα από τον προαναφερθέντα κάδο. Χωρίς να χάσουν χρόνο, οι γάτες σπεύδουν να ξανα-αδειάσουν το πιατάκι γεμίζοντας τα στομάχια τους (η Φύση απεχθάνεται τα κενά). Το κάνουν εν ριπή οφθαλμού. Ύστερα ρίχνουν μια γρήγορη ματιά στον ευεργέτη τους και σκορπίζουν στα γύρω στενά. Έχω μόλις περάσει επιτυχώς και τη δεύτερη δοκιμασία.
Τώρα ξέρω ότι έχω μια πορεία να ακολουθήσω. Δεν την γνωρίζω εκ των προτέρων, αλλά μου αποκαλύπτεται βήμα βήμα. Οδηγοί μου το ένστικτό μου, που φαντάζει οξυμένο την ώρα τούτη, και οι τριχωτές, μυστακοφόρες και, παρ’ όλα αυτά, σέξυ φιλενάδες μου. Καθώς στέκουν ως οδόσημα της διαδρομής μου, πάνω σε ουρανούς αυτοκινήτων, σε περβάζια έξω από κλειστά παράθυρα με γρίλιες, δίπλα σε παλιούς στύλους της ΔΕΗ, έξω από περίεργα απόκοσμα παιδικές χαρές (με επιγραφές όπως η ακόλουθη, που είναι λες και οι ίδιες οι γάτες έδωσαν παραγγελία να ετοιμαστούν και να αναρτηθούν: «Απαγορεύονται οι σκύλοι και οι μπάλες»), σε τυφλά σημεία ή σε εσωτερικές αυλές, πάνω σε καπάκια υπονόμων κι εκτελώντας ασύλληπτα εναέρια κι επίγεια ακροβατικά, νομίζω ότι τις ακούω να μου λένε με τον τρόπο τους πράγματα που αν έμπαιναν σε λόγια (που δεν μπαίνουν, αλλά τέλος πάντων) θα ακούγονταν κάπως έτσι: «Άνθρωπε, θες να γίνεις ένας από εμάς; Θέλεις να γίνεις Φύλακας και Αγγελιοφόρος της πόλης μας και του κόσμου μας; Θες να μάθεις πως γίνεται να κρύβεσαι στα φανερά και να φανερώνεσαι χωρίς κανένας να σε βλέπει; Θέλεις να μάθεις πως μπορείς να σαγηνεύεις και να παραπλανείς τους πάντες και πως να δημιουργείς κόσμους μέσα σε κόσμους; Θέλεις να απελευθερωθείς μια και καλή από τα δεσμά της μονομέρειας και των μονόδρομων και να μεθύσεις με το μαγικό ποτό των άπειρων επιλογών; Απόδειξέ το! Εμείς είμαστε οι εκπρόσωποι των δυνάμεων της Ζωής, των μόνων που είναι αληθινά φιλικές προς εσένα και το είδος σου. Η πρόσκληση / πρόκλησή μας προς εσένα, λοιπόν, είναι: Γίνε ένας από εμάς στην πράξη!».

Η τρίτη και τελευταία (γι’ αυτό το βράδυ, τουλάχιστον) δοκιμασία με περιμένει στην πίσω αυλή ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού, όπου δεσπόζει ένα μαρμάρινο κατασκεύασμα που μοιάζει με βωμό. Εδώ καταλήγει η περιπλάνησή μου. Μια καφετιά, μια σταχτιά και μια μουσταρδί γάτα πηδούν, μία προς μία, πίσω από εκείνη την πλευρά του «βωμού» προς την οποία δεν έχω ορατότητα κι εξαφανίζονται… μόνο και μόνο για να εμφανιστούν λίγο αργότερα από τα σκοτάδια πίσω από την απέναντι και από πίσω μου γωνία του παλιού σπιτιού, κάτι που, φυσικά, εκ πρώτης όψεως (κι όχι μόνο) φαίνεται αδύνατο. Προσπαθώ να τις μιμηθώ. Πηδάω μία φορά πίσω από τον βωμό, κατά το παράδειγμά τους. Τίποτα δεν συμβαίνει. Δεύτερη φορά. Και πάλι μηδέν εις το πηλίκον. Τρίτη φορά… ένα όραμα περνάει σαν αστραπή, διάρκειας νανοδευτερολέπτων, μπροστά από τα μάτια μου: μια πελώρια φωτιά να καίει πάνω στο βωμό και ολόγυρα χιλιάδες γάτες να παρακολουθούν την ιεροτελεστία… Τα όραμα σβήνει κι εγώ βρίσκομαι απλώς από την άλλη πλευρά του βωμού, όπως και τις δυο προηγούμενες φορές. Η ενέργεια και ο ενθουσιασμός που με πλημμύριζαν μέχρι προ ολίγου έχουν τώρα στερέψει. Συμπέρασμα: έφτασα κοντά, αλλά ακόμα δεν είμαι έτοιμος για να περάσω την τρίτη δοκιμασία. Ποιος ξέρει – ίσως το κάνω στα όνειρά μου απόψε…
…Καθώς αποχωρώ από την περιοχή βαδίζοντας σκεφτικός και με ένα περίεργο μείγμα απογοήτευσης και ικανοποίησης στην ψυχή μου, οι στίχοι από ένα παλιό τραγούδι παίζουν στο πικάπ του μυαλού μου (και, κατά τα φαινόμενα, έχει κολλήσει η βελόνα): «There ain’t no love in the heart of the city, there ain’t no love in the heart of the town»**. Μετά την πολλοστή επανάληψη, δεν μπορώ παρά να μονολογήσω μεγαλόφωνα: «Μπορεί να μην υπάρχει αγάπη στην καρδιά της πόλης, αλλά, ανάθεμά με, σίγουρα υπάρχουν πάρα μα πάρα πολλές γάτες»…

Ειλικρινώς δεν ξέρω πως σας φάνηκε η παραπάνω ανταπόκριση, φίλες και φίλοι συνοδοιπόροι. Πάντως, την επόμενη φορά που θ’ ακούσετε κάποιον να αναφέρεται περιφρονητικά και με μια κάποια αηδία και σιχαμάρα στο πρόσωπο στις «αδέσποτες» γάτες της πόλης, στηλιτεύοντας τες ως «μια ακόμα έκφανση της απαξίωσης του δημόσιου χώρου», σας συνιστώ να αναλογιστείτε:

–    Τι υποδηλώνει ο όρος «αδέσποτος» ετυμολογικά; Κάτι αρνητικό; Ή μήπως κάτι (που θα έπρεπε να είναι) αυτονόητο για κάθε μορφή ζωής σ’ αυτόν τον πλανήτη;
–    Πόσο «αδέσποτος» (συνειδητώς ή ασυνειδήτως) είναι στ’ αλήθεια ο φορέας της άποψης αυτής;
–    Πότε ήταν η τελευταία φορά που είδατε, αντιστοίχως, α) μια γάτα, και β) έναν άνθρωπο να προβαίνουν σε κάποια πράξη «απαξίωσης του δημοσίου χώρου», σύμφωνα με τ’ ανθρώπινα κριτήρια;

Μη βιαστείτε ν’ απαντήσετε στα παραπάνω ερωτήματα αν σας φαίνονται πολύπλοκα (κατά τη γνώμη μου, μόνο αυτό δεν είναι). Εξάλλου, αντί αυτών, μπορείτε να διερωτηθείτε το εξής, απλούστερο κι αινιγματικότερο: είναι η περιέργεια που σκοτώνει τη γάτα, ή μήπως η έλλειψη (γατο-)περιέργειας που σκοτώνει τον άνθρωπο;

………….

*
Μην γελάτε, ποτέ δεν ξέρετε – η συνωμοσιολαγνεία, η αφασία κι η παράνοια έχουν φτάσει σε τέτοιο γενικευμένο επίπεδο ώστε μπορεί να υπάρχουν και κάποιοι που να πιστεύουν ότι νιάου νιάου στα κεραμίδια κάνουν ειδικά εκπαιδευμένοι πράκτορες των «εχθρών» μας (το ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι «εχθροί» επαφίεται στον, «πατριωτικό» ή «επαναστατικό» αλλά κατά κανόνα μη ανταποκρινόμενο στην πραγματικότητα, οίστρο των φορέων της άποψης αυτής) για να μας παραπλανήσουν ή τίποτα τσαλαπετεινοί ή, ακόμα ακόμα, επίλεκτοι κομάντο κεραμοποιοί που σκαρφαλώνουν στις λιγοστές κεραμοσκεπές της πόλης τα βράδια κι αφού καμουφλάρονται, αρχίζουν να νιαουρίζουν μετά μανίας, έτσι ώστε να διαφημίσουν (εμμέσως κι ύπουλα) τα προϊόντα ή / και τις υπηρεσίες τους (ομολογουμένως, στη σύγχρονη Αθήνα ο ανταγωνισμός για τη συμπαθή επαγγελματική τάξη είναι απηνής…)

**

7. Τριγυρνώντας – μέρος πρώτο: το πάρτι

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b3%cf%85%cf%81%ce%bd%cf%8e%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%80%cf%81%cf%8e%cf%84%ce%bf-%cf%84%ce%bfΛοιπόν, για μαζευτείτε τώρα λίγο εδώ κοντά μου, αν θέλετε, φίλες και φίλοι.

Ναι, εδώ είναι πράγματι ένα ωραίο σημείο για να σας αφηγηθώ την ιστορία που έχω κατά νου.

(Δηλαδή, όχι απλώς ωραίο – η τοποθεσία είναι εκπληκτική. Ταυτόχρονη θέα σε Ακρόπολη, Φιλοπάππου και Λυκαβηττό, και μάλιστα από το επίπεδο του δρόμου κι όχι από τίποτα μπαλκόνια ή ταράτσες, δεν την πετυχαίνεις και οπουδήποτε στην πυκνότατα και χαοτικά ρυμοτομημένη πόλη μας).

Η ιστορία που θα σας διηγηθώ αφορά την περιπλάνηση του υποφαινόμενου (σε ρόλο άλλοτε ενεργού συμμετόχου κι άλλοτε παθητικού παρατηρητή) στα αλλόκοτα τοπία της Αθηναϊκής νύχτας, ένα Σαββατόβραδο πριν κάμποσα χρόνια.

Αφετηρία της ιστορίας μας η γεωγραφική κι ιστορική καρδιά της πόλης, η πλατεία Συντάγματος και πιο συγκεκριμένα το, πιθανότατα, πιο δημοφιλές σημείο συνάντησης των Αθηναίων στα τέλη του 20ου και στις αρχές του 21ου αιώνα, ήτοι το υποκατάστημα της πασίγνωστης πολυεθνικής αλυσίδας ταχείας εστίασης που βρίσκεται στη δυτική πλευρά της πλατείας. Εκεί βρέθηκα με μια φίλη μου εκείνο το χειμωνιάτικο Σαββατόβραδο και, μιας και είχαμε καιρό να τα πούμε, αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό κι ίσως και για ένα ποτό αργότερα, ώστε να ανταλλάξουμε τα νέα μας με την άνεσή μας.

Αφού περιπλανηθήκαμε για λίγη ώρα στην οδό Ερμού και στους πέριξ αυτής δρόμους, καταλήξαμε σε ένα μικρό αλλά συμπαθητικό και με ζεστή ατμόσφαιρα εστιατόριο στις παρυφές της Πλάκας. Απολαμβάναμε τα κάπως τολμηρά πιάτα του μάγειρα (του οποίου η φιλοσοφία βασιζόταν στο δημιουργικό κι ελαφρώς παιχνιδιάρικο πάντρεμα της μεσογειακής κι απωανατολίτικης κουζίνας) συνοδεία ενός εξαιρετικού μπουκαλιού από Ασύρτικο Σαντορινιό κρασί, όταν αίφνης (για την ακρίβεια, χωρίς καν να έχω σκεφτεί προηγουμένως αυτό που επρόκειτο να πω) ανεφώνησα: «Αγαπητή μου, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο θα ήθελα να σε συνοδέψω απόψε σε πριβέ πάρτι της υψηλής κοινωνίας».

«Μα, τι ενδιαφέρουσα σύμπτωση αγαπητέ μου! Μια γνωστή του πολύ καλού μου φίλου Χ. μετακομίζει από το Κολωνάκι στην Κηφισιά και διοργανώνει απόψε αποχαιρετιστήριο πάρτι στην παλιά, και μάλλον πλέον εντελώς άδεια από έπιπλα, οικία της. Για περίμενε να καλέσω τον Χ. ένα λεπτό…»

Κάπως έτσι, δύο ώρες αργότερα η αφεντιά μου, η φίλη μου, ο φίλος της ο Χ. και ο φίλος του Χ., ο Ψ., εισερχόμασταν σε ένα άδειο από έπιπλα, μα φίσκα από ανθρώπους, ευρύχωρο διαμέρισμα στο Κολωνάκι, κάπου κοντά στο νοσοκομείο του Ευαγγελισμού. Τώρα, βεβαίως, το κατά πόσο το σκηνικό που αντίκρισα ανταποκρινόταν στην εικόνα περί «πριβέ πάρτι υψηλής κοινωνίας» που είχα στο μυαλό μου προ της αφίξεώς μας είναι ένα άλλο ζήτημα, ήσσονος, ούτως ή άλλως, σημασίας.

Η παρέα μου ήταν αναμφιβόλως πολύ ευχάριστη, ωστόσο εγώ αφού πέρασε λίγη ώρα ένιωσα την ανάγκη να απομακρυνθώ για λίγο από κοντά τους και ν’ αναμειχθώ με τον άγνωστό μου κόσμο. Προφασιζόμενος, λοιπόν, μια δήθεν ξαφνική ανάγκη που ένιωσα να πιω χυμό ανανά, άφησα τους φίλους μου και εξόρμησα προς την κουζίνα – επιχείρηση διόλου ευκαταφρόνητη, καθώς μου πήρε 20 ολόκληρα λεπτά να την ολοκληρώσω.

Στην κουζίνα ο κόσμος ήταν, κατά έναν απροσδιόριστο τρόπο, αρκετά ενδιαφέρων. Η προσοχή μου εστιάστηκε ιδιαιτέρως σε ένα νεαρό ζευγάρι που έμοιαζε λες κι είχε μόλις τηλεμεταφερθεί από το Γουίλλιαμσμπεργκ του Μπρούκλυν ή, έστω, από το Κρόυτσμπεργκ του Βερολίνου. Το αγόρι, που φαινόταν πως ήταν το πολύ 20 ετών, ήταν ψηλό και πολύ αδύνατο, φορούσε ένα γκρίζο πλεχτό μάλλινο πουλόβερ, τρία τουλάχιστον νούμερα μεγαλύτερο, και το (όμορφο, ομολογουμένως) πρόσωπό του ήταν αρκετά μακρύστενο και καλυπτόταν κατά το ένα τρίτο από ένα ανέμελο τσουλούφι. Το κεφάλι του ήταν γερμένο προς τα αριστερά και τα χείλη του ήταν ελαφρώς ανοιχτά σε μόνιμη βάση. Και σκασμένα, ναι, σκασμένα. Το κορίτσι, τώρα… α, το κορίτσι! Πιθανόν λίγο μεγαλύτερο σε ηλικία από το αγόρι, μαλλιά καστανόξανθα πιασμένα σε αλογοουρά, πρόσωπο με μεγάλα, υγρά, εκφραστικά μάτια που ακόμα κι ένας Ρέμπραντ, ένας Φέρμεερ, ένας Ρούμπενς θα αισθάνονταν λίγοι για να το απαθανατίσουν, κολλητή μπλούζα με οριζόντιες μαύρες και λευκές ρίγες, μίνι φούστα της οποίας το χρώμα έμοιαζε να αλλάζει με τρόπο σχεδόν μαγικό καθώς ανταποκρινόταν στις αλλαγές του φωτισμού, καλσόν τύπου «ονειροπαγίδα» και γκρίζα μποτίνια… Απορροφήθηκα τόσο πολύ χαζεύοντάς τους (και ιδίως το κορίτσι, ας μην κρυβόμαστε) ώστε παρά τρίχα δεν συγκρούστηκα μετωπικά με την πόρτα του ψυγείου (μάρκας «ΙΖΟΛΑ», παρακαλώ).

Εντός του ψυγείου δεν υπήρχε χυμός ανανά, ωστόσο υπήρχε βυσσινάδα. Έχοντας την τύχη να έχω στην κατοχή μου ένα από τα ελάχιστα πλαστικά ποτήρια που κυκλοφορούσαν στο πάρτι δίχως να έχουν μετατραπεί σε αυτοσχέδια σταχτοδοχεία (βασικός κανόνας σε αυτού του είδους τα Αθηναϊκά πάρτι είναι: φύλαξε το πλαστικό σου ποτήρι ως κόρη οφθαλμού), το γέμισα κι έκλεισα την βαριά πόρτα του ψυγείου μόνο και μόνο για να αντικρίσω τα πρόσωπα του ζευγαριού που μόλις σας περιέγραψα να με περιεργάζονται από απόσταση αναπνοής.

«Είσαι φίλος της Δ.;», με ρώτησε ουδέτερα το αγόρι (η Δ. ήταν η οικοδέσποινα του πάρτι).

«Εεε… ναι», αποκρίθηκα διστακτικά εγώ.

«Η Τερέζα από εδώ», είπε δείχνοντας με μια μάλλον άχαρη κίνηση το κορίτσι δίπλα του, «λέει πως σε έχει δει κάπου…» – και πριν καλά καλά ολοκληρώσει τη φράση του μας είχε ήδη γυρίσει την πλάτη και κατευθυνόταν προς το σαλόνι.

Έπιασα να μιλάω με την Τερέζα, λοιπόν. Δεν ήταν και πολύ εύκολο να την παρακολουθήσω, καθώς η ένταση της φωνής της ήταν μόλις ένα κλικ πάνω από το κατώφλι που χωρίζει τους υπόηχους από τις εύληπτες για το ανθρώπινο αυτί συχνότητες. Τέλος πάντων, ο διάλογος μας ξεκίνησε με την Τερέζα να ισχυρίζεται ότι σπουδάζαμε κάποτε ισπανικά στο ίδιο φροντιστήριο (ισχυρισμός που, κατά τα φαινόμενα, ουδόλως έστεκε) – γρήγορα όμως απώλεσε κάθε πρόσχημα συνοχής και εξόκειλε σε μια συνειρμική-σουρεαλιστική ανταλλαγή κοφτών φράσεων. Μου είναι αδύνατον να ανακαλέσω έστω κι εν μέρει το περιεχόμενο αυτών των φράσεων, ωστόσο είχα την εντύπωση ότι με τον τρόπο της η Τερέζα με ψιλο-κόρταρε (δεν παίρνω κι όρκο, πάντως).

Τελικώς, κάποια στιγμή η Τερέζα με ρώτησε: «Πάμε να βρούμε τον Λου;».

«Λου λένε τον φίλο σου;!; Ενδιαφέρον…».

«Ορέστης είναι το όνομα του, αλλά τον φωνάζουμε Λου επειδή έχει κόλλημα με τον Λου Ρηντ…».

«Α, μάλιστα… Ναι, αμέ, πάμε».

Η Τερέζα κινείτο με απίστευτη χάρη ανάμεσα στα αναρίθμητα στίφη των παρευρισκομένων – έτσι από ένα σημείο κι έπειτα την έχασα και αφέθηκα στην εσωτερική πυξίδα της διαίσθησής μου για να την εντοπίσω. Τελικώς η πυξίδα μου γι’ άλλη μια φορά μ’ έβγαλε ασπροπρόσωπο κι έτσι την βρήκα στην άκρη του μπαλκονιού παρέα με τον Ορέστη-Λου κι έναν ακόμη μαυροντυμένο και μαυριδερό (όλα μαύρα έμοιαζαν να είναι πάνω του…) τύπο. Τη στιγμή που τους βρήκα, ο τελευταίος ανακοίνωνε: «Θα παίξει πολύ δυνατό κομμάτι τώρα». Δευτερόλεπτα μετά, οι πρώτες νότες από το παρακάτω κομμάτι ξεπρόβαλαν δειλά δειλά από τα ηχεία στο εσωτερικό του διαμερίσματος:

Τα αμέσως επόμενα δευτερόλεπτα συνέβησαν, με αστραπιαίο ρυθμό, τα ακόλουθα:
– Μια άλικη λάμψη εμφανίστηκε στιγμιαία στα νότια-νοτιοανατολικά του ορίζοντα,
– Ένα απόκοσμο ουρλιαχτό ακούστηκε κάπου από την άλλη μεριά του δρόμου,
– Μια γλάστρα, προερχόμενη από κάποιο από τα από πάνω μπαλκόνια (το διαμέρισμα του πάρτι βρισκόταν στον δεύτερο όροφο), έπεσε και διαλύθηκε στο πεζοδρόμιο (κι όχι, ευτυχώς, στο κεφάλι κάποιου άτυχου διερχομένου), σκορπίζοντας καστανόχωμα σε ακτίνα αρκετών μέτρων,
– Είδα από ψηλά τη φίλη μου μαζί με τον Χ. να βρίσκονται στο οδόστρωμα και να κοιτάζουν απορημένοι προς τα πάνω. Ο Χ. κρατούσε στα χέρια του τον Ψ., ο οποίος χαμογελούσε μακαρίως κι είχε ανοιχτά τα χέρια του ενώ το σώμα του σχημάτιζε γωνία 45 μοιρών με το έδαφος,
– Δίπλα μου, η Τερέζα ζούληξε, με χέρι-αρπάγη, τα μάγουλα του Ορέστη-Λου κι ύστερα άρχισε να τον φιλάει με όσο πάθος φαινόταν να διαθέτει στα σώψυχά της – τον φιλούσε λες κι ο κόσμος επρόκειτο να καταστραφεί από στιγμή σε στιγμή,
– Ο μαυριδερός και μαυροντυμένος τύπος με πλησίασε και μου ψιθύρισε στο αυτί: «Γουστάρει ρε το πορνίδιο, εγώ του τα λέω του ζάβλακα αλλά δεν μ’ ακούει…». Πριν προλάβω καν να τον αγριοκοιτάξω (ε, όχι και να μου προσβάλει έτσι την Τερέζα!) είχε ξεγλιστρήσει σαν ερπετό κι είχε χαθεί ανάμεσα στο πλήθος…

…Το οποίο πλήθος τώρα αλάλαζε ξέφρενα – προφανώς ήταν άκρως ενθουσιασμένο με όσα διεμείβοντο τριγύρω του. Ξαφνικά αισθάνθηκα πολύ άβολα κι ένιωσα ότι ήταν ώρα να την κοπανήσω από εκεί. Εξάλλου η φίλη μου με τον Χ. και τον Ψ. φαίνονταν να χρειάζονται τη βοήθειά μου. Σπρώχνοντας κι αγκομαχώντας βρέθηκα και πάλι μέσα στο διαμέρισμα. Καθώς πάσχιζα να αποφύγω διάφορες ενοχλητικές φάτσες που απρόσκλητες εισέβαλαν στο περιορισμένο οπτικό μου πεδίο, βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο με μια ψηλή κοπέλα που φορούσε ένα ζευγάρι πολύ περίεργα γυαλιά. Πριν προλάβω να καταλάβω τι συνέβαινε, με άρπαξε στα καλά του καθουμένου (που λέει ο λόγος) και από τα δύο χέρια και μ’ έφερε μια γυροβολιά (ξέχασα να σας πω ότι η μουσική είχε αλλάξει κι ότι τώρα ακουγόταν ένα, μάλλον αδιάφορο, χορευτικό κομμάτι).

Αυτό ήταν και το πρώτο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.

Με τα πολλά, κατάφερα να εξέλθω του παλαβά γιορτινού διαμερίσματος. Δεν μου έκανε καρδιά να καλέσω το ασανσέρ κι έτσι πήρα να κατηφορίζω τις σκάλες. Και στο κεφαλόσκαλο του πρώτου ορόφου πετυχαίνω μια κοπέλα καθισμένη χάμω οκλαδόν να αγναντεύει το κενό.

Κοντοστάθηκα και την ρώτησα: «Μα καλά, τι κάνεις εσύ εδώ;»

«Τους βαρέθηκα όλους, ρε φίλε… Και, ξέρεις, έχω κάθε δικαίωμα να το κάνω…».

«Α, μπα, πώς έτσι;», απάντησα εγώ, μάλλον λίγο αγενώς.

«Μα εγώ είμαι η διοργανώτρια του πάρτι…! Άρα, άμα θέλω, φωτιά του βάζω και το καίω! Εξάλλου, το έχω ήδη αδειάσει το σπίτι…».

«Μμμμάλιστα… Όχι, κοίταξε να δεις, ένα δίκιο το έχεις… Όμως, να σου πω, αντί να κλαις τη μοίρα σου, μήπως θες να έρθεις μαζί μου;»

«Να έρθω μαζί σου; Πού; Κι έτσι απλά να παρατήσω το πάρτι μου;»

«Άστο μωρέ το πάρτι! Μοιραία κάποια στιγμή θα αυτοδιαλυθεί!»

«Μα με τι περίεργο τρόπο που εκφράζεσαι! Άκου εκεί, θα αυτοδιαλυθεί! Χαχαχα!»

«Ωραία, σ’ έκανα και γέλασες. Θα έρθεις τώρα;»

«Ε; Καλά, άντε πάμε…»

Βγήκαμε μαζί από την πολυκατοικία, μόνο και μόνο για να βρούμε τη φίλη μου σε απόγνωση να βαστάει τον Χ. που ξέρναγε τα άντερά του. Παραδίπλα, ο Ψ. ήταν ξαπλωμένος επάνω στο… καπό ενός παμπάλαιου αυτοκινήτου (νομίζω ήταν Φίατ Μιραφιόρι). Εμένα όμως το βλέμμα μου στράφηκε ενστικτωδώς προς τα πάνω. Είδα, λοιπόν, στο μπαλκόνι του δεύτερου ορόφου τον Ορέστη-Λου να κρατάει αγκαλιά την Τερέζα, θωρώντας το υπερπέραν. Η Τερέζα μάλλον αισθάνθηκε ότι τους κοίταξα γιατί μου ανταπέδωσε το βλέμμα, στέλνοντας μου παράλληλα κι ένα νοητό φιλί. Εγώ έκλεισα τα μάτια μου και, μα την αλήθεια σας λέω, ένιωσα ότι γεύτηκα για μια φευγαλέα στιγμή τα χείλη της…

Όμως, φίλες και φίλοι, η ιστορία αυτή έχει πολύ ψωμί ακόμα, οπότε επιτρέψτε μου, στο σημείο αυτό, να πάρω μια ανάσα.

Πάρτε κι εσείς μια βαθιά ανάσα και σκεφτείτε: «Ποια μοίρα τρελή μ’ έφερε τούτο το βράδυ να περιηγούμαι στην πιο αλλοπρόσαλλη πόλη του κόσμου όλου;».

Τυχεράκηδες…

8. Τριγυρνώντας – μέρος δεύτερο: Αρκούδες και Λύκοι

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b3%cf%85%cf%81%ce%bd%cf%8e%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%ce%b4%ce%b5%cf%8d%cf%84%ce%b5%cf%81%ce%bf… Αφού, λοιπόν, πήρατε μια ανάσα, ας συνεχίσουμε. Είχαμε μείνει στο σημείο όπου μόλις είχα εξέλθει του πάρτι των παρερμηνευμένων προσδοκιών και των ανοικονόμητων συμβάντων μετά της αποκαρδιωμένης οικοδέσποινάς του, μόνο και μόνο για να αντικρίσω ένα επελαύνον χάος: την καλή μου φίλη να κρατάει τον Χ. που άδειαζε τα σωθικά του ενώ παραδίπλα ο Ψ. ήταν ανάσκελα στο καπό ενός πανάρχαιου οχήματος (Φίατ Σούπερ Μιραφιόρι ή Λάντα ή κάτι τέτοιο, τέλος πάντων).

Χωρίς να χάσω χρόνο, έσπευσα στο πλευρό της φίλης μου να την βοηθήσω να κουμαντάρει την κατάσταση με τον Χ. Ο εν λόγω Χ. ήταν ήδη γονατισμένος στην άσφαλτο και μονολογούσε: «Μα είναι ώρα αυτή; Έπρεπε ήδη να βρίσκομαι σπίτι μου». Ενόσω το επαναλάμβανε σαν πικάπ με κολλημένη τη βελόνα, η φίλη μου είπε: «Αυτός είναι χάλια. Πρέπει να τον φροντίσουμε. Απορώ, όμως, ειλικρινά πως κατάντησε έτσι – το μόνο που τον είδα να πίνει ήταν μισό ποτήρι μπύρα…». Στο σημείο αυτό ο Χ. έδειξε να συνέρχεται. Σταμάτησε να κλαψουρίζει, στάθηκε στα πόδια του και με μια απρόσμενη διαύγεια μας ανακοίνωσε: «Μα, δεν ήταν το ποτό που με πείραξε, φίλτατοι. Έκανα το θανάσιμο λάθος να καταναλώσω ένα πολύ ύποπτο τη όψει πιροσκί πρωτύτερα στη Δροσιά…»

«Μα, πότε ήσουν στη Δροσιά;», αναρωτήθηκε η φίλη μου.

«Ήμασταν ενωρίτερα εκεί, οικογενειακώς, καλή μου. Είναι παράδοση: το τρίτο Σαββατόβραδο εκάστου μηνός δειπνούμε όλοι μαζί – κάθε φορά και σε διαφορετικό μέρος. Τον προηγούμενο μήνα φάγαμε σε μια ψαροταβέρνα στον Πειραιά, τον προ-προηγούμενο σε μια ιταλική τραττορία στους Αμπελοκήπους, τον ακόμα πιο πίσω μήνα σε ένα ζυθεστιατόριο στην Αργυρούπολη και πάει λέγοντας…», αποκρίθηκε ο Χ.

«Μάλιστα… Και τώρα τι κάνουμε ρε παιδιά;», ήταν η σειρά μου να αναρωτηθώ μεγαλόφωνα- μη απευθυνόμενος συγκεκριμένα σε κάποιο από τα έτερα μέλη της παρέας.

«Έχω μια ιδέα», είπε η οικοδέσποινα του πάρτι, η οποία στεκόταν από πίσω μας, όλη την ώρα κατά την οποία διεξάγετο αυτή η συζήτηση. «Υπάρχει ένα στέκι στα Σεπόλια, που ελάχιστοι «μη μυημένοι» το γνωρίζουν. Συνήθως λειτουργεί σαν καφέ-μπαρ, αλλά τα Σαββατόβραδα μετατρέπεται σε ρωσική ντίσκο».

«Μα… αυτό είναι εξαιρετική ιδέα… συγνώμη, δεν γνωρίζω το όνομά σου, νομίζω πως δεν συστηθήκαμε», είπα, για να ακολουθήσουν οι απαραίτητες συστάσεις…

… Μισή ώρα με σαράντα πέντε λεπτά αργότερα, βρισκόμασταν στα Σεπόλια εγώ, η πρώην οικοδέσποινα του πάρτι (εφεξής, θα αναφέρομαι σε αυτήν ως «Όλγα», αν και αυτό δεν είναι το πραγματικό της όνομα) και η καλή μου φίλη (ο Χ. με τον Ψ. είχαν αποσυρθεί – οικειοθελέστατα ο μεν, με τα χίλια ζόρια ο δε) και λικνιζόμασταν, λίγο αμήχανα μα και, ταυτοχρόνως, διασκεδάζοντάς το αφάνταστα, υπό τους καταιγιστικούς ρυθμούς των τραγουδιών διαφόρων επίδοξων Bee Gees των Ουραλίων, τα οποία ενάλλασσε με αστραπιαία ταχύτητα ένας ψιλόλιγνος κατάξανθος ντι-τζέι με αμάνικο μπλε ελεκτρίκ φανελάκι το οποίο παντρευόταν αρμονικότατα (και σας διαβεβαιώ ότι επ’ ουδενί δεν ειρωνεύομαι εδώ) με το συνδυασμό καράφλας και χαίτης στο κεφάλι του.

«Μα αυτό είναι υπέροχο, είναι καταπληκτικό!», αναφώνησε η καλή μου φίλη μετά από μία ακόμα, περίπλοκη στη σύλληψη μα παραδόξως αρμονική στην εκτέλεση, χορευτική πιρουέτα.

«Να ζήσει η Όλγα, στην υγεία της Όλγας!», φώναξα ψιλό-εκστασιασμένος εγώ, πριν συνεχίσω: «Πάω να φέρω άλλα τρία σφηνάκια…»!

Αφού είχαμε δοκιμάσει ήδη βότκα από το Καζάν και το Ντνιπροπετρόβσκ είχε έρθει η σειρά του Ιρκούτσκ, του «Παρισιού της Σιβηρίας», κατά τον θρυλικό συγγραφέα – μύστη Τόμας Πύντσον (κι όχι μόνο κατ’ αυτόν). Κατεβάσαμε το περιεχόμενο των σφηνοπότηρων με μια συντονισμένη κίνηση. Το στομάχι μου φλεγόταν κι ήμουν πλημμυρισμένος με τόση ενέργεια που ένιωθα πως τα πάντα ήταν δυνατά: να πετάξω, να ανοίξω τρύπα στο πάτωμα με τα χορευτικά μου παπούτσια που λες και ξέρναγαν φωτιές, να μαχαιρώσω δέκα-δεκαπέντε Ρώσους, να βγω έξω και να τρέξω σαν μανιασμένος από τα Σεπόλια μέχρι τον Πειραιά και πάλι πίσω…

Εκείνη τη στιγμή το ψυχρά λογικό κομμάτι του εαυτού μου προσπάθησε να πρυτανεύσει και να επιβληθεί στο τρελό θηριοτροφείο που είχε καταλάβει το υπόλοιπο κορμί. «Ανόητε, διοχέτευσε σωστά το περίσσευμα ενέργειας που διαθέτεις», με πρόσταξε.

Τώρα, παιδιά, αυτά δεν είναι εύκολα πράγματα… Φανταστείτε να πηγαίνετε καβάλα σ’ ένα γαϊδουράκι ή, άντε, ένα αλογατάκι (χοπ χοπ χοπ, χοπ τ’ αλογατάκι) και ξαφνικά να διαπιστώνετε ότι αυτό που καβαλούσατε ήταν στην πραγματικότητα μια μεταμφιεσμένη και μισοκοιμισμένη αρκούδα (ρωσική ή μη – λίγη σημασία έχει αυτό) η οποία ξυπνάει μετά από ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσο χρονικό διάστημα κατά το οποίο βρισκόταν σε χειμερία νάρκη. Και φανταστείτε, ακόμα, να μην σας φέρνει ύστατο τρόμο αυτή η διαπίστωση και η συνοδευτική αίσθηση, αλλά, αντιθέτως, να σας ενθουσιάζει.

Εκεί λοιπόν εντοπίζεται το κρίσιμο σημείο κατά το οποίο ο αναβάτης δεν πρέπει να χάσει τον έλεγχο του άγριου θηρίου, αλλά αντιθέτως πρέπει να χαλιναγωγήσει την ζωώδη κι αρχέγονη ενέργειά του και να την διοχετεύσει στα πρέποντα κανάλια. Όμως δεν πρέπει να το παρακάνει κιόλας, γιατί τότε μπορεί να το πιάσει πάλι η νύστα το θεριό… Είναι μια άσκηση λεπτής ισορροπίας, η οποία από ένα σημείο και μετά, πάντως, δεν είναι τόσο δύσκολη όσο ενδεχομένως ακούγεται.

Για να μην σας πω ψέματα, εμένα μου είχε ξανασυμβεί το ίδιο πράγμα κι έτσι ήδη ήξερα εκ πείρας πως μπορείς να κουμαντάρεις μια τέτοια οριακή (στην κόψη του ξυραφιού) κατάσταση. Έτσι… αφοσιώθηκα πλήρως στις συνοδούς μου. Τώρα, το ότι ήσαν δύο, ανήκαν αμφότερες στο ωραίο φύλο και επιπλέον το εκπροσωπούσαν επαξίως περιέπλεκε, ομολογουμένως, τα πράγματα, αλλά έτσι ήταν διαμορφωμένο το σκηνικό. Καθώς ανέβαζα στροφές ορμώμενος από την ενέργεια του θεριού και οι φιγούρες μου γίνονταν όλο και πιο προκλητικές, κατάλαβα ότι είχα φτάσει σε ένα σημείο καμπής. Δεν γινόταν να τηρώ άλλο ίσες αποστάσεις. Όχι κατ’ ανάγκην γιατί είχα κάποια ιδιαίτερη προτίμηση ανάμεσα στις δύο τους εκείνη τη στιγμή, αλλά γιατί η ισότιμη συμμετοχή σε τέτοιες περιστάσεις μπορεί να οδηγήσει μόνο σε ισότιμη αποκλιμάκωση κι απογοήτευση. Με άλλα λόγια: ή μία μόνο μπαταρία θα φτιάξεις (επιλέγοντας μόνο τον έναν πόλο αντίθετης φόρτισης κι αφήνοντας τον άλλο) ή ένα τρίγωνο (όπου, δηλαδή, όλοι αλληλοφορτίζονται – αν και βεβαίως οφείλουμε να πούμε ότι εδώ πάντοτε ελλοχεύει ο κίνδυνος να καταλήξεις εσύ ο τρίτος, αμέτοχος, πόλος…). Άλλος δρόμος δεν υπάρχει. Γρήγορα έκανα την επιλογή μου: τρίγωνο. Τις έφερα πιο κοντά την μία στην άλλη και τις έβαλα να χορεύουν για εμένα, με συμμετοχικό, όμως, κι όχι ανταγωνιστικό τρόπο (λεπτή αλλά κρίσιμη διαφορά). Ύστερα τις άφησα μόνες τους για λίγο (να… αρπάξουν λίγη φωτιά) και πήγα προς νερού μου, που λένε. Μετά από μια σπινθηρίζουσα συναλλαγή δευτερολέπτων (σε χρόνο «αντικειμενικό» / ρολογιού), αλλά πολλών λεπτών (σε χρόνο «υποκειμενικό», δηλαδή ουσιαστικό) με μια άκρως παιχνιδιάρα Ρωσιδούλα στον κοινό προθάλαμο των τουαλετών του μαγαζιού, επέστρεψα για να καταλάβω με μια ματιά ότι είχαμε ήδη φύγει από τον αστερισμό του τριγώνου αλλά και της μπαταρίας. Δεν θα πω κάτι πρωτότυπο, αλλά, ξέρετε, άμα διαπιστώνεις ότι μια φάση φτάνει στο τέλος της, καλύτερα να μην το κουράζεις πολύ.

Έτσι ξεκίνησα να ανακοινώνω στα κορίτσια ότι ίσως ήταν ώρα να αποχωρήσουμε από τη ρωσική ντίσκο και, πιθανόν, να συνεχίσουμε τη βραδιά μας κάπου άλλου – ωστόσο εκείνη τη στιγμή η Όλγα εντόπισε μια φίλη της σε μια παρέα που μόλις είχε εισέλθει στο μαγαζί. Η φίλη της φορούσε ένα ζευγάρι πλαστικά κέρατα στο κεφάλι που έλαμπαν μ’ ένα άλικο φως και βαστούσε κι ένα ασημένιο ραβδί (σε περίπτωση που αναρωτιέστε, όχι, δεν βρισκόμασταν στην περίοδο των Αποκριών). Ενώ εγώ είχα αφήσει μισοτελειωμένη τη φράση μου, η Όλγα έσπευσε προς την κατεύθυνση της άρτι αφιχθείσας κερασφόρου ραβδούχου φίλης της κι αγκαλιάστηκαν εν μέσω κοριτσίστικων αλαλαγμών. Την ίδια στιγμή η φίλη μου έλαβε ένα μήνυμα στο κινητό της τηλέφωνο. «Η Ζ. είναι με μια παρέα σ’ ένα μπαράκι στα Πετράλωνα. Τι λες, πάμε;», μου είπε.

Ο αναβάτης ήταν έτοιμος να ακολουθήσει – η αρκούδα όμως (μια και που βρέθηκε στα μέρη μας) είχε πρώτα μια δουλειά να φέρει σε πέρας. Έτσι αφού αποχαιρετήσαμε την Όλγα, ευχαριστώντας την για την συμβολή της και συμπόρευσή της μαζί μας σε αυτήν την μοναδικά υπέροχη βραδιά, κι αφού συνόδεψα τη φίλη μου ως το αυτοκίνητό της, της είπα να συνεχίσει μόνη της για την ώρα και πως εγώ θα ερχόμουν να την βρω, κατά πάσα πιθανότητα, λίγο αργότερα. Στις επίμονες ερωτήσεις της: «Μα τι είναι αυτό που έχεις να κάνεις;», εγώ απάντησα μόνο με ένα αινιγματικό χαμόγελο.

Τι ήταν αυτό που είχα να κάνω, αλήθεια (όχι εγώ – η αρκούδα); Ας πούμε… να φροντίσω να χρησιμοποιηθεί σωστά η εναπομείνασα θηριώδης (τόσο κατά το ποσόν όσο και κατά το ποιόν) ενέργεια. Έτσι, επικοινώνησα με έναν άλλο αναβάτη που, κατά σύμπτωση (;) διαβιεί στην ίδια γειτονιά και του είπα να έρθει να με συναντήσει και να φέρει και τον λύκο του μαζί. «Μα, φίλε», μου επεσήμανε, «επίτρεψε μου να σου πω ότι αυτό συνιστά πλεονασμό εκ μέρους σου – το ξέρεις ότι εκ των πραγμάτων όταν οι δυο μας συναντιόμαστε, είμαστε πάντοτε, δυνάμει και τοις πράγμασι, τέσσερις»… Κι είχε, ασφαλώς, δίκιο.

Ξεκινήσαμε από τα Σεπόλια, περάσαμε από Κολωνό, Ακαδημία Πλάτωνος, Μεταξουργείο και Κεραμεικό και μια ώρα αργότερα η Αρκούδα αποχαιρέτησε τον Λύκο στα σύνορα Γκαζιού – Κάτω Πετραλώνων. Τι κάναμε οι τέσσερις μας κατά τη διάρκεια αυτής της ώρας, σύμφωνα και πάλι με τα συμβατικά ρολόγια μας (που με βάση τα εσωτερικά μας, ψυχολογικά, ρολόγια διήρκεσε τουλάχιστον ένα εξάωρο); Πολλά και διάφορα, που τα περισσότερα δεν διατυπώνονται εύκολα γραπτώς ή και προφορικώς για αντικειμενικούς λόγους. Αλλά ίσως θα έχετε καταλάβει ότι στα πλαίσια του ρόλου μου ως ξεναγού σας στις ΘεΑθήνες, δύσκολα μπορώ να πω όχι σε μια πρόκληση.

Έτσι… ας προσπαθήσω. Λοιπόν, αφήσαμε τα θηριάκια μας λυτά (αλλά πάντα έχοντάς τα σε κοντινή απόσταση) να ιχνηλατούν τα γραφφίτι και τα στένσιλς στους τοίχους πολυκατοικιών και μονοκατοικιών, να οσμίζονται τις ορατές κι αόρατες ενεργειακές ροές της πόλης και να μας κατευθύνουν στους στόχους μας. Συναντήσαμε κι άλλους σαν κι εμάς στην διαδρομή μας, άλλοτε φιλικούς, άλλοτε ύποπτα ουδέτερους. Εντάξει, οι αιλουροειδείς (θυμάστε τις «Γάτες των Αθηνών»;) και οι κυνόμορφοι φίλοι μας ήταν πάντοτε εκεί, συμπαραστάτες και σύμμαχοι.

Προσεγγίζαμε την πόλη (όπως σε όλες τις αντίστοιχες βόλτες μας) σε πολλά επίπεδα. Αλλά το παιχνίδι είναι αμφίδρομο: όπως εσύ προσεγγίζεις την πόλη σε πολλά επίπεδα, με τον ίδιο τρόπο σε προσεγγίζει κι εκείνη. Πρόκειται για δράση κι αντίδραση και για μια αυθεντική διαλεκτική σχέση, έναν αληθινό διάλογο σε γλώσσα ακατανόητη κι αμετάφραστη για έναν ανθρώπινο εγκέφαλο που (επιλέγει να) λειτουργεί αποκλειστικά με τον κοινό, συμβατικό τρόπο σκέψης. Είναι πολύ σημαντικό να επισημανθεί εδώ ότι, αν το δει κανείς από μια συγκεκριμένη οπτική γωνία, από ένα σημείο κι έπειτα δεν υπάρχει ουσιαστικά διαφορά μεταξύ διαφορετικών επιπέδων μιας πόλης και διαφορετικών πόλεων που συντίθεται σε μια υπερ-πόλη. Αλλά ας μην ξεφύγουμε πάρα πολύ – ίσως επανέλθω στο μέλλον.

Κάποια στιγμή, πολύ κοντά στην Ακαδημία Πλάτωνος προσεγγίσαμε μια άκρως σκοτεινή περιοχή (τόσο σε κυριολεκτικό όσο και σε μεταφορικό επίπεδο). Δηλαδή, μαύρη μαυρίλα πλάκωσε, για τέτοιου τύπου σκοτεινιά μιλάμε. Ήταν λες και είχαμε εντοπίσει μια αόρατη μαύρη Χάρυβδη (βλέπε Ομήρου Οδύσσεια) που ρουφούσε ενεργειακά ό, τι είχε την ατυχία να εισέλθει εντός της ακτίνας επιρροής της. Πραγματοποιήσαμε μια αυτοσχέδια «τελετή κάθαρσης», η οποία κορυφωνόταν με την χάραξη (με διαβήτη τα πόδια μας ή μάλλον ένα ζευγάρι αρκουδίσια κι ένα ζευγάρι λυκίσια πόδια) ενός νοητού προστατευτικού κύκλου γύρω από το επίκεντρο της περιοχής αυτής.

Αυτό ήταν και το δεύτερο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.

Ακολούθησαν το Μεταξουργείο και εν συνεχεία το Γκάζι τα οποία παραλίγο να μας καταπλακώσουν. Ωστόσο, τελικώς καταφέραμε να διασχίσουμε και τις δύο περιοχές με επιτυχία κι αρτιμελείς. Μέχρι που η βόλτα μας κατέληξε στις παρυφές των Κάτω Πετραλώνων. Αποστολή εξετελέσθη…

Όμως αγαπητοί μου, νιώθω ότι είπα πάρα μα πάρα πολλά κι ότι έχετε ανάγκη από ένα διάλειμμα, να πάρετε μια ακόμα ανάσα και να αναλογιστείτε (ή, καλύτερα, να δοκιμάστε να συναισθανθείτε) αυτά στα οποία αναφέρθηκα. Κάντε το, ακόμα κι αν σας φαίνονται εντελώς τρελά κι ασυνάρτητα (μπορεί και να είναι), κι εστιάστε όχι τόσο στις λέξεις όσο στις εικόνες που αυτές διαγράφουν ή, ακόμα καλύτερα, στις ιδιαίτερες ποιότητες κι ατμόσφαιρες που χαρακτηρίζουν και διαπνέουν τις εικόνες αυτές.

Και κάτι ακόμα φίλοι συνοδοιπόροι: σε περίπτωση που με αφορμή τα προλεχθέντα νιώσετε κάτι να σκιρτά μέσα σας, κάτι που σας αγριεύει ίσως, μην τρομάξετε – ιδιαιτέρως αν τυγχάνει να είστε και φιλόζωοι. Δεν είναι κάτι κακό, ίσα ίσα… Εξάλλου, λίγο ή πολύ, στην επιφάνεια ή στο βάθος, δίποδα ή τετράποδα, όλοι μας ζωάκια δεν είμαστε;

9. Τριγυρνώντας – μέρος τρίτο: Στη χώρα του αιωνίως ανατέλλοντος ηλίου

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%b9%ce%b3%cf%85%cf%81%ce%bd%cf%8e%ce%bd%cf%84%ce%b1%cf%82-%ce%bc%ce%ad%cf%81%ce%bf%cf%82-%cf%84%cf%81%ce%af%cf%84%ce%bf-%cf%83%cf%84… Είπαμε να πάρουμε μια ανάσα πριν συνεχίσουμε, αλλά εδώ βλέπω ότι κάποιοι από εσάς το παρακάνατε κι ως εκ τούτου ήδη ροχαλίζετε. Εντάξει, ίσως φταίω κι εγώ που δεν φρόντισα να περιορίσω χρονικά το διάλειμμα, αλλά σας άφησα λάσκα. Τέλος πάντων, εντάξει, δεν πειράζει – θα κάνω ό, τι περνά απ’ το χέρι μου για να εξασφαλίσω την αμέριστη προσοχή σας (η οποία, ας μην κρυβόμαστε, αποτελεί και το οξυγόνο του ξεναγού / αφηγητή / ραψωδού σας – κι εδώ που τα λέμε και το οξυγόνο του οιουδήποτε ομιλούντος ανθρώπου, ακόμα και στην ακραία περίπτωση κατά την οποία ο πομπός κι ο δέκτης της ομιλίας τυχαίνει να ταυτίζονται).

Αλλά πάλι τείνω να ξεφύγω – τι πράγμα είναι κι αυτό μ’ εμένα, ρε παιδί μου…

Θα ενθυμείστε ότι είχα διακόψει την αφήγησή μου στα σύνορα Γκαζιού – Κάτω Πετραλώνων (και για να είμαι περισσότερο ακριβής, βρισκόμουν στην οδό Πειραιώς από τη μεριά του Γκαζιού και πιο συγκεκριμένα κοντά στην είσοδο της Τεχνόπολης) τις πολύ προχωρημένες ώρες (ολίγον τι παραδόξως καλούμενες και ως «μικρές» – υπό την έννοια του ότι όλα μάλλον μεγεθύνονται εκείνες τις ώρες για όσους, τουλάχιστον, δεν κοιμούνται) εκείνου του Σαββατόβραδου (πλέον, βεβαίως, ημερολογιακώς ήταν Κυριακή – όσο για το ότι ήταν ψυχολογικώς οι απόψεις διίστανται, με επικρατέστερη, ωστόσο, εκείνη σύμφωνα με την οποία επρόκειτο περί μιας χρονικής περιχώρησης – δηλαδή, εγώ και οι υπόλοιποι ξενύχτηδες βιώναμε, ανεπίγνωστα ή μη, το χρόνο ως χωνευτήρι ή μωσαϊκό πολλών διαφορετικών συμπιπτουσών στιγμών, οι οποίες όμως δεν απεμπολούσαν την κυριαρχία τους. Για να το κάνουμε πιο λιανά: ήταν Σάββατο βράδυ αλλά ήταν ταυτοχρόνως και Κυριακή πρωί καθώς και τελευταία Κυριακή των Απόκρεω αλλά ίσως ήταν και Βαλπουργία Νύχτα[i], ξεχωριστά αλλά και όλα μαζί και σε όλα τα πιθανά υποσύνολα συνδυασμών τους – σαν την Αγία Τριάδα, ένα πράγμα, της οποίας τα τρία μέλη υπάρχουν αυτόνομα αλλά και συνιστούν, ταυτοχρόνως, μια ακατάλυτη κι αδιαίρετη ενότητα).

[Και, ναι, ήταν που δεν θα ξέφευγα… Ωστόσο, όπως ο Μενέλαος τον Πρωτέα, ας κρατήσουμε σφιχτά το νήμα αυτής της ιστορίας η οποία αενάως ρέπει προς την μεταμόρφωση σε κάτι που πάντως δεν αποτελεί συνεκτική αφήγηση].

Ένιωθα καταβεβλημένος, λοιπόν, εξαιτίας όλων όσων είχαν προηγηθεί, καθώς ετοιμαζόμουν να διασχίσω την οδό Πειραιώς – μάλιστα αναρωτιόμουν κατά πόσο είχα τα κουράγια, σωματικά, πνευματικά και ψυχικά, για να αντισταθώ στο να σφυρίξω τη λήξη μιας ακόμα αναμέτρησής μου με την Αθηναϊκή νύχτα (αναμετρήσεις ως προς των οποίων το αποτέλεσμα σπανίως υπάρχει συμφωνία – κάτι σαν τα αποτελέσματα των ελληνικών φοιτητικών εκλογών, τώρα που το σκέφτομαι), όταν από το πίσω δεξιά παράθυρο ενός ταχέως διερχομένου την κάθοδο της εν λόγω οδού αυτοκινήτου εκσφενδονίστηκε ένα ανοιχτό και σχεδόν γεμάτο μπουκάλι νερό προς το μέρος μου. Το στόμιο του μπουκαλιού με βρήκε ξώφαλτσα στο αυτί κι αυτό το οδήγησε σε ελαφρά αλλαγή πορείας, μία από τις πρωτεύουσες συνέπειες της οποίας ήταν πως καταβράχηκε το αριστερό ημισφαίριο της κεφαλής μου όπου, όπως είναι γνωστό, εδράζεται το εγκεφαλικό κέντρο της λογικής ανάλυσης κι επεξεργασίας – δευτερεύουσα δε συνέπεια αυτής της αλλαγής πορείας του νερομπούκαλου υπήρξε η απότομη αφύπνισή μου και η επαναφόρτισή μου με όση ενέργεια χρειαζόμουν για να συνεχίσω τη νυχτερινή μου εποποιία. Αξίζει ίσως εδώ να σημειώσω πως μια άλλη πρωτεύουσα συνέπεια της προαναφερθείσας αλλαγής πορείας ήταν η εντελώς καρτουνίστικη κατάληξη του ιπτάμενου μπουκαλιού, του οποίου το στόμιο καρφώθηκε στην υπέρ το δέον αιχμηρή απόληξη της μπότας (τεχνοτροπίας: δέρμα κροταλία) ενός διερχομένου (ο οποίος, μάλιστα, προφανώς στην προσπάθειά του να καταστεί μια ζώσα εκδοχή όσο το δυνατόν περισσότερων στερεοτύπων / κλισέ, έφερε ΚΑΙ καουμπόυκο καπέλο ΚΑΙ μπουφάν με κρόσσια – για να μην αναφέρω και την πλούσια και μακριά κόμη του).

Πάντως εγώ, χωρίς ίχνος οργής μα ούτε και ντροπής για ό, τι είχε μόλις διαμειφθεί (κάτι που το θεώρησα περίεργο μεν, καλό δε, σημάδι), έσπευσα (το ρήμα «σπεύδω» υποδηλώνει λίγη ντροπή εδώ που τα λέμε…) να διασχίσω την οδό Πειραιώς και κατευθύνθηκα πεζή προς το μπαράκι όπου υπέθετα πως θα βρισκόταν ήδη η καλή μου φίλη μετά της κοινής μας φίλης Ζ. και της παρέας της.

Πράγματι ήταν εκεί. Δέκα και βάλε πανέμορφα, πανέξυπνα και γεμάτα, αστείρευτη κατά τα φαινόμενα, ζωντάνια κορίτσια.

«Μα ήταν όλες τους και πανέμορφες και πανέξυπνες και γεμάτες αστείρευτη ζωντάνια, μωρέ – γίνεται αυτό;»

«Ναι, έτσι όπως το λέω».

«Οπότε, βρέθηκες στον Παράδεισο»;

Δεν ξέρω αν ήταν Παράδεισος ή Κόλαση ή η Σάνγκρι-λα μου[ii], πάντως ξέρω πολύ καλά το εξής: τέτοιες στιγμές δεν είναι για χόρταση. Η εγγενώς αδύναμη κι ατελής τρισυπόστατη (σαρκίο – πνεύμα – ψυχή) ανθρώπινη υπόστασή μας δεν μπορεί να σηκώσει το συντριπτικό τους βάρος παρά σποραδικώς και για ελάχιστο χρονικό διάστημα την κάθε φορά. Οπότε, έχοντας πλήρη επίγνωση της παροδικότητας, των κινδύνων (όσο νέος και γερό σχετικά σκαρί κι αν ήμουν) και του επακόλουθου κι αναπόφευκτου πένθους – των δεδομένων εκείνων, δηλαδή, που ήταν αξεδιάλυτα συνδεδεμένα με την απόφασή μου να μην αποχωρήσω ακαριαία – αφέθηκα.

Και θυμάμαι, λοιπόν, πως χόρευα με την ψυχή μου μεν – κατά μία έννοια όπως και στη ρωσική ντίσκο στα Σεπόλια λίγες ώρες νωρίτερα – ωστόσο τώρα υπήρχε μια βασική κι ειδοποιός διαφορά: δεν συμμετείχα καθόλου στη διαδικασία του καθορισμού του ρυθμού και της εξέλιξης των πραγμάτων. Όπως είπα και λίγο πριν, είχα αφεθεί πλήρως κι απλώς ακολουθούσα σα γητεμένος (όχι τυχαία, φυσικά, η συνήχηση με το επίθετο: «σαϊτεμένος») τη ροή όπως εκείνη εκπορευόταν από ένα αόρατο αλλά πανίσχυρο κέντρο σοφίας, κομψότητας, ομορφιάς, πολυδιάστατης ευφυΐας και ποικίλων, εξωτικών και μη, συγκινησιακών δονήσεων, ασύγκριτα ανώτερων από εκείνες που θα αντιστοιχούσαν και στις πιο εμπνευσμένες κι οξυμένης λεπταισθησίας εξάρσεις της μέχρι τότε (και τώρα, που σας μιλάω) ζωής μου.

Κι έβγαινε τόσο αβίαστα όλο αυτό το δέος κι η μυσταγωγία κι ήταν τόσο απελευθερωτική και μεστή εμπειρία, που σε κάποια στιγμή έχασα τον εαυτό μου (κάτι που μου έχει συμβεί μόνο στο πλαίσιο βαθέος διαλογισμού και που και πάλι δεν μπορεί να συγκριθεί, τόσο σε ποιότητα όσο και σ’ ένταση, μ’ εκείνο το βράδυ στα Πετράλωνα). Διευκρινίζω πως τον έχασα όχι με την έννοια που πλέον χάνει τον εαυτό της η πλειοψηφία των σύγχρονων συνανθρώπων μας – ήτοι με βαθμιαία συρρίκνωση, μέχρι του σημείου εξαχνώσεως, των μοναδικά προσωπικών, ιδιοσυγκρασιακών καταβολών, οι οποίες, εν συνεχεία και παρεμπιπτόντως, αντικαθίστανται από ένα ομογενοποιημένο κι έξωθεν υπαγορευόμενο και κατευθυνόμενο σύνολο εξαρτημένων αντανακλαστικών – αλλά με την έννοια των αρχαίων (και συγχρόνων – όσων έχουν απομείνει, τέλος πάντων) μυστών – πάει να πει: αφήνοντας να καεί και να λιώσει το είναι μου στην καθαρτήρια Ζώσα Φλόγα που αποτελεί την πιο ατόφια μορφή της Ύπαρξης – τη Θεμέλια (φιλοσοφική) Λίθο του Κόσμου, αν προτιμάτε – και μπαίνοντας για μία μη-στιγμή (συνεπώς εκτός χρόνου, άρα κι αιώνια) στα θεόρατα μα κι ανάλαφρα παπούτσια της συνειδητότητας του Όλου.

Και, βεβαίως, εν συνεχεία αναγεννήθηκα από τις στάχτες του είναι μου, σαν τον μυθικό Φοίνικα – εντούτοις τώρα ήμουν και δεν ήμουν ο ίδιος. Για να το θέσω στη γλώσσα των μαθηματικών (έχω κέφια σήμερα, δεν μπορείτε να πείτε), αν πριν την εμπειρία που μόλις περιέγραψα ήμουν «Α», τώρα η ουσία αυτού που είχα γίνει (κι όπου αναντίρρητα πάλι δέσποζε το «Α») μάλλον εκφραζόταν από το κλάσμα 1/[Α+(-Α)]2, όπου η τιμή του Α τείνει προς το μηδέν.

Όλο ξεφεύγω, το ξέρω, αλλά σκεφτείτε και τι προσπαθώ να σας μεταδώσω εδώ πέρα ο φτωχός (πλην τίμιος, και τα λοιπά και τα λοιπά).

Η στιγμή της απόλυτης κορύφωσης της βραδιάς είχε φτάσει κι είχε περάσει. Εγώ σωριάστηκα σ’ έναν καναπέ και πήρα να ρεμβάζω πολύ ήρεμα κι απαλά, μ’ ένα μυαλό που δούλευε στο ρελαντί. Οι φίλες της Ζ. άρχισαν να αποχωρούν – ήξεραν κι εκείνες (όλοι μας κατά βάθος το ξέρουμε) ότι όταν οι τίτλοι τέλους ενός αριστουργήματος δεν πέφτουν στην ώρα τους, το αριστούργημα εξοκείλει πάραυτα στις ξέρες της σαπουνόπερας (ενδιαφέρουσα αντίθεση: ξέρα και σαπούνι). Στο τέλος είχαν απομείνει όχι ένας αλλά τρεις: η καλή μου φίλη, η Ζ. και η αφεντιά μου.

Τότε η πολυαγαπημένη φίλη μου, αυτό το αείποτε τέρας κοινωνικότητας, μας ανακοίνωσε ότι, εφόσον το επιθυμούσαμε, λέει, μπορούσαμε να συνεχίσουμε τη βραδιά μας! Συγκεκριμένα, μας ανέφερε [ενόσω η ημι-μόνιμη προέκταση της δεξιάς χειρός της (το κινητό της τηλέφωνο) φωσφόριζε κάπως απόκοσμα], δυο φίλοι της βρίσκονταν σε ένα γνωστό μπαρ (ας το βαφτίσουμε «Ρόμπιν») στην περιοχή του Νέου Κόσμου, το οποίο φημίζεται για τις ώρες λειτουργίες του (από πολύ αργά τη νύχτα μέχρι, κυριολεκτικής, πρωίας) και για την παντελή έλλειψη λογικής αλληλουχίας και προβλεψιμότητας στις μουσικές επιλογές του.

«Εδώ που φτάσαμε, ε, και δεν πάμε;», αναφωνήσαμε η Ζ. κι εγώ εν είδει δίφωνης χορωδίας (η Ζ. κοντράλτο κι εγώ βαρύτονος – ένεκα της ώρας κι όχι μόνο).

Έτσι λοιπόν, περί τα είκοσι λεπτά αργότερα, είχαμε κατορθώσει να εισέλθουμε στο εν λόγω μπαρ όπου, σύμφωνα με έγκυρες πληροφορίες, εκείνο το βράδυ καταρρίφθηκε το παγκόσμιο ρεκόρ πυκνότητας (μάζα ανά τετραγωνικό μέτρο) – μην πω και το ρεκόρ όλων των εποχών του Ηλιακού μας Συστήματος. Θα έλεγα, χωρίς καμία διάθεση υπερβολής, πως αν οι παστές σαρδέλες μιας κονσέρβας μέσης χωρητικότητας αναγκάζονταν να στριμωχτούν στο «Ρόμπιν» εκείνο το βράδυ, επιστρέφοντας αργότερα στη κονσέρβα τους θα ένιωθαν ότι απολαμβάνουν, συγκριτικά, τις ανέσεις των κατοίκων της Μογγολίας (της πλέον αραιοκατοικημένης χώρας της Υφηλίου) από χωρικής σκοπιάς.

Ήταν εμφανές πως το να σαλπίσουμε οπισθοχώρηση ήταν μονόδρομος και, ούτως ή άλλως, το ύστατο επιχείρημα υπέρ του να παραμείνουμε κατερρίφθη όταν ξεπρόβαλαν μέσα από ένα σύμπλεγμα ανθρώπινων κορμιών αλλόκοτα συνταιριασμένων (τα οποία θύμιζαν έντονα συγκολλημένα τουβλάκια από το κλασσικό ηλεκτρονικό παιχνίδι «Τέτρις»), μπαϊλντισμένοι και εκλιπαρώντας για λίγο φρέσκο αέρα, οι δύο φίλοι της καλής μου φίλης.

Εξήλθαμε λοιπόν του «Ρόμπιν», παρ’ όλα αυτά ούτε και τώρα μας πήγαινε η καρδιά να κηρύξουμε το πέρας της βραδιάς. Εξάλλου, ήμασταν πλέον πολύ κοντά στο πρώτο φως της ημέρας και μόνο και μόνο γι’ αυτό άξιζε τον κόπο να παρατείνουμε το επικό μας ξενύχτι. Οι πέντε μας, λοιπόν, βάλαμε πλώρη για Μεταξουργείο και για ένα ακόμα από τα κλασσικά μαγαζιά της «εναλλακτικής» [τα εισαγωγικά στη λέξη αυτή φαντάζουν τώρα πια απαραίτητα, σχεδόν σε κάθε σχετική περίπτωση – θα έλεγε κανείς πως όταν τα πάντα θέλουν να λέγονται εναλλακτικά τίποτα πλέον δεν είναι. Όμως από το προλεχθέν μπορούμε να συμπεράνουμε πως και, αντιστρόφως, «μέηνστρημ» είναι όλα και τίποτα. Αν όμως αυτό σημαίνει ότι έχουν καταργηθεί όλα τα, κύρια και δευτερεύοντα, ρεύματα (αυτή είναι η σημασία της λέξης «stream» στα αγγλικά), τότε, αναποφεύκτως, αυτό το οποίο εν τέλει μένει είναι ένα αδιαφοροποίητο έλος] Αθηναϊκής νύχτας. Ας το ονομάσουμε «Ζώον».

Στο μπαρ «Ζώον» η κατάσταση από πλευράς ζωτικού χώρου ήταν ασύγκριτα καλύτερη. Κατά τ’ άλλα, γίναμε μάρτυρες και συνένοχοι ενός αχταρμά, γλυκά μελαγχολικού και φρικιαστικά αποκρουστικού συνάμα (κάτι που, εξάλλου, αποτελεί ίδιον του κάθε καλού αχταρμά που σέβεται τον εαυτό του). Ασυνάρτητες φιγούρες αμφιταλαντευόμενες με αστραπιαίους ρυθμούς μεταξύ ερωτικών στόχων, αλλοπαρμένοι μεσόκοποι Σιγκαπουριανοί, ένας νάνος που έκανε σπαγκάτο κάθε φορά που ο ντι-τζέυ άλλαζε το τραγούδι και διάφορα άλλα τέτοια, πιθανόν καταχωνιασμένα σε κάποια σκονισμένο σεντούκι της μνήμης μου μέχρι να βρω το θάρρος, δίκην Ιντιάνα Τζόουνς, να τα ψαχουλέψω. Δεν μας είχε απομείνει και πολύ κουράγιο για να χορέψουμε και, γενικώς, ν’ αλληλεπιδράσουμε με τους άλλους θαμώνες – ωστόσο κάναμε ό, τι περνούσε από το χέρι μας (και τα κομμένα από την κούραση πόδια μας) κι έτσι αντέξαμε ηρωικά μέχρι την ώρα που το «Ζώον» κατέβασε ρολά.

Βγήκαμε στο πρώτο φως της ημέρας (αποστολή εξετελέσθη!) και σχηματίσαμε αυθορμήτως διάταξη ισόπλευρου πενταγώνου – εξίσου δε αυθορμήτως αρχίσαμε να τραγουδάμε σε τέλειο συντονισμό. Τι τραγουδούσαμε; Νομίζω ήταν κάτι του Δεληβορέως (ο Δεληβοριάς, του Δεληβορέως). Ή ίσως να ήταν κάτι από Τώνη Μαρούδα – θα σας γελάσω και δεν το θέλω. Εδώ, πάντως, θεωρώ πως το να αποπειραθώ να βάλω σε λόγια την εκτυλιχθείσα σκηνή θα ισοδυναμούσε με (έστω, οριακή) ιεροσυλία. Παρ’ όλα αυτά θα πω ότι ένας οξυδερκής παρατηρητής θα μπορούσε πιθανόν να διακρίνει πως το πεντάγωνο που σχημάτιζαν τα κορμιά μας ήταν εγγεγραμμένο σε κύκλο που σχημάτιζαν οι ψυχές μας (άρα το εμβαδό του κύκλου ήταν μεγαλύτερο). Αυτό – και τίποτε άλλο.

Καθώς κατευθυνόμασταν προς το όχημα της φίλης μου, με χτύπησε σαν αστραπή η επίγνωση του ποια θα ήταν η πρέπουσα συνέχεια: μα να πάμε όλοι σε μια Εκκλησία και να παρακολουθήσουμε τη Θεία Λειτουργία (Κυριακή πρωί γαρ). Καθώς ανακοίνωνα στην ομήγυρη την μεγαλοφυή (θαρρούσα) σύλληψη, συνεπαρμένος από ενθουσιασμό, γλίστρησα σε κάτι λάδια μηχανής (μα, πώς βρέθηκαν εκεί!) και, αφού έφερα μια στροφή γύρω από τον εαυτό μου, σωριάστηκα στο πεζοδρόμιο.

Αυτό ήταν το τρίτο και τελευταίο κυριολεκτικό γύρισμα της βραδιάς.

Στο σημείο αυτό, καθώς βρίσκομαι καταγής στο βρώμικο πεζοδρόμιο του Μεταξουργείου, περιστοιχισμένος από τους υπόλοιπους τέσσερις της παρέας που κλαίνε και δυσκολεύονται ν’ ανασάνουν από τα γέλια κι ως εκ τούτου αδυνατούν προς ώρας να με βοηθήσουν να ξανασταθώ στα πόδια μου, και ατενίζω ένα κόκκινο ημισφαίριο που δειλά κι απρόσμενα ξεπροβάλει μέσα από την περιρρέουσα συννεφιά, όντας ευτυχισμένος και λυπημένος όσο ποτέ, κλείνω τα μάτια μου και δεν περιγράφω άλλο.

Ίσως να συνέβησαν κι άλλα πράγματα μετά, αλλά δεν έχει σημασία. Και είμαι σίγουρος πως μετά από όλα όσα ακούσατε θα συμφωνείτε κι εσείς μαζί μου ότι της αφήγησης αυτής της πρέπει να τελειώσει μ’ έναν αιωνίως ανατέλλοντα ήλιο – δηλαδή, να τελειώσει μ’ ένα τέλος που αφήνει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά – μ’ ένα τέλος όπου όλα σβήνουν μέσα σε απόλυτα εξαγνιστικό φως.

 

[i] Η νύχτα της 30ης Απριλίου προς την 1η Μαΐου, η οποία από αμνημονεύτων ετών αποτελεί την μία από τις πέντε πιο μαγικές νύχτες του χρόνου – οι άλλες τέσσερις είναι τα δύο ηλιοστάσια και οι δυο ισημερίες. Συνειρμοί ή συνδέσεις με την εργατική Πρωτομαγιά αλλά και με τον γενικότερο συμβολισμό της συγκεκριμένης ημέρας όχι μόνο δεν αποθαρρύνονται – ίσα ίσα συνίστανται ενθέρμως…

[ii]

10. Το κορίτσι της σιωπής κι η μυστική καρδιά της πόλης

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%84%ce%bf-%ce%ba%ce%bf%cf%81%ce%af%cf%84%cf%83%ce%b9-%cf%84%ce%b7%cf%82-%cf%83%ce%b9%cf%89%cf%80%ce%ae%cf%82-%ce%ba%ce%b9-%ce%b7-%ce%bc%cf%85«Η Αθήνα δεν θα μ’ αφήσει ποτέ να την κατακτήσω», είπε ο διπλανός μου θαμώνας. Ήταν μεσόκοπος, φορούσε γυαλιά μυωπίας κι ένα μαύρο δερμάτινο κασκέτο.

Τα πίναμε δίπλα δίπλα στην μπάρα ενός απ’ τα θρυλικότερα μπαρ της πόλης (δε θέλω να κάνω γκρίζα διαφήμιση, αλλά μπορώ να πω πως πρόκειται για ένα μπαρ που το «εις το επανιδείν» που του λέω κάθε φορά που αποχωρώ απ’ αυτό το εννοώ με όλη μου την ψυχή). Ήταν τέλη Νοεμβρίου, ένα βροχερό Δευτεριάτικο βράδυ, και πέρα από εμάς ζήτημα ήταν να υπήρχαν 2-3 πελάτες ακόμα στο μαγαζί.

Εγώ τον κοίταξα μ’ ένα αινιγματικό χαμόγελο (τελείωνα το τρίτο μου ουίσκι κι είχα αρχίσει να την ακούω λίγο, για να πω την αλήθεια). Εκείνος συνέχισε: «Είναι, καλέ μου φίλε, σαν την γκόμενα εκείνη που την καψουρεύεσαι τρελά κι αυτή το ξέρει και σου ψήνει το ψάρι στα χείλη, πότε δίνοντας σου ελπίδες ότι θα ζήσετε μαζί ατόφια την φαντασμαγορία του σύμπαντος, πότε καταβαραθρώνοντας σε στα Τάρταρα της ίδιας της ψυχής της…».

Σούφρωσα τα χείλη μου και κούνησα το κεφάλι μου πάνω κάτω, σε στυλ: «κοίτα να δεις τι ξεστόμισε μόλις ο κερατάς…!». Εκείνος τότε ξανάνοιξε το στόμα του και το άφησε μετέωρο για λίγο, σαν να ετοιμαζόταν να πει κάτι βαρυσήμαντο, όπως ας πούμε να μου αποκαλύψει το νόημα της ζωής. Όταν, όμως, τελικά μίλησε είπε κάτι εντελώς απρόσμενο: «Αν βγεις, τώρα δα, έξω και αρχίσεις να ανεβαίνεις την Πατησίων μέχρι να φτάσεις κοντά στο τέρμα της, στα Άνω Πατήσια, μπορεί και να συναντήσεις το κορίτσι της σιωπής».

«Μα τί μου λες; Ποιό είναι αυτό το κορίτσι της σιωπής;», τον ρώτησα αιφνιδιασμένος.

«Αν κάνεις τέτοιου είδους ερωτήσεις, αποκλείεται να σου επιτρέψει να την συναντήσεις, φίλε μου. Λοιπόν, άκουσε τη συμβουλή μου: βγες έξω, τώρα, χωρίς χρονοτριβή, και ξεκίνα να ανεβαίνεις την Πατησίων με τα πόδια. Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας σου, να είσαι σε εγρήγορση και να παρατηρείς προσεκτικά οποιαδήποτε λεπτομέρεια υποπέσει στην αντίληψη σου. Μην πολυσκέφτεσαι, μην υπεραναλύεις, μην κρίνεις. Αν δυσκολεύεσαι, απλώς συγκεντρώσου στο περπάτημα σου. Βήμα-βήμα. Κάθε βήμα είναι σημαντικό. Η όλη διαδικασία είναι ένα προσκύνημα στη μυστική καρδιά της πόλης, καταλαβαίνεις; Όχι, ε; Δεν έχει σημασία, κάνε αυτό που σου λέω. Θα ερχόμουν κι εγώ παρέα, αλλά δεν μπορώ για δυο λόγους: πρώτον, το προσκύνημα αυτό είναι εξ ορισμού υπόθεση ενός ανθρώπου και δεύτερον, πρέπει να βρίσκομαι σε άλλο, άσχετο, σημείο της πόλης μες στο επόμενο μισάωρο. Πήγαινε λοιπόν, λεβεντιά μου, στην ευχή του Θεού. Όχι, όχι, μην ανησυχείς, ό,τι ήπιες κερασμένο από εμένα. Ναι, ναι, μην επιμένεις. Και μη μ’ ευχαριστείς, να ευχαριστείς την πόλη… Καλή βόλτα και εις το επανιδείν».

Μιλούσε με τέτοια ένταση κι αίσθηση του επείγοντος, που, χωρίς καλά καλά να προλάβω να αναλογιστώ πάνω στα όσα παράξενα μου έλεγε και ν’ αποφασίσω τι θα κάνω, βρισκόμουν έξω ανηφορίζοντας την Πατησίων μες στο Νοεμβριάτικο ψιλόβροχο.

Στη γωνία με τη Φωκίωνος Νέγρη κοντοστάθηκα κι έκανα μια πλήρη περιστροφή 360 μοιρών με το σώμα μου. Φωκίωνος Νέγρη, άνοδος Πατησίων, Αγίου Μελετίου, κάθοδος Πατησίων, ξανά Φωκίωνος Νέγρη. Η βροχή τότε έκοψε κι ένιωσα σαν η θερμοκρασία να τσίμπησε πέντε βαθμούς, έτσι για πλάκα. Δεν ξέρω, μπορεί να ήταν κι επειδή θυμήθηκα εκείνη τη φορά που έτρεχα προς την στάση απέναντι, στο ρεύμα της καθόδου, να προλάβω το τρόλεϊ που θα έκανε το τελευταίο δρομολόγιο της βραδιάς. Ήταν τέλη Μαΐου πριν πολλά χρόνια, όταν ήμουν φοιτητής. Είχα περάσει ένα εφιαλτικό βράδυ μετά από μια ξεγυρισμένη ερωτική απογοήτευση σ’ ένα μπαράκι της Φωκίωνος Νέγρη κι ήθελα να επιστρέψω σπίτι και να ταμπουρωθώ στο δωμάτιο μου, παρέα με τα βιβλία και τις μουσικές μου, το ταχύτερο δυνατό. Στο τέλος, ευτυχώς, το πρόλαβα το τρόλεϊ, αν και μούσκεμα στον ιδρώτα από το σπριντ στο οποίο είχα υποχρεωθεί.

Κάθισα σ’ ένα απ’ τα άβολα ξύλινα καθίσματα (επρόκειτο για ένα από τα παλιά, πορτοκαλί χρώματος, Αθηναϊκά τρόλεϊ, που ήταν κατασκευασμένα στην Σοβιετική Ένωση) κι έχωσα το κεφάλι μου στις παλάμες μου. Ο οδηγός έτρεχε σαν δαιμονισμένος (τέλος βάρδιας γαρ) κι εγώ πολλές φορές κρατήθηκα την τελευταία στιγμή, αποφεύγοντας να σωριαστώ φαρδύς πλατύς στο πάτωμα. Είχε όμως κι άλλα ευτράπελα αυτή η κούρσα: ένας ναρκομανής ήρθε να μου ζητιανέψει, εγώ σε ένα ανεξήγητο ξέσπασμα γαλαντομίας του έδωσα ένα πεντακοσάρικο (είχαμε ακόμα δραχμές τότε) και μου φίλησε το… χέρι μη μπορώντας να συγκρατήσει την όψιμη χαρά του, ένας ηλικιωμένος τραγούδησε στην καλή του εντελώς παράφωνα αλλά τόσο γλυκά το «Άστα τα μαλλάκια σου» κι αυτή δάκρυσε από συγκίνηση και κάποιος κατέβηκε σε μια στάση κατά λάθος, έτρεξε να προλάβει το τρόλεϊ πριν την επόμενη στάση, τα κατάφερε με υπεράνθρωπη προσπάθεια μόνο και μόνο για να ξανακατέβει… μια στάση αργότερα. Και θυμάμαι πως όταν τελικά επέστρεψα σπίτι ήμουν, βεβαίως, ακόμα συντετριμμένος, ωστόσο ένιωθα και μια βαθιά ευγνωμοσύνη μέσα στην καρδιά μου που ζούσα σε αυτήν την τόσο ανισόρροπη πόλη με την τόσο γλυκιά καρδιά.

«Η καρδιά της πόλης, λοιπόν», σκέφτηκα, επιστρέφοντας στο (τοτινό) μου τώρα. Χαμογέλασα και συνέχισα να βαδίζω με αναπτερωμένο ηθικό κι επιταχύνοντας τον ρυθμό μου.

Έφτασα στην πλατεία Αμερικής με την συνηθισμένη μετα-αλκοολική πείνα να έχει κάνει κατάληψη στο σώμα μου και να μου διαμηνύει πως αν το θέλω πίσω, θα πρέπει να κάνω αμέσως διάλειμμα για να φάω κάτι. Έτσι λοιπόν, πήρα μια τυρόπιτα από ένα τυροπιτάδικο εκεί κοντά, κάθισα σ’ ένα απ’ τα, ομολογουμένως άβολα, σκαμπό του και άρχισα να την τρώω, ασυνήθιστα αργά για τα δικά μου δεδομένα, ιδιαιτέρως όταν είμαι πεινασμένος. Κοίταζα το κενό και δεν σκεφτόμουν τίποτα. Τότε, δύο κορίτσια, βία 20 χρονών, πέρασαν από μπροστά μου έχοντας ξεκαρδιστεί στα γέλια. Είδαν ότι τις κοίταζα και τότε άρχισαν να γελάνε ακόμα πιο δυνατά. Τελικώς κοντοστάθηκαν λίγα μέτρα μακριά μου και δίπλωσαν τα σώματά τους, κρατώντας την κοιλιά τους. Το νευρικό τους γέλιο γρήγορα τους έφερε δάκρυα στα μάτια. Εγώ είχα μείνει εμβρόντητος να τις κοιτάω, με τη μισοφαγωμένη τυρόπιτα στο χέρι και με ψίχουλα στο πρόσωπο, μην λογαριάζοντας πως το θέαμα αυτό του προσώπου μου λειτουργούσε ως ενισχυτής της μανίας γέλωτα στην οποία είχαν υποκύψει. Κάποια στιγμή σκέφτηκα να σηκωθώ απ’ το σκαμπό μου και να πάω κατά κει να τους πιάσω την κουβέντα, να τις ρωτήσω με τι γελάνε, να γελάσω κι εγώ, βρε αδερφέ! Όμως κάτι με σταμάτησε και δεν το έκανα.

Μετά από λίγο, κάπως ηρέμησαν κι αφού ξερόβηξαν αρκετές φορές άρχισαν, σιγά σιγά και με κάποιους τελευταίους σπασμούς γέλιου να τις ταράζουν ακόμα, να ξανανηφορίζουν την Πατησίων. Όταν είχαν προχωρήσει λίγα μέτρα, η μία εξ αυτών, εκείνη που ήταν πιο μακριά από εμένα, γύρισε πλαγίως και πίσω το πρόσωπό της, μου έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα και μου φώναξε: «Νοστιμούλη, είναι η τυρόπιτά σου τόσο νόστιμη όσο εσύ;». Εγώ τα έχασα, σκέφτηκα να της απαντήσω κάτι αυθορμήτως. «Αλλά τι να της πεις, θα ξεστομίσεις καμιά χαζομάρα και θα ντροπιαστούμε πάλι», μου φώναξε αυτή η γνωστή, σπαστική φωνή μέσα απ’ το κεφάλι μου, η φωνή της συμβατικότητας, της δειλίας και της μετριοπάθειας μέχρι θανάτου. Ύστερα σκέφτηκα να ακολουθήσω τα δυο κορίτσια από πίσω ή… ίσως να αγοράσω δυο τυρόπιτες και να τους τις προσφέρω, έτσι για τον χαβαλέ, ρε παιδί μου. Πάλι η φωνή επενέβη: «μα τί γραφικότητες, τί γελοιότητες είναι αυτές! Άσε που μπορεί να σε περάσουν για κάνα ανώμαλο και να έχεις τη… χαρά να φιλοξενηθείς ολόκληρη τη νύχτα στο υγρό και παγωμένο κελί του πλησιέστερου αστυνομικού τμήματος». Τελικά η φωνή τα κατάφερε, πέτυχε να με πείσει ότι το να μείνω βιδωμένος στο άβολο σκαμπό μου ήταν, δια της εις άτοπον απαγωγής, η προτιμητέα επιλογή. Όταν, έχοντας και τα τελευταία πλέον ψίχουλα της τυρόπιτας να αναπαύονται στο στομάχι μου, συνέχισα την περιπλάνησή μου, τίποτε δεν είχε απομείνει απ’ τα δύο κορίτσια παρά μόνο ο απόηχος του γέλιου τους, που έμοιαζε να δίνει μια πιο ελαφριά, αισιόδοξη και σουρεαλιστική απόχρωση στην Αθηναϊκή νυχτερινή ατμόσφαιρα.

«Συν τοις άλλοις, αυτή είναι η πόλη των χαμένων ευκαιριών», το φιλοσόφησα, σπεύδοντας να με παρηγορήσω: «Πάλι καλά που οι ευκαιρίες είναι ανεξάντλητες»…

Είχα προχωρήσει αρκετά, έχοντας αφήσει πλέον πίσω μου την πλατεία Κολιάτσου και, εν συνεχεία, τη διασταύρωση της Πατησίων με τη λεωφόρο Γαλατσίου. Συγχρονιζόμουν όλο και πιο πολύ με το αστικό τοπίο, που το διέσχιζα με όλο και μεγαλύτερη ταχύτητα. Κάθε μου αισθητηριακή εντύπωση (ένας κουτσός σκυλάκος που κούναγε την ουρά του πάνω από ένα μισάνοιχτο φρεάτιο της ΕΥΔΑΠ, ένα σκισμένο τι-σερτ που είχε σχεδιασμένο ένα κίτρινο χαμογελαστό πρόσωπο και που έγραφε «DON’T WORRY, BE HAPPY» και το οποίο κρεμόταν από έναν κάδο απορριμμάτων σαν σημαία στρατού που μόλις υπέστη το Βατερλώ του, μια λιμνούλα νερού κοντά στο οδόστρωμα που πάνω της καθρεφτιζόταν, σαν αμφίσημος οιωνός, η βαμμένη σε έντονο κόκκινο χρώμα πινακίδα ενός μαγαζιού) έμοιαζε να αντιστοιχεί και σ’ ένα ξεχωριστό, μοναδικό, φευγαλέο, συναίσθημα, που λες και ποτέ κανείς δεν είχε νιώσει και ποτέ κανείς δεν επρόκειτο να νιώσει, και το οποίο ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με την, ας πούμε, «μέσα πλευρά» της Αθήνας, την όχι αμέσως ορατή, αυτή που πρέπει να σκύψεις από πάνω της, με έναν συνδυασμό τόλμης κι ειλικρινούς ενδιαφέροντος, για να την δεις.

Σ’ αυτήν ακριβώς τη φάση βρισκόμουν όταν την είδα. Μιλάω για το κορίτσι της σιωπής. Πώς το ξέρω ότι ήταν αυτή; Μη ρωτάτε, απλώς το ήξερα, την ίδια στιγμή που την είδα. Αν βρισκόσασταν αργά εκείνο το βράδυ στο σημείο που βρισκόμουν εγώ, στη διασταύρωση Πατησίων και Μητσάκη, και βλέπατε από το απέναντι ρεύμα (εγώ βρισκόμουν απ’ την πλευρά της καθόδου της Πατησίων) το κορίτσι με το κατάλευκο δέρμα, τα μακριά ίσια μαύρα μαλλιά και τα κατάμαυρα ρούχα (μαύρα μποτίνια, μαύρη εφαρμοστή φόρμα και μαύρο ζιβάγκο) που κρατούσε αγκαλιά, σφιχτά πάνω στο στήθος της λες και φοβόταν μην της φύγουν αυτοβούλως, κάτι ακαθόριστα βιβλία και τετράδια (σαν μαθήτρια που επέστρεφε από κάποιο φροντιστήριο) θα το ξέρατε κι εσείς, πιστέψτε με.

Το κορίτσι της σιωπής μου έριξε μια αστραπιαία πλάγια ματιά κι ύστερα έστριψε απότομα στη Μητσάκη, βαδίζοντας με κοφτά και γρήγορα βήματα. Εγώ, συνεπαρμένος, διέσχισα την άδεια (εκτός από μια γάτα που πέρασε σφαίρα κάτω απ’ τα πόδια μου) Πατησίων και την ακολούθησα.

Κινείτο στο χώρο μ’ έναν ανορθόδοξο, ζιγκ ζαγκ, τρόπο, διασχίζοντας κάθε λίγο το οδόστρωμα και αλλάζοντας πεζοδρόμιο, χωρίς ποτέ να κοιτάει πίσω της. Δεν ένιωθα ότι με φοβάται, αλλά μάλλον πως προσπαθούσε να με οδηγήσει κάπου.

Την έχασα ξαφνικά, λες κι άνοιξε η γη και την κατάπιε ή λες κι ενδύθηκε κάποιου είδους μανδύα αορατότητας, λίγο πιο κάτω απ’ το κτίριο της Ιταλικής Σχολής Αθηνών. Πήγα να τρελαθώ, έλεγα από μέσα μου (μπορεί κι απέξω μου, δεν ξέρω, ήμουν αρκετά ταραγμένος): «μα πού κρύφτηκες, κορίτσι της σιωπής;!;». Κοίταγα κάτω από αυτοκίνητα, σε κόχες εισόδου πολυκατοικιών, πίσω από δέντρα. Άρχισα να περιπλανιέμαι στα γύρω στενά αναζητώντας την. Ματαίως.

Κάποια στιγμή, που είχα χαθεί και με τη βούλα πλέον, βρέθηκα έξω από ένα πολύ μικρό παρκάκι. Βασικά, επρόκειτο για έναν, περιστοιχισμένο από τρεις οδούς, χωμάτινο διάδρομο μήκους λίγων δεκάδων μέτρων με κάποια σκόρπια δέντρα και θάμνους εκατέρωθεν, στη μέση του οποίου στεκόταν, σαν ακοίμητος και σε εγρήγορση τοποτηρητής, ένα παγκάκι. Κάτι στο όλο σκηνικό με καθησύχασε, μου απομάκρυνε το άγχος ανεύρεσης του απολεσθέντος κοριτσιού της σιωπής και με παρότρυνε να ξαποστάσω στο εν λόγω παγκάκι.

Κάθισα, απλώθηκα, αγνόησα τις τελευταίες εναπομείνασες σταγόνες που μ’ έβρεξαν, κοίταξα τον ουρανό. Η ομοιόμορφη γκρίζα θολούρα είχε τώρα υποχωρήσει, αφήνοντας μόνο μερικά διάσπαρτα σύννεφα εδώ κι εκεί σαν θολή υπόμνηση της παντοδυναμίας της, λίγο νωρίτερα. Ανάμεσα τους διακρίνονταν τώρα τ’ αστέρια. Έμοιαζαν να είναι αρκετά, δοθείσης της φωτορρύπανσης που ταλανίζει την Αθήνα ακόμα και στη, σχετικώς, υποφωτισμένη τοποθεσία όπου είχα βρεθεί. Έμεινα να τ’ ατενίζω, με τις όποιες σκέψεις είχα να εγκαταλείπουν μία προς μία το μυαλό μου, σαν διστακτικοί νεοσσοί που πετούν μακριά απ’ την ασφάλεια της γονεϊκής φωλιάς. Στο τέλος ήταν σαν να έχω αδειάσει, εντελώς κι απ’ τα πάντα.

Τότε την άκουσα να μου μιλάει. Η φωνή της ερχόταν από κάπου βαθιά κι αντηχούσε στερεοφωνικά μέσα μου: «Καλώς ήλθες στην μυστική καρδιά της πόλης».

«Κορίτσι της σιωπής… εσύ;», αποκρίθηκα κι αμέσως δαγκώθηκα. Την είχα ευθέως αποκαλέσει με τ’ όνομά της ο ανόητος.

Έκτοτε δεν ξανάκουσα από εκείνη και φοβάμαι πως ούτε πρόκειται. Αν, παρ’ όλα αυτά, φίλοι, βρεθείτε κι εσείς κάποτε στη μυστική καρδιά ή σε μια από τις μυστικές καρδιές της Αθήνας (διότι πιστεύω ότι η χάρη της δεν εντοπίζεται / εκδηλώνεται αποκλειστικά σ’ ένα σημείο, κάπου στα Άνω Πατήσια) και το κορίτσι της σιωπής σας μιλήσει, κατ’ αρχήν προσέξτε να μην την αποκαλέσετε με τ’ όνομά της και κατά δεύτερον και, αν το θυμηθείτε, δώστε της χαιρετισμούς κι ένα φιλί στα πεταχτά κι από μένα…

11. Σούρουπο και χάραμα

%ce%b8%ce%b5%ce%b1%ce%b8%ce%ae%ce%bd%ce%b5%cf%82-%cf%83%ce%bf%cf%8d%cf%81%ce%bf%cf%85%cf%80%ce%bf-%ce%ba%ce%b1%ce%b9-%cf%87%ce%ac%cf%81%ce%b1%ce%bc%ce%b1Ξέρετε, πιστεύω ότι το να είσαι Αθηναίος είναι εργασία πλήρους απασχόλησης, που θα μπορούσε κάλλιστα να ενταχθεί στην κατηγορία των βαρέων κι ανθυγιεινών επαγγελμάτων. Ή, αν προτιμάτε, είναι ένα από το πιο απαιτητικά (και σαδομαζοχιστικά) χόμπυ που μπορεί να συλλάβει νους ανθρώπου.

Το γιατί είναι λίγο πολύ κατανοητό: Πήξιμο, βρωμιά, γραφειοκρατία, κίνηση κι ένα σωρό ασυνέχειες διαταράσσουν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο και σχεδόν σε καθημερινή βάση, την ομαλή πορεία της ημέρας σχεδόν του κάθε κατοίκου του κλεινού άστεως.

Έτσι, όσο υπάρχει φως στον ουρανό πάνω απ’ το λεκανοπέδιο, τα πράγματα τείνουν συχνά να καταστούν δύσκολα ή κι ανυπόφορα για τον ταλαίπωρο Αθηναίο που, ευρισκόμενος στο έλεος μύριων αστάθμητων παραγόντων, παλεύει να ισορροπήσει, να φέρει σε πέρας δουλειές κι υποχρεώσεις και να επιβιώσει (μεταφορικά αλλά και κυριολεκτικά καμιά φορά).

Αλλά όταν σουρουπώνει… α, όταν σουρουπώνει… Όλες οι τρελές, καφκικές, σουρεαλιστικές, εκνευριστικές απιθανότητες που ξεπετάγονται σαν μανιτάρια ή ζιζάνια κάτω απ’ το φως του ήλιου, ξεχνιούνται, παραμερίζονται, σπρώχνονται κάτω από χαλιά ή στριμώχνονται σε σκουπιδοσακούλες, και το ξόρκι αρχίζει να επενεργεί.

Ποιό ξόρκι, ρωτάτε;

Το ξόρκι του Αθηναϊκού δειλινού.

Αν προσπαθούσα να συμπυκνώσω το ξόρκι σε μια σύντομη φράση, θα έλεγα: η μεταμορφωτική μαγεία του μεταιχμίου. Όταν όλα είναι οριακά, όταν κάτι ή θα τείνει να τελειώσει ή θα τείνει ν’ αρχίσει, η γέφυρα ανάμεσα σε δυο καταστάσεις. Το σταυροδρόμι. Η διάβαση.

Έχετε όρεξη για μια μικρή παρέκβαση (ρητορικό το ερώτημα, βεβαίως); Ξέρετε, στην αρχαία Ελλάδα (κι επομένως κι Αθήνα) ο προστάτης θεός των σταυροδρομιών, των οδοιπόρων, αλλά και των εμπόρων και των κλεφτών, ήταν ο Ερμής, ο αγγελιοφόρος των θεών με τα φτερωτά σανδάλια. Ο οποίος, γενικά, μπορούμε να πούμε πως θεωρείτο ο προστάτης κάθε τι μεταβατικού, κάθε πράγματος που συνέδεε, που δικτύωνε, που μετέφερε: πληροφορίες, πράγματα, ανθρώπους. Δηλαδή αν πάρουμε τις, σημαντικότατες και κρισιμότατες στην εποχή μας, έννοιες: «επικοινωνία», «μεταφορές», «Διαδίκτυο», άραγε θα πέφταμε πολύ έξω αν λέγαμε ότι ο Ερμής και το πνεύμα του (ήτοι: συνδυασμός ετερόκλητων στοιχείων για σύνθεση καινούριων πιο εξελιγμένων διατάξεων και μορφών τους, παραγωγή και διαχείριση πληροφοριών, πειθώ, προπαγάνδα, έμπνευση, παγκόσμια σύνδεση, ακόμα ακόμα: κατεργαριά κι απατεωνιά) κρύβονται από πίσω τους;

Κι ας μην ξεχνάμε πως ο Ερμής είναι ο μέγας ισορροπιστής, ο μέγας διπλωμάτης – προσοχή, όχι με την σύγχρονη έννοια της πολιτικής ορθότητας στην χειρότερή της μορφή (δηλαδή προσέχω πως θα γίνει να μην θίξω κανέναν και τίποτα και, ουσιαστικά, πνίγω εν τη γενέσει της κάθε αναζωογονητική διαφοροποίηση από ένα ασφυκτικά περιορισμένο κι ετεροκαθορισμένο πλαίσιο κοινώς αποδεκτών θεμάτων, απόψεων, αναζητήσεων), αλλά με την διαλεκτική έννοια του φέρνω σ’ επικοινωνία μεγέθη αντίθετα (συχνά με το να εφεύρω ή ν’ ανακαλύψω μια κοινή γλώσσα για να συνεννοηθούν) και τ’ αφήνω να ζυμωθούν αλλά και να συγκρουσθούν αναμεταξύ τους (χωρίς και να διακινδυνεύω την κατάρρευση του όλου συστήματος) ώστε στο τέλος να προκύψει μια καινούρια σύνθεση η οποία να είναι λίγο (ή πολύ) παραπάνω από το απλό άθροισμα των επιμέρους αρχικών στοιχείων.

Ναι, ο Ερμής με το Κηρύκειο του, ο Ερμής ο κλέφτης των βοδιών του μεγάλου του αδελφού Απόλλωνα (του θεού της λογικής, της επιστήμης, της μαντείας), ο φύλακας και προστάτης του μικρού αδελφού του Διονύσου (του θεού της υπέρβασης, της μανίας, της έκστασης – βλ. και την απαράμιλλου κάλλους απεικόνιση του από τον γλύπτη Πραξιτέλη στο πασίγνωστο ομώνυμο άγαλμα, που εκτίθεται στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, όπου ο Ερμής κρατάει με τ’ αριστερό του χέρι το βρέφος αδερφό του, Διόνυσο).

Αλλά ας μην ξεφεύγουμε σε υπερβολικό βαθμό: λέγαμε για το ξόρκι του Αθηναϊκού σούρουπου.

Ποιός θέτει, λοιπόν, σε λειτουργία αυτό το περιβόητο ξόρκι;

Την καλύτερη και πιο περιεκτική απάντηση στο ερώτημα αυτό θα την πάρετε αν βγείτε μια βόλτα στα στενά της Αθήνας την ώρα εκείνη που το φως πνέει τα λοίσθια και μας γλυκοχαιρετά για κάποιες ώρες, και αφουγκραστείτε.

Αν το κάνετε και αφεθείτε να γίνετε όσο το δυνατόν πιο δεκτικοί, σαν μικρά παιδιά ή, έστω, σαν τουρίστες που διασχίζουν έναν άγνωστο σ’ αυτούς τόπο με αυξημένο ενδιαφέρον, μπορεί να διαπιστώσετε τα εξής: η αλληλουχία των γκραφφίτι και των, κατά κόρον φρικτής αισθητικής, συνθημάτων στους τοίχους αρχίζουν με απρόσμενο τρόπο να μεταδίδουν κωδικοποιημένα μηνύματα, ανθρώπινες φωνές ακούγονται κάπως αλλιώτικα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα, σκύλοι και γάτες αρχίζουν να συμπεριφέρονται ένα κλικ πιο περίεργα απ’ ότι συνήθως, το περιβάλλον αποκτά μια μυστηριώδη αύρα, λάμπες τρεμοσβήνουν, καλώδια του ηλεκτρικού δικτύου τεντώνονται και μουρμουρίζουν, τα φώτα ανάβουν και κάπως σε προσκαλούν κοντά τους μα κάπως σε διώχνουν και μακριά τους κιόλας. Κι εσείς, στο ρόλο του εν εγρηγόρσει διαβάτη-οδοιπόρου, υπό την (διακριτική ή μη) επίβλεψη του θεού Ερμού (είτε βρίσκεστε στην οδό Ερμού είτε αλλού) δεν επιτρέπετε να σας προκαλέσουν σύγχυση και να σας τρομάξουν όλα αυτά – όχι δα – απλώς αφήνεστε, χαλαρώνετε κι απολαμβάνετε.

Στην αρχή, δεν ξέρετε απαραιτήτως τι ακριβώς απολαμβάνετε, αλλά, πάντως, απολαμβάνετε.

Και λίγο αργότερα, μια ανείπωτη γλύκα ίσως σας τυλίξει στην αγκαλιά της και βρεθείτε να ευγνωμονείτε τους θεούς που σας έπεσε το λαχείο και ζείτε σ’ αυτήν την πόλη. Και ν’ απορείτε, παράλληλα, που τα βάσανα, οι ταλαιπωρίες κι οι αναποδιές της ημέρας (ελάχιστες ώρες, το πολύ, πριν) φαντάζουν τώρα τόσο απομακρυσμένα κι αδιάφορα, λες και συνέβησαν σε κάποιον άλλον, ξένο.

Ίσως τώρα περπατάτε στην γειτονιά σας ή σε μέρη γνωστά που στο λυκόφως αποπνέουν μια λίγο διαφορετική αίσθηση, η οποία μπορεί και να σας κάνει να αναρωτιέστε, που και που, πράγματα, όπως: “βρε, πάντα υπήρχε εδώ αυτό το στενάκι / αυτό το μαγαζί / αυτή η μονοκατοικία; Δεν το είχα προσέξει ποτέ…” ή να προβαίνετε σε ασυνήθιστους συσχετισμούς και σκέψεις, όπως: “ο συνδυασμός των φωτοσκιάσεων, των ήχων και των μυρωδιών σ’ αυτήν την απομονωμένη πλατεΐτσα, με αυτή την γριούλα που κάθεται σ’ εκείνο το συγκεκριμένο παγκάκι με τον σκύλο της, μου θυμίζει έντονα αυτό το όνειρο που είδα τις προάλλες, όπου αισθανόμουν πως μπορούσα να πετάξω…”.

Το δυστύχημα είναι ότι ενώ το ξόρκι του Αθηναϊκού σούρουπου έχει, δυνητικώς, καθολική επενέργεια κι έτσι οι απολαύσεις (εντάξει, κι οι κίνδυνοι) απ’ τα μαγικά του αποτελέσματα διατίθενται στον καθένα ανεξαιρέτως, πάρα πολλοί άνθρωποι αρνούνται, εν συνειδήσει αλλά κυρίως ασυνειδήτως, ν’ αναγνωρίσουν το μυστήριο, το θαύμα που συντελείται μπροστά στα μάτια τους, και ν’ αφεθούν στο να ποτιστούν απ’ αυτό.

Ο κυριότερος λόγος γι’ αυτήν τους την άρνηση έχει να κάνει με το γενικότερο κλίμα της εποχής που ζούμε, μιας εποχής έντονης απομάγευσης, όπου δηλαδή οτιδήποτε περιβάλλεται από μια αχλή ονειρική, υπερβατική, μη επιστημονικοφανή (με την στενή έννοια του όρου) κι έξω απ’ το συνηθισμένο πλαίσιο μαζικής πρόσληψης κι επεξεργασίας πληροφοριών, συμβάντων, καταστάσεων (ίσως το “τείνει να” να είναι περιττό) αγνοείται, αποσιωπάται, απορρίπτεται, λοιδορείται, γίνεται ακόμα κι αντικείμενο διώξεως (εντός ή εκτός του εκάστοτε ισχύοντος νομικού πλαισίου μιας κοινωνίας) – στην τελευταία περίπτωση, όχι πάντα άνευ λόγου, η αλήθεια είναι.

Αλλά, άμα είσαι λάτρης της Αθήνας κι αθεράπευτα ερωτευμένος με αυτήν την άγρια αλλοπρόσαλλη πόλη, αυτό το τέρας αντιθέσεων, ακροτήτων, παραδοξοτήτων κι αναπάντεχων διαλεκτικών συνθέσεων, ε, το ξόρκι θα επιδράσει πάνω σου, είτε το αντιλαμβάνεσαι, είτε όχι.

Γιατί νομίζετε πως τόσοι και τόσοι που γκρινιάζουν για την “αδυσώπητα σκληρή ζωή” στην “απρόσωπη κι απάνθρωπη τσιμεντούπολη” στην συντριπτική τους πλειοψηφία δεν υλοποιούν ποτέ την, σποραδικώς ή μη, εκπεφρασθείσα απειλή τους περί αποχωρήσεως απ’ αυτήν κι επιστροφής στην “τίμια κι αγνή” επαρχία;

Ξόρκι, γαρ, ντε!

… Αλλά σαν να μ’ έπιασε η πολυλογία και να ξεχάστηκα. Με συγχωρείτε, αλλά, καταλαβαίνετε: όταν αυτοβούλως και χωρίς αστερίσκους θέτεις εαυτόν υπό την επήρεια και στην υπηρεσία του Ξορκιού, τότε μια απ’ τις επακόλουθες δευτερεύουσες επιπτώσεις είναι η αλλοίωση της υποκειμενικής αίσθησης του χρόνου.

Έτσι, μ’ αυτά και μ’ αυτά, σχεδόν πέρασε η νύχτα και πλησιάζει το ξημέρωμα.

Α, ξημέρωμα! Ο κατοπτρισμός του σούρουπου… Ίδια διεύθυνση, διαφορετική φορά, όμοια φύση, παράλληλες εμπειρίες.

Για προσπαθήστε να θυμηθείτε, φίλοι: έχει τύχει ποτέ να ξυπνήσετε τις πολύ πρωινές ώρες (όχι πριν τις 4 κι όχι μετά τις 6) με την κούραση να έχει εξανεμιστεί κι ένα, ασυνήθιστο για την στιγμή και τις συνθήκες, πλεόνασμα ενέργειας να έχει πάρει τη θέση της ή, ακόμα, διακατεχόμενοι απ’ την έντονη εντύπωση πως η ατμόσφαιρα του ονείρου απ’ το οποίο μόλις βγήκατε διαποτίζει την πραγματικότητα τριγύρω σας, το υπνοδωμάτιο, το σπίτι σας;

Είμαι σίγουρος ότι αν στύψετε λίγο τη μνήμη σας, θα απαντήσετε καταφατικά στο άνωθι ερώτημα.

Βλέπετε, η μαγεία είναι διάχυτη και τη συγκεκριμένη ώρα της ημέρας, λίγο πριν το ξημέρωμα, διότι και στη συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει ένα Ξόρκι που μπαίνει σ’ εφαρμογή. Μόνο που το, εν προκειμένω, Ξόρκι διαφέρει απ’ το αδελφό Ξόρκι του σούρουπου. Ενώ το τελευταίο επικεντρώνεται στο πέρασμα στον Άλλο Κόσμο της Νύχτας, ενεργώντας ως καταλύτης της διαφυγής απ’ τον Κόσμο της Ημέρας, το πρώτο έχει την ακριβώς αντίστροφη επιδίωξη: την επιστροφή απ’ τον Άλλο Κόσμο της Νύχτας στον “κανονικό” Κόσμο της Ημέρας.

Με άλλα λόγια, το Ξόρκι του Σούρουπου στοχεύει στο να φέρει τη Νύχτα (κυριολεκτικά – σκοτάδι – και μεταφορικά – μαγεία, μυστήριο, όξυνση ενστίκτων, χαλάρωση των ποικίλων περιορισμών κι αναστολών) κοντά μας μια ώρα αρχύτερα, ενώ το Ξόρκι του Χαράματος εστιάζει στο να την διώξει μαζί με τα συμπαρομαρτούντα της (αυτά που μόλις ανέφερα) όσο πιο γρήγορα γίνεται.

(Παρεμπιπτόντως, το “όσο πιο γρήγορα γίνεται” δεν το ανέφερα τυχαία ή εκ παραδρομής: ίσως να έχετε αντιληφθεί πως η φευγαλέα αίσθηση των δυο αυτών σημαντικότερων ορόσημων του 24ωρου, δηλαδή δειλινού και ξημερώματος, εντείνεται απ’ το ότι το πέρασμα του χρόνου εκείνες τις ώρες μοιάζει να επιταχύνεται – κι εδώ δεν κάνω καν διάκριση μεταξύ “υποκειμενικού” κι “αντικειμενικού”, ήτοι του ρολογιού, χρόνου).

Τώρα, το Ξόρκι του Χαράματος οφείλει, εξ ορισμού και λόγω της φύσεως των σχετικών συνθηκών, να είναι ισχυρότερο απ’ το Ξόρκι του Σούρουπου. Το γιατί είναι μάλλον απλό: Ξόρκι είναι κάτι μαγικό, μια μαγική επίκληση, μια μη λογική ή μεταλογική πράξη. Τέτοια ακριβώς είναι και η φύση της Νύχτας, όμως. Δηλαδή, είναι πολύ πιο εύκολο να περάσεις από κάτι μη μαγικό σε κάτι μαγικό με το να χρησιμοποιήσεις μαγεία, απ’ το να κάνεις το αντίστροφο. Στη δεύτερη περίπτωση, μάχεσαι κατά κάποιον τρόπο ενάντια σε κάτι με τα ίδια του τα όπλα. Συνεπώς, προκειμένου να τελεσφορήσει ο αγώνας σου, επιβάλλεται η ύπαρξη πολλαπλάσιας ισχύος.

Και, φυσικά, οι δυνάμεις της Νυκτός αντιστέκονται σθεναρά. Παρενέργειες αυτής της διαμάχης είναι η απόκοσμη σιγή που απλώνεται στην πόλη αυτές τις ώρες ή, όπως προείπα, η ενίσχυση της εντύπωσης περί ονειρικής η ψευδαισθησιακής φύσεως της πραγματικότητας.

Εδώ, ο καλύτερος τρόπος να βιώσετε την εμπειρία του Ξορκιού του Χαράματος είναι να βγείτε εκείνες τις ώρες πριν φανεί το φως της ημέρας στο μπαλκόνι του διαμερίσματος σας ή στον κήπο του σπιτιού σας (πιο σπάνιο το δεύτερο, προφανώς, εφόσον μιλάμε για Αθήνα) και να αισθανθείτε από πρώτο χέρι την ανοίκεια σιωπή των στιγμών εκείνων αλλά ίσως, κι εφόσον οι αισθήσεις σας είναι λίγο παραπάνω οξυμένες απ’ τον μέσο όρο των συνανθρώπων σας, να αφουγκραστείτε την υποφώσκουσα ένταση, κάτω απ’ το επιφανειακό πέπλο νηνεμίας. Κι αν τυχαίνει να είμαστε και σε μεταβατική περίοδο του χρόνου (άνοιξη, φθινόπωρο, ισημερίες, ηλιοστάσια), τότε μπορεί και να ψυχανεμιστείτε πως, μόλις ένα κλικ κάτω απ’ την επιφάνεια, απ’ τον “αφρό”, λυσσομανούν θηριώδεις κοσμικές δυνάμεις κι εκλύονται ενέργειες ασύλληπτων τάξεων μεγέθους.

Εδώ, δηλαδή και κατά μια έννοια, συμβαίνει το αντίθετο με την θάλασσα, όπου κάτω απ’ την, συνηθέστερα, τρικυμιώδη επιφάνεια υπάρχει μια άβυσσος σιωπής και σχετικής ηρεμίας κι αταραξίας. Κι ίσως να μην είναι τυχαίο που η θάλασσα αποκαλείται και “μητέρα των ονείρων”…

Αλλά, σαν να ξεφύγαμε πάλι, ε; Τι μαγείες, τι ξόρκια, τι όνειρα και πραγματικότητες… Η μέρα πάντα θα φανεί στο τέλος, έτσι δεν είναι; Το φως της θα έρθει να μας υπενθυμίσει ότι είναι και πάλι ώρα να σπεύσουμε στο “μαγγανοπήγαδο”, κατά την προσφιλή έκφραση, και να καταπιαστούμε με τις υποχρεώσεις και τις υποθέσεις της «καθημερινότητας», καινούργιες και παλιές, που μας αφορούν και μας απασχολούν.

Έτσι δεν είναι;

Μόνο σε κάτι παραμυθάκια, όπως ο “Άρχοντας των Δαχτυλιδιών”, συμβαίνει η μέρα να μην αποδεικνύεται συνεπής στο καθιερωμένο της ραντεβού ορισμένες φορές, έτσι δεν είναι;

Και, στην τελική, τι τον έχουμε αυτόν τον Ερμή αν όχι για να μεριμνά προκειμένου η μετάβαση και απ’ τη Μέρα στη Νύχτα (σούρουπο) και απ’ τη Νύχτα στην Μέρα (χάραμα) να συντελείται ομαλά κι απρόσκοπτα;

Μα, μισό λεπτό, έχει απομείνει καθόλου χώρος για θεούς, και δη τόσο αρχαίους και παρωχημένους (μια που αναφέρονται στις “ξεπερασμένες” πολυθεϊστικές θρησκείες) στην εποχή μας, την εποχή της Επιστήμης, της Προόδου, της Τεχνολογίας; Πάντως κι αυτός ο Ερμής (που, ειρήσθω εν παρόδω, τυχαίνει να είναι  και προπάππους του Οδυσσέως) παραέχει λουφάξει, εδώ που τα λέμε, από εκείνη τη μακρινή εποχή που αυτό το τσογλάνι, ο Αλκιβιάδης με τ’ όνομα, κι η παρέα του φημολογείται πως ευνούχισαν τα αγάλματα τα αφιερωμένα σ’ αυτόν, τις Ερμές, δηλαδή. Άσε που το έγκλημα έγινε στην Αθήνα και μην αναφερθώ καν στο ότι έγινε μέσα στ’ άγρια χαράματα…

Αλλά, ό, τι και να πω εγώ, όσο κι αν αριστοτεχνικά αποκαλύπτω τα μυστικά του Σύμπαντος ή απλώς παραληρώ, ο τροχός θα συνεχίσει να γυρίζει – και στην Αθήνα, όπως κι άλλου, θα “ξημερώνει και βραδιάζει, πάντα στον ίδιο τον σκοπό”.

Ίδιος πάντα ο σκοπός, ίδιοι πάντα κι εμείς, άλλη, όμως, η κάθε μέρα, άλλη κι η κάθε νύχτα…

12. Το Λευκό Αυτοκίνητο

«Η πέτρα των αναμνήσεων είναι φτιαγμένη από λογιώ λογιώ στολίδια / Ζαφείρια / Διαμάντια / Ρουμπίνια / Αλλά και σκουπίδια /Τα πιο βρώμικα κι αηδιαστικά σκουπίδια / Την πέτρα των αναμνήσεων την φοράει στην προμετωπίδα / Το πιο ξεχωριστό πλάσμα της πόλης / Ψάξε να την βρεις»

Το φυμέ παράθυρο του συνοδηγού του λευκού αυτοκινήτου ανέβηκε. Ο οδηγός πάτησε το γκάζι και πριν προλάβω να συγκρατήσω την παραμικρή επιπρόσθετη διαφωτιστική λεπτομέρεια σχετικά με την ταυτότητα του αυτοκινήτου ή των επιβαινόντων σ’ αυτό, πήρε μια απότομη στροφή στο πρώτο στενό δεξιά και χάθηκε μέσα στην νύχτα.

Ύστερα – τί άλλο να έκανα – ξύπνησα.

Δεν θυμόμουν καθόλου τι είχε συμβεί στο όνειρο προτού ο συνοδηγός (ή μήπως ήταν η συνοδηγός;) μου είχε απαγγείλει (ή μήπως μου το είχε τραγουδήσει;) αυτό το τόσο ιδιαίτερο ποίημα, το οποίο και ήταν το ένα κομμάτι του ονείρου που θυμόμουν τόσο ξεκάθαρα, λέξη προς λέξη. Και δεν χρειάστηκε καν το καταγράψω στο χαρτί ή να το μαγνητοφωνήσω, ήξερα πως δεν επρόκειτο να το ξεχάσω ποτέ κι, όντως, είχα δίκιο.

Το άλλο πράγμα απ’ το όνειρο που μου είχε χαραχθεί με πυρωμένη στάμπα στον εγκέφαλο ήταν το λευκό αυτοκίνητο. Και μάλιστα κάτι μέσα μου με παρότρυνε πολύ έντονα να το αναζητήσω και να το βρω, γυρνώντας, εν ανάγκη, απ’ άκρη σ’ άκρη την Αθήνα.

Χαμογέλασα, ποντάροντας στο ότι βρισκόμουν σ’ εκείνο το συνήθως ολιγόζωο και θνησιγενές ενδιάμεσο στάδιο μεταξύ ύπνου και ξύπνιου όπου πράγματα που είναι συνήθως ασήμαντα ή δεν βγάζουν νόημα υπό το φως της ημέρας μεγαλοποιούνται, κι άρχισα να ντύνομαι και να ετοιμάζομαι για να πάω στο γραφείο.

Ωστόσο, καθώς κυλούσε η ημέρα η εν λόγω παρότρυνση, παραδόξως, όχι μόνο δεν κατασίγαζε, αλλά ολοένα ενισχυόταν.

Διεκπεραίωσα με τα χίλια ζόρια τα καθήκοντά μου (ευτυχώς ήταν μια από εκείνες τις όχι τόσο απαιτητικές ημέρες απ’ την σκοπιά του φόρτου εργασίας) και, με πρόφαση ότι δεν αισθανόμουν πολύ καλά, αποχώρησα κανά δίωρο νωρίτερα απ’ την συνήθη ώρα σχολάσματος.

Δεν είχα καμία διάθεση να γυρίσω σπίτι – δεν είχα καμία διάθεση να κάνω τίποτα, εδώ που τα λέμε. Έτσι, ελλείψει άλλης επιλογής, πήρα τους δρόμους.

Ήταν τέλη Νοέμβρη, έκανε αρκετό κρύο για την εποχή κι έριχνε ψιλόβροχο. Περπατούσα με θολωμένο βλέμμα, αφιερώνοντας την ελάχιστη δυνατή προσοχή (τόση ώστε να μην σκοτωθώ, δηλαδή) στον περιβάλλοντα μου χώρο. Κατά τ’ άλλα, ήμουν εντελώς προσηλωμένος στις σκέψεις μου. Υποτίθεται ότι προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το λευκό αυτοκίνητο, αλλά φυσικά (κι όπως συνήθως συμβαίνει σ’ αυτές τις περιπτώσεις) αυτό είχε το εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα, οδηγώντας με στο να σκέφτομαι την κάθε δυνατή λεπτομέρεια σχετικά μ’ αυτό.

Ήταν παλιό μεν, μ’ έναν αρχοντικό αέρα δε. Ίσως γερμανικής μάρκας. Δεν ήταν πολύ μακρύ. Τα μπροστινά και τα πίσω του φανάρια ήταν στρογγυλά. Οι μεθοριακές του γραμμές, αυτές που ξεχώριζαν τα διάφορα κομμάτια του (τις πόρτες, τον ουρανό, το καπό, το πορτ-μπαγκάζ κτλ.) ήταν ασημένιες, όπως ασημένιες ήταν κι οι ζάντες του. Ήταν πεντακάθαρο και γενικά είχε αψεγάδιαστο παρουσιαστικό, με μοναδική εξαίρεση ένα μικρό βαθούλωμα πάνω απ’ την μπροστινή δεξιά του ρόδα.

Μες στο μυαλό μου το έβλεπα συνεχώς, σαν σε λούπα, να περνάει από μπροστά μου και να χάνεται στο σκοτάδι.

Βρισκόμουν κάπου στην οδό Αιόλου βαδίζοντας προς την κατεύθυνση της πλατείας Κοτζιά, όταν μια ξαφνική παρόρμηση με επισκέφθηκε. Ενώ η βροχή δυνάμωνε, σταμάτησα ένα ταξί, μπήκα μέσα, κάθισα στο πίσω κάθισμα, και, χωρίς να έχει προηγηθεί νοητική επεξεργασία εκ μέρους μου, άκουσα την φωνή μου να λέει στον οδηγό του να με πάει στην Κηφισιά, στον σταθμό του ηλεκτρικού.

Σαν μέσα από σύννεφο θυμάμαι την διαδρομή. Κοίταζα έξω απ’ το παράθυρο με μισόκλειστα μάτια τους περαστικούς και τ’ αυτοκίνητα να κινούνται με ανεπίγνωστη χάρη, μέσα στην βιασύνη τους να ξεφύγουν απ’ την βροχή και το κρύο και να βρεθούν σε κάποιο ζεστό και στεγνό μέρος, κι έδινα μονολεκτικές απαντήσεις στις σποραδικές ερωτήσεις του ταξιτζή. Παραδιδόμουν σε έναν ιδιότυπο πυρετό, μια γλυκόπικρη χαύνωση, παραπαίοντας μεταξύ συνειδήσεως κι ασυνειδησίας, και το απολάμβανα όσο μπορούσα γιατί το ψυχανεμιζόμουν πως υπήρχαν πολλά πράγματα ακόμα που έπρεπε να γίνουν εκείνην την ημέρα (ή μάλλον νύχτα, μια και το σκοτάδι είχε εντωμεταξύ τυλίξει την πόλη στις μυστηριώδεις κι απρόβλεπτες αγκάλες του για τα καλά).

Το ταξί με άφησε κοντά στην είσοδο του σταθμού. Ο καιρός το είχε ξαναγυρίσει στο ψιλόβροχο. Πλήρωσα ένα αδικαιολόγητα υπέρογκο τίμημα, ακόμα και για τα δεδομένα αυτής της σχετικά μεγάλης διαδρομής (τέλος πάντων, σκέφτηκα, δεν είχα και κουράγια για καβγάδες…), κι άρχισα να βαδίζω άσκοπα, σκυφτός και με τα χέρια στις τσέπες του παλτού μου στους τριγύρω δρόμους.

Κάποια στιγμή, κοντά σε μια διασταύρωση και δίπλα σε μια κολώνα της ΔΕΗ της οποίας η λάμπα τρεμόσβηνε με περίεργη συχνότητα (ανά δέκα δευτερόλεπτα περίπου), είδα μια κάρτα μωβ απόχρωσης που είχε πέσει στο πεζοδρόμιο και που για κάποιον λόγο μου κίνησε την περιέργεια. Έλεγε: «Αλεξάνδρα: μανικιούρ – πεντικιούρ – περιποίηση προσώπου».

Προχώρησα για λίγο κι όταν είχα φτάσει στην μέση εκείνου του δρόμου, άκουσα μια κυρία απ’ το απέναντι πεζοδρόμιο να φωνάζει στην σκύλα της, την οποία είχε βγάλει για βόλτα: «Ανδρονίκη, έλα εδώ!». Ανδρονίκη, σκέφτηκα, τί περίεργο όνομα για σκυλί, μα την αλήθεια…!

Συνέχισα να βαδίζω, για να ξανασταματήσω, μόλις λίγα μέτρα παρακάτω, για τρίτη (και φαρμακερή) φορά στον συγκεκριμένο δρόμο. Η αφορμή ήταν ένα γκραφφίτι της κακιάς ώρας (επρόκειτο ουσιαστικά για μια κακογραφία με μαύρο σπρέι) στον εξωτερικό τοίχο της αυλής μιας μονοκατοικίας . Έλεγε: «Ανδρομάχη σ’ αγαπάω».

Χμ. Τα γυναικεία ονόματα που περιείχαν το συνθετικό «-άνδρα» είχαν πλακώσει απανωτά μέσα σε διάστημα ελάχιστων λεπτών: πρώτα Αλεξάνδρα, ύστερα Ανδρονίκη, τώρα Ανδρομάχη. Άρχισα να σκέφτομαι ότι αυτό ίσως να σήμαινε κάτι, ίσως οι θεότητες του κλεινού άστεως να ήθελαν να μου στείλουν κάποιο μήνυμα. Αλλά τί μήνυμα θα μπορούσε να είναι αυτό; Έμεινα εκεί, απέξω απ’ την μονοκατοικία, κοιτάζοντας το (ο Θεός να το κάνει) γκραφφίτι, σαν χάνος. Κάτι περίμενα να συμβεί.

Κι όντως συνέβη.

Η αυλόπορτα της διπλανής μονοκατοικίας άνοιξε και κάποιος που κρατούσε μια σακούλα με σκουπίδια βγήκε από κει και πέρασε από μπροστά μου, ρίχνοντας μου ένα γρήγορο πλάγιο βλέμμα. Εγώ παρέμενα ακίνητος. Τότε εκείνος επέστρεψε, στάθηκε μπροστά μου, με αποκάλεσε με τ’ όνομά μου και μου είπε: «εγώ είμαι, ο Μένιος, απ’ την Αγγλία, απ’ το πανεπιστήμιο, με θυμάσαι;».

Βγήκα απ’ την ημι-κατατονική κατάσταση στην οποία είχα περιέλθει, τον κοίταξα προσεκτικά και τον αναγνώρισα. Ναι, πράγματι, ο Μένιος. Είχαμε συνυπάρξει για μια χρονιά στην ίδια πόλη και στο ίδιο πανεπιστήμιο, στην Μεσοδυτική Αγγλία, στο οποίο είχα βρεθεί εκμεταλλευόμενος την σχετική ευκαιρία που μου είχε προσφερθεί στο πλαίσιο γνωστού πανευρωπαϊκού προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών. Κάναμε αρκετή παρέα για μια περίοδο, χωρίς όμως ποτέ να γίνουμε κολλητοί. Ως εκ τούτου, μετά το πέρας της εν λόγω ακαδημαϊκής χρονιάς είχαμε χαθεί.

«Μα και βέβαια σε θυμάμαι, βρε Μένιο! Κοίτα να δεις! Πώπω, πόσα χρόνια περάσανε!», ξεφούρνισα τις γνωστές και μη εξαιρετέες, σε τέτοιες περιπτώσεις, κοινοτοπίες, όντας, κιόλας, ακόμα θολωμένος.

«Πώς και βρέθηκες απ’ τα μέρη μου και, μάλιστα, έξω απ’ το σπίτι μου; Μήπως μένεις Κηφισιά τώρα;», με ρώτησε ο Μένιος.

«Εγώ; Ο… όχι, όχι, τυχαία βρέθηκα εδώ πέρα, εε… είχα έρθει για μια δουλειά εδώ κοντά κι αφού την διεκπεραίωσα είπα να περπατήσω λίγο να ξελαμπικάρω», βρήκα μια πρόχειρη και βολική απάντηση.

«Α… Ε, καλά, να σου πω, μιας και βρέθηκες εδώ, δεν έρχεσαι μέσα, σπίτι, να κάτσουμε να τα πούμε λιγουλάκι, να κάνουμε catch up όπως λένε κι οι φίλοι μας οι Άγγλοι;».

«Τι να σου πω, βρε Μένιο… Εντάξει, ναι, ξέρω γω, γιατί όχι;», απάντησα, με το ενδιαφέρον μου, ομολογουμένως, να έχει κεντριστεί απ’ την απροσδόκητη τροπή που έπαιρνε αυτή η τόσο περίεργη ημέρα.

«Ωραία, τέλεια, κάτσε να πετάξω τα σκουπίδια και πάμε μέσα»…

Το σπίτι του Μένιου ήταν σχετικά ευρύχωρο και με μάλλον αδιάφορη επίπλωση. Με κάθισε στον λευκό αναπαυτικό του καναπέ, μου έφερε ένα ποτήρι λευκό κρασί και βολεύτηκε απέναντί μου, σε μια λευκή πολυθρόνα που έμοιαζε ν’ αποτελεί την προδιαγεγραμμένη του θέση.

«Ξέρεις, είναι περίεργο που σε πέτυχα σήμερα. Ίσως δεν θα το πιστέψεις, αλλά σε σκεφτόμουν νωρίτερα… Ναι, σε σκεφτόμουν, γιατί θυμόμουν εκείνη την ιστορία όταν ήμασταν στην Αγγλία με το ταξί. Θυμάσαι, ε; Που είχαμε ξεμείνει χωρίς μεταφορικό μέσο, αργά το βράδυ, σ’ εκείνη την μικρή πόλη μερικά χιλιόμετρα απ’ την δική μας, και μας πήρε εκείνος ο ταξιτζής με το τουρμπάνι και την γενειάδα σαν του Άγιου Βασίλη και μας άφησε αλλού γι’ αλλού,  σ’ εκείνο το άκυρο μέρος στην άλλη άκρη της πόλης, εκεί που βρίσκονται όλες οι εγκαταλελειμμένες βιομηχανίες και βιοτεχνίες. Κι εμείς ζαλισμένοι (μια που ήμασταν κι αρκετά μεθυσμένοι) βγήκαμε έξω απ’ το ταξί σαν τα κοτόπουλα κι αρχίσαμε να βαδίζουμε στα κουτουρού…»

«Ναι, πως δεν θυμάμαι, βρε Μένιο! Ξεχνιέται τέτοιο σκηνικό;», απάντησα και συνέχισα συμπληρώνοντας την εξιστόρηση: «Γρήγορα καταλάβαμε ότι βρισκόμασταν σε πολύ κακόφημη περιοχή της πόλης και φίδια άρχισαν να μας ζώνουν, λόγω του ότι πολλά είχαν ακούσει τ’ αυτιά μας σχετικά με περιστατικά άγριας βίας κι εγκληματικότητας εκεί πέρα. Ξεπεράσαμε γρήγορα την ζάλη του μεθυσιού και οι αισθήσεις μας τέθηκαν σ’ εγρήγορση. Αναζητούσαμε τον γρηγορότερο δρόμο μακριά από εκεί, αλλά δεν είχαμε προχωρήσει πολύ όταν οι χειρότεροι φόβοι μας έδειξαν να επιβεβαιώνονται.

Από μια σκοτεινή γωνία, δίπλα από ένα σωρό από σκουριασμένα σίδερα, πετάχτηκαν πέντε-έξη αγριεμένοι τυπάδες (ορισμένοι απ’ αυτούς βαστώντας αντικείμενα που κάθε άλλο παρά φιλικές διαθέσεις μαρτυρούσαν) και μας πλησίασαν αγριεμένοι. Φαίνονταν ν’ ανήκουν σ’ εκείνη την κατηγορία εγκληματιών που το πρώτιστο ενδιαφέρον τους δεν είναι να ληστέψουν, αλλά να δείρουν και να σακατέψουν. Θυμάσαι τότε, βεβαίως, πως με μια συντονισμένη κίνηση, σαν να έχουμε συνεννοηθεί με τηλεπάθεια, αρχίσαμε να τρέχουμε προς την αντίθετη κατεύθυνση.

Μας πήραν στο κυνήγι. Τρέχαμε στα τυφλά και, δυστυχώς, δεν υπήρχε ψυχή τριγύρω (ή και να υπήρχε, θα ήταν μάλλον κάπου κρυμμένη). Δεν γυρνούσα να κοιτάξω, αλλά το ένιωθα ότι βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής. Νόμισα, μάλιστα, κάποια στιγμή ότι ένιωσα τον ένα απ’ αυτούς τους χούλιγκαν (ναι, το ξέρω ότι ακούγομαι σαν πρωταγωνιστής σε ταινία σκηνοθετημένη απ’ τον Γιάννη Δαλιανίδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80) να έχει σηκώσει την αλυσίδα που κρατούσε στον αέρα και να ετοιμάζεται να την κατεβάσει στα κεφάλια μας.

Και τότε ήταν που εμφανίστηκε απ’ το πουθενά εκείνο το αυτοκίνητο. Αφήνοντας τα μισά του λάστιχα στην άσφαλτο, φρέναρε με κωλιά μερικά μέτρα δίπλα μας. Όσο στεκόμασταν όλοι, διώκτες και διωκόμενοι, σαστισμένοι, ο οδηγός πετάχτηκε έξω κι άνοιξε την πίσω πόρτα του αυτοκινήτου, απ’ όπου ξεχύθηκαν δυο λυσσασμένοι μολοσσοί. Οι τελευταίοι μας αγνόησαν και πήραν στο κυνήγι τους πρώην διώκτες μας, που, σοκαρισμένοι, βρέθηκαν εν ριπή οφθαλμού στη θέση που βρισκόμασταν εμείς δευτερόλεπτα νωρίτερα. Καθώς στεκόμασταν εκεί κοκκαλωμένοι, ο οδηγός μας σφύριξε κλέφτικα και μας παρότρυνε να σπεύσουμε να μπούμε στο αμάξι.

Μπήκαμε στο πίσω κάθισμα, εκείνος μπήκε στη θέση του οδηγού, κλείσαμε τις πόρτες και ξεκινήσαμε σπινιάροντας (κι αφήνοντας τα εναπομείναντα μισά λάστιχα στην άσφαλτο).

«Μην ανησυχείτε για τις σκύλες μου, ξέρουν να βρουν τον δρόμο μόνες τους για το σπίτι», μας ενημέρωσε χαρωπά και με βαριά σκωτσέζικη προφορά, κοιτάζοντας μας πάνω απ’ τον αριστερό του ώμο, καθώς έπαιρνε μια απότομη στροφή με χειροφρενιά.

Πολύ ευγενικά, προσφέρθηκε να μας οδηγήσει στην εστία όπου μέναμε. Όταν ήμασταν πια μακριά απ’ την επικίνδυνη ζώνη, πιάσαμε την κουβέντα. Μας είπε ότι το επάγγελμά του ήταν εκπαιδευτής σκύλων για την αστυνομία. Είχε χάσει την γυναίκα του μερικά χρόνια πριν με τον τρόπο που παραλίγο να χάσουμε εμείς τις ζωές μας λίγη ώρα νωρίτερα: είχαν βγει για βόλτα (χωρίς τα σκυλιά) όταν τους επιτέθηκε μια αντίστοιχη συμμορία αλητών. Ήσαν πολλοί, μα το εκπληκτικό ήταν ότι εκείνος κατάφερε ν’ αντισταθεί και να τους αναχαιτίσει εν τέλει. Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της σύγκρουσης, κι οι δυο τους είχαν τραυματιστεί σοβαρά κι η γυναίκα του, σ’ αντίθεση μ’ εκείνον, δεν τα κατάφερε: υπέκυψε λίγες ώρες αργότερα στα τραύματά της. Αφού την πένθησε κι ανέκτησε τις δυνάμεις του, το έβαλε σκοπό της ζωής του να περιπολεί τις νύχτες στις κακόφημες περιοχές της πόλης (και δεν ήταν λίγες…), παρέα με τις σκύλες του, και να επεμβαίνει όποτε οι περιστάσεις το απαιτούν.

«Εν τέλει, Μένιο μου, όπως θυμάσαι, φτάσαμε σώοι κι αβλαβείς στην εστία και βγήκαμε απ’ το… απ’ το…».

Κόλλησα εκεί, έμεινα με το στόμα ανοιχτό, το βλέμμα χαμένο στο διάστημα και το χέρι στον αέρα, κι άφησα μισοτελειωμένη την φράση μου, καθώς θυμήθηκα. Θυμήθηκα το χρώμα του αυτοκινήτου του Σκωτσέζου σωτήρα μας: ήταν, βεβαίως, λευκό.

Είχε περάσει λίγη ώρα που είχα μείνει έτσι, όταν ο Μένιος με ρώτησε τελικώς και με ειλικρινή απορία: «Τί έπαθες ρε φίλε; Ξέρω ήταν πολύ δύσκολη εκείνη η βραδιά… Αλλά, εντάξει, δες λες πάλι καλά που την γλιτώσαμε τόσο φτηνά;».

Με μια παράξενη έκφραση στο πρόσωπό μου, τα μάτια μου να γυαλίζουν με απόκοσμο τρόπο και λες και δεν τον είχα ακούσει καν, είπα: «Τ’ όνομα της γυναίκας του… του Σκωτσέζου… τ’ όνομά της… ήταν… Αλεξάνδρα!».

Ο Μένιος με περιεργαζόταν με ειλικρινή περιέργεια και πιθανότατα κι ανησυχία, που καθρεφτιζόταν σ’ αυτό που μου είπε αμέσως μετά: «ρε φίλε, νομίζω ότι… καλό θα ήταν να παίρναμε λίγο αέρα… να σου πω… έλα, έλα να πάρουμε τ’ αυτοκίνητο μου και να πάμε μια βόλτα».

Ενώ παρέμενα με απλανές βλέμμα στο πρόσωπο, με σήκωσε μαλακά απ’ τον καναπέ. Βαδίσαμε μαζί ως το χωλ του σπιτιού του κι από κει, μέσω της εσωτερικής σκάλας που υπήρχε εκεί, κατεβήκαμε ως την είσοδο του γκαράζ της μονοκατοικίας. Άνοιξε την πόρτα και… αντίκρισα την κατάλευκη κούρσα του να μας περιμένει.

Η κατάστασή μου μεταστράφηκε τότε σε χρόνο σχεδόν μηδενικό: απ’ την ημι-κατατονία  μεταπήδησα σε καθεστώς άγριας και σχεδόν πλήρως ανεξέλεγκτης μανίας.

«Δώσμου τα κλειδιά, Μένιο, δώσμου τα κλειδιά, θα οδηγήσω εγώ!», τον παρότρυνα εντόνως, με την φωνή μου υψωμένη κατά πολλά ντεσιμπέλ και νιώθοντας να με πλημμυρίζει μια απίστευτη ζωτικότητα.

«Εεε… καλά, εντάξει, πάρτα», μου είπε αιφνιδιασμένος και μου τα παρέδωσε ενώ παράλληλα πίεζε ένα κουμπί στον τοίχο που άνοιγε την γκαραζόπορτα – η ορμή της επιθυμίας μου ήταν τέτοια που δεν του έδωσε το κουράγιο και την δυνατότητα να μου φέρει την οποιαδήποτε αντίρρηση.

Μπήκαμε μέσα: εγώ στη θέση του οδηγού, μ’ ένα χαμόγελο άγριας χαράς στα χείλη, κι ο Μένιος μ’ ένα εμβρόντητο ύφος, το ύφος εκείνου που άγεται και φέρεται απ’ τα γεγονότα, από δυνάμεις ανώτερες κι έξω απ’ αυτόν, τις οποίες ανάθεμα κι αν τις κατανοεί.

Ξεκινήσαμε μια τρελή πορεία, μ’ ανοιχτά τα παράθυρα και τέρμα την μουσική. Δεν είχα τον παραμικρό προορισμό κατά νου, απλώς ήμουν απολύτως συντονισμένος και προσαρμοζόμουν διαρκώς στην ροή των πραγμάτων που σχεδόν την έβλεπα, την άκουγα, την οσμιζόμουνα, την ακουμπούσα, την γευόμουνα… Κατευθυνόμασταν, γενικώς, προς τα νότια – νοτιοδυτικά. Νέα Κηφισιά, Λυκόβρυση, Μεταμόρφωση και τελικώς, κάποια στιγμή, Πετρούπολη. Ανηφορίζαμε προς το Θέατρο Πέτρας από έναν σχετικώς κεντρικό δρόμο, όταν κάτι έπιασα με την άκρη του ματιού μου σ’ ένα στενό, κάθετο στον εν λόγω δρόμο. Κοκκάλωσα τ’ αμάξι με αποτέλεσμα να τιναχτούμε απότομα προς τα μπρος (ευτυχώς φορούσαμε ζώνη κι οι δυο μας). Ο Μένιος τότε, μην αντέχοντας άλλο, την αλλοπρόσαλλη και διπολική συμπεριφορά μου, εξανέστη: «Έλεος πια ρε φίλε! Εμφανίστηκες απ’ το πουθενά, συμπεριφέρεσαι εντελώς παρανοϊκά, με κουβάλησες στου διαόλου την μάνα, θα μου καταστρέψεις και τ’ αυτοκίνητο στο τέλος;!;».

Όμως εγώ τον άκουγα σαν μέσα από ομίχλη και δεν του έδινα καμία σημασία. Είχα, βλέπετε, ήδη πεταχτεί έξω απ’ τ’ αμάξι κι έτρεχα προς το στενάκι. Το τελευταίο ήταν τόσο στενό που μετά βίας θα χωρούσε ενάμισι πλάτος σώματος ενός φυσιολογικού άνδρα. Στο μέσο του υπήρχε αυτό που μου τράβηξε την προσοχή. Ήταν ένα κοριτσάκι όχι πάνω από 10 χρονών. Είχε ράστα μαλλιά, όψη αγοροκόριτσου κι ήταν ντυμένο με κάτι κουρελιασμένα ρούχα. Έκανε εντυπωσιακά ζογκλερικά με τρεις κατάλευκες μπίλιες. Στάθηκα μπροστά του λαχανιασμένος. Χωρίς να σταματήσει το παιχνίδι του με τις μπίλιες και χωρίς να με κοιτάξει, με ρώτησε, κοφτά κι απότομα: «Τί θες;».

«Κασσάνδρα;», την ρώτησα

«Ναι, τί θες;».

«Εγώ δεν θα την πατήσω όπως τόσοι και τόσοι πριν από μένα, Κασσάνδρα. Εγώ ξέρω πως ό, τι μου πεις θα είναι η αλήθεια, τίποτε περισσότερο, τίποτε λιγότερο. Γι’ αυτό σε ρωτάω: πού είναι το λευκό αυτοκίνητο;».

Με μια αριστοτεχνική κίνηση σπανιότατης επιδεξιότητας πέταξε την μία μπίλια πολύ ψηλά στον αέρα, συνέχιζε να κάνει ζογκλερικά με τις άλλες δύο στο αριστερό της χέρι, ενώ, μην καταδεχόμενη και πάλι να μου ρίξει έστω μια ματιά, τέντωσε το δεξί της χέρι, δείχνοντας μου προς την άλλη άκρη του στενού (όχι, δηλαδή, απ’ αυτήν που είχα έρθει).  Γύρισα προς τα εκεί, τη στιγμή που η τρίτη μπίλια επέστρεφε με ορμή απ’ τα ουράνια κι η Κασσάνδρα την ενσωμάτωνε εντελώς ομαλά, σαν βετεράνος ταχυδακτυλουργός, στην προηγούμενη ζογκλερική ρουτίνα της.

Οι προβολείς του λευκού αυτοκινήτου, του ίδιου απ’ το όνειρό μου, με τύφλωσαν.

Παρ’ όλα αυτά, δεν δείλιασα, δεν κοντοστάθηκα, αλλά με βήμα αργό και σταθερό προχώρησα προς την κατεύθυνση του.

Το οπτικό μου πεδίο ήταν απόλυτα λευκό, ωστόσο άκουγα μια υπέροχη γυναικεία φωνή ν’ απαγγέλει την συνέχεια του ποιήματος, την πρώτη στροφή του οποίου είχα ακούσει προηγουμένως:

«Το πιο ξεχωριστό πλάσμα της πόλης / Κοιμάται / Κι ονειρεύεται / Δεν ξεχνάει τίποτα / Ζει στους δρόμους, κοιμάται σε κάδους / Χορεύει στα σαλόνια, το μπαλκόνι της έχει θέα όλο το σύμπαν / Σε βλέπει / Θέλει να την χαϊδέψεις, να την μυρίσεις, να την γευτείς / Εσένα θέλει»

Ξύπνησα, για τα καλά αυτήν την φορά, με τον ήχο της εξάτμισης ενός αυτοκινήτου (πιθανότατα «πειραγμένου», κατά την ορολογία της πιάτσας, ίσως και λευκού, ποιός ξέρει…) που μάρσαρε στον δρόμο έξω.

Όνειρα μέσα σε όνειρα μέσα σε όνειρα.

Πόλεις μέσα σε πόλεις μέσα σε πόλεις.

Μία πόλη, δηλαδή, μία πόλη.

Αθήνα.

 

13. Καλλιθέα

Χθες το βράδυ στ’ όνειρό μου μ’ επισκέφθηκε ο θεός μου, ο θεός της πόλης μου, ο θεός των δικών μου Αθηνών.

(Σας είχα αναφέρει σε μία λίγο παλαιότερα ανάρτηση το όνομά του. Αν το ενθυμείσθε, έχει καλώς, αν όχι, δεν πειράζει).

Μου δάνεισε ένα ζευγάρι φτερωτά σανδάλια που είχε φέρει επί τούτου και πετάξαμε μαζί, πάνω απ’ τις Άλπεις κι απ’ την Αδριατική, πάνω απ’ την Πίνδο κι απ’ τ’ Άγραφα, ως την πόλη μας.

Φτάσαμε κατά τις 3 το πρωί. Προσγειωθήκαμε γωνία Χαροκόπου και Θησέως, στην Καλλιθέα, 10 λεπτά με τα πόδια από το σπίτι όπου μεγάλωσα και πέρασα το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Βολευτήκαμε σ’ ένα παγκάκι εκεί κοντά. Την ολιγόλεπτη σιωπή που επακολούθησε την έσπασε εκείνος, λέγοντάς μου: “Σου λείπει η Καλλιθέα, εκεί στην ξενιτιά;”

“Αν μου λείπει, λέει, θεέ μου..”, του αποκρίθηκα.

“Πες μου: τί είναι αυτό που σου λείπει περισσότερο;”.

Τα μάτια μου έλαμψαν μέσα στο σκοτάδι. Πήρα μια πολύ βαθιά ανάσα και ξεκίνησα να μιλάω. Μίλησα πολύ και αργά, κάποτε με σταθερή και κάποτε με τρεμάμενη φωνή, και είπα τα εξής:

«Μου λείπει ο πανταχού παρών θόρυβος απ’ τα διερχόμενα αυτοκίνητα της πολυσύχναστης διασταύρωσης Δημοσθένους και Χαροκόπου.

Μου λείπει η θέα απ’ το παιδικό μου υπνοδωμάτιο στον κοινό ακάλυπτο ούτε κι εγώ δεν ξέρω πόσων πολυκατοικιών.

Μου λείπει να βγαίνω στο μεγάλο μπαλκόνι του πατρικού μου σπιτιού, που είχε το σχήμα του γράμματος Γ, ένα ηλιόλουστο πρωινό με καθαρή ατμόσφαιρα, να πηγαίνω στην γωνία, στο σημείο σύγκλισης των δύο αξόνων του, και να κοιτάζω προς τις τέσσερις κατευθύνσεις του ορίζοντα: Βορράς (Άη Γιώργης, η εκκλησία της γειτονιάς μου, και πίσω απ’ τον Άι Γιώργη, ο Λυκαβηττός με τον δικό του Άη Γιώργη να δεσπόζει στην κορυφή του), Ανατολή (η αρχή της οδού Χαροκόπου, η λεωφόρος Συγγρού, η οδός Αιγαίου και στο βάθος ο Υμηττός), Δύση (η συνέχεια και το τέλος της οδού Χαροκόπου, και στο βάθος το όρος Αιγάλεω) και τέλος Νότος (η συνέχεια της οδού Δημοσθένους μέχρι την θάλασσα, και στο βάθος η Αίγινα).

Μου λείπουν οι διαδρομές με τα πόδια απ’ το σπίτι προς το σχολείο και πίσω κι απ’ το σπίτι προς το φροντιστήριο Αγγλικών και πίσω.

Μου λείπει το πάλαι ποτέ πράσινο λεωφορείο να κατεβαίνει την Χαροκόπου, «σαν τρελό φορτηγό, με τα φρένα σπασμένα», που λέει και το τραγούδι.

Μου λείπουν τα δρομολόγια που έκανα σαν λαθρεπιβάτης στο λεωφορείο 910, στην κάθοδο της οδού Δημοσθένους.

Μου λείπει ο λόφος της Σικελίας.

Πιο συγκεκριμένα: το σημείο του, εκεί πάνω απ’ το μεγάλο πάρκινγκ και δίπλα απ’ την κυβιστικής τεχνοτροπίας πολυκατοικία, που είναι ίσως το μοναδικό σημείο επί Αθηναϊκού εδάφους (δηλαδή, όχι από κάποια ταράτσα ή λόφο) όπου μπορείς να θαυμάσεις την Ακρόπολη με τον Παρθενώνα, τον λόφο του Φιλοπάππου και τον λόφο του Λυκαβηττού, ταυτοχρόνως.

Οι βόλτες στα μυστηριώδη κι αλλόκοσμα σοκάκια του τα βράδια, με τους αλλόκοτους διαβάτες, τα μυστικά περάσματα δίπλα απ’ τα βράχια, τα μυστηριώδη κτίρια, τα καλά κρυμμένα εκκλησάκια και τα εγκαταλελειμμένα σπίτια στις αυλές των οποίων δεσπόζουν βωμοί προς άγνωστες, και Κύριος οίδε τι σόι και τι προθέσεων, θεότητες.

Η θέα απ’ το προαύλιο του γηπέδου του Εσπέρου προς το Ελ Πάσο, το γήπεδο της ποδοσφαιρικής ομάδας της Καλλιθέας.

Τα αδιέξοδα (με ερωτηματικό…) στενάκια, που φευγαλέα μόνο τα εντοπίζει το μάτι σου, εκεί όπου δεν υπάρχει ψυχή, όπου ο άνεμος λυσσομανά, κι όπου στις παράξενες εσοχές και γωνίες τους τα ξερά φύλλα στροβιλίζονται με μαγικό τρόπο.

Μου λείπει η διαδρομή προς τον σταθμό του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου του Ταύρου μέσω της οδού Αγίων Πάντων, μόνος ή με παρέα, με δριμύ ψύχος ή με αβάσταχτο καύσωνα, στο σώμα, στο μυαλό, στην ψυχή ή και σ’ όλα μαζί.

Μου λείπουν τα επικά (και συχνά άκρως επικίνδυνα) μονά μπάσκετ στις μίνι μπασκέτες των σχολικών προαύλιων της περιοχής των Τζιτζιφιών.

Πάλι στις Τζιτζιφιές, μου λείπουν τα χορευτικά ξεβιδώματα κι οι παρ’ ολίγον ανακοπές στην πάντοτε κατάμεστη πίστα της θρυλικής, αναλλοίωτης στον χρόνο και τίμιας, με την πλήρη σημασία της λέξης («άλας της γης»), «ντισκομάνας» Μπουμ Μπουμ.

Μου λείπει ο επιθανάτιος ρόγχος του Ιλισσού στο ελώδες νεκροκρέβατό του, εκεί, χαμηλά, ανάμεσα στους δύο σταθμούς του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου.

Μου λείπουν τα σινεμά της, ευρύτερης, γειτονιάς μου. Έξη ήσαν, μα πλέον έχουν αποδεκατιστεί. Καλυψώ, Αφαία, Ετουάλ, Μαργαρίτα, Τροπικάλ έκλεισαν κι έχει μείνει μόνο το Αλεξάνδρα.

Μου λείπουν τα σκιρτήματα των πρώτων εφηβικών πάρτυ σε (αρχε-)τυπικά μικροαστικά διαμερίσματα και τα μπλουζ που χορεύαμε κατά τη διάρκεια τους, με τους σφυγμούς, την αδρεναλίνη και την λίμπιντο μας στον ουρανό.

Μου λείπουν κάτι βόλτες στους παράδρομους της Συγγρού τις πρώτες πρωινές ώρες, μπούγιο, αγοροπαρέα, μετά το πέρας κάποιων εκ των προαναφερθέντων πάρτυ.

Μου λείπουν οι εξορμήσεις στον μανάβη, εκεί πίσω απ’ την Αγία Ελεούσα (βοήθειά μας), που είχε το προνόμιο να διαθέτει εισιτήρια σημαντικών αγώνων του Παναθηναϊκού σε εξαιρετικά δελεαστικές τιμές.

Μου λείπει το τεράστιο (για τα δεδομένα της πυκνότατης δόμησης του Δήμου Καλλιθέας) πάρκο πολλών χρήσεων (παιδική χαρά, μπασκέτες, Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο) στο τετράγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Θησέως, Χαροκόπου, Ευαγγελιστρίας και Σαπφούς.

Μου λείπει η «πόλη μέσα στην πόλη» με τα χαμόσπιτα της, εκεί κάπου πιο χαμηλά απ’ την λεωφόρο Δαβάκη και μεταξύ των οδών Δημοσθένους και Θησέως.

Μου λείπουν οι ατελείωτες συζητήσεις επί παντός επιστητού με γκαρδιακούς φίλους σε πεζούλια εισόδων πολυκατοικιών.

Μου λείπει η ατμόσφαιρα στα προαύλια και τις τάξεις των σχολείων την εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, την εβδομάδα πριν την Μεγάλη Εβδομάδα και την εβδομάδα πριν την έναρξη των τριών περίπου μηνών των καλοκαιρινών διακοπών.

Μου λείπουν οι μυρωδιές του Απρίλη απ’ τις νεραντζιές που φλέγονταν και πλημμύριζαν την καρδιά μου με καυτά δάκρυα μοναξιάς κι ανοιξιάτικου πυρετού. Πυρετού που μ’ αγκάλιαζε ολόκληρο και με υποχρέωνε να κάνω το δρομολόγιο Παράδεισος – Κόλαση δυο φορές το λεπτό.

Μου λείπει το σπριντ που έκανα απ’ το σπίτι μου μέχρι το 8ο Λύκειο Καλλιθέας στα τέλη Ιουλίου του σωτηρίου έτους 1998 για να δω ιδίοις όμμασι τους βαθμούς που πήρα στα μαθήματα των Πανελληνίων Εξετάσεων.

Μου λείπει η αίσθηση οξύτατου πόνου αμέσως μετά την πρόσκρουσή μου με τα κάγκελα που οριοθετούν το προαύλιο του 18ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας, εκεί κάπου στα 1989, που είχε ως αποτέλεσμα να απολέσω δύο απ’ τα μπροστινά μου δόντια.

Μου λείπει μια τρελή κούρσα με το αυτοκίνητο μου στην οδό Αγίων Πάντων, αμέσως μετά την ανορθόδοξη επίδοση δώρου σε μια παλιά μου καψούρα, κατά την διάρκεια της οποίας κούρσας το λάστιχο της μπροστά αριστερά ρόδας του αυτοκινήτου… αυτονομήθηκε, κι έτσι αναγκάστηκα να το κυνηγήσω μέσα στη μέση του δρόμου, ανάμεσα σε πληθώρα άλλων αυτοκινήτων, σε μια σκηνή βγαλμένη απ’ τις πιο μπουφονικές κι ιλαροτραγικές στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου.

Μου λείπουν αλλεπάλληλες ανακοινώσεις περί πολιτικών συγκεντρώσεων ή συναυλιών με ντουντούκες, στην διαπασών, από διερχόμενα αυτοκίνητα ή βανάκια.

Μου λείπουν τα ατίθασα, γαιώδη, απρόβλεπτα κορίτσια της Καλλιθέας.

Μου λείπει η νεανική μου ηλικία, εντάξει, έστω με τα μυαλά που είχα τότε.

Μου λείπουν τα όνειρα που έβλεπα και τα όνειρα που έκανα, όντας στο παιδικό μου κρεβάτι…”

Όταν σταμάτησα να μιλάω, κοίταξα στ’ αριστερά μου και διαπίστωσα ότι ο θεός μου δεν βρισκόταν πια δίπλα μου. “Μα πότε εξαφανίστηκε;”, αναρωτήθηκα μεγαλοφώνως. Τότε όμως παρατήρησα πως είχε αφήσει επάνω στο παγκάκι, εκεί όπου καθόταν μέχρι προ ολίγου, ένα ζευγάρι καλειδοσκοπικά γυαλιά, που συγκρατούσαν ένα σημείωμα γραμμένο με τον χαρακτηριστικό του καλλιγραφικό χαρακτήρα.

Το σημείωμα έλεγε: “Για να έχεις καλή θέα στον δρόμο του γυρισμού. Τόσο του προσωρινού όσο και του οριστικού”.

 

14. Παγκράτι / Μετς

 

Έτρεχα σε ανηφόρα απίστευτης κλίσης, ίσως και 45 μοιρών.

Ήταν βράδυ, αργά, μετά τα μεσάνυχτα, κι ο δρόμος ήταν άδειος.

“Μα καλά, δικαιολογείται τόσο απόθεμα ενέργειας μετά από τέτοια κραιπάλη;”, αναρωτιόμουν μες στην, ασυνήθιστης διαύγειας δοθεισών των συνθηκών, σούρα μου.

Διότι, βλέπετε, εκτός από πληθώρα πικάντικων ως επί το πλείστον εδεσμάτων, είχα μόλις καταναλώσει κι ένα ολόκληρο μπουκάλι ουίσκι μόνος μου.

Κι όμως, όχι μόνο έτρεχα, αλλά ένιωθα έτοιμος ν’ απογειωθώ.

Ίσως και ν’ απογειώθηκα προσωρινώς, ποιός ξέρει, όπως προείπα, μάρτυρες δεν υπήρχαν τριγύρω – ούτως ή άλλως το να απογειωθείς κυριολεκτικώς, και καμιά φορά και μεταφορικώς, είναι από εκείνα τα πράγματα που η μνήμη σου, ακόμα κι αν τυχαίνει να είναι κατά κανόνα ρωμαλέα, φροντίζει να τ’ απωθεί με συνοπτικές διαδικασίες.

Είναι αυτό που το έχουν πει πολλοί, και πιθανόν να το έχω ξαναπεί κι εγώ: οι άνθρωποι δεν είμαστε φτιαγμένοι για να αντέχουμε, παρ’ εκτός ίσως από μικρο-δόσεις, ούτε την απόλυτη ευτυχία ούτε την απόλυτη δυστυχία.

Σιγά το απόφθεγμα, ναι, το ξέρω, το παραδέχομαι, πάμε παρακάτω, όμως, γιατί οι πύλες του Παγκρατίου έχουν ανοίξει και με περιμένουν να τις περάσω.

Έχω φτάσει σχεδόν στην κορυφή της ανηφόρας τώρα με την κίνησή μου στον χώρο να βαίνει επιβραδυνόμενη.

Όταν τελικώς φτάσω, κοντοστέκομαι λαχανιασμένος – τί λαχανιασμένος, στα όρια της κατάρρευσης δηλαδή, μια που ο λογαριασμός της αλόγιστης τρεχάλας μου στην ανηφόρα με το αρχαιοπρεπές όνομα μου έρχεται καθυστερημένος και συγκεντρωτικός.

Τελικώς συνέρχομαι κάποια στιγμή, πιέζοντας και λίγο τον εαυτό μου – δεν είναι ώρα τώρα να καταρρεύσω, έχω ακόμα δουλειά πολλή να φέρω σε πέρας αυτό το βράδυ.

Ορθώνω το κορμί μου και κοιτάζω ευθεία μπροστά.

Σε απόσταση περίπου δύο – τριών χιλιομέτρων, κάπου προς Βύρωνα μεριά, βρίσκεται ένας λόφος, η κορυφή του οποίου είναι κατάστικτη από πολυκατοικίες που μοιάζουν σαν να μισοκρύβονται πίσω από μια αδιόρατη καταχνιά.

Ο λόφος αυτός έχει την ιδιαιτερότητα πως διακρίνεται μόνο από λίγα υπερυψωμένα σημεία, όπως αυτό στο οποίο στέκομαι.

Αυτό το μέρος ακριβώς έψαχνα, εκεί θέλω να πάω απόψε.

Εκεί όπου δεν έχει πάει κανείς ή, πιο σωστά, κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά αν έχει πάει.

Κι αυτό γιατί όσο προχωράς προς την συγκεκριμένη κατεύθυνση, το υψόμετρο κι η χωροταξία των δρόμων μεταβάλλονται τόσο πολύ και τόσο λαβυρινθοειδώς που είναι αδύνατο, απ’ το επίπεδο του εδάφους, να γνωματεύσεις με επιτυχία αν όντως έφτασες στον λόφο ή αν έφτασες αλλού γι’ αλλού.

Κι ακόμα κι αν διέθετα κάποιο εναέριο μέσο, τύπου ελικόπτερο, ο μόνος τρόπος να σιγουρευτώ πως θα έφτανα στον επίμαχο λόφο θα ήταν να προσγειωθώ καταρχάς στο οδόστρωμα (ή, άντε, στην ταράτσα κάποιου κτιρίου) κοντά στο σημείο όπου βρίσκομαι τώρα ώστε να αποκτήσω ξεκάθαρη κι αδιαμφισβήτητη οπτική επαφή μαζί του κι ύστερα ν’ απογειωνόμουνα πετώντας σε αρκετά χαμηλό υψόμετρο, ώστε να διασφαλίσω πως δεν θα χάσω τον προορισμό μου απ’ τα μάτια μου, με στόχο να προσγειωθώ και πάλι στο οδόστρωμα (ή, και πάλι, σε ταράτσα πολυκατοικίας) στην περιοχή του λόφου ή έστω στα ριζά του.

Δηλαδή, με δυο λόγια, κάτι εντελώς αδύνατον να συμβεί για όλων των ειδών τους πρακτικούς λόγους.

Και, καλά, τί το τόσο ιδιαίτερο μπορεί να υπήρχε σ’ αυτόν τον λόφο;

Ακόμα και στην απίθανη περίπτωση που η αναζήτησή μου επρόκειτο να στεφθεί από επιτυχία, μπορούσε να μου εγγυηθεί κανείς πως θα έβρισκα κάτι παραπάνω ή διαφορετικό από μια τυπική κι αδιάφορη γειτονιά των ανατολικών προαστίων;

Φυσικά και όχι, φυσικά και κανείς δεν θα μπορούσε να μου εγγυηθεί κάτι τέτοιο –μα ούτε κι εγώ θα το ζητούσα ποτέ.

Βλέπετε, το Άγιο Δισκοπότηρο του αστικού εξερευνητή είναι η ίδια η αστική εξερεύνηση, πόσο μάλλον όταν αυτή η εξερεύνηση διαδραματίζεται στο Αθηναϊκό «θέατρο επιχειρήσεων», πόσο μάλλον όταν έχει ως επίκεντρο το Παγκράτι.

Το Παγκράτι, εξόχως ετερόκλητο μα κι ομοιογενές, εκτεινόμενο απ’ το Κολωνάκι και το Παναθηναϊκό Στάδιο ως τον Υμηττό, κι απ’ το Πρώτο Νεκροταφείο και το Μετς ως την Καισαριανή, αφενός συνδυάζοντας στοιχεία από κάθε μία εκ των προαναφερθεισών περιοχών κι αφετέρου διαθέτοντας μια ανεπανάληπτη, στον χώρο και στον χρόνο, ιδιοπροσωπία.

Δεν μου είναι εύκολο να βάλω το «γιατί» του παραπάνω ισχυρισμού μου σε λόγια, ωστόσο οφείλω να προσπαθήσω:  Το Παγκράτι είναι αυτό που είναι διότι βρίσκεται πάντα στο μεταίχμιο καθώς και στο επίκεντρο ποικίλων κρίσιμων, εμφανών και αφανών, εξελίξεων, οι οποίες σχετίζονται άμεσα με το ευρύτερο Αθηναϊκό είναι και γίγνεσθαι…

Με συγχωρείτε, θα προσφύγω σε γλώσσα ποιητική, δεν γίνεται αλλιώς – εκεί εναποθέτω τις ελπίδες μου να σας μεταδώσω με όχημα τον γραπτό λόγο, έστω ακροθιγώς, έστω ελλιπώς, έστω υπαινικτικά, ορισμένες εντυπώσεις και εικόνες ιδιαζούσης φύσεως.

Αν αυτό δεν σας αρκεί, σας κατανοώ απολύτως, πιστέψτε με, αλλά από κει και πέρα δεν μπορώ να κάνω τίποτε περισσότερο πέρα απ’ το να σας παροτρύνω να βγείτε για νυχτερινή τσάρκα στο Παγκράτι και να χαθείτε στα στενά του, κατά προτίμηση την περίοδο που αντιστοιχεί στο χρονικό διάστημα μεταξύ εαρινής ισημερίας και θερινού ηλιοστασίου, με διάθεση ανοιχτή σε όλα και πεινασμένη, στα όρια της λύσσας και της λιμοκτονίας, καρδιά.

Όπως λέγαμε, λοιπόν, ο ποιητής μέσα μου σκιρτά κι εκστασιάζεται αναλογιζόμενος κι αναβιώνοντας τα εξής εξόχως Παγκρατιώτικα:

Τις ξαφνικές ριπές ολόφρεσκου ανέμου που σαρώνουν κακοφωτισμένα στενά που σπανίως τα βαδίζουν πόδια ανθρώπινα,
Το ατελεύτητο κρυφτούλι μεταξύ, Κύριος οίδε πόσων και πόσο, διαφορετικών κι αλληλεπικαλυπτόμενων στοιχείων και ρυθμών πολεοδομίας, χωροταξίας κι ανθρωπογεωγραφίας,
Το ξεχείλωμα κάθε έννοιας χρόνου, τόσο συμβατικού όσο και ψυχολογικού, έτσι ώστε να μπορεί να βολευτεί και να χωρέσει εντός του οιοδήποτε σώμα εμπειριών, οσοδήποτε ασουλούπωτο ή sui generis κι αν είναι,
Την σποραδική βαθιά κι απότομη βουτιά σε ελώδη σκοτεινά νερά, που καθηλώνουν, απομαγεύουν ή / και ποτίζουν τις καρδιές των ζωντανών πλασμάτων, ιδίως των πιο αγνών κι ευαίσθητων ανάμεσά τους, με τον πιο πρωτόλειο τρόμο, την πιο αρχέγονη απελπισία,
Τις φωλιές αναζωογόνησης, συμπόνιας, μύησης, δοκιμασίας, υπέρβασης, αναίρεσης και μαγικού ενθουσιασμού οι οποίες τείνουν να εντοιχίζονται σε ακαλαίσθητα, ψυχοπλακωτικά τσιμεντένια και μονοκόμματα κλουβιά, αναμένοντας στωικά τον κάθε τυχερό, τολμηρό και τρελό να τις επισκεφθεί αυτοβούλως και, επίσης αυτοβούλως, να βαπτισθεί και να εξιλεωθεί, ξανά και ξανά, στην καταλυτική κολυμβήθρα τους, η οποία έχει το σχήμα, την μορφή και, πάνω απ’ όλα την αίσθηση, μιας αενάως στροβιλιζόμενης διπλής χοάνης…

Ο ποιητής όμως μάλλον παρασύρθηκε και το παράκανε, απορροφώντας γενναίες δόσεις απαραίτητης ζωτικής ενέργειας απ’ τον αναζητητή, ο οποίος ως εκ τούτου διαπιστώνει πως ο στόχος της εξόρμησής του θα παραμείνει κι απόψε ανέφικτος.

Η ανωτέρω συνειδητοποίηση με λυγίζει και με φέρνει στα πρόθυρα αυτού που πάλευα, κι ως τώρα κατόρθωνα, ν’ αποφύγω: της σωματικής κατάρρευσης.

Το κεφάλι μου βουίζει και τα πάντα γύρω μου αρχίζουν να περιστρέφονται μανιασμένα, ενώ ένας δαιμονισμένος λόξυγκας επιτάσσει το διάφραγμα μου κι ένα τρέμουλο διαπερνά το κορμί μου.

Είναι ώρα να εγκαταλείψω τα μεγαλεπήβολα, ουτοπικά μου σχέδια και να πάρω τον δρόμο της επιστροφής, που φαντάζει μακρύς κι αβέβαιος.

Μόνοι μου συνοδοιπόροι και συμπαραστάτες τα παρατεταγμένα σε σκόρπια σημεία εδώ κι εκεί αδέσποτα γατιά, που αρχικώς με περιεργάζονται με κοφτές κι ερμητικές ματιές κι ύστερα, μόλις εξακριβώνουν πως είμαι του σιναφιού τους, μου «μιλούν» στην κοινή μας «γλώσσα», η οποία δεν βασίζεται σε καμία θεωρία, κανένα συντακτικό, καμία γραμματική παρά μονάχα βιώνεται, και με κατευθύνουν, χαράσσοντας την διαδρομή μου με τον μοναδικό, αριστοτεχνικά καμουφλαρισμένο κι ενεργητικώς παθητικό, υποστηρικτικό τους τρόπο.

Τις γάτες των Αθηνών ως γνωστόν τις εμπιστεύομαι όσο τίποτα (βλ. και προηγούμενο σχετικό κείμενο των “ΘεΑθηνών”) κι έτσι, έστω και στην μη ιδανική κατάστασή που βρίσκομαι, αφήνομαι να χαθώ σε άγνωστα μου Παγκρατιώτικα σοκάκια.

Παρ’ όλα αυτά η ώρα περνάει κι η κατάστασή μου δεν βελτιώνεται.

Κάποια στιγμή, ζαλισμένος, κοντοστέκομαι δίπλα σ’ έναν υπερεκχειλισμένο κάδο σκουπιδιών: πολύ κακή ιδέα, καθώς η δυσωδία ενεργεί ως καταλύτης για να αδειάσω τα σωθικά μου, επί πεντάλεπτο, στο οδόστρωμα.

Αφού έχω βγάλει από μέσα μου ό, τι έχω φάει κι έχω πιει εδώ και μια βδομάδα, και παραπάνω ίσως, αισθάνομαι μια κάποια ανακούφιση, μην πω και λύτρωση.

Εξαντλημένος κι αφυδατωμένος, στρέφω την κεφαλή μου προς τον ουρανό, που τώρα φαντάζει ασυνήθιστα φωτεινός, δοθέντος του ότι έχουμε νέα Σελήνη καθώς και του ότι η ανατολή του ηλίου απέχει ώρες ακόμα.

Βρε μπας κι ο χρόνος επιταχύνθηκε χωρίς να το πάρω χαμπάρι;

Τσεκάρω το ρολόι μου – όχι, εφόσον υποθέσουμε ότι δουλεύει είναι όντως πολύ νωρίς ακόμα για ανατολές.

Μπα, ιδέα μου θα’ ναι – και, τέλος πάντων, στην κατάσταση που είμαι θα ήταν σκόπιμο να αφήσω αυτές τις ανησυχίες και να αφοσιωθώ στην αναζήτηση πόσιμου νερού.

Μέχρι τα συμπονετικά κύματα της Παγκρατιώτικης νυκτός να με ξεβράσουν στην οδό Φιλολάου όπου, προς τέρψη μου, πετυχαίνω ένα διανυκτερεύον περίπτερο και προμηθεύομαι ένα μπουκάλι νερού του ενός και μισού λίτρου το οποίο καταναλώνω τάχιστα κατεβάζοντας αχόρταγα μεγάλες γουλιές, το σύμβολο του ήλιου με συνοδεύει σταθερά.

Περνάω μπροστά από παλιές μονοκατοικίες στις σιδερένιες πόρτες των οποίων δεσπόζει ο ηλιακός δίσκος σε ποικίλες παραλλαγές, συναντάω ένα μεγάλο γκραφφίτι του οποίου ως κύριο θέμα ο ανώνυμος καλλιτέχνης του δρόμου έχει επιλέξει την απεικόνιση πολλών μικρών μαύρων ηλιακών σφαιρών κι ακόμα ακόμα κλωτσάω κατά λάθος μια παλιά συσκευασία προϊόντος φέροντος την εμπορική επωνυμία “Ήλιος”.

Τέλος πάντων, αισθανόμενος αρκετά καλύτερα κι έχοντας ξεχάσει προσωρινώς ήλιους και φεγγάρια, υπακούω στην παρόρμηση να ξαναχωθώ στα στενάκια.

Ποιός θα το πίστευε ότι θα μου είχαν περισσέψει αποθέματα ενέργειας μετά απ’ όλα τα προηγούμενα;

Κι όμως να που βρίσκομαι να τρέχω και πάλι σαν δρομέας ταχύτητας, καταπίνοντας κι άλλες ανηφοροκατηφόρες.

Μεθυσμένος με την καλή έννοια αυτή την φορά, ούτε που κατάλαβα για πότε βρέθηκα στο Μετς.

Για την ακρίβεια βρίσκομαι έξω απ’ το μοναδικό μαγαζί της περιοχής που έχει άδεια μπαρ / αναψυκτηρίου.

Βλέπετε, πολλά χρόνια πριν είχε βγει ένας νόμος που προέβλεπε πως στην περιοχή του Μετς δεν θα επιτρεπόταν ν’ ανοίξουν πλέον καινούρια εστιατόρια ή μπαράκια πέραν των ήδη υπαρχόντων.

Κάποια εκδήλωση λαμβάνει χώρα εντός του, κάτι σαν πάρτι ίσως.

Την στιγμή που ζυγίζω τις επιλογές μου (να πλησιάσω περισσότερο και να κόψω κίνηση ή να επιστρέψω σπίτι μου;), δυο γνωστές μου φιγούρες, μια ανδρική και μια γυναικεία, βγαίνουν έξω απ’ το μαγαζί στο πεζοδρόμιο κι ανάβουν τσιγάρο.

Είναι η Π. κι ο Φ., όχι ακριβώς στενοί μου φίλοι, αλλά πάντως αρκετά γνωστοί για να τους χαιρετήσω και ν’ ανταλλάξω μια κουβέντα μαζί τους.

Πράγματι τους πλησιάζω – προς έκπληξή μου με αναγνωρίζουν αμέσως και σπεύδουν να με χαιρετήσουν χαμογελαστοί και με θέρμη που, ομολογουμένως, με συλλαμβάνει λίγο εξ απήνης.

Ανταλλάσουμε γρήγορα νέα, κι εν συνεχεία με ενημερώνουν ότι στο μαγαζί λαμβάνει χώρα το αποχαιρετιστήριο πάρτι της κολλητής της Π., της Ε., η οποία οσονούπω αναχωρεί, επ’ αόριστον, για το Βερολίνο.

Πριν καταλάβω τι έχει συμβεί, ανταποκρίνομαι στην σχετική πρόσκλησή τους και βρίσκομαι στο εσωτερικό του μαγαζιού να χορεύω με επιτηδευμένα σκαμπρόζικο και λίγο ζόρικο στυλ – σήμα κατατεθέν μου σε τέτοιες περιπτώσεις – το «Superstition» του Stevie Wonder* με το τιμώμενο πρόσωπο του πάρτι, την Ε., η οποία ακολουθεί κι εμπλουτίζει με μπόλικη φαντασία και σκέρτσο τις πρωτοβουλίες μου στην αυτοσχέδια πίστα, εν μέσω επευφημιών, κι ενίοτε άγριων αλαλαγμών, των υπολοίπων παρευρισκομένων.

Στην όλη εικόνα, μια μάλλον φαιδρή πινελιά προστίθεται απ’ το γεγονός πως μασάω σαν κατσίκα την τσίχλα που είχα λίγο πρωτύτερα ζητήσει απ’ την Π. να με κεράσει – υπενθυμίζω ότι δεν είχε παρέλθει και πολλή ώρα απ’ όταν είχα κάνει εμετό κι έπρεπε να κάνω κάτι για να μετριάσω την, αναπόφευκτη, κακοσμία του στόματός μου.

Όταν τελειώνει το τραγούδι σταματάω να χορεύω και κάθομαι σ’ ένα σκαμπό κοντά στην μπάρα να πάρω μια ανάσα. Η Ε. με πλησιάζει χαμογελαστή, παίρνει ένα σκαμπό και κάθεται κι εκείνη. Μου λέει: «Δεν ήξερα ότι η Π. έχει τέτοιους χορευταράδες φίλους. Ντροπή της που δεν φρόντισε να σε μάθουμε νωρίτερα…».

Ανασηκώνω τους ώμους μου και γέρνω ελαφρώς το κεφάλι μου, δήθεν μοιρολατρικά, και της λέω: «Ποτέ δεν είναι αργά, ωστόσο… Ίσως όμως τώρα που γνωριστήκαμε, να κανονίσω να έρθω Βερολίνο, αφού εγκατασταθείς κι εγκλιματιστείς με το καλό, ώστε να ξεβιδωθούμε σε κάποιο απ’ τα περίφημα κλαμπ στα ανατολικά του πάλαι ποτέ Τείχους…».

Η Ε. δεν λέει τίποτα, απλώς χαμογελάει κάπως γλυκόπικρα, χαμηλώνει λίγο το κεφάλι της και ψελλίζει, εμφανώς συγκινημένη: «Πιο πολύ απ’ όλα – κι ίσως ακουστεί κάπως, όμως αυτό νιώθω, και μ’ εσένα αυτήν την στιγμή μπορώ να είμαι απολύτως ειλικρινής – πιο πολύ απ’ όλα, λοιπόν, εκεί πάνω θα μου λείψει η γειτονιά μου, το Παγκρατάκι μου, το Μετς…».

Την ενσυναισθάνομαι πλήρως. Απλώνω το χέρι μου, της κάνω ελαφρές μαλάξεις στον ώμο και της λέω χαμογελαστά: «Αμ δε, έτσι εύκολα νομίζεις ότι θα γλιτώσεις απ’ την τρέλα του Παγκρατίου και την μαγεία του Μετς; Δεν το έχεις καταλάβει ότι θα τα κουβαλάς μέσα σου όπου κι αν πας, όπου κι αν τυχόν βρεθείς, απ’ τον Αρκτικό κύκλο μέχρι τις ζούγκλες του Αμαζονίου;».

Με κοιτάζει με υγρά μάτια και μου χαμογελάει και πάλι. Ύστερα αγκαλιαζόμαστε και μένουμε έτσι για λίγη ώρα. Δεν έχουμε προλάβει ν’ αφήσουμε ο ένας τον άλλο, όταν πέφτει το ρεύμα.

Μετά το πρώτο επιφώνημα, επανέρχεται… γρήγορα όμως ξαναπέφτει. Αυτό συμβαίνει άλλες δυο-τρεις φορές, μέχρι που φαίνεται πως η μπίλια κάθεται για τα καλά στο, κυριολεκτικώς, μαύρο.

Οι εναπομείναντες θαμώνες βγαίνουμε έξω απ’ το μαγαζί με διάθεση πανηγυριώτικη και διαπιστώνουμε ότι η διακοπή του ρεύματος έχει επηρεάσει μόνο τμηματικά την περιοχή. Εμένα μου είχε φύγει εντελώς η κακή επιρροή απ’ το μεθύσι και νιώθω μια ασυνήθιστη ευεξία να με πλημμυρίζει. Το ίδιο ισχύει και για τους υπολοίπους. Έτσι λοιπόν, χωρίς καν να το σκεφτούμε, χωρίς καν να συνεννοηθούμε, σαν συντονισμένοι από μια αρχή έξω από εμάς ή, τώρα που το σκέφτομαι, μια αρχή κοινή και πανανθρώπινη που εδρεύει βαθιά μέσα μας, ξεχυνόμαστε αυθορμήτως στους δρόμους του Μετς, τραγουδώντας και χορεύοντας.

Ανεβοκατεβαίνουμε σκάλες και διασχίζουμε δρομάκια με υπέροχα νεοκλασικά σπίτια. Η μαγεία εκείνης της μεταιχμιακής νύχτας, που στέκεται στο κατώφλι τόσων διαφορετικών πιθανών κόσμων, μας τους δείχνει και μας δίνει μια γεύση τους, που και που, μ’ ένα πονηρό κλείσιμο του παροιμιώδους ματιού της, μας έχει συνεπάρει εντελώς. Ώσπου κάποια στιγμή, όντας ευρισκόμενος εν τω μέσω της εκτέλεσης μιας περίτεχνης χορευτικής φιγούρας με την Π. και με την Ε., τον βλέπω και κοκκαλώνω.

Τον ήλιο, εννοώ.

Για την ακρίβεια, βλέπω ένα πανό κρεμασμένο από δύο στύλους της ΔΕΗ που διαφημίζει έναν παιδικό σταθμό επ’ ονόματι: «Χαρούμενος Ήλιος» κι έχει ως σήμα – τί άλλο – έναν χαμογελαστό ανατέλλοντα ήλιο.

Την ίδια ώρα, από πίσω και πάνω, στον αθηναϊκό ουρανό, το πρώτο φως της ημέρας δειλά δηλώνει παρόν, ως προάγγελος του αληθινού ήλιου που πρόκειται να κάνει την εμφάνισή του οσονούπω.

Αλλά, τί είναι αληθινό και τί ψεύτικο, τέτοια ώρα…

Τέτοια ώρα δεν υπάρχει παρά μόνο το βίωμα της μαγείας της στιγμής.

Ουφ…

Μετά από λίγο θα αποχαιρετήσω τους αποψινούς φίλους και συνοδοιπόρους μου, καινούριους και παλιούς, και θα επιστρέψω σπίτι μου.

Θα ξαπλώσω στο κρεβάτι μου, αργά ή γρήγορα θ’ αποκοιμηθώ, και οι στιγμές που έζησα αυτό το βράδυ θα καταχωρηθούν – πιθανότατα λίγο ωραιοποιημένες ή λίγο δραματοποιημένες – ως άλλη μια ξεχωριστή ανάμνηση της ζωής μου.

Η οποία ζωή θα συνεχιστεί.

Με όλες τις δουλειές, τις έγνοιες, τις ανησυχίες, τους προβληματισμούς, τις μικροχαρές και μικρολύπες της καθημερινότητας.

Αλλά, ας μην μπερδευόμαστε, η καθημερινότητα είναι ένα, αναγκαίο μα μάλλον στεγνό, υποσύνολο του θαύματος της ζωής στην ολοκληρία του.

Κι έτσι, σάρξ εκ της σαρκός της πεμπτουσίας της ύπαρξης, το αληθινό Παγκράτι και το αληθινό Μετς, που δεν έχουν μήτε αρχή μήτε τέλος παρά μόνο σημεία εισόδου κι εξόδου, θα με περιμένουν καρτερικά, μα όχι ανυπόμονα.

Θα μου σιγοσφυρίζουν τον σκοπό τους με κάθε ευκαιρία και θα με περιμένουν.

Κι όταν με αγαλλίαση υποκύψω στις σειρήνες τους και ξαναδιαβώ τις πύλες τους, θα είναι και πάλι νύχτα, μα το φεγγάρι θα λάμπει σαν υπέρλαμπρος ήλιος στον αθηναϊκό ουράνιο θόλο…

 

*

 

15. Μπουρνάζι 2000 – Παράξενο ερωτικό τρίγωνο

Με θραύσματα θραυσμάτων εικόνων.

Εικόνες κάπως ξεθωριασμένες, αλλά σίγουρα πολύχρωμες.

Η Χριστίνα και η Ράνια, συμμαθήτριες και κολλητές απ’ το Δημοτικό.

Σ’ ένα πάρτι στο σπίτι της Ράνιας στο Περιστέρι, όπου βρέθηκα τελευταία στιγμή ως γνωστός γνωστού και τελείως από σπόντα, γνωρίζω την Χριστίνα.

Δευτεροετής φοιτητής εγώ, πρωτοετής φοιτήτρια εκείνη, σε διαφορετικές σχολές.

Πίτσι πίτσι εν μέσω πολλών παρατρεχάμενων κι ενδεχόμενων μνηστήρων, αλλά βρισκόμουν σε καταπληκτική φόρμα και με την αυτοπεποίθησή μου να χτυπάει κόκκινο (σπάνιο γενικώς κι ακόμα σπανιότερο εκείνα τα χρόνια) την έκανα να γελάει όλο το βράδυ και κέρδισα ξεκάθαρα τις εντυπώσεις.

Πριν σχολάσει το πάρτι κι αποχωρήσουμε (ήμασταν εκ των τελευταίων παρευρισκομένων), πρώτος θρίαμβος: ανταλλάξαμε τηλέφωνα και συμφωνήσαμε να ξαναβρεθούμε οι δυο μας από κοντά σύντομα.

Έμπλεος ενθουσιασμού, έσπευσα να συναντήσω την μπακουροπαρέα σε μπαράκι της Φωκίωνος Νέγρη και περήφανος να τους εξιστορήσω τα ολόφρεσκα κατορθώματά μου.

“Σιγά το κατόρθωμα, ρε μαλάκα, αν δεν μπει πρώτα ο σύρτης, δεν δικαιούσαι να κοκκορεύεσαι”, επιχείρησε να με προσγειώσει απότομα ο Αθάνας, ο “παλιός” της παρέας, με κάθε πιθανή, κυριολεκτική τε και μεταφορική, έννοια του όρου.

Παρ’ όλα αυτά ήταν αδύνατον να καμφθεί η ψυχολογία μου, έτσι έγινα λιάρδα από τις αλλεπάλληλες τεκίλα σανράιζ, οι οποίες, αν εγώ μπορούσα να ταυτιστώ με αεροπλάνο, δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό (για την ακρίβεια, θα ήταν κοντά στην κυριολεξία) να χαρακτηριστούν, κατ’ αναλογία, ως κηροζίνη.

Και, αναπόφευκτα, οι προύχοντες της μπακουροπαρέας με έπεισαν, με το στανιό, να καλέσω την Χριστίνα στο κινητό της, από απόκρυψη, μέσα στα άγρια χαράματα, κι άμα το σήκωνε να της τραγουδήσω ένα απ’ τα ακόλουθα δύο άσματα – επιτυχίες της τότε προσφάτως εκλιπούσης τελευταίας δεκαετίας του 20ου αιώνα: είτε το “Μούρη, μ’ έχεις κάνει καψούρη” του Καρβέλα είτε την “Εξάρτηση” του ανερχόμενου, τότε, αοιδού Λεμπέση.

Υπέκυψα, ομολογουμένως, όχι μόνο λόγω των αφόρητων πιέσεων αλλά και λόγω του ότι, κακά τα ψέματα, το καραγκιοζιλίκι και το γκροτέσκο τα έχω στο αίμα μου.

Την κάλεσα, λοιπόν, κι αφού χτύπησε τρεις-τέσσερις φορές, εκείνη, αν έχεις τον Θεό σου, το σήκωσε!

Θόρυβος αρκετός ακουγόταν από πίσω της, κι αυτό αρχικώς με αιφνιδίασε: δεν κοιμόταν, όπως περίμενα, αλλά συνέχιζε την βραδιά της κάπου αλλού κι εκείνη, όπως κι εγώ.

Και γιατί να μην διασκεδάσει κι αυτή δηλαδή, κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά;, με ρώτησε μια παππουδίστικη φωνή εντός μου.

Κι είχε απόλυτο δίκιο, βεβαίως.

Συνήλθα στο τρίτο – τέταρτο “Ναι; Ποιός είναι;” και, μετατρεπόμενος στο ανθρώπινο τζουκ μποξ που κατά βάθος είμαι (σαν ένα είδος “Σούπερμαν” της διασκέδασης στον οποίο ενίοτε κι όχι πάντα κατά βούληση, τουλάχιστον εκείνη την εποχή, μεταμορφώνεται ο εαυτός μου απ’ την συνήθη, καθημερινή του, γεμάτη νευρώσεις κι ανασφάλειες, εκδοχή “Κλαρκ Κεντ”), της ερμήνευσα, όσο πιο θεατρικά μπορούσα, την “Εξάρτηση”.

Τα μέλη της σουρωμένης μπακουροπαρέας πίσω μου δεν μπορούσαν ν’ αναπνεύσουν απ’ τα γέλια, καθώς εγώ, σαν επαγγελματίας ερμηνευτής, εκτελούσα, συνεπής και δοσμένος, το σόου μου.

Η Χριστίνα, προς τιμήν της, δεν τα’ χασε και μου είπε, χωρίς ίχνος ειρωνείας στην φωνή της: “Καταπληκτικός! Φωνάρα! Μπράβο! Τί άλλο έχετε να μας τραγουδήσετε, κύριε μυστηριώδη καλλιτέχνη;”

Πριν καλά καλά τελειώσει την φράση της, ξεκίνησα να ερμηνεύω την “Μούρη”, ενώ οι από πίσω μου είχαν βγει εκτός εαυτού: κυλιούντουσαν κάτω, κοπάναγαν τραπέζια και καρέκλες, χοροπηδούσαν.

Κάποια στιγμή η Χριστίνα με διέκοψε και μου είπε: “Να σου πω, κύριε Τραγουδιστή, δεν έρχεσαι από εδώ να μου κάνεις μια καντάδα από κοντά να σε δω κιόλας;”

“Που βρίσκεσαι;”, την ρώτησα τότε αυθορμήτως, ενώ η από πίσω μου χορεία βουβάθηκε σύσσωμη αυτοστιγμεί.

“Στην Κόλαση, στο Μπουρνάζι. Να σε περιμένω; Θα έρθεις;”

Βρε, λες να έχει πάρει χαμπάρι ποιός είμαι;, αναρωτήθηκα μες στην σούρα μου.

Έστω κι έτσι όμως… μπορεί ν’ αξίζει τον κόπο, δικέ μου!, απάντησα, ολοκληρώνοντας τον εσωτερικό μου μονόλογο.

“Μην πας πουθενά! Είμαι καθ’ οδόν”, της ανακοίνωσα τότε με σπάνια αποφασιστικότητα και πάτησα το κουμπί τερματισμού της κλήσης.

Γύρισα στους άλλους και τους ανακοίνωσα: “Μάγκες, αναχωρώ. Θα έχετε νέα μου σύντομα”.

Με κοιτούσαν σαν κεραυνοβολημένοι καθώς αποχωρούσα, φεσώνοντάς τους μάλιστα άθελά μου, όπως διαπίστωσα αργότερα, μια που μου είχε διαφύγει να πληρώσω τους κορεσμένους υδρογονάνθρακες που είχα μόλις καταναλώσει.

Μπήκα σ’ ένα ταξί, ανακοίνωσα τον προορισμό, και βουρ για Μπουρμάζι.

Ο ταξιτζής άλλαζε με τόση μανία, κι ανά λίγα δευτερόλεπτα, τους σταθμούς στο ραδιόφωνο που κατάφερε να μ’ εκνευρίσει τάχιστα, ωστόσο όταν το ανελέητο ή και ψυχαναγκαστικό, θαρρείς, ράδιο-ζάπινγκ κατασίγασε, πρόεκυψε ένα ηχητικό διαμάντι.

Ήταν το Bizarre Love Triangle των New Order, ένα κομμάτι απ’ το 1987, το οποίο το είχα ακούσει κανά δυο φορές στο παρελθόν, χωρίς, ωστόσο, ποτέ να του δώσω την δέουσα προσοχή, κάτι που έπραξα εκείνη την στιγμή.

Η ουτοπικά ηλεκτρονική μελωδία κι οι στίχοι με συνεπήραν:

Every time I see you falling,

I get down on my knees and pray,

I’m waiting for that final moment,

You say the words that I can’t say. (*)

Φτάσαμε έξω απ’ την “Κόλαση” του Μπουρναζίου ενώ εγώ ήμουν εντελώς συνεπαρμένος.

Πλήρωσα τον ταξιτζή και βγήκα παραζαλισμένος απ’ το ταξί, τόσο που παραλίγο να με πατήσει ένα κωλοφτιαγμένο Punto GT, με τα απαραίτητα μπλε φωτάκια στους υαλοκαθαριστήρες και μια απερίγραπτη μουσική να ξεχύνεται παραμορφωμένα απ’ τα ηχεία του, η ένταση της οποίας, βασικά, στάθηκε καταλυτική ώστε να συνέλθω και να σωθώ την τελευταία στιγμή.

Παρά το προχωρημένο της ώρας, κόσμος και κοσμάκης κυκλοφορούσε στην πλατεία και στους περί αυτήν δρόμους.

Πιτσιρικάδες με κούρεμα-φράχτη, αλλά σποραδικά τατουάζ (δεν ήταν ακόμη της μόδας τότε), μυστήριοι τύποι με γυαλιά τύπου Όκλευ και βλέμμα και κινήσεις όντος χαμένου στο διάστημα, οι οποίοι φορούσαν περιέργα φωσφοριζέ ρούχα μάρκας Frond που τους είχαν ξεμείνει απ’ την χρυσή εποχή της ρέηβ μουσικής λίγα χρόνια πριν, στίφη από πιτσιρίκες που, ανεξαρτήτως σωματότυπου, φορούσαν δεκάποντα τακούνια και σούπερ-μίνι φούστες, πενηντάρηδες με ύφος και κοψιά αλογομούρη σε εμμηνόπαυση οι οποίοι κοίταζαν τις προαναφερθείσες πιτσιρίκες σπάζοντας κάθε ρεκόρ ξελιγωμάρας, καθώς και καταφανώς περπατημένες πενηντάρες, όλες ανεξαιρέτως με  περιβολή και βλέμμα ατίθασου αιλουροειδούς.

Στις πύλες της Κολάσεως η κίνηση ήταν μάλλον χαλαρή κι έτσι εισήλθα στα ενδότερα σχετικά γρήγορα κι ομαλά.

Μέσα γινόταν χαμός, αλλά τουλάχιστον μπορούσα να κινηθώ στοιχειωδώς ικανοποιητικά.

Αναζητούσα την Χριστίνα, ωστόσο γρήγορα την προσοχή μου απέσπασε μια καλλίγραμμη νεαρά με πολύ κι ανεπιτήδευτα (σημαντικό!) μοιραίο ύφος που φορούσε ένα εφαρμοστό κόκκινο φόρεμα και κινείτο με χάρη σκιέρ σε κατάβαση σλάλομ στις Άλπεις.

Την πήρα από πίσω, αδυνατώντας να υποψιαστώ πως θα με οδηγούσε κατευθείαν στην Χριστίνα, της οποίας τύγχανε να είναι κολλητή…!

Μ’ έναν εντελώς παράδοξο τρόπο, η συνάντησή μας με την τελευταία έγινε εντελώς φυσικά, εννοώ χωρίς κανένας εκ των δυο μας να αιφνιδιαστεί.

Και, εντάξει, αν αυτό ήταν εν μέρει δικαιολογημένο για εμένα, γιατί προφανώς γνώριζα ότι βρισκόταν εκεί και με περίμενε, δεν συνέβαινε κατ’ ανάγκην το ίδιο και μ’ εκείνη, αν και σαφώς θα μπορούσε να είχε υποψιαστεί ότι εγώ ήμουν ο μυστηριώδης μεταμεσονύχτιος τραγουδιστής που την είχε καλέσει λίγο νωρίτερα.

Παρεμπιπτόντως, έτσι ακριβώς είχε το πράγμα: όπως μου αποκάλυψε ευθύς αμέσως είχε ήδη ψυλλιαστεί πως η αφεντιά μου βρισκόταν στην άλλη άκρη της γραμμής σ’ εκείνη την κλήση.

Τέλος πάντων, χωρίς περαιτέρω εισαγωγές, ξεκινήσαμε να χορεύουμε οι τρεις μας: εγώ, η Χριστίνα, κι η εντυπωσιακή φίλη της Χριστίνας, την οποία η τελευταία μου την σύστησε ως Όλγα.

Και λέω πως έτσι μου την σύστησε, διότι αργότερα άκουσα την Χριστίνα να την φωνάζει, και σε παραπάνω από μία περιστάσεις μάλιστα, με άλλο όνομα – άσε που και όταν μου την σύστησε οι δυο τους χασκογελούσαν σαν να μου έκαναν πλάκα (εγώ νόμιζα αρχικώς ότι γελούσαν λόγω της γενικότερης κατάστασης, αλλά μετά που το ξανασκέφτηκα, μπορεί να είχε να κάνει με την ευρηματικότητα της ονοματοποιΐας της Χριστίνας).

Τέλος πάντων, αυτό το μυστήριο δεν διαλευκάνθηκε ποτέ κι ίσως, ούτως ή άλλως, να μην είχε ιδιαίτερο νόημα, απλώς το αναφέρω ως άλλη μια ένδειξη της ιδιαιτερότητας εκείνης της βραδιάς.

Σύντομα χορεύαμε κι οι τρεις μαζί, με αξιοπρόσεκτη φιδίσια χάρη κι ευλυγισία, την χρυσή βίβλο των επιτυχιών του «βαθέος λαϊκού τραγουδιού» (γνωστά, κοινώς, και ως σκυλοσουξέ) των δεκαετιών του ’80 και του ‘ 90.

Μάλιστα, αν και δεν το θυμάμαι με απόλυτο βαθμό ευκρινείας, δεν αποκλείω το να έκαψα κι ένα χιλιάρικο – δραχμές, εννοείται – επιτόπου, επ’ αφορμή του πασίγνωστου άσματος «Θα τα κάψω τα ρημάδια τα λεφτά μου».

Καθώς αραίωνε ο κόσμος (ήταν ήδη περασμένες έξι), έμοιαζε πως ο ντι-τζέι είχε εστιάσει αποκλειστικά σ’ εμάς τους τρεις, δοκιμάζοντάς μας, κατά κάποιον τρόπο, με όλο και πιο τελειωμένα κομμάτια.

Κι εμείς ανταποκρινόμασταν.

Κι η πλάκα ήταν πως ενώ αρχικά στόχευα την Χριστίνα, στην πορεία αναχάραξα πορεία με προορισμό την Όλγα.

Και κάποια στιγμή που η Χριστίνα πήγε τουαλέτα, τα κορμιά Όλγας και εμού σφιχταγκαλιάστηκαν και τα χείλη μας ενώθηκαν.

Ήταν μια υπέροχη ολαισθησιακή εμπειρία, όπου οι πέντε αισθήσεις είχαν αφενός οξυνθεί σε υπέρτατο βαθμό κι αφετέρου η καθεμία τους διαχέετο ταυτόχρονα στο πεδίο δράσεως όλων των άλλων, κάνοντάς με να νιώθω σαν μικρός θεός που επιχειρούσε μακροβούτι στο άπατο πηγάδι της απόλυτης ηδονής.

Απ’ την άλλη μεριά, το κομμάτι μου εκείνο της λογικής επεξεργασίας εξεπλάγη, ομολογουμένως, απ’ την ταχύτητα με την οποία εξελίσσονταν τα πράγματα – βλέπετε, απ’ τις ως τότε ελάχιστες και περιορισμένες εμπειρίες μου με το ωραίο φύλο, είχα συνηθίσει σε πολύ πιο αργούς ρυθμούς.

Ήταν τέτοιο το πάθος της στιγμής, που η Όλγα μου έσκισε λίγο το κάτω χείλος πριν τα κορμιά μας και τα χείλη μας χωριστούν, δευτερόλεπτα πριν να επιστρέψει η Χριστίνα, η οποία, με το αλάθητο γυναικείο ένστικτο, πρέπει να ψυχανεμίστηκε στο λεπτό τι είχε μόλις συμβεί.

Και τότε περάσαμε στο επόμενο στάδιο, όπου οι δυο φιλενάδες άρχισαν να χορεύουν μεταξύ τους, άκρως προκλητικά κι αγνοώντας με πλήρως.

Ήταν σαν να μην βρισκόμουν πλέον εκεί.

Στην αρχή δυσφόρησα και προσπάθησα να διεισδύσω ανάμεσά στο σύμπλεγμά τους, όμως απεβλήθην τάχιστα κι αποτελεσματικότατα ως ξένο σώμα.

Μετά το φιλοσόφησα και είπα να χαλαρώσω και ν’ απολαύσω τουλάχιστον το θέαμα που εκτυλισσόταν μπροστά στα μάτια μου, ομού μετά του συνόλου, κατά πως φαινόταν, των λοιπών παρευρισκομένων (ανεξαρτήτως φύλου, το τονίζω), των οποίων τα βλέμματα είχαν μαγνητιστεί απ’ τον χορό των δύο κοριτσιών.

Απ’ το σημείο που οι φιγούρες τους έφταναν σε κάποιου είδους κορύφωση ξεκινά ένα ενοχλητικό κενό της μνήμης μου το οποίο τελειώνει σε μια ανάμνηση των τριών μας να είμαστε αγκαλιά στην πλατεία του Μπουρναζίου και να τραγουδάμε με γκαρίσματα λουσμένοι υπό το εξαγνιστικό, μα συνάμα και μελαγχολικό, πρώτο φως της ημέρας.

Προτού τις βάλω σ’ ένα ταξί με φίλησαν κι οι δύο ταυτοχρόνως σε αμφότερες τις άκρες των χειλιών μου.

Τις κοίταξα που απομακρύνονταν (νομίζω ότι ψιλοδάκρυσα εκείνη την στιγμή) και μόλις το ταξί τους χάθηκε απ’ το οπτικό μου πεδίο, μπήκα κι εγώ σ’ ένα ταξί με την σειρά μου και, αφού πάσχισα κανά δίλεπτο να την θυμηθώ, έδωσα τελικώς στον ταξιτζή την διεύθυνση του σπιτιού μου.

Δεν έμελλε να ξαναδώ ποτέ καμία εκ των δύο έτερων συνιστωσών του παράξενου ερωτικού τριγώνου εκείνης της βραδιάς των αρχών του σωτηρίου έτους 2000.

Προσπάθησα, βεβαίως, στην αρχή να επαναπροσεγγίσω την Χριστίνα με επίμονες κλήσεις και γραπτά μηνύματα, αλλά διαπιστώνοντας ότι οι προσπάθειές μου πήγαιναν με (εκνευριστική) συνέπεια στον βρόντο, κατέθεσα τα όπλα.

Παρά το ανώριμο της ηλικίας μου, συνειδητοποίησα πως ό, τι ήταν να βιωθεί στην περίπτωση αυτή είχε βιωθεί.

Αυτά…

Α, ναι, δεν θα πιστέψετε ποιο κομμάτι μπήκε στο ραδιόφωνο του ταξί εκείνο το πρωί λίγο πριν φτάσω σπίτι μου:

Every time I see you falling,

I get down on my knees and pray,

I’m waiting for that final moment,

You say the words that I can’t say…

 

(*)

 16. Στης Μεγάλης του Γένους Σχολής την Υπόγα

Πρώτες μέρες της καινούριας σου ζωής στην Μεγάλη του Γένους Σχολή.

Κάνοντας σλάλομ ανάμεσα από τραπεζάκια τίγκα στο αφισομάνι, όπου εκπρόσωποι των κυρίων φοιτητικών παρατάξεων κάνουν επικλήσεις, όχι ασωμάτων, μα ενσωμάτων πνευμάτων νεοφώτιστων φοιτητών, οι οποίοι είναι ενθουσιασμένοι μα και αγρίως ψαρωμένοι, ακόμα κι όσοι δεν το δείχνουν (κυρίως αυτοί…).

«Αυτά κι αυτά τα χαρτιά χρειάζεσαι για να κάνεις την εγγραφή σου, νέε συνάδελφε. Να, κοίτα, εδώ είναι η Γραμματεία της Σχολής σου. Πήγαινε, κάνε την δουλειά σου, και για όποια απορία έχεις, για ό, τι χρειαστείς, εδώ είμαστε εμείς».

Καταθέτεις εν τέλει στην Γραμματεία της μέλλουσας σχολής σου τα απαραίτητα χαρτιά και δικαιολογητικά (που δεν κατάφερες να τα συγκεντρώσεις με την πρώτη, αλλά… ποιός αλήθεια πρωτοετής φοιτητής το κατόρθωσε αυτό ποτέ;), και παραλαμβάνεις την ταυτότητα και το πάσο σου.

(Το πάσο…

Θα στριμωχθεί σε τσάντες, θα εισχωρήσει σε κωλότσεπες κι εσωτερικές τσέπες παλτών, η φτηνή πλαστική του επένδυση θα κομματιαστεί, θα πλυθεί και θα ξεπλυθεί αμέτρητες φορές, θα επιδειχθεί, άλλες φορές βαριεστημένα, άλλες φορές ζωηρότατα, σε ελεγκτές μέσων μαζικής μεταφοράς, σε γκισέ πώλησης εισιτηρίων για καράβια, λεωφορεία, τρένα, για συναυλίες, για θεατρικές και κινηματογραφικές παραστάσεις, θα γίνει, με δυο λόγια, το τάλισμάν σου, το φυλαχτό σου, το αντικείμενο δύναμης και ταυτοποίησής σου, κυριολεκτικής και μεταφορικής, για τα επόμενα τέσσερα χρόνια)…

Τις πρώτες μέρες του Οκτωβρίου, λεφούσια από νεοφώτιστους φοιτητές συρρέουν στα ηρωικά αμφιθέατρα του κεντρικού κτιρίου, τα οποία, όπως κάθε τέτοια εποχή του χρόνου και μόνο για λίγες μέρες, θα είναι κατάμεστα σε κάθε διάλεξη, είτε αυτή αφορά την Μικροοικονομία Ι είτε τις Βασικές Αρχές Αστικού Δικαίου.

Η πρώτη παρέα είναι τεράστια, απαριθμώντας πλέον των 20 ατόμων, κι ως εκ τούτου θέτει συχνά σε δοκιμασία το σχέδιο «εύρεση τραπεζιού σε καφετέριες / ταβέρνες που να μας χωράει όλους».

Αλλά οι περισσότεροι είναι ανοιχτοί να γνωρίσουν κόσμο, να εξερευνήσουν τα όρια και τις αντοχές της κοινωνικότητάς τους, να πειραματιστούν με τους συνομηλίκους τους, όντες πλέον (τυπικώς μόνο, πάντως, στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων) ενήλικες.

Ναι, είναι ανοιχτοί, κι ας μην το γνωρίζουν πάντοτε ή κι ας παριστάνουν πως δεν το γνωρίζουν.

Στην καινούρια σου ζωή, οι βαθμοί ελευθερίας σου έχουν ενισχυθεί σε δραματικό βαθμό – ποιός θα μπορούσε να σε κατηγορήσει, λοιπόν (πέρα απ’ τον αυστηρότερο σου κριτή, τον ίδιο σου τον εαυτό, δηλαδή), για το ότι δεν ξέρεις πάντα πώς να εκμεταλλευθείς και να χαρείς αυτό το δώρο;

Θ’ αργήσεις, αλλά θα μάθεις, που θα πάει…

Τα ωράρια τώρα είναι πολύ πιο ελαστικά, οι κανόνες που ρυθμίζουν την ζωή σου μετακινούνται προς το φάσμα της προαιρετικότητας, για πρώτη φορά τα «θέλω» σου δείχνουν να επικρατούν στο αιώνιο κι εγγενώς διαλεκτικό μπραντεφέρ τους με τα «πρέπει».

Ερωτεύεσαι, όπως ποτέ δεν έχεις ερωτευτεί πριν.

Μεθάς, από ζωντάνια κι αλκοόλ, όπως ποτέ δεν είχες μεθύσει πρωτύτερα.

Οι ορίζοντές σου διευρύνονται, οι μεθοριακές γραμμές τρεμοπαίζουν, οι δυνατότητες εκρήγνυνται.

Κι η πόλη, αχ αυτή η πόλη, ανοίγει τις αγκάλες της και σε υποδέχεται, σου λέει: «καλωσόρισες, εσένα περίμενα, εσένα, να με διατρέξεις απ’ άκρου εις άκρον, να με γλεντήσεις, να με κληρονομήσεις».

Κι εσύ απαντάς «ναι» στην πρό(σ)κληση αυτή της πόλης, έστω και λίγο αναιμικά στην αρχή, και βυθίζεσαι εκστατικός στην απειρία της, απ’ την μικρότερη ως την μεγαλύτερη κλίμακα (άπειρο μέσα σε άπειρο, λοιπόν).

Σε καφετέριες, μπαρ, κλαμπ, σε πάρκα, λεωφόρους, κακοφωτισμένα στενοσόκακα, σε σπίτια και διαμερίσματα, σε τρώγλες κι επαύλεις, στο κέντρο, στα προάστια, το μαγικό καλειδοσκόπιο της πόλης σου αποκαλύπτεται,  καθώς κινέζικη βεντάλια που ξεδιπλώνεται άλλοτε αργά, άλλοτε με κινηματογραφική ταχύτητα  ή σαν τα φτερά του παγωνιού, που ανοίγουν πρώτη φορά για πάρτη σου, με χίλια μάτια που κοιτούν μονάχα εσένα.

Δεν ξεκίνησες, δηλαδή, να φοιτάς μόνο στην Σχολή σου, ξεκίνησες να σπουδάζεις και (σ)την πόλη.

Ω, πόσα έχεις να μάθεις νεοσσέ, πόσες διαλέξεις να παρακολουθήσεις, πόσα σεμινάρια να καταπιείς με το καλό ή με το στανιό, πόσες δύσκολες εξετάσεις να δώσεις, όπου απρόσωποι, τυφλοί, αναίσθητοι , σκληροί, βαθμολογητές κι απολύτως αδέκαστοι επιτηρητές θα διασφαλίσουν πως θα σου απονεμηθεί αυτό που σου αναλογεί με βάση, όχι μόνο την απόδοσή σου, αλλά και την θέση σου, την θέση σου στον χώρο, στον χρόνο και σε μια σειρά από άλλες ακόμα πιο αφηρημένες διαστάσεις, με πολύ συγκεκριμένες, όμως, επιπτώσεις επάνω σου…

Μα πάνω απ’ όλα, έχεις να μαθητεύσεις στον έρωτα.

Διότι, είπαμε (δεν είπαμε;): έχεις ερωτευτεί όπως δεν έχεις ποτέ ξανά ερωτευτεί…

… Μπάφιασες.

Βγαίνεις στην οδό Πατησίων να περπατήσεις, να πάρεις αέρα.

(Πέντε ώρες στα τσάτρουμ του IRC, μηδέν εις το πηλίκον).

Το κεφάλι σου είναι καζάνι που βράζει σε σιγανή κι επίμονη φωτιά, ούτε καν οι έντονες μυρωδιές απ’ το τυροπωλείο, αφού περάσεις την οδό Αντωνιάδου, δεν σε βοηθούν να επανασυνδεθείς με την πραγματικότητα τριγύρω σου.

Καθώς διασχίζεις αφηρημένος την Πατησίων, στο τσακ την γλιτώνεις απ’ το να σε πατήσουν το τρόλλεϋ νούμερο 5 (στην άνοδο) και το τρόλλεϋ νούμερο 1 (στην κάθοδο).

Μπορεί να μην βρίσκεις ανταπόκριση στον τρελό σου έρωτα, βλέπεις, αλλά, τουλάχιστον, η καλή νεράιδα που σε προστατεύει δεν σ’ έχει ακόμα εγκαταλείψει.

Κάτι είναι κι αυτό, κι ας μην το εκτιμάς την δεδομένη χρονική στιγμή.

Κατηφορίζεις βαρυγκωμώντας προς την πλατεία Βικτωρίας.

Τί θα κάνεις τώρα, θα πάρεις τον ηλεκτρικό;

Να τον πάρεις να πας πού;

Εξάλλου, μπορεί οι μυρωδιές απ’ το τυροπωλείο νωρίτερα να μην σε συγκίνησαν, ωστόσο η μυρωδιά που βγαίνει τώρα απ’ το θρυλικό σουβλατζίδικο επ’ ονόματι «Τεστ» αναμφίβολα κάνουν κάτι να σκιρτά μέσα σου – κυριολεκτικώς μιλώντας, μιας και κάνουν την κοιλιά σου να γουργουρίζει.

Έτσι, το λοιπόν, και πάλι θα διαβείς την πύλη του τίμιου αυτού μαγαζιού, δίνοντας την ευκαιρία στον ουρανίσκο σου να γευθεί για μια ακόμα φορά μια λαχταριστή «πίτα Καυκάσου».

Και, οποία ευχάριστη έκπληξη, δυο συμφοιτητές και φίλοι σου είναι ήδη εκεί και συντρώγουν.

Κάθεσαι μαζί τους στο τραπέζι, κι αφού οι μασέλες πάρουν φωτιά, έρχεται κι η ώρα της κουβέντας.

Συζητάτε την φήμη βάσει της οποίας επίκειται ψηφοφορία στην επόμενη Γενική Συνέλευση προκειμένου ν’ αποφασιστεί κατάληψη.

«Τους βλέπω αποφασισμένους τους συντρόφους να το τραβήξουν το σκοινί… Ως εκ τούτου, αποχαιρέτα την, την Εξεταστική που χάνεις…!», θυμοσοφεί, παραφράζοντας Καβάφη, ο πιο πολιτικοποιημένος της παρέας.

«Ε, και τί έγινε που θα χάσουμε και μια Εξεταστική; Ας χαλαρώσουμε και λίγο, ας το ρίξουμε έξω, ας πάμε και κανένα ταξιδάκι, βρε αδερφέ – εξάλλου δυο χρόνια ξεσκιστήκαμε να προετοιμαζόμαστε για τις Πανελλήνιες», συμπληρώνει ο ρέμπελος της παρέας.

Εσύ τους ακούς και δεν ξέρεις τι να πεις, γιατί πρέπει πρώτα να το ζυγίσεις το πράγμα μέσα σου, εν προκειμένω να αναλογιστείς αν η πραγματοποίηση της κατάληψης θα σημαίνει ότι θα βλέπεις εκείνη πιο συχνά.

Είναι αβέβαιο το τι θα συμβεί: απ’ την μία είναι δεδομένο ότι θα απολάμβανε την χαβαλεδιάρικη ατμόσφαιρα που συνεπάγεται μια κατάληψη κι επομένως θα επισκεπτόταν αρκετά συχνά το μέγαρο – το «προπύργιο του καπιταλισμού», κατά τον πολιτικοποιημένο σου φίλο – της Πατησίων.

Απ’ την άλλη, η έλλειψη της (στοιχειώδους) υποχρέωσης να παρευρίσκεται ανά σχετικώς τακτά χρονικά διαστήματα στην σχολή, μπορεί να της αφαιρέσει το κίνητρο να την επισκέπτεται και να την σπρώξει ν’ αφοσιωθεί στα λοιπά της ενδιαφέροντα.

Σε μια στιγμή διαύγειας, συνειδητοποιείς τον κάπως φαιδρό κι ακραία  ετεροκαθοριζόμενο χαρακτήρα του συλλογισμού σου και σε πιάνουν τα γέλια με τον εαυτό σου.

Μα ένα άλλο κομμάτι σου, υπέρ το δέον μελοδραματικό, αν κι αυτό ακόμα δεν το έχεις αντιληφθεί, αντιδρά: «τα πράγματα είναι σοβαρά…», σου λέει, «… διότι δεν υπάρχει τίποτα πιο σοβαρό απ’ τα ζητήματα της καρδιάς».

Τελικώς, η κατάληψη αποφασίζεται και εξελίσσεται κατά τα κελεύσματα των πιο σκληροπυρηνικών θιασωτών της, έτσι τραβάει ένα γεμάτο δίμηνο και, αναπόφευκτα, έχει ως συνέπεια το να χαθεί η Εξεταστική.

Κι έτσι, αυτούς τους δυο μήνες, η Υπόγα (προσοχή: όχι υπόγειο, Υπόγα) του κτιρίου της Πατησίων γίνεται το επίκεντρο της ζωής σου.

Εν μέσω ανελέητης χαρτοπαιξίας, ντουμανιών από καπνούς, δεξαμενών από καφέ, ντεπόζιτων από αλκοόλ, λεονταρισμών κι εκφωνήσεως δεκάρικων λόγων τρεχόντων κι επιδόξων φοιτητοπατέρων, δραματικών ελεύσεων κι αναχωρήσεων ντεμπυτάντ του θεάτρου της πολιτικής ή της πολιτικής του θεάτρου με αθεράπευτη ροπή προς την υστερία, προβολών ταινιών που ποικίλουν σημαντικά ως προς την καλλιτεχνική τους αξία (από παγκοίνως αναγνωρισμένες μέχρι για ντομάτες, επιεικώς), μυστηριωδών φιγούρων που ξεπροβάλλουν απ’ τις πιο σκοτεινές γωνίες, παρατηρούν τα τεκταινόμενα, σχολιάζουν λακωνικά χωρίς κανείς να τους το ζητήσει κι ύστερα εξαφανίζονται σιωπηλά, ρεμβασμών κι αμπελοφιλοσοφικών συζητήσεων που συχνά διαρκούν πλέον των 48 ωρών σερί, εσύ, με μια παροιμιωδώς παραδοξολογική κυριολεξία, ξεκινάς την φοίτησή σου στο πανεπιστήμιο της ζωής, εντός των τειχών του κανονικού πανεπιστημίου.

Τις φορές που εκείνη είναι παρούσα, η ψυχούλα σου φτερουγίζει και κάνεις ό, τι μπορείς για να της κινήσεις το ενδιαφέρον, ό, τι μπορείς για να την κάνεις να γελάσει.

Έχεις, φυσικά, μπόλικο ανταγωνισμό.

Κι ο ανταγωνισμός με τους άλλους δεν είναι το φόρτε σου, το φόρτε σου είναι ο ανταγωνισμός με τον εαυτό σου, κύριε φοιτητά.

Κι όταν εκείνη αποχωρεί απ’ την Υπόγα, σε πιάνει το παράπονο.

Και δεν μπορείς να σταματήσεις να την σκέφτεσαι, κι όλα θολώνουν γύρω σου.

Τόσο πολύ θολώνουν, που ούτε που το συνειδητοποιείς ότι αυτή η ντροπαλή σγουρομάλλα κοπελίτσα απ’ την επαρχία δεν έχει μάτια για άλλον εκτός από εσένα.

Μέχρι και που εφευρίσκει διαρκώς  προφάσεις να σου μιλήσει, ποιά, αυτή, που μέχρι ν’ αφήσει την γενέτειρά της και να έρθει στην Αθήνα, στόμα είχε και μιλιά δεν είχε.

Αλλά εσύ… χαμπάρι.

Απαντάς στις ερωτήσεις της μηχανικά και με μια, ανοίκειά σου, συμβατικότατα  τυπική ευγένεια, ενώ το μυαλό σου ταξιδεύει αλλού.

Και παραμένεις στην Υπόγα, πάντως, κι ο χρόνος γίνεται σαν λάστιχο, τεντώνεται, μαζεύεται, διαστέλλεται, συστέλλεται, συσπάται, ανατέμνεται, φυλλορροεί, κι εν τέλει γίνεται κι αυτός, όπως κι εσύ, τρωγλοδύτης.

Κι η κατάληψη αρχίζει να χάνει σιγά σιγά την δυναμική της, κι εκείνη, Εκείνη, δεν έχει πατήσει το υπέροχο, καλλίγραμμο, πόδι της στην Υπόγα εδώ και μέρες, ίσως κι εβδομάδες, κι εσύ απελπίζεσαι, νιώθεις σαν ήρωας του Κάφκα και του Ντοστογιέφσκυ, πρωταγωνιστής, μεν, σ’ ένα δράμα όπου ο ρόλος που σου επιφυλάσσεται είναι μοιραίος, άβουλος και τραγικός, δε.

Η σγουρομάλλα, όμως, παραμένει εκεί, να σε κοιτάζει με τα μεγάλα της αμυγδαλωτά μάτια, προσδοκώντας, ίσως, να δώσεις σχήμα, χρώμα και μορφή σ’ ένα όνειρο που, καλά καλά, δεν ξέρει ούτε κι η ίδια πως το έχει…

Κάποια στιγμή, παίζετε Δηλωτή οι δυο σας.

Όλοι οι άλλοι είτε έχουν φύγει, είτε κοιμούνται, είτε είναι εκτός πλάνου.

Δεν είναι πολύ καλή, αλλά την αφήνεις και λίγο να κερδίζει για να έχει ενδιαφέρον το παιχνίδι.

Κοιτάς το ρολόι σου: είναι 4 και 18.

Πρωί; Απόγευμα; Άδηλο, ίσως κι αδιάφορο.

Ένα περιστέρι εισβάλει τότε στην Υπόγα.

Φτεροκοπάει  μανιασμένο ολούθε, αναζητώντας δίοδο διαφυγής.

Εσύ μένεις να το παρατηρείς, κάπως σαν χάνος.

Τότε η σγουρομάλλα αναλαμβάνει δράση: αφήνει κάτω τα χαρτιά (φοβερή μοιρασιά παρεμπιπτόντως: είχε το δέκα το καλό και τρεις άσσους…) και σπεύδει προς την περιοχή όπου κινείται το περιστέρι.

Φαίνεται να κοντοστέκεται και να βολιδοσκοπεί την κατάσταση για λίγο.

Ύστερα, με νεύρο, σβελτάδα κι αποφασιστικότητα, κάνει τρία μεγάλα βήματα  προς ένα συγκεκριμένο σημείο, ακινητοποιείται εκεί, στρέφει το κεφάλι της προς τα πάνω, κι απλώνει ορθάνοιχτες τις παλάμες της.

Παρατηρώντας την, διαπιστώνεις πως έχει σταθεί περίπου στο κέντρο του νοητού κύκλου, ή μάλλον ελλείψεως, αν θέλουμε να είμαστε μαθηματικώς ακριβείς, που διαγράφει το περιστέρι στην τυφλή του προσπάθεια απόδρασης απ’ την Υπόγα.

Δεν έχει περάσει ούτε μισό λεπτό και το «θαύμα» συμβαίνει: το περιστέρι σταματάει να φτερουγίζει σαν τρελό και κατέρχεται, με πολύ απαλές κινήσεις, σαν το Άγιο Πνεύμα θα παρατηρούσε, ίσως,  κάποιος πιο θρήσκος από εμένα, ώσπου να φωλιάσει στις ανοιχτές παλάμες της σγουρομάλλας.

Εκείνη τότε, χαμογελαστή, αρχίζει να βαδίζει προς τις σκάλες που οδηγούν έξω απ’ την Υπόγα, προς την πλευρά της οδού Δεριγνύ.

Περνάει από μπροστά σου, αρχίζει να ανεβαίνει τις σκάλες και μόνο τότε συνέρχεσαι και σταματάς να την κοιτάζεις σαν χάνος.

Την ακολουθάς από πίσω, καθώς εκείνη, με το περιστέρι πάντα ανά χείρας, εξέρχεται του κτιρίου απ’ την πίσω του, και λιγότερο χρησιμοποιημένη, έξοδο, εκείνη που αντικρίζει το Πεδίον του Άρεως.

«Ελπίζω να μην την κουτσουλήσει τώρα το κωλόπουλο», σκέφτεσαι, καθώς η έλλειψη αβρότητας κι ευγνωμοσύνης των εν λόγω πτηνών, και δη της Αθηναϊκής των εκδοχής,  είναι, αν μη τι άλλο, παροιμιώδης…

Όχι, ευτυχώς, δεν θα υπάρξει καμία τέτοια δυσάρεστη εξέλιξη.

Όταν διαπιστώσει ότι από πάνω του υπάρχει μόνο ο ανοιχτός, και για λίγα λεπτά ακόμα ηλιόλουστος, χειμερινός ουρανός της Αθήνας (ήταν απόγευμα κι όχι ξημερώματα, τελικά…), ανοίγει τα φτερά του κι απομακρύνεται, με μια κάπως σπάνια για το είδος του μεγαλοπρέπεια.

Η σγουρομάλλα τότε γυρνάει, σε κοιτάζει καταπρόσωπο με τα μεγάλα της αμυγδαλωτά μάτια και σου χαρίζει ένα στραβό, μα γλυκύτατο, χαμόγελο.

Πρώτη φορά της το ανταποδίδεις κι εσύ και πρώτη φορά μελετάς την μορφολογία του  προσώπου της.

Τότε τα μάτια σου στενεύουν, σαν κάτι μόλις να συνειδητοποίησες, κάτι που πιθανόν ανέσυρες από τα πηγάδια μιας μνήμης, όχι απλώς προσωπικής μα και προγονικής ή φυλετικής, και το χαμόγελό σου πλαταίνει ανεπαισθήτως, καθώς της λες: «Σαν να μπαΐλντισα σ’ αυτήν την Υπόγα… Πάμε για κανά καφέ;».

 17. Εκείνο το μπλε Σαββάτο

Όπως όλοι γνωρίζουμε, η καινούρια μέρα δεν ξεκινάει στις 00:01 μετά τα μεσάνυχτα, όπως εξάλλου και ο καινούριος χρόνος δεν ξεκινά την 1η Ιανουαρίου.

Η παραπάνω σκέψη, διατυπωμένη με αυτές ακριβώς τις λέξεις – ούτε κόμμα παραπάνω ή παρακάτω – ήρθε στο μυαλό μου με το που ξύπνησα εκείνο το πρωινό του Σαββάτου του σωτηρίου έτους 1995.

Κι η ίδια ακριβώς σκέψη, διατυπωμένη με τις ίδιες λέξεις και την ίδια – όχι παρόμοια, την ίδια – εκφορά, με επισκέφτηκε εκείνο το Σαββάτο – προσοχή, όχι Σάββατο – το πρωί του σωτηρίου έτους 2005.

Πιθανόν η πρώτη εύλογή σου απορία, αναγνώστη των γραμμών αυτών, να είναι: «μα καλά, γιατί το Σάββατο του 1995 έγινε Σαββάτο το 2005»;

Συνιστώ λίγη υπομονή, καθησυχάζοντάς σε πως η απάντηση στο ανωτέρω εύλογο ερώτημά σου θα δοθεί στην πορεία αυτού του κειμένου – μπορεί να μην δοθεί άμεσα και με τέλεια ευκρίνεια, πάντως θα δοθεί.

Η δεύτερη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό και στις δύο περιπτώσεις, ήτοι τόσο σ’ εκείνο το Σαββατιάτικο πρωινό του 1995 όσο και στο άλλο πρωινό του Σαββάτου του 2005, ήταν πως είχα αργήσει.

Και η τρίτη σκέψη που μου ήρθε στο μυαλό και στις δύο ανωτέρω περιπτώσεις ήταν πως δεν είχα ιδέα για ποιο πράγμα είχα αργήσει…

Προσπάθησε, τώρα, να φανταστείς, αναγνώστη, ότι όσα σου διηγούμαι από τούδε και στο εξής τα βλέπεις να διαδραματίζονται σε μια οθόνη που βρίσκεται μπροστά στα μάτια σου.

Και φαντάσου πως η οθόνη αυτή είναι χωρισμένη στα δύο: στην αριστερή της πλευρά βλέπεις όσα διαδραματίζονται το Σάββατο του 1995, ενώ στην δεξιά της πλευρά, βλέπεις όσα διαδραματίζονται το Σαββάτο του 2005.

Στην αριστερή οθόνη με βλέπεις να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι του πατρικού μου σπιτιού στην Καλλιθέα, ν’ ανοίγω το μπαλκόνι και να βγαίνω έξω, όπου με υποδέχεται μια συννεφιασμένη και δροσερή μέρα του Μαρτίου, ενώ στην δεξιά οθόνη με βλέπεις να σηκώνομαι απ’ το κρεβάτι του σπιτιού μου στον Νέο Κόσμο, ν’ ανοίγω το μπαλκόνι και να βγαίνω έξω, όπου με υποδέχεται μια ηλιόλουστη και δροσερή μέρα, επίσης του Μαρτίου.

Συνεχίζουμε με αυτές τις δύο, εναλλασσόμενες σε κινηματογραφικό στυλ και παράλληλες, εικόνες:

Στην αριστερή οθόνη με βλέπεις να εξέρχομαι της πολυκατοικίας μου στην Καλλιθέα και να κατηφορίζω την οδό Δημοσθένους με κατεύθυνση προς την οδό Δαβάκη, με αθλητική περιβολή και κρατώντας μια μπάλα μπάσκετ στα χέρια μου, ενώ δίπλα μου περνάνε βαδίζοντας προς την αντίθετη κατεύθυνση, μεταξύ άλλων, οι εξής φιγούρες: ένας ηλικιωμένος με τραγιάσκα που βαστά υπό μάλης τον «Αδέσμευτο Τύπο» του Μήτση, ένας 20άρης με λευκό μακό, παπούτσια Stan Smith, κεφάλι που ανεβοκατεβαίνει καθώς περπατά, φρύδια ελαφρά σηκωμένα, γουώκμαν και ακουστικά στ’ αυτιά, απ’ όπου ακούγεται ευδιακρίτως (το ακούει στην διαπασών, γαρ) το «Mishale» του Andru Donalds, και μια κατσαρομάλλα, στην ηλικία μου περίπου, με φουντωτή κόμη, χλωμό πρόσωπο, κατακόκκινα μάγουλα και μεγάλα μάτια που σαρώνουν τον περιβάλλοντα χώρο της με περισσή επιφύλαξη.

Στην δεξιά οθόνη με βλέπεις να κατεβαίνω στο γκαράζ της πολυκατοικίας μου, να εισέρχομαι στο μπλε όχημά μου, να οδηγώ στην οδό Μάχης Αναλάτου με κατεύθυνση προς Νέα Σμύρνη κατά μήκος των γραμμών του τραμ, να προσπαθώ, κι εν τέλει να τα καταφέρνω χωρίς να τρακάρω, ν’ ανοίξω εν κινήσει την θήκη μπροστά απ’ το κάθισμα του συνοδηγού, να βγάζω μια μπλε θήκη εντός της οποίας εμπεριέχονται τα γυαλιά ηλίου μου, που διαθέτουν μπλε φακό, να την ανοίγω και να βγάζω και να φοράω τα γυαλιά μου, πάντα αποτρέποντας την πρόσκρουση του οχήματος μου με κάποιο από τα κινητά κι ακίνητα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου – αυτοκίνητα, πεζοδρόμια, κολώνες ή ανθρώπους – κι ύστερα καθώς ψάχνω για πάρκινγκ κάπου κοντά στο Άλσος της Νέας Σμύρνης, με μουσική υπόκρουση από το ραδιόφωνο το «She will be loved» των Maroon 5, να βλέπω μια νοστιμούλα διοπτροφόρα με κοντό καρέ μαλλί, μπλουτζίν, ψηλά τακούνια και μπλε φουλάρι που κρατάει μια γαλάζια τσάντα να περπατά δίπλα μου για λίγο κι ύστερα να εισέρχεται σ’ ένα κόκκινο παρκαρισμένο όχημα και να το ξεπαρκάρει, παραχωρώντας μου, με τέλειο συγχρονισμό και προφανώς άθελά της, την πολυπόθητη θέση πάρκινγκ που αναζητούσα.

Στην αριστερή οθόνη με βλέπεις να παίζω μπάσκετ (μονό) στο προαύλιο ενός σχολείου, κατασκηνωμένος κάτω απ’ το καλάθι, όπου και μαζεύω ένα ρημπάουντ μετά από σουτ – τούβλο συμπαίκτη μου και να σκοράρω με αστραπιαία κίνηση και χωρίς τα πόδια μου να απομακρυνθούν απ’ το έδαφος έστω και κατά μισό χιλιοστό, ενώ οι συμπαίκτες μου κραυγάζουν ενθουσιασμένοι και, παράλληλα, μια στάλα βροχής προσγειώνεται σε αργή κίνηση στην μύτη μου.

Στην δεξιά οθόνη με βλέπεις να πίνω φυσικό χυμό, αραχτός, σε τραπεζάκι έξω και υπό την σκιάν ενός δέντρου με πλούσια φυλλωσιά, σε κάποιο καφέ επί της Πλατείας της Νέας Σμύρνης και να συζητάω περί ανέμων και υδάτων με έναν φίλο μου, ο οποίος κάποια στιγμή, αφού έχει βουτήξει σχεδόν ολόκληρο το μπισκότο του μέσα στον καφέ του και το έχει καταβροχθίσει με μια μόνη μπουκιά, προβαίνει στην καίρια επισήμανση: «έχω καιρό να ακούσω κάποιον να λέει ‘Σαββάτο’ αντί για ‘Σάββατο’”.

Στην αριστερή οθόνη βλέπεις τα αίματα να έχουν ανάψει στο (ο Θεός να το κάνει…) «παρκέ» του γηπέδου μπάσκετ κι εμένα να διαπληκτίζομαι έντονα, φραστικά για την ώρα, με κάποιον απ’ τους αντιπάλους μου, ενώ ένας απ’ τους συμπαίκτες μου κλωτσάει μακριά την μπάλα με μανία.

Στην δεξιά οθόνη μας βλέπεις ενώ βρισκόμαστε με τον φίλο μου εντός του οχήματός μου και οδηγούμε και πάλι παράλληλα με τις γραμμές του τραμ, κατευθυνόμενοι προς Παλαιό Φάληρο – λίγο πριν βγούμε στην Αμφιθέας, μας έρχεται και τραγουδάμε, συμπληρώνοντας ο ένας τις εμπνεύσεις του άλλου, επιτόπου, μια αυτοσχέδια παραφθορά του γνωστού Σαββατοκεντρικού άσματος «Οδός Αριστοτέλους», σε μουσική Γιάννη Σπανού και στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου: «Σαββάτο κι απόβραδο, με χοληστερίνη, στην χασαποταβέρνα μιας γιαγιάς, έβγαζα απ’ τα δόντια μου ξύγκια, πρωτεΐνη, και σου τα προσέφερα να φας, νταμιτζάνες πίναμε, σόδες και γκαζόζες, μπας και κοπάσει η βαρυστομαχιά, στηνόμασταν και παίρναμε, τις πουλ-μουρ μας πόζες, μα οι γκόμενες ούτε μια ματιαααά…»!

Στην αριστερή οθόνη, με βλέπεις να επιστρέφω στο σπίτι μου καθισμένος σε μια μονή θέση δίπλα στην μεσαία πόρτα του λεωφορείου 910, το οποίο πραγματοποιώντας το δρομολόγιο Τζιτζιφιές – Κέντρο Αθηνών ανεβαίνει την οδό Δημοσθένους, συνοφρυωμένος, με κατεβασμένο το κεφάλι μου και βαστώντας την μπάλα στα χέρια μου, ενώ είναι ευδιάκριτη μια τεράστια μελανιά στο αριστερό μου μπράτσο.

Στην  δεξιά οθόνη, μας βλέπεις να λογομαχούμε έντονα με τον φίλο μου, δίπλα κι έξω απ’ το όχημα μου που έχει επιλέξει να μείνει από μπαταρία στην διασταύρωση των λεωφόρων Αμφιθέας και Ποσειδώνος.

Στην αριστερή οθόνη, μια απίστευτα δυνατή μπόρα ξεσπάει καθώς εξέρχομαι του λεωφορείου στην στάση πλησίον της οδού Ατθίδων – δεν κάνω καμία απολύτως απόπειρα να προφυλαχθώ, παρά μόνο, παραδομένος στην μοίρα μου και με γαϊδουρινό πείσμα, βαδίζω αργά αργά: φυσικά μέχρι να φτάσω στην είσοδο της πολυκατοικίας όπου βρίσκεται το σπίτι μου, έχω γίνει εντελώς μούσκεμα.

Στην δεξιά οθόνη, με βλέπεις ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου σαν αράχνη, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, να κοιτάζω το ταβάνι με ανοιχτό το στόμα και βλέμμα χαμένο στο διάστημα.

Στην αριστερή οθόνη με βλέπεις ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου σαν αράχνη, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, να κοιτάζω το ταβάνι με ανοιχτό το στόμα και βλέμμα χαμένο στο διάστημα.

Στην δεξιά οθόνη, με επαναφέρει στην πραγματικότητα ο ήχος του κινητού μου που δονείται: το αρπάζω και κοιτάζω το εισερχόμενο μήνυμα με τα φρύδια σμιχτά και τεταμένη προσοχή, λες και μελετάω κείμενο υψίστης σημασίας.

Στην αριστερή οθόνη το μάτι μου αιχμαλωτίζεται από ένα περίτεχνα σχεδιασμένο γράμμα «Γ» που βρίσκεται στον τίτλο ενός βιβλίου, όπως αναγράφεται στην ράχη του, η οποία ελαφρώς προεξέχει απ’ το ψηλότερο ράφι της βιβλιοθήκης, απέναντι απ’ το κρεβάτι μου.

Στην δεξιά οθόνη, βαδίζω, αργά και στην μέση του οδοστρώματος, κατά μήκος της οδού Ευριπίδου στο κέντρο της Αθήνας, με μισόκλειστα τα μάτια, μεθώντας απ’ τα αρώματα των μπαχαρικών που ξεχύνονται μέσα απ’ τα παντοπωλεία, καθώς ένα βιαστικό σύννεφο καλύπτει για ένα κλάσμα του δευτερολέπτου τον ήλιο που βαίνει προς την δύση του.

Στην αριστερή οθόνη, κάθομαι μπρούμυτα στο κρεβάτι μου, τρώω γκοφρετίνια και ξεφυλλίζω το βιβλίο, με το μάτι μου να καρφώνεται σε μια φράση στην σελίδα 450, και συνακόλουθα να γουρλώνει: «Πάντα νιώθεις πως έχεις αργήσει για κάτι, μα ποτέ δεν ξέρεις τι είναι αυτό το κάτι».

Στην δεξιά οθόνη, βρίσκομαι στον κήπο μιας καφετέριας, του ιστορικού κέντρου της πόλης του λεγόμενου, που είναι περιστοιχισμένος από τις πέριξ πολυκατοικίες και τους ακαλύπτους αυτών χώρους, και πίνω μπύρα με μια μελαχροινή κοπέλα, ίσως όχι πολύ εντυπωσιακή, αλλά που σίγουρα έχει αυτήν την σπιρτάδα, αυτό το κάτι, το απροσδιόριστα και διακριτικά μπριόζικο και ενδιαφέρον και που φοράει ένα αρκετά μεγάλο δαχτυλίδι σε σχήμα μπλε πεταλούδας στον παράμεσο του αριστερού της χεριού – την ακούς να γελάει δυνατά και να μου λέει: «αυτό, το σημερινό, είναι σίγουρα ένα μπλε Σάββατο…» – ‘Σαββάτο!’, σπεύδω να την διορθώσω – «Σαββάτο, ναι…», μου απαντά και συνεχίζει: «… κι εμένα, προσωπικά, αυτό που μου συμβαίνει κάθε μπλε Σαββάτο, σαν κι αυτό, είναι πως νιώθω συνεχώς σαν να έχω αργήσει για κάτι, το οποίο κάτι όμως δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι είναι…» – ‘Ώπα, περίμενε!’, επεμβαίνω ταραγμένος και την αγγίζω στο μπράτσο.

Στην αριστερή οθόνη, με βλέπεις ντυμένο και περιποιημένο – δηλαδή: μαλλί χτενισμένο, καρό πουκάμισο, μαύρο τζην και μαύρα χοντρά παπούτσια – να βαδίζω, σκυφτός και με τα χέρια στην τσέπη, κατά μήκος της οδού Αγίων Πάντων, στην Καλλιθέα πάντοτε, κατευθυνόμενος προς την λεωφόρο Θησέως.

Στην δεξιά οθόνη, με βλέπεις να δειπνώ με την ίδια μελαχροινή κοπέλα με την οποία πρωτύτερα έπινα μπύρες, καθώς και με δυο φίλες της, σε κάποιο μεζεδοπωλείο – τρώω, πίνω κι αγορεύω και οι κοπέλες γελάνε με αυτά που τους λέω, άλλη πιο δυνατά, άλλη λιγότερο – μέχρι που κάποια στιγμή το μάτι μου παγιδεύεται από τα κάλλη μιας διερχόμενης εντυπωσιακής θηλυκής παρουσίας με πλούσιες καμπύλες, η οποία φοράει κάτι σαν ολόσωμη μπλε φόρμα – η δε απόσπαση της προσοχής μου από το τραπέζι μας γίνεται με τέτοιον χοντροκομμένο τρόπο που οι φιλενάδες της μελαχροινής μου φίλης σαστίζουν, ενώ η ίδια η μελαχροινή δυσφορεί εμφανώς.

Στην αριστερή οθόνη, με φόντο ένα τυπικότατο ελληνικό μικροαστικό σαλόνι όπου διαδραματίζεται ένα εφηβικό πάρτυ γενεθλίων, με βλέπεις να χορεύω, με μάλλον άχαρο κι αμήχανο τρόπο, μπλουζ με μια διάπλατα χαμογελαστή, ελαφρώς παχουλή, ένα κεφάλι και βάλε κοντύτερη, συμμαθήτριά μου που φοράει ένα όχι ιδιαιτέρως καλόγουστο, μπλε μεταξωτό, κι εφαρμοστό, τοπ – καθώς το τραγούδι τελειώνει, προς οριακά κεκαλυμμένη ανακούφισή μου, η ματιά μου στρέφεται προς μια άλλη συμμαθήτριά μου, που μοιάζει απείρως χαριτωμένη και κομψή μέσα στο μαύρο φόρεμά της και τα μαύρα μποτίνια της, και η οποία είναι καθιστή σε μια πολυθρόνα – καθώς μου ρίχνει μια πλάγια ματιά γεμάτη νόημα και κοκκινίζω, το επόμενο τραγούδι, επίσης σε μπλουζ ρυθμό και μελωδία, ξεκινάει – κι ενώ μοιάζω αναποφάσιστος ως προς το αν θα πρέπει να κινηθώ προς το μέρος της και να της προτείνω να χορέψουμε, η προηγούμενη παρτενέρ μου εισβάλει στο οπτικό μου πεδίο και μου λέει: «αχ, αυτό το τραγούδι μ’ αρέσει πάρα πολύ – θες μήπως να ξαναχορέψουμε»;

Στην δεξιά οθόνη, με βλέπεις ενώ βρίσκομαι στον δρόμο έξω απ’ το ρεμπετάδικο μαζί με την μελαχροινή μου φίλη – οι δυο φιλενάδες της δεν βρίσκονται εκεί πια – κυριαρχεί μια αμήχανα τεταμένη σιωπή, την οποία σπάζει εκείνη λέγοντάς μου: «να πηγαίνω, λοιπόν, κι εγώ..» και κάνει να κινηθεί προς τα ταξί που είναι παρατεταγμένα λίγο πιο πέρα – τότε εγώ της απαντάω: «εεε… στάσου, να σου πω…», όμως εκείνη την στιγμή διακόπτω την φράση μου, ακολουθώντας με το βλέμμα μου, σαν μαγνητισμένος, την νταρντάνα με την ολόσωμη μπλε φόρμα που περνάει σε απόσταση αναπνοής από δίπλα μου – ενώ συμβαίνει αυτό, η μελαχροινή μου φίλη κλείνει τα μάτια και κουνάει το κεφάλι της, εμφανώς απογοητευμένη.

Στην αριστερή οθόνη, με βλέπεις να τελώ εν αμφιβολία για λίγα δευτερόλεπτα και τελικά ν’ απαντάω στην πρόταση της προηγούμενης χορευτικής μου παρτενέρ: ‘εεε.. ίσως να ξαναχορεύαμε λίγο αργότερα;’, και, αφήνοντάς την λίγο στα κρύα του λουτρού κι απογοητευμένη, να κατευθύνομαι προς την κεχαριτωμένη συμμαθήτριά μου με ντροπαλό χαμόγελο κι έτοιμος να της προτείνω να χορέψουμε – καθώς φτάνω δίπλα της, της προτείνω το χέρι μου και ξεκινάω να της λέω ‘μήπως…’, από νεκρή γωνία εισβάλει στην σκηνή έτερος συμμαθητής, ο οποίος, σαν έτοιμος από καιρό, σαν θαρραλέος, απλώνει πολύ πιο τολμηρά από εμένα την χερούκλα του, και την ρωτάει, κοφτά, μονολεκτικά, αποφασιστικά: «χορεύεις;» – εκείνη τότε, προς θηριώδη απογοήτευσή μου, του χαμογελάει, του νεύει καταφατικά, πιάνει το χέρι του και σηκώνεται – ενώ απομακρύνεται, γυρνά προς το μέρος μου, σηκώνει ελαφρά τους ώμους της και μου λέει: «άργησες λίγο…».

Στην δεξιά οθόνη με βλέπεις να συνέρχομαι από το πέρασμα της κυανοφορούσας νταρντανογυναίκας παρά το πλευρό μου και να σπεύδω με βήμα ταχύ προς την μελαχροινή φίλη μου που έχει φτάσει ήδη, στο μεταξύ, στην πόρτα του ταξί – την προφταίνω, την πιάνω ελαφρώς απ’ το μπράτσο και καθώς εκείνη γυρνά, λίγο ενοχλημένη προς το μέρος μου, μια ακατάσχετη λογοδιάρροια με καταλαμβάνει: ‘Κοίτα… Θες να σε πάω σπίτι; Άλλαξα, μόλις σήμερα, μπαταρία στο αμάξι μου, τον Μπλε Σίφουνα με τ’ όνομα, και βρίσκεται σε διαολεμένη κατάσταση – με την καλή έννοια, εννοώ – δεν… δεν τρέχω πολύ, μην φοβάσαι, θ’ απολαύσουμε την βόλτα μας, στο εγγυώμαι…’ –  εκείνη, όμως, αφού απελευθερώνει μαλακά το μπράτσο της απ’ το κράτημά μου, μου απαντά μ’ ένα λακωνικό «άργησες λίγο» συνοδευμένο μ’ ένα κάπως πικρό χαμόγελο – ύστερα ανοίγει την πόρτα του ταξί και μπαίνει μέσα, αφήνοντάς με εκεί, με το στόμα ανοιχτό, ελαφρώς σκυφτόν και με το ένα μου χέρι, αυτό που μέχρι πρότινος κρατούσε το μπράτσο της μελαχροινής μου φίλης, προτεταμένο προς τα εμπρος.

Στην αριστερή οθόνη, με βλέπεις ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου σαν αράχνη, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, να κοιτάζω το ταβάνι με ανοιχτό το στόμα και βλέμμα χαμένο στο διάστημα – μοιάζω σαν να έχω μείνει άγρυπνος όλη νύχτα, καθώς το πρώτο φως της ημέρας εισβάλει απ’ τα μισόκλειστα παντζούρια του παραθύρου μου.

Στην δεξιά οθόνη, με βλέπεις ξαπλωμένο στο κρεβάτι μου σαν αράχνη, με τα χέρια και τα πόδια απλωμένα, να κοιτάζω το ταβάνι με ανοιχτό το στόμα και βλέμμα χαμένο στο διάστημα – μοιάζω σαν να έχω μείνει άγρυπνος όλη νύχτα, καθώς το πρώτο φως της ημέρας εισβάλει απ’ τα μισόκλειστα παντζούρια του παραθύρου μου.

Και στις δύο οθόνες, κοιτάζω στο κομοδίνο αριστερά μου.

Και στις δύο οθόνες, το ίδιο μικρό τρανζιστοράκι κείτεται επάνω στο κομοδίνο.

Πλέον, οι δύο οθόνες συγχωνεύονται σε μία.

Με βλέπεις να ανάβω το τρανζιστοράκι.

Παράσιτα, καθώς γυρνάω την βελόνα του (είναι κι αναλογικό το τρανζιστοράκι μου, βλέπεις)…

Τελικώς, πιάνω έναν σταθμό καθαρά, κι ακουμπάω το τρανζιστοράκι δίπλα μου, καθώς ο εκφωνητής της εκπομπής λέει τα εξής: «Αγαπητοί ακροατές, ακόμα ένα Σαββάτο φτάνει στο τέλος του. Κι έτσι, ακόμα μια καινούρια μέρα βρίσκεται στην αφετηρία, έτοιμη να ξεκινήσει την κούρσα της κι αυτή. Όχι, μην απορείτε με αυτό που λέω: η καινούρια μέρα ξεκινάει όταν ξημερώσει. Δεν ξεκινάει ένα λεπτό μετά τα μεσάνυχτα. Όπως και ο καινούριος χρόνος δεν ξεκινάει την πρώτη Ιανουαρίου. Αλλά, αρκετά με αυτά, τα περί χρόνου, δεν νομίζετε; Εξάλλου, αυτό που μετράει δεν είναι το πριν, δεν είναι το μετά. Αυτό που μετράει είναι μόνο το τώρα. Γι’ αυτό, τώρα, ας ακούσουμε ένα τραγουδάκι…».

Καθώς οι πρώτες νότες από το «The Orchids» των Psychic TV, ξεχύνονται από τα ταλαιπωρημένα ηχεία του τρανζιστορακίου μου, κλείνω τα μάτια μου – κι όταν ο τραγουδιστής ξεκινάει να τραγουδά, τον συνοδεύω, λέξη την λέξη, κι εντελώς σιωπηλά:

«When all the numbers swim together

and all the shadows settle

when doors forced open shut again

a flytrap and a petal

my eyes burn and claws rush to fill them

and in the morning after the night

Ι fall in love with the light

it is so clear Ι realize

that here at last Ι have my eyes»…

18. Ένα οδοιπορικό με εικόνες 30 και βάλε ετών απ’ την Αθήνα μου

… Συννεφιά έξω απ’ το παράθυρο του σπιτιού μου στην οδό Δημοσθένους και μια σταγόνα προσγειώνεται στην μύτη μου όταν βγαίνω στο μπαλκόνι.

Ο κήπος της Γεσθημανή στο προαύλιο του νηπιαγωγείου μου στην Νέα Σμύρνη: η τελευταία μοιάζει με καταπράσινο παράδεισο, στα νηπιακά μου μάτια, σε σύγκριση με την Καλλιθέα.

Μπουλντόζες, εκσκαφείς και μπετονιέρες κατασκάβουν την οδό Χαροκόπου μέχρι και την λεωφόρο Θησέως πνίγοντας τα πάντα στον θόρυβο, στην σκόνη και στο χάος.

Η παιδική χαρά: απλή, σκιερή και περιέχοντάς τα όλα, καθώς στέκει στην σκιά του ανεξερεύνητου κι αχαρτογράφητου όγκου του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου.

Ο αργόσυρτος ήχος από τις καμπάνες της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, που ξεπροβάλει στον ορίζοντα απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού μου, σαν αγιογραφία κυβιστικής τεχνοτροπίας.

Πάσχα στην αυλή του παππού και της γιαγιάς στον Κολωνό: μια Αθηναϊκή ανοιξιάτικη εποποιία σφραγισμένη από μια πανδαισία χρωμάτων, ήχων, μυρωδιών και γεύσεων που δεν μπορούν, όλα μαζί κι εκτός του δεδομένου πλαισίου, ξανά να υπάρξουν.

Το απόλυτο μπλακάουτ, απ’ άκρη σ’ άκρη της πόλης, κι εγώ απ’ το πίσω κάθισμα του παλιού, χιλιοταλαιπωρημένου και χιλιοταλαιπωρητικού, λευκού Άουντι, ευρισκόμενου εν κινήσει, να θαυμάζω τον Γαλαξία που λαμποκοπάει μεγαλοπρεπής πάνω απ’ την συμβολή της λεωφόρου Καβάλας με την οδό Σπύρου Πάτση.

Τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων της Σεούλ, κι εμείς οικογενειακώς να καταδιωκόμαστε στην παραλία του Αγίου Κοσμά από ένα ραγδαίως επελαύνον πέπλο πρωτοφθινοπωρινής καταιγίδας, μέχρι να βρούμε καταφύγιο στο εσωτερικό του αυτοκινήτου μας.

Είναι ένα ηλιόλουστο κυριακάτικο καλοκαιρινό πρωινό και το σπίτι, εύτακτο και βυθισμένο σε μια σιωπή που σπάει μόνο το τικ – τακ του παλιού, αείποτε ξεκούρδιστου, ρολογιού τοίχου, μοιάζει να συμμερίζεται απολύτως την ευτυχία μου.

Η γνωριμία μου με την μιζέρια, την παρακμή και την ασχήμια της περιοχής γύρω από τον σταθμό υπεραστικών λεωφορείων στην Λιοσίων.

Το υπερυψωμένο προαύλιο του 18ου Δημοτικού Σχολείου Καλλιθέας που, τάξη την τάξη, σμικρυνόταν κι έχανε κάτι απ’ την μαγεία του.

Το Άλσος της Νέας Σμύρνης και το Πεδίον του Άρεως ως μαγικά δάση μυστηρίου όπου η κάθε τους γωνιά κρύβει κι από μια αναπάντεχη συνάντηση με κάτι με το οποίο ποτέ μου ως τότε δεν είχα συναπαντηθεί.

Ολισθηρή πορεία απ’ το φροντιστήριο αγγλικών ως το σπίτι μου στην χιονοσκέπαστη Δημοσθένους, κάποιον Μάρτη.

Πλαστικό φαγητό απ’ τον Χάμπο κοντά στην πλατεία Δαβάκη, κι ύστερα βόλτα ως την λεωφόρο Συγγρού, εκεί κοντά στην Νασιονάλε Νεντερλάντε, για αγορά παλιών τευχών εξαντλημένων εδώ και χρόνια εκδόσεων.

Αγωνία στον αγιασμό του προαυλίου του 11ου Γυμνασίου Καλλιθέας, εκεί που παλιά στεγαζόταν η Πειραϊκή Πατραϊκή.

Κορίτσια που ποτέ μου δεν θα τα κοιτάξω και ποτέ τους δεν θα με κοιτάξουν, παρ’ ότι τα σώματά μας εφάπτονται διαρκώς κι αδιαλείπτως.

Εξορμήσεις χαμηλά στην Δημοσθένους και στις Τζιτζιφιές που θέτουν σε κίνδυνο την σωματική μου ακεραιότητα, αλλά παρ’ όλα αυτά τις γουστάρω.

Πρώτη γνωριμία με τον ουσιαστικά άγνωστο, μέχρι τότε, κόσμο του κέντρου: επιδρομή στα μαγαζιά αθλητικών ειδών της οδού Θεμιστοκλέους.

Η οδός Αιγαίου: φυσική συνέχεια της οδού Χαροκόπου, αλλά ταυτοχρόνως και κεντρική οδική αρτηρία ενός άλλου πλανήτη.

Τα κορίτσια που χορεύουν μπλουζ μαζί σου βρίσκουν κάτι μοναδικά γοητευτικό πάνω σου κι ας δυσκολεύεσαι να το πιστέψεις.

Στοιβαγμένος σαν κονσερβοποιημένη σαρδέλα μέσα στο λεωφορείο Α2, καθ’ οδόν για μπάνιο μετά από κοπάνα απ’ το σχολείο.

Η Καλλιθέα είναι πιο μεγάλη απ’ όσο είχες φανταστεί και σου προσφέρει απεριόριστες δυνατότητες εξερεύνησής της – αρκεί να μην έχεις την απαίτηση να βρεις κάτι της προκοπής καθώς την εξερευνείς.

Πρώτη φορά στο κέντρο μόνος σου, να αναζητάς την οδό Στουρνάρα για να αγοράσεις βιντεοπαιχνίδια, και νιώθεις σαν τον Δόκτωρα Λίβινγκστοουν στην αποστολή εντοπισμού των πηγών του ποταμού Ζαμβέζη στην Αφρική.

Μεταμεσονύκτια εξόρμηση με όλους τους άρρενες συμμαθητές μου, μετά από καλοκαιρινό πάρτυ συμμαθήτριας μας, στον εξωτικά άγριο παράδρομο της λεωφόρου Συγγρού.

Τα Εξάρχεια είναι άγρια, αθώα κι αυθεντικά, ό,τι δεν είναι, δηλαδή, κανένα απ’ τα βιντεοπαιχνίδια που για πρώτη φορά αγοράζω απ’ το θρυλικό μαγαζί “Εγκέφαλος” στην συμβολή των οδών Μπόταση και Σολωμού, ένα πρωινό Μεγάλου Σαββάτου, με τις ανθισμένες Απριλιάτικες νεραντζιές να πνίγουν το κέντρο της Αθήνας με τ’ αρώματά τους.

Ο ηλεκτρικός σιδηρόδρομος ένα καμίνι, αρχές Ιουλίου, κι εγώ να σχεδιάζω με κάθε λεπτομέρεια την διαδρομή που θα ακολουθήσω αφότου αποβιβαστώ στον σταθμό της Καλλιθέας, προκειμένου ν’ αποφύγω να μου την πέσουν οι (και καλά…) συμμορίες των αλανιών που λυμαίνονται την περιοχή.

Όχι μόνο είναι νόστιμες, λεπτεπίλεπτες, μιλάνε άπταιστα γαλλικά και βαδίζουν δίπλα μου στο Θησείο ένα γλυκό απόγευμα του Ιουνίου μα μου μιλάνε κιόλας και γελάνε με τ’ αστεία μου.

Σ’ ένα συγκλονιστικό ματς, χάνουμε στην παράταση το ενδοσχολικό πρωτάθλημα μπάσκετ, μια συννεφιασμένη Παρασκευή, πριν το Σάββατο του Λαζάρου και τις διακοπές του Πάσχα, με όλο το 11ο Γυμνάσιο, σε απόσταση χιλιοστών πίσω απ’ τις γραμμές του γηπέδου, να παραληρεί.

Συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου στο “Ελ Πάσο”, το γήπεδο της Καλλιθέας, με «σχιζοφρένεια» και καπνογόνα.

Μια ζωντανή παράσταση όπου εκείνη πρωταγωνιστεί διαρκώς: στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στην πλατεία Κύπρου, στα πάρτυ (ρέηβ και μη), στις εκδρομές, στην παραλία, στα κλαμπ πριν και κατά την διάρκεια της πενταήμερης, ακόμα και στο σπίτι μου, κι όπου εγώ είμαι καταδικασμένος στο ρόλο του θεατή: στην πρώτη θέση μεν, θεατής δε.

Έχει ανάψει φωτιά στο κτίριο του φροντιστηρίου στην οδό Βερανζέρου κι εμείς βγαίνουμε απ’ την σκάλα υπηρεσίας βήχοντας σαν παλαβοί εν μέσω πυκνών καπνών.

Της μιλάω και μου μιλάει, της αρέσω και μου αρέσει, όμως οι πειρασμοί της, παραδόξως πάντα πολύβουης και πάντα χαλαρής, πλατείας της Νέας Σμύρνης έχουν ήδη προδιαγράψει την κατάληξη της θνησιγενούς μας σχέσης.

Πρώτη φορά στο μπουζουκόπληκτο Ρεξ σε χοροεσπερίδα για την πενταήμερη: ο σπυριάρης ξερακιανός παρατρεχάμενος με τα κολλητά τζην και με τις μπότες Doc Martens φιλοσοφεί απροσδόκητα: “όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος”, μας προειδοποιεί.

Ατελείωτες συζητήσεις στις εισόδους των μικροαστικών μεν, με αναντίρρητη ζωντάνια κι αυθεντικότητα δε, πολυκατοικιών μας.

Η κάθοδος των μυρίων στο λιμάνι του Πειραιά κι οι εντυπώσεις δύσκολα ξεκολλάνε απ’ το μυαλό: αλλοπρόσαλλα κτίρια που μοιάζουν σαν να κοντοστέκονται απειλητικά, σκοτεινά, βρώμικα κι απειλητικά νερά, καράβια που με πνίγουν με την μπόχα τους και με μπογιατίζουν με την κολλώδη αρμύρα τους, προτού ακόμα επιβιβαστώ εντός τους.

Στα Πατήσια, στο Μοσχάτο, στο Περιστέρι, στα Σεπόλια, στο Παγκράτι, στην Καισαριανή, στου Ζωγράφου, όταν το φώτα ανάβουν, το πολεοδομικό έκτρωμα μετατρέπεται σε αυλή θαυμάτων, κι ας μην υπάρχουν τόσα πολλά λουλούδια, κι ας είμαι πολύ σπάνια αυτόπτης μάρτυς, πόσο μάλλον κοινωνός, στο θαύμα.

Στην Πλάκα, στο υπαίθριο ρεμπετάδικο, το κέφι έχει ανάψει για τα καλά, ενώ εσύ πότε ξερνάς και πότε φασώνεσαι στις τουαλέτες.

Στην Πλατεία Αιγύπτου, ένα βράδυ του Απριλίου, ξημερώματα Σαββάτου του Λαζάρου, πίσω απ’ τα ΚΤΕΛ του Νομού Αττικής, συντελείται το ανάποδο της Ανάστασης που δεν είναι, φυσικά, ο θάνατος, αλλά η ματαίωση των προσδοκιών σε αργή κίνηση και σε χωροχρονικά αδιάσπαστη λούπα.

Στα Εξάρχεια καφές, τάβλι, μπιλιάρδο, βόλτες άσκοπες και ξέγνοιαστες, μυρωδιά παλαιοβιβλιοπωλείου, μυρωδιά φωτοτυπάδικου, μυρωδιά χιλιοχρησιμοποιημένου επιτραπέζιου παιχνιδιού.

Άφιξη με παπάκι έξω απ’ την “Μποέμισσα”, και πάλι στα Εξάρχεια, και ξεπέζεμα με την εξής δήλωση: “απόψε ήρθα για να γίνω γκολ, λιάρδα, αλοιφή”.

Στα μπουζούκια όλοι θέλουν να μοιάζουν με όλους τους άλλους κι όλες θέλουν να μοιάζουν με όλες τις άλλες, όμως όλοι κι όλες αποτυγχάνουν στο να εκπληρώσουν την σχιζοφρενική τους αυτή επιθυμία.

Είναι πολύ αργά το βράδυ, κι όμως η άσφαλτος στην παραλιακή ακόμα καίει απ’ το πρωινό λιοπύρι – το ξέρω διότι η τελευταία τεκίλα δεν μου άφησε άλλη επιλογή παρά να ξαπλώσω επάνω της.

Μετά από ξενύχτι, πέφτουμε με τα μούτρα στα σφολιατοειδή προϊόντα των διανυκτερευόντων φούρνων και τυροπιτάδικων στου Ψυρρή, στο Γκάζι, στην Καλλιθέα, στο Παγκράτι, στην Κηφισιά.

Παρατηρώντας, εκ του σύνεγγυς και εξ αποστάσεως ταυτοχρόνως, το ξετύλιγμα της αναρχοσουρεαλιστικής παράνοιας των μεταμεσονύκτιων δρομολογίων Σύνταγμα – Πειραιάς του ηρωικού πράσινου – μετέπειτα 040 – λεωφορείου.

Πρωτοχρονιά του 2000, κι εμείς είμαστε 3 ώρες πηγμένοι μέσα σε ένα ηρωικό Σουζούκι Τζίμνυ που επιχειρεί, μέσα στην εξωφρενική κίνηση, να εκτελέσει το δρομολόγιο Καλλιθέα – Πετρούπολη (όχι Αγία, αν και θα μπορούσε).

Απολαμβάνοντας στο σαλόνι και στο μπαλκόνι του πατρικού μου στην Καλλιθέα, με αγριοφωνάρες και συνοδεία Λουκούλειων αρβανίτικων εδεσμάτων, τις μεγάλες επιτυχίες του Παναθηναϊκού σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και στις αρχές της δεκαετίας των μηδενικών.

Οι δίδυμοι μεθοριακοί σταθμοί του Circus και του Ιπποπόταμου, στα σύνορα του απόλυτου Αθηναϊκού δίπολου Κολωνακίου – Εξαρχείων, φίσκα κάθε Σαββατόβραδο.

Μια φορά στο Ντεκαντάνς στον λόφο του Στρέφη ίσον με εκατό φορές σε σχεδόν οποιοδήποτε άλλο μαγαζί.

Μια φορά στο Rock ‘n’ Roll στο Κολωνάκι ίσον με εκατό φορές στο Rock ‘n’ Roll στο Κολωνάκι.

Το Χριστόψαρο – λέξη – πλεονασμός που δεν αντιλαμβάνονται, ίσως, πολλοί – μου έχει κάτσει στον λαιμό στο Βαρούλκο – κι ευθύνομαι εγώ γι’ αυτό, ασφαλώς.

Κλωτσώντας δέντρα με μανία στην πλατεία Κουμουνδούρου, στο τέλος μιας βραδιάς που ξεκίνησε μοιράζοντας αφειδώς υποσχέσεις και κατέληξε σε βροντερό φιάσκο – αν μη τι άλλο, στο μυαλό μου.

Το ρεμπετάδικο Σκόλιον στου Ψυρρή, ένα απίστευτα συμπυκνωμένο και περιεκτικό σχόλιο, άνευ λέξεων, πάνω στην εν Αθήναις νυχτερινή ζωή των φοιτητών της και των μικροαστών κατοίκων της κατά τα έτη 1993-2007.

Ο κόμβος της Μεταμόρφωσης στην Εθνική, κάθε πρωί: μια σπουδή πάνω στο μαλακό υπογάστριο και το θυμικό αυτής της πόλης.

Της πάω δώρο πολύ προσωπικό, κρυμμένο σε συσκευασία μπουκαλιού ουίσκι στο πάρτυ των γενεθλίων της στην οδό Χάρητος στο Κολωνάκι – όταν αποχωρώ μασάω δύο τσίχλες κανέλλα που υποτίθεται ενισχύουν τις πιθανότητές μου να ξεγελάσω το αλκοτέστ, στην περίπτωση που με αναγκάσουν να το κάνω – το ένα μπουκάλι τζιν, που σχεδόν μόνος μου έχω καταναλώσει, συμβάλει αποφασιστικά στο να είμαι διατεθειμένος να εναποθέσω την τύχη μου σε οποιοδήποτε σχετικώς θρυλούμενο γιατροσόφι.

Απολαμβάνω μόνος μου τα πιο υπέροχα ηλιοβασιλέματα, για τα οποία μπορεί κανείς ποιητής να μην γράψει ποτέ κανένα ποίημα, στην Μεταμόρφωση, στους Θρακομακεδόνες και στο Κρυονέρι.

Η Κηφισιά φωταγωγημένη χριστουγεννιάτικα με καλωσορίζει με όλες τις ακριβές μάρκες και, ταυτοχρόνως, την επιτηδευμένη έλλειψη αυτών, μα εγώ τα λεφτά μου δεν τα έχω ποντάρει μήτε στο κόκκινο, μήτε και στο μαύρο, μα στον γεννήτορα και σφαγέα του απείρου μέσα κι έξω μου, δηλαδή του μηδενός.

Μετά την νίκη επί της Γαλλίας στον προημιτελικό του Ευρωπαϊκού πρωταθλήματος ποδοσφαίρου του 2004, κατευθυνόμαστε σε κατάσταση αλλοφροσύνης με το αυτοκίνητο προς την Ομόνοια – 2 ώρες αργότερα, κι έχοντας διανύσει μια απόσταση ελάχιστων χιλιομέτρων, αναγκαζόμαστε να το αφήσουμε στο ύψος του παλιού εργοστασίου της ΦΙΞ και να συνεχίσουμε με τα πόδια, ήδη αναπόσπαστο κομμάτι μιας συλλογικής μεθεκτικής διονυσιακής έκστασης που τρυπάει το χωροχρονικό συνεχές και φωτίζει την νύχτα με χρώματα πολύ πέρα απ’ το καταγεγραμμένο φάσμα που (υποτίθεται ότι) είναι περιορισμένο / προορισμένο στο ν’ αντιλαμβάνεται το ανθρώπινο μάτι.

Νομίζω ότι γνωρίζω πέραν πάσης αμφιβολίας τι σημαίνει να είσαι συγγραφέας, όμως θα το νιώσω στο πετσί μου μοναχά έναν Δεκέμβρη που ξενυχτάω πάνω απ’ το λάπτοπ, ενώ διάφορα ημιφασματικά πλάσματα της νύχτας ξεπροβάλουν έρποντας μέσα απ’ τα στενά της Κυνοσάργους και του Μετς, σκαρφαλώνουν στο μπαλκόνι μου και μου γνέφουν με νοήματα που τα πιάνω μόνο με την άκρη του ματιού μου πως δεν είμαι μόνος μου και να μην ανησυχώ, αλλά και πως είμαι ολομόναχος και δεν έχω άλλη επιλογή παρά να παραμείνω ξύπνιος για πάντα από δω και στο εξής, ακόμα κι όταν κοιμάμαι.

Ξεναγώντας αλλοδαπούς στην Αθήνα, την ξαναμαθαίνω από την αρχή, εμπεδώνω τις αρχές της και παραδίδομαι στην αναρχία της.

Ο στόμφος μου και το καλοαναθρεμμένο μου παράπονο προσκρούουν με πάταγο σ’ ένα απίστευτο ντεμαράζ “Μπεστ Οφ” – αληθινών όμως – μπρίτποπ και λόου-φάι τραγουδιών των νάιντιζ, που ξεχύνονται έξω απ’ το Pop, στην οδό Κλειτίου, ένα γλυκό βράδυ ενός Ιουνίου.

“Ζήσε, ζωή, ζωή, ζω, ζω”, ξεσπάει η γοητευτικά εύθραυστη και εύθραυστα γοητευτική φίλη του καλύτερου μου, τότε, φίλου απευθυνόμενη σ’ εμένα, μέσα στο ημίφως του καινούριου μου, ούτε δύο μηνών, σπιτιού – κι έχει απόλυτο δίκιο, και το ξέρω, όμως θα μου πάρει ακόμα καιρό μέχρι ν’ ανακτήσω την αυτοκυριαρχία μου – και το ξέρω και αυτό.

Χορεύοντας, με δάκρυα στα μάτια απ’ τα νευρικά γέλια, γύρω από μια ψηφιακή αρκούδα σ’ ένα νεοανεγερθέν, και αείποτε ανολοκλήρωτο, σπίτι, κάπου στις βορειοανατολικές εσχατιές της πόλης.

Χορωδιακές πρόβες στην “μονοκατοικία του Δροσίνη” στην Κηφισιά κι ύστερα για τα καλύτερα σουβλάκια με την καλύτερη παρέα του κόσμου – “είπα στην ντοπιολαλιά: ‘αδερφή, μίλησε μου για την ευτυχία’, κι η ντοπιολαλιά με άφησε να την φλερτάρω ολόκληρο το βράδυ, γελώντας με κάθε μου αστείο”.

Η πιο πυκνοκατοικημένη περιοχή της Ευρώπης, η Κυψέλη, μοιάζει με ερημική, “μετά-αποκαλυπτική” επικράτεια τις πρώτες πρωινές ώρες μιας Κυριακής.

Στα Άνω Κάτω Πατήσια τα κορίτσια – πασπαρτού απεκδύονται κάθε τι το περιττό, αφήνοντας επάνω τους μόνο την καλοκαιρινή τους περιβολή και με εισάγουν με τα χαμόγελά τους στα άδυτα των αθηναϊκών μυστηρίων.

Το να κάνω την Δήμητρα και την Νικολέττα να ξεραίνονται στα γέλια στις αίθουσες του μεταπτυχιακού της ΑΣΟΕΕ, κάπου εκεί κοντά στην οδό Ευελπίδων: αξία ανεκτίμητη!

Μια αγκαλιά κι ένα ζουπηχτό φιλί στον μακρύ κυκνίσιο της λαιμό, ένα ανοιξιάτικο βράδυ, έξω και μπροστά απ’ το παρκαρισμένο αυτοκίνητό μου στην φυσική απόληξη του Λαιμού της Βουλιαγμένης, αγναντεύοντας κάπως υπνωτισμένοι τα κύματα του Αργοσαρωνικού να παφλάζουν στα βράχια από κάτω μας.

Οι φίλοι μου έρχονται να με ξεπροβοδίσουν πριν φύγω για τα ξένα, στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, στο αεροδρόμιο των Σπάτων, κι είναι λες και 12 χρόνια διήρκεσαν λιγότερο από δύο ώρες, κι είναι λες και δεν θα μεγαλώσουμε ποτέ, κι είναι λες και δεν πρόκειται ποτέ να χορτάσω αυτήν την πόλη, ακόμα κι αν κάποτε τύχει και γευτώ όλα όσα έχει να μου προσφέρει…

19. Έρχεται η Άνοιξη

Έρχεται η Άνοιξη και πάλι, και η άφιξή της, αν και εξ ορισμού προβλέψιμη, πάντα καταφέρνει να ξαφνιάσει τον Αθηναίο, που αν και αιωνίως υποψιασμένος κατά τ’ άλλα, εδώ την πατάει αδιαλείπτως, με συστηματικό και ξεκαρδιστικό τρόπο.

Κι αυτό εξηγείται με το ότι η Άνοιξη επιστρέφει στην Αθήνα με τόσους – και τόσο – ευφάνταστους, δημιουργικούς και υπέροχα, γλυκά, τρελούς τρόπους, που ακόμα κι αν δεν είναι πρωτότυποι – και τις περισσότερες φορές, τυπικά, μάλλον δεν είναι – αναγκάζουν τον Αθηναίο να τους αντιμετωπίζει ως τέτοιους.

Να, ας πούμε όπως με το πολύχρωμο φουστάνι μιας κοκκινομάλλας που ξεπροβάλει εμπρός στα θολά μάτια ενός παραζαλισμένου διαβάτη ένα βράδυ στην σκοτεινή και κατηφή οδό Θαλλού στην Πλάκα και τον κάνει να κοντοσταθεί για να πάρει μια ανάσα, η οποία θα διαρκέσει μέχρι το θαύμα της αυθορμήτως αναδυόμενης – σαν την Αφροδίτη – ομορφιάς της να περάσει απ’ τον αμφιβληστροειδή του και να σαρώσει κάθε μουδιασμένο εγκεφαλικό του κύτταρο.

Ή με το σουρεαλιστικό παλίμψηστο φωτός που εισβάλει μέσα απ’ τις μισόκλειστες γρίλιες ενός ολίγον ξεχαρβαλωμένου παντζουριού για να προβληθεί στον τοίχο απέναντι απ’ το κρεβάτι ενός αγουροξυπνημένου εφήβου και – σε ένα μυστηριώδες κρεσέντο συναισθησίας – να τον ζεστάνει ως το μεδούλι.

Ή με το ευωδιαστό ιπτάμενο χαλί που πλέκουν οι ανθισμένες νεραντζιές, αρχές Απρίλη, και το σπρώχνουν μετά μ’ ένα απαλό «φου» να εισέλθει ορμητικό μέσα απ’ τα ανοιχτά παράθυρα ενός αυτοκινήτου που κινείται κατά μήκος της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου – μίας απ’ τις πολλές Αθηναϊκές οδούς με αυτό το όνομα και, ταυτοχρόνως, σε ένα πλαίσιο ανοιξιάτικης μαγικής περιχώρησης, όλων τους – για να πηδήξουν πάνω του τα παιδιά που επιβαίνουν στο πίσω κάθισμα και να απολαύσουν αφ’ υψηλού το πανόραμα του κόσμου που ανθοφορεί, βλασταίνει και φουντώνει μέσα από τα – και σε πείσμα των – άψυχα τσιμεντένια κουτιά, που, βαρυγκομώντας, στεγάζουν τους Αθηναίους και τα οποία είναι στοιβαγμένα το ένα δίπλα από το άλλο, το ένα πάνω απ’ τ’ άλλο και, καμιά φορά, το ένα μέσα στ’ άλλο.

Ουφ, πολλά λόγια, βρε παιδί μου…!

Τα οποία η άνοιξη, και δη η Ελληνική, και δη η Αθηναϊκή, δεν τα σηκώνει.

Ή, μάλλον, αυτά δεν μπορούν να την σηκώσουν στους ώμους τους, τόσο ρωμαλέα ανάλαφρη που είναι.

Αντίφαση;

Μάλλον πρόκειται για παράδοξο, και τα παράδοξα η Αθηναϊκή άνοιξη – όπως κι η ελληνική άνοιξη, όπως κι η άνοιξη γενικότερα – τα λατρεύει.

Η ουσία είναι ότι έρχεται η άνοιξη στην Αθήνα και η ζωή θα θριαμβεύσει για άλλη μια φορά.

Μα σε πείσμα όλου αυτού του ζοφερού αχού της πόλης που, χρόνο με τον χρόνο, μοιάζει πως γίνεται ολοένα και χειρότερος;

Ναι, σε πείσμα του.

Γιατί, επιτέλους, οφείλουμε να το συνειδητοποιήσουμε: καταφθάνει η εαρινή ισημερία, η οποία σηματοδοτεί τα θυρανοίξια της Εκκλησίας της Αναγέννησης του Σύμπαντος Κόσμου.

Πρόκειται για μια Εκκλησία που κατά μία έννοια στερείται υλικής υπόστασης – κατά μία άλλη έννοια, όμως, η υλική της υπόσταση ταυτίζεται με ολόκληρη την πόλη, ολόκληρη την Αθήνα, από την εαρινή ισημερία και μετά και μέχρις ότου, τουλάχιστον, να διαβούμε την φλεγόμενη απ’ τις φωτιές του Άη Γιάννη – έστω κι αν υποτίθεται πως κανείς δεν τις ανάβει πια στις γειτονιές – ατραπό του θερινού ηλιοστασίου.

Και μιας και με κατέλαβε επικολυρικός οίστρος δια μίαν εισέτι φορά, να πω ότι η εν Αθήναις εαρινή ισημερία κάθε άλλο παρά στιγμιαίας διάρκειας είναι.

Όχι βέβαια!

Ανεξαρτήτως του τι κακοκαιρία μπορεί να επισυμβεί στην πόλη εντωμεταξύ – και ο Αθηναίος γνωρίζει, το νιώθει μέσα του, πως η κακοκαιρία είναι η εξαίρεση κι όχι ο κανόνας κατά την διάρκεια της επέλασης της, όχι και τόσο επιτυχώς καμουφλαρισμένης, εαρινής ταξιαρχίας στις λεωφόρους και στα στενά της πόλης του – η εαρινή ισημερία ξεκινάει εκεί, από τα μέσα προς τέλη του Γενάρη, με τις περιλάλητες Αλκυονίδες ημέρες, και διαπερνά το Τριώδιο, την Καθαρά Δευτέρα και μικρό ή μεγάλο μέρος της Σαρακοστής – συμπεριλαμβανομένων των «ειδών του Μαρτίου», εκεί κατά τις 15 του μηνός, την γιορτή, δηλαδή, του πολεμοχαρούς, αφιονισμένου κι επιπόλαιου θεού Άρη – για να κορυφωθεί στις 21 του αυτού μηνός.

Ω, μα και τι δεν έχω δει να συμβαίνει ετούτη την μέρα, στις 21 του τρίτου μηνός του έτους, στην πόλη μου…

Λεωφορεία ν’ αναποδογυρίζουν, ιπτάμενες μπανανόφλουδες να χορεύουν βαλσάκι με τραγουδιστά μπαλόνια, άτεγκτους γραφειοκράτες να αιωρούνται εκστασιασμένοι μέσα σε ανθοπωλεία, λέξεις ν’ ανυψώνονται μέσα από ανοιχτές εγκυκλοπαίδειες και να πλατσουρίζουν ευτυχισμένες σε υπέρλαμπρα σιντριβάνια, ασώματες φωνές να βρίσκουν τα σώματά τους, χρονοταξιδιώτες να αποκαλύπτονται και κανείς να μην τους πιστεύει – ούτε καν ο εαυτός τους – φανάρια της τροχαίας ν’ αντικαθιστούν το κόκκινο, το πορτοκαλί και το πράσινο με το μωβ, το ροζ και το ουρανί, συναυλίες σε δημόσιους χώρους να ολοκληρώνονται με την επωδό: «η ανία είναι δικαίωμα, ενώ η μανία είναι υποχρέωση», ηλιαχτίδες ν’ αυτονομούνται απ’ την πηγή τους, τον ήλιο, και να φωτίζουν κατά βούληση συγκεκριμένες γωνιές της πόλης που έχουν παραμείνει σκοτεινές για πολύ πολύ καιρό…

Και όταν τα περιγράφω αυτά τα πράγματα στους συμπολίτες μου, τους συν-Αθηναίους, δεν μου λένε ποτέ ότι τρελάθηκα, ούτε και σιγομουρμουρίζουν κάτι τέτοιο για μένα μεταξύ τους – όχι, απλώς μου λένε: «α, καλά, σε χτύπησε η Άνοιξη εσένα…»!

Αχ, Αθηναϊκή μου άνοιξη, άλλοθι μου αιώνιο!

………………………………………..

Έτσι μου μίλησε εκείνος ο κουρελής γεράκος, εκείνο το απόγευμα του Φεβρουαρίου του δύο χιλιάδες και κάτι ψιλά, πίσω από ένα περίπτερο στην συμβολή των οδών Ακαδημίας και Σίνα, τον τόπο αφετηρίας και τερματισμού τόσων και τόσων αστικών λεωφορείων.

Τα λόγια του, περιέργως, έμοιαζαν εύστοχα, καθώς ο ήλιος έδυε και η θερμοκρασία είχε αρχίσει να πέφτει απότομα, πιάνοντας, για μια ακόμα φορά, στον ύπνο εκείνους τους συμπολίτες μου που, ξεγελασμένοι απ’ τις παρατεταμένες Αλκυονίδες ημέρες, είχαν πιστέψει ότι η άνοιξη είχε όντως ήδη φθάσει κι είχαν ντυθεί σχετικά ελαφρά.

Συνειδητοποιώντας ότι δεν είχα τίποτε να του απαντήσω, ο γεράκος κούνησε ελαφρώς το κεφάλι του, και, κουτσά στραβά, πήρε να κατηφορίζει την οδό Σίνα με κατεύθυνση προς την Πανεπιστημίου.

Αποφάσισα να τον ακολουθήσω από μια κάποια απόσταση.

Κοντοστάθηκε σε μια στάση λεωφορείου, μπροστά από δυο κοπέλες που μίλαγαν και γελούσαν – μου έδιναν την εντύπωση, χωρίς να μπορώ να είμαι σίγουρος γι’ αυτό, πως ήταν φοιτήτριες της πλησίον εδρευούσης Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου των Αθηνών.

Εκείνες, όταν τον πρόσεξαν, σταμάτησαν να μιλούν αναμεταξύ τους και τον κοίταξαν με απορία.

Τότε ο γεράκος είπε: «Κορίτσια, σίγουρα θα νομίσετε ότι είμαι τρελός, μα ακούστε τι έχω να σας πω: όταν ο Μοντεσκιέ συνέλαβε την διάκριση των τριών εξουσιών, ξέχασε ν’ αναφέρει μια τέταρτη στην οποία υπάγονται και οι τρεις δικές του και όποιες άλλες, τέλος πάντων: μιλώ για την εξουσία της Άνοιξης! Συμφωνείτε;».

Εκείνες δεν του απάντησαν τίποτα – μόνο έσκυψαν το κεφάλι αμήχανες, περιμένοντας προφανώς να «περάσει η μπόρα» και ο γεράκος ν’ αποχωρήσει.

«Ναι, ναι, μα και βέβαια συμφωνείτε…», είπε εκείνος – κι ύστερα συνέχισε να βαδίζει, κουτσά στραβά, μα σταθερά, προς την πολύβουη οδό Πανεπιστημίου.